Ευεργεσία ή ιδεολογική κατοχή; Η πολιτική της Μνήμης στο Αστικό Τοπίο της Πάτρας
Αυτοί που συνέβαλαν στη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, τώρα εμφανίζονται στους χώρους της παιδείας ως πρότυπο κοινωνικής ευθύνης. Αυτή η αντίφαση δεν είναι αφηρημένη.
Του Βασίλη Πέττα, δημοσιογράφου
Η εικόνα ήταν αναμφίβολα συμβολική: ο δήμαρχος Πατρέων, Κώστας Πελετίδης, μαζί με συνεργάτες του, αφαιρούν τις πινακίδες που διαφημίζουν τις τέσσερις συστημικές τράπεζες από τις εισόδους σχολείων. Η κίνηση, η οποία υλοποιήθηκε κατόπιν απόφασης του δημοτικού συμβουλίου, προκάλεσε άμεση και οργισμένη αντίδραση από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, Παύλο Μαρινάκη, ο οποίος έκανε λόγο για «παράλογη εικόνα» και «ιδεοληψίες». Η ουσία της κριτικής εστιάστηκε στην αχαριστία προς τους χορηγούς: «Αντί να πει μπράβο, που αρκετά σχολεία και στη δική του πόλη και σε όλη την Ελλάδα αλλάζουν όψη, […] δεν του άρεσε η πινακίδα γιατί οι “κακές τράπεζες” έδωσαν λεφτά για την ανακαίνιση των σχολείων», ήταν η χαρακτηριστική δήλωση.
Ωστόσο, η σύγκρουση για αυτές τις πινακίδες δεν είναι απλώς μια αψιμαχία μεταξύ δημοτικής αρχής Πάτρας και κυβέρνησης, ούτε μια «εμμονή» απέναντι σε ένα χορηγούμενο πρόγραμμα αναβάθμισης σχολείων. Είναι ένας βαθύς πολιτισμικός και πολιτικός αγώνας με επίκεντρο τον Δημόσιο Χώρο και, κυρίως, τη Συλλογική Μνήμη. Η απάντηση του Δήμου Πατρέων, μέσω του ξηλώματος των πινακίδων, είναι, στην πραγματικότητα, μια έμπρακτη κριτική στην προσπάθεια του κεφαλαίου και του κράτους να κατασκευάσουν «Μνημονικούς Τόπους» υπέρ των τραπεζών.
Η δύναμη των χορηγιών στην αρχιτεκτονική της Μνήμης
Για να καταλάβουμε τη στάση του Δήμου, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε την πρόκληση. Όπως αναφέρει ο Γάλλος ιστορικός Pierre Nora, «Μνημονικός Τόπος» είναι οτιδήποτε υλικό ή συμβολικό στο οποίο η συλλογική μνήμη έχει δώσει αξία, ώστε να μην χαθεί στο πέρασμα του χρόνου. Αυτός ο τόπος δεν είναι ουδέτερος, αλλά πολιτικός, καθώς εγγράφει μια συγκεκριμένη αφήγηση στη Συλλογική Συνείδηση. Στη σύγχρονη εποχή, το κεφάλαιο έχει οικειοποιηθεί αυτή τη διαδικασία.
Οι πινακίδες των τραπεζών στα σχολεία, που τοποθετούνται στο πλαίσιο του προγράμματος «Μαριέττα Γιαννάκου», δεν είναι απλώς τεχνικές ενδείξεις. Είναι, μεθοδικά, «Μνημονικοί Τόποι» που ενεργοποιούν έναν μηχανισμό: Η αναβάθμιση του σχολείου συνδέεται άρρηκτα με τη Μνήμη ότι η τράπεζα είναι ο ευεργέτης, διαμορφώνοντας έτσι θετική συλλογική γνώμη υπέρ της τράπεζας. Οι τράπεζες εμφανίζονται ως «σωτήρες» και «ευεργέτες», αναλαμβάνοντας την ευθύνη που έχει απεμπολήσει το κράτος για τη δημόσια και δωρεάν παιδεία και η τοποθέτηση πινακίδων ή πλακών λειτουργεί ως «υπογραφή» του δωρητή στο έργο, μετατρέποντας μια χρηματική συναλλαγή σε δημόσια τιμή και διαρκή μνήμη.
Η έννοια της ευεργεσίας στην Ελλάδα φέρει βαρύ ιστορικό φορτίο, συνδέοντας άρρηκτα τον δωρητή με το εθνικό αφήγημα και την κοινωνική αναγνώριση. Ωστόσο, η σύγχρονη εταιρική χορηγία, συχνά μεταμφιεσμένη σε εταιρική κοινωνική ευθύνη (ΕΚΕ), διαφέρει ποιοτικά από την κλασική ευεργεσία. Ενώ ευεργέτες του παρελθόντος χρηματοδοτούσαν συνήθως έργα με στόχο, κυρίως, την ιστορική αναγνώριση, η ΕΚΕ των τραπεζών σήμερα λειτουργεί ως «πολιτική ασφάλεια» και «εργαλείο νομιμοποίησης». Το κράτος, αποδεχόμενο την ΕΚΕ, νομιμοποιεί τη μεταφορά της ευθύνης του προς τον ιδιωτικό τομέα. Η χορηγία δεν είναι μια ανιδιοτελής πράξη, αλλά μια συναλλαγή όπου οι τράπεζες αγοράζουν ηθικό κεφάλαιο και πολιτική ασυλία, εξασφαλίζοντας ότι η συλλογική μνήμη θα εστιάσει στη δωρεά και θα αγνοήσει τα τεράστια οικονομικά οφέλη που αποσπούν από το ίδιο το κράτος.
Το αστικό τοπίο ως προπαγάνδα: Η «Κανονικοποίηση» της τράπεζας
Στην περίπτωση των τραπεζών, το ζήτημα είναι οξύ: οι τράπεζες είναι οι ίδιες που, με τη στήριξη του κράτους, διασώθηκαν με ανακεφαλαιοποιήσεις που πλήρωσε ο λαός. Παράλληλα, βγάζουν στο σφυρί τα σπίτια των πολιτών. Η αντίφαση είναι κραυγαλέα: αυτοί που συνέβαλαν στη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, τώρα εμφανίζονται στους χώρους της παιδείας ως πρότυπο κοινωνικής ευθύνης. Αυτή η αντίφαση δεν είναι αφηρημένη. Ζει στην καθημερινή μνήμη του πολίτη που βλέπει το σπίτι του να πλειστηριάζεται, ενώ το παιδί του μαθαίνει ότι ο «σωτήρας» του σχολείου του είναι η τράπεζα.
Το κράτος και το κεφάλαιο λειτουργούν ενωμένα για να διαμορφώσουν την ηγεμονική συλλογική μνήμη. Η κυβέρνηση σε κάθε ευκαιρία απεμπολεί την ευθύνη και την υποχρέωσή της για δημόσια και δωρεάν παιδεία, επιτρέποντας στα σχολεία να έχουν προβλήματα και να χρειάζονται χορηγίες. Η φυσική παρουσία των λογοτύπων των τραπεζών στα δημόσια κτίρια, όπως τα σχολεία, εγγράφεται στη συνείδηση των πολιτών, και κυρίως των παιδιών -του πιο ευάλωτου κοινού- ως κανονικότητα και φιλανθρωπία. Όταν το παιδί μαθαίνει ότι το σχολείο του αναβαθμίστηκε χάρη στην τράπεζα και όχι χάρη στην υποχρέωση της πολιτείας, τότε η μνήμη του παρελθόντος (η ευθύνη για τους πλειστηριασμούς και τη φτωχοποίηση) επισκιάζεται από τη μνήμη της δωρεάς.
Η κίνηση Πελετίδη: Κατασκευάζοντας τον Αντι-Μνημονικό Τόπο
Η κυβέρνηση επικρίνει τον Δήμαρχο, εξηγώντας πως η τράπεζα συνεισέφερε 100 εκατομμύρια ευρώ για την ανακαίνιση 431 σχολείων σε όλη τη χώρα, κάνοντας την κίνηση του Πελετίδη να φαίνεται ως άρνηση ενός μεγάλου δημόσιου έργου. Όμως, η δημοτική αρχή της Πάτρας απαντά στην «εμμονή» της κυβέρνησης, ζητώντας την κρατική χρηματοδότηση που δικαιούται ο δήμος, ώστε όλα τα παιδιά της πόλης να φοιτούν σε σύγχρονα και ασφαλή κτίρια. Η επιλογή του Δήμου είναι ξεκάθαρη: δεν δεχόμαστε διαφημίσεις στα παιδιά μας από αυτούς που βγάζουν στο σφυρί τα σπίτια των ανθρώπων του μόχθου. Σε αυτό το πλαίσιο, η κίνηση του δήμου Πατρέων αποκτά το πραγματικό της νόημα. Η δημοτική αρχή, ως εκφραστής μιας λαϊκής, ταξικής συνείδησης που κυριαρχεί στην πόλη, δεν δρα αυθαίρετα. Αντιθέτως, υλοποιεί την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία βασίζεται στην ενεργή κοινωνική μνήμη των πολιτών της Πάτρας.
Όπως αναφέρει ο δήμαρχος Κώστας Πελετίδης, στόχος είναι το «ξήλωμα των πινακίδων που προβάλλουν τις τράπεζες, αυτούς δηλαδή που έχουν καθίσει στο σβέρκο μας, έχουν λιώσει την ζωή του Ελληνικού λαού και τώρα παρουσιάζονται σαν σωτήρες». Η απαίτηση για αφαίρεση των πινακίδων, όμως, δεν είναι μια «εκδικητική» πράξη. Είναι μια συνειδητή πολιτική πράξη που αποσκοπεί στην «απο-μνημειοποίηση» αυτών των σημείων. Ο Δήμος αρνείται να προσφέρει νομιμοποίηση και μνημονική δύναμη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα χρησιμοποιώντας το δημόσιο χώρο.
Ο δήμος Πατρέων, υλοποιώντας την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, δηλώνει ουσιαστικά πως αυτός ο χώρος δεν θα θυμάται πλέον τη δύναμη της τράπεζας, αλλά θα θυμάται τη δύναμη της κοινότητας. Η αφαίρεση του τραπεζικού συμβόλου μετατρέπει τον ίδιο χώρο σε Αντι-Μνημονικό Τόπο. Τον καθιστά σημείο αντίστασης στη μνήμη του κεφαλαίου και σημείο ανάκτησης του κοινωνικού ελέγχου.
Η «εμμονή» του Πελετίδη είναι, στην πραγματικότητα, συνέπεια στον πολιτικό και πολιτισμικό αγώνα. Είναι η συνειδητή αναγνώριση ότι η πολιτική μάχη δεν δίνεται μόνο στους προϋπολογισμούς και τις οικονομικές αποφάσεις, αλλά και στο αστικό τοπίο και τη συλλογική μνήμη.
Η Μνήμη είναι Πολιτική
Η διαμάχη για τις πινακίδες στα σχολεία της Πάτρας αποδεικνύει περίτρανα τη ρήση του Pierre Nora: «Η μνήμη είναι πολιτική και η επιλογή του τι θυμόμαστε ή τι ξεχνάμε είναι πάντα προϊόν σχέσεων ισχύος και πολιτικών αποφάσεων».
Εδώ συγκρούονται δύο μνήμες: Η Ηγεμονική Μνήμη (κράτος/κεφάλαιο) που θέλει να θυμόμαστε την ευεργεσία και τη φιλανθρωπία, διαγράφοντας τη μνήμη των πλειστηριασμών και της διάσωσης των τραπεζών με δημόσιο χρήμα και η Κοινωνική Μνήμη των πολιτών που Θέλει να θυμόμαστε την ευθύνη της πολιτείας και τη διάσωση των τραπεζών που πλήρωσε ο λαός. Η κίνηση του Δήμου Πατρέων είναι υλοποίηση αυτής της Κοινωνικής Μνήμης και είναι πολιτικά σημαντική επειδή λειτουργεί ως αντανάκλαση και ενέργεια μιας υπαρκτής λαϊκής συνείδησης και μνήμης.
Η κίνηση αυτή αναδεικνύει μια ακόμα κρίσιμη αλήθεια: Ο δημόσιος χώρος δεν είναι ουδέτερος. Είναι μια πολιτική αφήγηση που γράφεται καθημερινά. Η επιλογή της δημοτικής αρχής να αφαιρέσει τα σημεία της τραπεζικής κυριαρχίας είναι μια πράξη επαναφοράς της κοινωνικής μνήμης έναντι της ηγεμονίας του κεφαλαίου. Και ας μην ξεχνάμε πως η διεκδίκηση του δημόσιου χώρου είναι, πρωτίστως, διεκδίκηση της ιστορικής μνήμης.
Αναδημοσιεύεται από το τέταρτο
