«Ρίφενσταλ, Στην Καρδιά του Τρίτου Ράιχ», του Άντρες Βέγιελ
Ο κινηματογράφος ως όργανο ναζιστικής προπαγάνδας και η αποδόμηση του μύθου της ουδέτερης τέχνης.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον, όπως έγραφε ο Ν. Κολοβός στο βιβλίο του «Η Κοινωνιολογία του Κινηματογράφου», έχει το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο η ιδεολογία επηρεάζει ή εισχωρεί στο αισθητικό επίπεδο μιας ταινίας. Η περίπτωση της Λένι Ρίφενσταλ δείχνει ακριβώς πώς, μέσω μιας άρτιας αισθητικής που βασίστηκε στη χρήση καινοτόμων τεχνικών –πανοραμικές λήψεις, κάμερα από χαμηλή γωνία, εντυπωσιακά τράβελινγκ, πλονζέ και κόντρα πλονζέ πλάνα, ακόμα και χρήση κάμερας μέσα στο νερό- ο κινηματογράφος μπορεί να μετατραπεί σε ένα απόλυτο προπαγανδιστικό μέσο. Ένα μέσο που καθορίζει με σαφήνεια μια πολιτική ιδεολογία, επηρεάζοντας τη συλλογική συνείδηση και την κοινωνική αντίληψη των θεατών.
Η αισθητική της Ρίφενσταλ δεν είναι ουδέτερη. Αποτελεί οργανικό φορέα της ναζιστικής ιδεολογίας που απευθύνεται και στοχεύει στους ευάλωτους και παθητικούς θεατές που υποκύπτουν εύκολα στη βιομηχανία της κινηματογραφικής κουλτούρας. Εκείνων που γοητεύονται από την ευκολία με την οποία η κινηματογραφική βιομηχανία παρουσιάζει το ανέφικτο ως εφικτό από την ιστορική καταξίωση του ατόμου μέχρι τη ναρκισσιστική του απόλαυση. Απευθύνεται στον θεατή που οικειοποιείται εύκολα τον κόσμο της οθόνης, γιατί μέσα σε αυτόν πραγματοποιούνται όλα τα ανέφικτα όνειρά του: όνειρα για ένα μέλλον που θα του προσφέρει όσα του στέρησε το παρελθόν. Ένα μέλλον που θα τον απαλλάξει από την οικονομική ανέχεια, ένα μέλλον που θα τον κάνει να αισθανθεί πως δεν του αξίζει να υποφέρει, αλλά ανήκει σε μια ανώτερη φυλή που δικαιούται όσα του στερούν οι «εχθροί» του.
Η Ρίφενσταλ κατάφερε, μέσα από τα έργα της όπως «Ο Θρίαμβος της Θέλησης» και «Η Ολυμπία», να εξυμνήσει και να προβάλλει την υποτιθέμενη ανωτερότητα του γερμανικού έθνους – ενός έθνους που, σύμφωνα με την ιδεολογία του ναζισμού, διέπεται από κάλλος, αρμονία και πειθαρχία. Παράλληλα, ανέδειξε το πρόσωπο του Χίτλερ ως σωτήρα, ικανό να ικανοποιήσει όλες τις προσδοκίες του λαού. Ενός «ενωμένου» λαού που αναζητούσε ελπίδα και ταυτότητα, ενισχύοντας ουσιαστικά τον λαϊκιστικό χαρακτήρα του ναζιστικού κινήματος. Οι εικόνες και τα πλάνα της φέρουν μια τεράστια επικοινωνιακή δύναμη απέναντι σε αυτόν τον λαό που μαστιζόταν από την οικονομική ανέχεια, τη διαφθορά και την κατάρρευση του ονείρου για μια μεγάλη γερμανική αυτοκρατορία, ύστερα από την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έναν λαό που βρισκόταν σε βαθιά ηθική, κοινωνική και οικονομική κρίση. Μέσω αυτής της επικοινωνιακής ισχύος, τα ντοκιμαντέρ της δεν ήταν απλώς κινηματογραφικές καταγραφές. Ήταν συνειδητά εργαλεία προπαγάνδας. Η ίδια στρατεύτηκε στην ιδεολογία του ναζισμού, λάτρευε τον ηγέτη του, υπηρέτησε πιστά τον Γκέμπελς, και με το κινηματογραφικό της έργο, συνέβαλε καθοριστικά στην εξύψωση του Χίτλερ στα μάτια του μέσου Γερμανού, συμβάλλοντας έτσι, μέσω της τέχνης της, στην ιδεολογική και αισθητική εδραίωση του ναζιστικού καθεστώτος.
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο του ντοκιμαντέρ που αναφέρεται στη Ρίφενσταλ, βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης, ο Αντρες Βέγιελ, αποδομεί την προσπάθειά της να αποδείξει ότι η πολιτική είναι ανεξάρτητη –ή ακόμη και αντίθετη– προς την τέχνη. Η ίδια παρουσιάζει τον εαυτό της ως μια σκηνοθέτιδα που ενδιαφερόταν μόνο να αποδώσει την «ομορφιά» του γερμανικού έθνους, καθώς και την έλξη που ασκούσαν σε αυτήν –και στον λαό– τα λόγια και οι υποσχέσεις του Χίτλερ. Δηλώνει ανυποψίαστη για το τι πραγματικά συνέβαινε στα δώδεκα χρόνια της ναζιστικής διακυβέρνησης, δηλώνει άγνοια για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα εγκλήματα του καθεστώτος. Ωστόσο, μέσα από τις ίδιες τις συνεντεύξεις της, και ιδίως από τα αποσπάσματα που η ίδια δεν ήθελε να προβληθούν, αποκαλύπτεται σταδιακά η πραγματική της στάση. Χωρίς διδακτισμούς και ρητορείες, ο Βέγιελ, αξιοποιώντας την ενδελεχή του έρευνα στο αρχειακό υλικό της Ρίφενσταλ, αποδομεί την εικόνα που προσπάθησε η ίδια να χτίσει για τον εαυτό της, αυτήν του «θύματος» των περιστάσεων που δήθεν «δεν γνώριζε».
«Έδειχνα την πραγματικότητα», απολογείται στο ντοκιμαντέρ η Ρίφενσταλ, ωστόσο, δεν μας πείθει για την «καταγραφή» της πραγματικότητας, γιατί το πραγματικό στον κινηματογράφο δεν είναι ποτέ αντικειμενικό. Κάθε εικόνα φιλτράρεται μέσα από την υποκειμενική ματιά του σκηνοθέτη, και αυτή η ματιά, με τη σειρά της, εκφράζει μια ιδεολογία που αποτυπώνεται μέσα και από την καταγραφή των γεγονότων που επιλέγει να δείξει αλλά και σε πολύ μεγάλο βαθμό από το μοντάζ-εκεί όπου εικόνες και ήχος συνταιριάζονται κατά το δοκούν του δημιουργού. Και φυσικά, η Ρίφενσταλ δείχνει να μην λαμβάνει καθόλου υπόψη της το γεγονός ότι ο κινηματογράφος οφείλει να αποσπαστεί από την πραγματικότητα-όχι, όμως, από οποιαδήποτε πραγματικότητα, αλλά από εκείνη της κυρίαρχης ιδεολογίας στην οποία η ίδια αναφερόταν. Ο κινηματογράφος δεν αρκεί να αναπαριστά. Οφείλει να συνθέτει και να αναπλάθει τα δεδομένα της πραγματικότητας, έτσι ώστε να αποκτά μια δυναμική ικανή να αναδείξει ό,τι κρύβεται πίσω από αυτήν. Μόνον έτσι καθίσταται μέσο ελεύθερης έκφρασης, που με τη σειρά του καθιστά την τέχνη πλατύτερη και πιο εύπλαστη.
Η Ρίφενσταλ υπήρξε και η ίδια θύμα της ματαιοδοξίας της. Παγιδευμένη στην εικόνα ενός άκρατου ναρκισσισμού, τον οποίο ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ καταφέρνει να φέρει στην επιφάνεια. Δημιούργησε ένα κινηματογραφικό έργο που στην πραγματικότητα, αποσκοπούσε στην προβολή του ίδιου της του εαυτού, στην ανάδειξη του πόσο καλά ήξερε να χρησιμοποιεί την κάμερα για να υπηρετήσει και να προβάλει τις θέσεις και την ιδεολογία του ναζιστικού μορφώματος. Οι άνθρωποι που εμφανίζονταν στα ντοκιμαντέρ της μετατράπηκαν σε εργαλεία χρησιμεύοντας ως μέσα για την εξυπηρέτηση των «μεγάλων αφεντικών» που χρηματοδοτούσαν τις ταινίες της, προς όφελος κάθε φορά των δικών τους- άλλοτε ιδεολογικών, άλλοτε κερδοσκοπικών- συμφερόντων.
Η αγαπημένη σκηνοθέτις του Χίτλερ υπήρξε το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η τέχνη μπορεί να προδώσει τον ίδιο της τον εαυτό.
Γιατί όταν η αισθητική υποκλίνεται στην εξουσία, η κάμερα μετατρέπεται σε όπλο. Ένα όπλο πειθάρχησης, συμμόρφωσης, μετατροπής των ανθρώπων σε άβουλα, πειθήνια όντα. Και σε αυτή την περίπτωση, είναι λάθος να αποδίδουμε τελικά τον όρο «τέχνη» σε τέτοιου είδους δημιουργήματα. Γιατί η τέχνη, όταν παύει να ελευθερώνει, παύει και να υπάρχει.
Το ντοκιμαντέρ του Αντρες Βέγιελ προβάλλεται στους κινηματογράφους.