60 χρόνια από τα «Ιουλιανά» του 1965: Η εργατική – λαϊκή πάλη και οι αντιθέσεις στο αστικό πολιτικό σύστημα

Η κατανόηση των γεγονότων που συγκλόνισαν την Ελλάδα το «θερμό» καλοκαίρι του 1965 απαιτεί γνώση της κατάστασης του αστικού πολιτικού συστήματος, όπως διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μετά το τέλος του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Πριν από 60 χρόνια, «ποτάμια» από εργατικές – λαϊκές μάζες πλημμύριζαν τους δρόμους της Αθήνας και των άλλων αστικών κέντρων. Τα λεγόμενα «Ιουλιανά» του 1965 δεν ήταν κεραυνός σε ξάστερο ουρανό. Ηταν κρίκος μιας αλυσίδας, που η μια άκρη της θα μπορούσε να τοποθετηθεί τουλάχιστον στην αρχή της δεκαετίας του ’50 (αν όχι και νωρίτερα), ενώ η άλλη φτάνει μέχρι την εκδίωξη του βασιλιά από την απριλιανή δικτατορία τον Δεκέμβρη του 1967 και, υπό μια ευρύτερη οπτική, μέχρι το 1974, οπότε η χούντα των συνταγματαρχών κατέρρευσε. Γι’ αυτό και η κατανόηση των γεγονότων που συγκλόνισαν την Ελλάδα το «θερμό» καλοκαίρι του 1965 απαιτεί γνώση της κατάστασης του αστικού πολιτικού συστήματος, όπως διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μετά το τέλος του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Η προϊστορία

Η μεταπολεμική στερέωση της καπιταλιστικής εξουσίας στην Ελλάδα βασίστηκε στην ένοπλη καταστολή του εργατικού – λαϊκού κινήματος με τη βοήθεια και των διεθνών συμμάχων της αστικής τάξης. Η άρχουσα τάξη, προκειμένου να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και στη συνέχεια τον ΔΣΕ, κινητοποίησε όλες τις δυνάμεις της, πρωταρχικά τον στρατό και τους άλλους κατασταλτικούς κρατικούς μηχανισμούς (αστυνομία, χωροφυλακή, ΤΕΑ κ.λπ.), τις «παρακρατικές οργανώσεις», την αστική Δικαιοσύνη κ.ά. Ταυτόχρονα, όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, παρά τις μεταξύ τους διαφορές, είχαν συνταχτεί στον στόχο της ήττας του ΔΣΕ, με κοινή σημαία τους τον αντικομμουνισμό και με προεξάρχοντα τον ρόλο του Παλατιού.

Ωστόσο, ο θεσμός της βασιλείας, που στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αποτέλεσε μια ακόμα ασφαλιστική δικλίδα προστασίας της καπιταλιστικής εξουσίας, σταδιακά έπαψε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στις προτεραιότητές της στις συνθήκες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μια σειρά από αρμοδιότητες του Παλατιού, κατοχυρωμένες στο Σύνταγμα του 1952 και ειδικότερα η δυνατότητά του να παρεμβαίνει στον σχηματισμό κυβερνήσεων και να ελέγχει τον στρατό, διατάρασσαν την ομαλή λειτουργία της αστικής διαχείρισης, αφού δημιουργούσαν ουσιαστικά δύο κέντρα εκτελεστικής εξουσίας, το Παλάτι και την κυβέρνηση. Συνολικότερα, την ίδια περίοδο, το διαμορφωμένο μετεμφυλιακό πολιτικό σύστημα παρουσιαζόταν παρωχημένο, αν εξεταστεί με κριτήριο την ανάγκη ομαλής χειραγώγησης και ενσωμάτωσης των εργατικών – λαϊκών μαζών. Εξάλλου, μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ το εργατικό – λαϊκό κίνημα παρά την εκτεταμένη καταστολή και το ασφυκτικό θεσμικό πλαίσιο δεν έπεσε σε «χειμερία νάρκη», αλλά αντίθετα κατά καιρούς σημειώνονταν εργατικοί – συνδικαλιστικοί αγώνες, αλλά και μαζικές κινητοποιήσεις, όπως για το Κυπριακό τον Μάη του 1956, οπότε η επέμβαση της Αστυνομίας είχε ως συνέπεια τον θάνατο τριών διαδηλωτών.

Ετσι, τη δεκαετία του 1950 και περισσότερο τη δεκαετία του 1960, μέσα στους κόλπους της αστικής τάξης και των αστικών πολιτικών δυνάμεων αναπτύσσονταν τάσεις υπέρ του εκσυγχρονισμού του καπιταλιστικού κράτους και του πολιτικού συστήματος. Οι αστικές κυβερνήσεις των Κ. Καραμανλή και Γ. Παπανδρέου κατά τη δεκαετία του 1960 επιδίωξαν να περιορίσουν τον ρόλο του βασιλιά, ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του στρατού, ενώ ο Κ. Καραμανλής έφτασε να προτείνει και αναθεώρηση του Συντάγματος και τον ανάλογο περιορισμό των αρμοδιοτήτων του θρόνου.

Στις προηγούμενες πρωτοβουλίες δεν εναντιώθηκαν πάντα οι διεθνείς σύμμαχοι της αστικής τάξης, ειδικότερα ο αμερικανικός παράγοντας. Ταυτόχρονα, όμως, αυτές συνάντησαν τη σθεναρή αντίσταση του Παλατιού, που πραγματοποιούσε συμμαχίες πότε με το ένα και πότε με το άλλο αστικό κόμμα, ενώ άμεσα και άλλοτε έμμεσα ανέτρεπε με τους συμμάχους του και κυβερνήσεις.

Το Παλάτι δεν αποδεχόταν την προοπτική περιορισμού του στα όρια του απαιτούμενου εκσυγχρονισμού του αστικού πολιτικού συστήματος. Ταυτόχρονα, ήταν βασικός φορέας του κυρίαρχου ωμού αντικομμουνισμού και της αντίστοιχης βίας, που λάμβανε πολλές μορφές, από τον θεσμικό αντικομμουνισμό των διώξεων της κομμουνιστικής δράσης και των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων έως και την εκτεταμένη δράση των ανεπίσημων κατασταλτικών μηχανισμών του αστικού κράτους (παρακρατικών) και τη μαζική, όσο και χυδαία αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Αν και τα προηγούμενα αποτέλεσαν προϋπόθεση για τη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας στη διάρκεια του αγώνα του ΔΣΕ και μετά από αυτόν, από ένα σημείο κι έπειτα ο ωμός αντικομμουνισμός δεν ευνοούσε την ενσωμάτωση ευρύτερων εργατικών – λαϊκών δυνάμεων στην αστική εξουσία και επομένως τη στερέωσή της. Το ίδιο συνέβαινε με τις παρακρατικές οργανώσεις, η λειτουργία και τα όρια δράσης των οποίων αποτέλεσαν αντικείμενο οξύτατων πολιτικών συγκρούσεων, ειδικότερα έπειτα από τη χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο των ενδοαστικών αντιθέσεων.

Ετσι, τμήμα των αστών πολιτικών, κυρίως των λεγόμενων «κεντρώων», άρχισε σταδιακά να αποστασιοποιείται από τον χυδαίο αντικομμουνισμό που τροφοδοτούσε τον φαύλο κύκλο απαξίωσης των αστικών πολιτικών δυνάμεων, αν και δεν εξέλειψαν παντελώς από τον λόγο τους οι αντικομμουνιστικές εξάρσεις.

Ηδη από το 1952 σημειωνόταν σε δημοσίευμα της εφημερίδας «ΒΗΜΑ»: «…το πρόβλημα δεν θα λυθεί με το να τεθεί εκτός νόμου η άκρα Αριστερά… θα επιτευχθούν πολύ θετικότερα αποτελέσματα από τον ασύνετον γενικόν διωγμόν και την παραπομπήν της συνωμοσίας εις το σκότος που είναι το κλίμα της. Επιβάλλεται δηλαδή να τεθεί ο κομμουνισμός όχι εκτός νόμου, αλλά εντός νόμου». Υπέρ της νομιμοποίησης του ΚΚΕ τάχθηκε από τη δεκαετία του 1950 και ο Κων. Μητσοτάκης (τότε κεντρώος βουλευτής), ενώ ο Νίκος Κιτσίκης σημείωνε: «Ο Βενιζέλος και άλλα κόμματα υποστηρίζουν τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, για να περιοριστεί το ΚΚΕ στις πραγματικές του διαστάσεις… Εβαζαν τη θέση να αποκλεισθούν αυτοί που τους αφαιρέθηκε η ιθαγένεια (σημ. πολιτικοί πρόσφυγες και στελέχη του ΚΚΕ) και να χωριστούν οι μέσα στην Ελλάδα απ’ τους έξω». Τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ δεν την απέρριπταν ούτε οι «κεντρώοι» ηγέτες Ν. Πλαστήρας (πρωθυπουργός), Εμμ. Μπακλατζής (μετέπειτα πρόεδρος της Βουλής), εφόσον το ΚΚΕ δεχόταν να τηρεί τους νόμους του κράτους… Αυτή η διαφοροποιημένη τακτική είχε στόχο τη διαμόρφωση ενός «εθνικού ΚΚΕ», δηλαδή ενός Κόμματος «απαλλαγμένου» από διεθνιστικά «βαρίδια». Επιχειρούσε να αξιοποιήσει σε αυτή την κατεύθυνση και την ΕΔΑ, δηλαδή το νόμιμο κόμμα μέσα στο οποίο δρούσαν τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ, άλλοτε με απειλές διάλυσής της, αν δεν έκοβε τον δεσμό της με το ΚΚΕ, άλλοτε με θετικές δημόσιες τοποθετήσεις για τον ρόλο της ίδιας και του ΕΑΜ…1

Ο συνδυασμός αυτής της διαφοροποιημένης τακτικής με την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου» αναδείχτηκε και σε ομιλία του Γεώργιου Παπανδρέου στη Βουλή λίγο πριν από τα «Ιουλιανά»:

«Ηρώτησεν ο Αρχηγός της ΕΡΕ, ως εάν ήτο δυνατόν να υπήρχε αμφιβολία. Δέχεσθε ότι ο κομμουνισμός αποτελεί κίνδυνον διά το έθνος; Αρνούμεθα να δώσωμεν απάντησιν, διότι υπήρξαμεν πάντοτε και είμεθα πάντοτε πρωταγωνισταί εναντίον του (…). Αλλά το ζήτημα είναι ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετωπίσεώς του (…). Η ΕΡΕ ακολουθεί την αστυνομικήν μέθοδον. Ημείς χαράσσομεν δημοκρατικήν μέθοδον. (…) Το κομμουνιστικόν κόμμα βρίσκεται εκτός νόμου. Θα διωχθή από τον νόμον. Η ΕΔΑ θεωρείται νόμιμον κόμμα. Η πολιτική της δράσις, επομένως, δυνατόν και πρέπει να αντιμετωπισθή με αντίπαλον πολιτικήν δράσιν».2

Την ίδια περίοδο, οι διεθνείς σύμμαχοι της άρχουσας τάξης, η Μ. Βρετανία και κυρίως οι ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενοι τη συνεισφορά τους στη διάσωση της ελληνικής καπιταλιστικής εξουσίας την επαύριο της απελευθέρωσης και στα χρόνια του αγώνα του ΔΣΕ, συνέχιζαν να επιδρούν σε θεσμούς του αστικού κράτους και στο παρακράτος, επιδιώκοντας την προώθηση της εξωτερικής τους πολιτικής στη γεωπολιτικά κρίσιμη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Ωστόσο, από ένα σημείο κι έπειτα, η στερέωση της εγχώριας καπιταλιστικής εξουσίας ενδυνάμωσε εκείνη τη μερίδα των αστικών πολιτικών δυνάμεων που επιδίωκαν μια εξωτερική πολιτική, η οποία, δίχως να αμφισβητεί τους βασικούς διεθνείς συμμάχους του ελληνικού κράτους, θα ήταν περισσότερο αυτονομημένη από το σύνολο των επιδιώξεών τους, προτάσσοντας κυρίως όσους εξυπηρετούσαν την αναβάθμιση του ελληνικού κεφαλαίου στην περιοχή. Το γεγονός αυτό αναμφίβολα συνδεόταν με τους αντίπαλους σχεδιασμούς της ελληνικής και της τουρκικής αστικής τάξης και με τον προνομιακό τρόπο που αντιμετωπιζόταν η Τουρκία από το ΝΑΤΟ εξαιτίας του κρίσιμου γεωπολιτικού ρόλου της, τόσο στη διεθνή αντιπαράθεση καπιταλισμού – σοσιαλισμού, όσο και στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Ολα αυτά συνέβαιναν, ενώ όλο και περισσότερα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης, εκμεταλλευόμενα τη μεταπολεμική καπιταλιστική τους ανάπτυξη, διαχωρίζονταν έως έναν βαθμό από την αμερικανική εξωτερική πολιτική και επιδίωκαν να διαμορφώσουν ένα διακριτό ιμπεριαλιστικό κέντρο. Ενδεικτικά, το 1957 συγκροτήθηκε η ΕΟΚ και την επόμενη χρονιά ο Πρόεδρος Ντε Γκωλ απαίτησε από τη Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ την αναβάθμιση της Γαλλίας στο πλαίσιο της ΝΑΤΟικής διοίκησης. Τμήμα της αυτονόμησης της εξωτερικής πολιτικής ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών αποτελούσε εκείνη την εποχή και η αύξηση των εμπορικών τους σχέσεων με την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, δίχως αυτό να σηματοδοτεί και παύση των υπονομευτικών ενεργειών εναντίον τους.

Με αυτή την έννοια, οι διεθνείς εξελίξεις ανατροφοδότησαν και τις ενδοαστικές αντιθέσεις για την εξωτερική πολιτική του αστικού κράτους, οδηγώντας και στην κλιμάκωση της αντιπαράθεσης μερίδας της αστικής τάξης με τις προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Είναι χαρακτηριστικά όσα συνέβησαν όταν η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου απέρριψε τα σχέδια Ατσεσον για το Κυπριακό, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση των ΗΠΑ. Οταν ο πρέσβης της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον, Αλ. Μάτσας, μετέφερε στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Λ. Τζόνσον, ότι καμιά κυβέρνηση και καμιά Βουλή δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί ένα σχέδιο που θα παραχωρούσε ελληνικά εδάφη, ο τελευταίος φέρεται να του απάντησε:

«Γαμώ τη Βουλή και το Σύνταγμά σας. (…) Δεν μπορώ να έχω και δεύτερο Ντε Γκωλ στα πόδια μου. Πληρώνουμε πολλά αμερικανικά δολάρια στους Ελληνες. (…) Αν ο πρωθυπουργός σας μου μιλήσει για Δημοκρατία, Βουλή και Σύνταγμα, τότε εκείνος, η Βουλή του και το Σύνταγμά του μπορεί να μην κρατήσουν για πολύ».3

Φυσικά, το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων συνέχιζε να βλέπει το μέλλον του αστικού κράτους συνυφασμένο με την ένταξή του τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην ΕΟΚ, αλλά ταυτόχρονα συνυπήρχαν και οξείες διαμάχες αναφορικά με τους όρους της συμμαχίας με τις δύο διακρατικές καπιταλιστικές ενώσεις και με την προτεραιότητά τους. Παράλληλα, το Κυπριακό αποτελούσε μόνιμο «αγκάθι». Η ελληνική καπιταλιστική εξουσία είχε εγκαταλείψει το σύνθημα της Ενωσης, υπολογίζοντας την αντίδραση της συμμάχου Μ. Βρετανίας, γεγονός που τροφοδοτούσε αντιδράσεις σε Ελλάδα και Κύπρο, αλλά και σχέδια διχοτόμησης της Κύπρου και διπλής ένωσης (με την Ελλάδα και την Τουρκία), που στρέφονταν εναντίον της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης που διεκδικούσε την κρατική ανεξαρτησία.

Η ελληνοκυπριακή αστική τάξη προσανατολίστηκε στη λύση της ανεξαρτησίας, ως μόνης ικανής να διαφυλάξει την εξουσία της, και παράλληλα προχώρησε σε ανοίγματα προς την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι οποίες δεν επιθυμούσαν τη μετατροπή της Κύπρου σε ΝΑΤΟικό ορμητήριο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ελληνική αστική τάξη επιθυμούσε, από τη μια πλευρά, να διατηρήσει τις διεθνείς της συμμαχίες και, από την άλλη, να περιφρουρήσει τον ρόλο της στην Κύπρο και να μην έρθει σε ρήξη με την ελληνοκυπριακή αστική τάξη. Το καθήκον αυτό αποδείχτηκε ιδιαίτερα σύνθετο, ενώ αναζωπύρωσε τις ενδοαστικές αντιθέσεις στην εξωτερική πολιτική.

Σε αυτές τις συνθήκες διαπλοκής των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, επιδιώκοντας τον εκσυγχρονισμό του αστικού κράτους και την αναβάθμιση της θέσης της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, το σύνολο των αστικών δυνάμεων επιχειρούσε να ελέγξει τον στρατό και άρχισαν να διαμορφώνονται σχέδια για την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας, τόσο από κύκλους του Παλατιού σε συνεργασία με ανώτατους αξιωματικούς, αλλά και από τα αστικά πολιτικά κόμματα και από κύκλους της κατώτερης στρατιωτικής ιεραρχίας. Οι τελευταίοι στοιχίζονταν με τα μεν ή τα δε αλληλοσυγκρουόμενα αστικά πολιτικά σχέδια, που αφορούσαν την εσωτερική πολιτική του αστικού κράτους, αλλά και την εξωτερική.

Η κρίση του Ιούλη

Στην πραγματικότητα, οι αντιπαραθέσεις των δύο μεγαλύτερων αστικών πολιτικών κομμάτων, της ΕΡΕ και της Ενωσης Κέντρου, είχαν ξεκινήσει από τις αρχές του 1965. Ο επικεφαλής της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε κηρύξει από τον Φλεβάρη του 1965 τον ανένδοτο αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση Παπανδρέου, έχοντας εξασφαλίσει πλέον και τη στήριξη του Παλατιού.

Τον Μάη του 1965, στην ενδοαστική κόντρα προστέθηκε και η υπόθεση της παραστρατιωτικής οργάνωσης ΑΣΠΙΔΑ (Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα, Ιδανικά, Δημοκρατία, Αξιοκρατία), η οποία, καθώς φαίνεται, είχε αρχίσει να συγκροτείται από το 1958, αλλά δραστηριοποιήθηκε εντονότερα έπειτα από την ανάδειξη στην κυβερνητική εξουσία της Ενωσης Κέντρου. Στην αποκάλυψη της υπόθεσης συνέβαλε ο διοικητής των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο και πρώην επικεφαλής της οργάνωσης «Χ», Γ. Γρίβας, παρότι στη συγκρότηση του ΑΣΠΙΔΑ πρωτοστάτησαν άλλα πρώην στελέχη της ίδιας οργάνωσης, όπως και ο υπασπιστής του αναπληρωτή Αρχηγού της ΚΥΠ Παπατέρπου, λοχαγός Αρις Μπουλούκος.4Ως υπεύθυνος για ανάμειξη στον ΑΣΠΙΔΑ κατηγορούταν και ο Ανδ. Παπανδρέου. Στα χρόνια της δικτατορίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου αποδέχτηκε την ύπαρξη της οργάνωσης, καθώς και την εμπλοκή της στις ενδοαστικές αντιπαραθέσεις της περιόδου5, ενώ ο Μπουλούκος υποστήριξε ότι ο Παπανδρέου είχε γνώση της ύπαρξης του ΑΣΠΙΔΑ από το 1964.6

Λίγο αργότερα, η σημαντικότερη ίσως προβοκάτσια της περιόδου στήθηκε από τον ίδιο τον κατοπινό δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο, ο οποίος, στις 11/6/1965 κατήγγειλε στον Τύπο κομμουνιστικό σαμποτάζ σε τρία στρατιωτικά οχήματα της 164ης Μονάδας Πεδινού Πυροβολικού, ζητώντας τη δίωξη όλων όσοι μετείχαν δήθεν στην «κομμουνιστική συνωμοσία», συμπεριλαμβανομένων και πολιτών. Η προβοκάτσια αποκαλύφθηκε τελικά από τη Στρατιωτική Δικαιοσύνη, κάτι όμως που δεν οδήγησε στην τιμωρία του ενορχηστρωτή της.7

Η ερμηνεία που δόθηκε από τον τότε υπουργό Αμυνας, Γαρουφαλιά, ότι ο πατέρας του Παπαδόπουλου υπήρξε παιδικός φίλος του Γ. Παπανδρέου και ενεργός υποστηρικτής του στις πρόσφατες εκλογές8 ήταν παιδαριώδης, όταν το όνομα του Παπαδόπουλου και η παραστρατιωτική του δράση αναφερόταν σε όλες τις εκθέσεις των εγχώριων και ξένων μυστικών υπηρεσιών. Πόσο μάλλον, αφού σύμφωνα με τον τότε υφυπουργό Αμυνας, Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Ιωάννης Γεννηματάς, του είχε εκμυστηρευθεί ότι ανησυχούσε για την πορεία της υπόθεσης, εξαιτίας των καλών σχέσεων του Παπαδόπουλου με τα Ανάκτορα.9

Το βέβαιο είναι ότι, με δεδομένο το τεταμένο κλίμα που επικρατούσε ανάμεσα στον Γ. Παπανδρέου και τα Ανάκτορα με αφορμή την αποκάλυψη της υπόθεσης του ΑΣΠΙΔΑ, ο Γ. Παπανδρέου απέφυγε να προσφέρει νέα λαβή για αντιπαράθεση. Ωστόσο, η στιγμή της ρήξης δεν άργησε να έρθει. Οταν ο Γ. Παπανδρέου προσπάθησε να απομακρύνει τον εκλεκτό του Παλατιού Πέτρο Γαρουφαλιά από υπουργό Εθνικής Αμυνας, προκειμένου να αναλάβει ο ίδιος, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αρνήθηκε να υπογράψει το σχετικό βασιλικό διάταγμα, με αποτέλεσμα ο Γ. Παπανδρέου να παραιτηθεί στις 15 Ιούλη 1965.10

Ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής και ακαδημαϊκό Γεώργιο Αθανασιάδη – Νόβα, στον οποίο έδωσε την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση, η οποία ορκίστηκε την ίδια μέρα.

Μόλις έγινε γνωστό το γεγονός, οργανώθηκαν διαδηλώσεις από τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη. Στις 19/7/1965 οι διαδηλώσεις ενισχύθηκαν με τη συμμετοχή δυνάμεων της Ενωσης Κέντρου, η οποία κήρυξε «νέο ανένδοτο αγώνα»…

Τις ίδιες μέρες, ο πρώην υπουργός Αμυνας, Π. Γαρουφαλιάς, ο οποίος δεν εγκατέλειψε ποτέ το υπουργείο, συνεννοούνταν με τον Αρχηγό ΓΕΣ, Ι. Γεννηματά, για την εκκαθάριση των στρατιωτικών μονάδων, επικαλούμενος τον κίνδυνο λαϊκής εξέγερσης με συνεργασία κομμουνιστών – Ενωσης Κέντρου:

«Η τακτική που εφαρμοζόταν στην προοπτική οριστικής ρήξεως Βασιλέως-Παπανδρέου, θα ήταν η γνωστή κομμουνιστική τακτική της μαζικής λαϊκής κινητοποιήσεως με τη μορφή λαϊκής εξεγέρσεως με στόχο τα Ανάκτορα και τις νευραλγικές κυβερνητικές εγκαταστάσεις. Μάζες λαού, υπό την καθοδήγηση των κομμουνιστών, θα κατάκλυζαν τους χώρους των Ανακτόρων, της Προεδρίας της Κυβερνήσεως, του Τηλεφωνικού Κέντρου, της Γενικής Ασφαλείας, ορισμένων Υπουργείων και στρατιωτικών εγκαταστάσεων, για να επιβάλουν με λαϊκή εξέγερση τις απόψεις του Πρωθυπουργού».11

Αν και τα προηγούμενα δεν εντάσσονταν σε καμιά περίπτωση στους σχεδιασμούς της ΕΔΑ, πόσο μάλλον της Ενωσης Κέντρου, το επόμενο διάστημα η καταστολή από την πλευρά του κράτους και του παρακράτους εντάθηκε, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του φοιτητή της ΑΣΟΕΕ Σωτήρη Πέτρουλα στις 21/7/1965. Οι παρακρατικοί μηχανισμοί προβοκάτσιας κυριολεκτικά οργίασαν εκείνες τις μέρες, προκειμένου «να υπογραμμίσουν την “κομμουνιστική” αναρχία που επικρατούσε».12

Οι ΗΠΑ εκτιμούσαν τότε ότι ο βασιλιάς είχε ενεργοποιήσει έναν μηχανισμό, ο οποίος και θα προχωρούσε στην επιβολή πραξικοπήματος, αν δεν βρισκόταν πολιτική λύση. Εκπρόσωπος της ομάδας Παπαδόπουλου μάλιστα απευθύνθηκε σε στέλεχος της πρεσβείας των ΗΠΑ, προκειμένου να διερευνήσει αν ήταν διατεθειμένες να δώσουν το πράσινο φως για ένα πραξικόπημα (σε μια ανάλογη διερευνητική κρούση προχώρησε και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος το επόμενο διάστημα). Οπως διευκρίνιζαν οι συνωμότες, δεν θα προχωρούσαν σε πραξικόπημα δίχως τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά, ενώ σχετικά με την Κύπρο ανέφεραν ότι ήταν διατεθειμένοι να αποδεχτούν οποιοδήποτε σχέδιο είχε την αμερικανική έγκριση, αν και οι ίδιοι πρόκριναν τη λύση της διχοτόμησης και της διπλής ένωσης.13

Οι αναφορές στο Κυπριακό δεν ήταν τυχαίες. Το πιο πιθανό είναι ότι οι ΗΠΑ είχαν συνηγορήσει στην ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου, ακριβώς λόγω της άρνησής της να αποδεχτεί τα σχέδια Ατσεσον. Δεν ήταν όμως μόνο το Κυπριακό που απασχολούσε τις ΗΠΑ. Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή απαιτούσαν τη δυναμική συμπαράταξη τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας στους ευρύτερους ΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς.

Ωστόσο, στη συγκεκριμένη φάση οι ΗΠΑ δεν φαίνεται να ευνόησαν την προοπτική του πραξικοπήματος, αλλά αυτή της εξεύρεσης κοινοβουλευτικής λύσης στο αδιέξοδο του αστικού πολιτικού συστήματος, μέσα και από την αξιοποίηση των εξουσιών που έδινε στον Θρόνο το Σύνταγμα του 1952. Ομως, στις 5 Αυγούστου η κυβέρνηση Αθανασιάδη – Νόβα καταψηφίστηκε από τη Βουλή. Κατά της κυβέρνησης ψήφισαν 167 βουλευτές (145 του «Κέντρου» και οι 22 της ΕΔΑ).

Στο μεταξύ, είχαν ενταθεί οι διαβουλεύσεις για να βρεθεί το πιο κατάλληλο πρόσωπο που θα εξασφάλιζε την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Παράλληλα είχαν ενταθεί και τα ανταλλάγματα και οι πιέσεις, έτσι ώστε βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας να εγκαταλείψουν την Ενωση Κέντρου.

Στις 9/8/1965 αγανακτισμένοι διαδηλωτές έκαψαν σωρούς αντιτύπων των εφημερίδων «Τα Νέα» και «Το Βήμα», επειδή ο εκδότης τους Χρήστος Λαμπράκης υπονόμευε τον Γ. Παπανδρέου, αν και ως εκδοτικό συγκρότημα είχε καταγραφεί υπέρ της Ενωσης Κέντρου. Το ίδιο έγινε και με τις άλλες εφημερίδες – υποστηρικτές του «Κέντρου» που είχαν «αποστατήσει», όπως την «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα.

Στις 18/8/1965 ο βασιλιάς ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριμώκο, που επίσης «αποστάτησε» από την Ενωση Κέντρου. Μετά από δύο εικοσιτετράωρα η κυβέρνηση Τσιριμώκου ορκίστηκε και στις 28 Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή. Κατά ψήφισαν 159 βουλευτές (134 του «Κέντρου», οι 22 της ΕΔΑ και 3 του Κόμματος Προοδευτικών).

Στις 17 Σεπτέμβρη πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο προερχόμενος από την Ενωση Κέντρου Στέφανος Στεφανόπουλος και στις 25 Σεπτέμβρη η κυβέρνησή του υπερψηφίστηκε από τη Βουλή με ψήφους 152 υπέρ (οι 99 της ΕΡΕ, οι 8 του Κόμματος Προοδευτικών, ο Γαρουφαλιάς και 45 «αποστάτες» του «Κέντρου»). Καταψήφισαν οι 126 εναπομείναντες της Ενωσης Κέντρου και οι 22 της ΕΔΑ. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου διατηρήθηκε μέχρι τις 20/12/1966.

Ο εργατικός – λαϊκός παράγοντας στο προσκήνιο και η έλλειψη επαναστατικής στρατηγικής

Η παρέμβαση του βασιλιά, που στόχευε στον έλεγχο του υπουργείου Αμυνας, δηλαδή του στρατού, προκάλεσε μαζικές λαϊκές αντιδράσεις, που για ορισμένες μέρες πήραν πρωτοφανείς για τα μετεμφυλιακά χρόνια διαστάσεις και χαρακτηρίστηκαν «κίνημα των 70 ημερών» (15/7 – 25/9/1965).

Το «κίνημα των 70 ημερών» τροφοδοτήθηκε από την πολύχρονη αντιλαϊκή πολιτική και πήραν μέρος σε αυτό εργατικές – λαϊκές δυνάμεις διαφορετικής εμπειρίας και ηλικίας, από τους μαχητές της ΕΑΜικής Αντίστασης και τη νεότερη μεταπολεμική εργατική τάξη έως τη φοιτητική, σπουδάζουσα και μαθητική νεολαία. Επειτα από καλέσματα της ΕΔΑ και των μαζικών οργανώσεων του εργατικού – λαϊκού κινήματος, π.χ. συνδικαλιστικών φορέων των οικοδόμων, οργανώθηκε μια σειρά πολύμορφων και επαναλαμβανόμενων κινητοποιήσεων που χαρακτηρίστηκαν από τη μαζικότητα, τη μαχητικότητα και την επιμονή τους. Αυτές εξέφρασαν ανικανοποίητους λαϊκούς πόθους δεκαετιών, ενώ η μαζικότητα και η επιμονή τους δημιούργησαν έντονο προβληματισμό και ανησυχία στον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων, επειδή:

«Η κυβερνητική κρίσις παρετάθη επί πολύ, παρετάθη καθ’ υπερβολήν, παρετάθη πέραν παντός ορίου»14.

Ομως σε πολιτικό επίπεδο το κίνημα επικεντρωνόταν αποκλειστικά στην αντίθεση με τη λεγόμενη «Δεξιά» και το Παλάτι, τους «προδότες της δημοκρατίας», καθώς και με τον ξένο παράγοντα. Πολιτικά κυριαρχούσε το αίτημα για ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, απαλλαγμένου από σκουριές του μετεμφυλιακού πλέγματος καταστολής.

Ανάλογα ήταν και τα συνθήματα που κυριάρχησαν με την παρέμβαση της ΕΔΑ, της Ενωσης Κέντρου και των μαζικών φορέων που οργάνωσαν τις κινητοποιήσεις: «114»«Κάτω οι αυλόδουλοι»«ΑποσταCIA»«Κάτω η χούντα» κ.ά. Τα πιο προωθημένα συνθήματα ήταν «Εξω οι Αμερικανοί»«Κάτω η μοναρχία», «Παρ’ τη μάνα σου και μπρος».

Τελικά οι κινητοποιήσεις υποχώρησαν, σχεδόν σταμάτησαν, με τη σταθεροποίηση της κυβέρνησης Στεφανόπουλου.

Το χαρακτηριστικό των αντιφάσεων και των αδιεξόδων που εκδηλώθηκαν στο «κίνημα των 70 ημερών» ήταν ότι στο εργατικό και ευρύτερα στο λαϊκό κίνημα κυριάρχησαν πολιτικά συνθήματα δυνάμεων του συστήματος, βασικά της Ενωσης Κέντρου, αφού η ΕΔΑ συμπαρατάχθηκε μαζί της στη γραμμή της λεγόμενης ομαλότητας, κάτι που χαρακτηρίστηκε πολιτική ουράς της Ενωσης Κέντρου.

Ετσι κι αλλιώς, διακηρυγμένος πολιτικός στόχος της ΕΔΑ ήταν η «εθνική δημοκρατική αλλαγή», που θα πραγματοποιούνταν «μόνο με μια αγωνιστική πολιτική πατριωτικής συνεργασίας»15. Στις δυνάμεις της πατριωτικής συνεργασίας περιλάμβανε σε κοινωνικό επίπεδο και τη λεγόμενη «εθνική αστική τάξη», ενώ ως περιεχόμενο της «αλλαγής» προσδιόριζε «μέτρα στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, που θα εξασφαλίζουν την κίνησή του προς τα εμπρός, σύμφωνα με τη θέληση της πλειοψηφίας του λαού»16. Σχετικά με τα μέσα επίτευξης αυτής της αλλαγής σημειωνόταν: «Αυτή η σαφής προοπτική της ΕΔΑ επιβεβαιώνει την πίστη της στις δημοκρατικές μεθόδους. Υπογραμμίζει – όπως εξάλλου όλη η Ιστορία της – τον σεβασμό και την εμμονή της στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, εναντίον των οποίων από ποικίλες πλευρές εκδηλώνονται επιβουλές»17.

Στην πράξη, λοιπόν, η ΕΔΑ επιδίωκε τη διαμόρφωση μιας εκλογικής συνεργασίας με την Ενωση Κέντρου, προκειμένου να σχηματιστεί μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, η οποία θα προχωρούσε σε ορισμένες φιλεργατικές – φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις. Θεωρητικά η συγκεκριμένη αντίληψη, όπως και ο διαχωρισμός της Ενωσης Κέντρου από τις επιδιώξεις των υπόλοιπων αστικών πολιτικών δυνάμεων, στηριζόταν σε ορισμένες διαφοροποιήσεις της τελευταίας. Η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου αύξησε μισθούς και μεροκάματα, ρύθμισε τα αγροτικά χρέη, κατάργησε μια σειρά ψηφίσματα του εμφυλίου, έβαλε σε αχρηστία τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων στον μεγαλύτερο βαθμό (εξαιρέθηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι) και απέλυσε τους περισσότερους από τους εναπομείναντες πολιτικούς κρατούμενους (αν και νωρίτερα οι περισσότεροι πολιτικοί κρατούμενοι είχαν απολυθεί επί κυβέρνησης ΕΡΕ). Ακόμα, προώθησε ορισμένους εκσυγχρονισμούς στην Εκπαίδευση. Τέλος, η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου δεν αποδέχτηκε το σχέδιο Ατσεσον, απέστειλε μία μεραρχία στην Κύπρο και φάνηκε να συγκρούεται με τον βασιλιά, εκφράζοντας και τα εργατικά – λαϊκά συναισθήματα.

Ομως όλα τα προηγούμενα αποτελούσαν πλευρές μιας εναλλακτικής αστικής διαχείρισης, που επιδίωκε να ενσωματώσει και μερίδα των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων, εξασθενώντας την ΕΔΑ και την πολιτική επιρροή του ΚΚΕ.

Γι’ αυτό εξάλλου η άλλη πλευρά του νομίσματος ήταν ότι η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου αρνήθηκε να απελευθερώσει όσους πολιτικούς κρατούμενους είχαν καταδικαστεί με τον νόμο 375/1936 για κατασκοπεία. Αυτοί αφέθηκαν ελεύθεροι αργότερα, το 1966, από την κυβέρνηση του Στ. Στεφανόπουλου (κυβέρνηση της …«αποστασίας»!). Ακόμα, στο ζήτημα του επαναπατρισμού των πολιτικών προσφύγων η Ενωση Κέντρου ακολούθησε την ίδια τακτική με αυτήν της ΕΡΕ: Την κατά περίπτωση έγκριση των αιτήσεων επαναπατρισμού. Και, βεβαίως, δεν κατάργησε τους νόμους 375 και 509/1947 (που έθεταν εκτός νόμου το ΚΚΕ), ενώ δεν αναγνώρισε ούτε την ΕΑΜική Αντίσταση! Παράλληλα, η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου επιχείρησε με την περιβόητη εγκύκλιο 1010 να διαλύσει τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη στα σχολεία, ενώ απειλούσε προοδευτικούς καθηγητές με απόλυση και τους καλούσε να γίνουν χαφιέδες! Κατά μαρτυρία του Π. Κανελλόπουλου, που δεν διαψεύστηκε, ο Γ. Παπανδρέου τού είχε πει ότι εξέταζε το ενδεχόμενο διάλυσης της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη με νόμο. Τέλος, το αίτημα «15% για την Παιδεία», για το οποίο είχαν προηγηθεί σκληροί αγώνες, παραπέμφθηκε από το Κέντρο στις ελληνικές καλένδες.

Επομένως, η εξασθένιση της κριτικής της ΕΔΑ αλλά και του ΚΚΕ απέναντι στην Ενωση Κέντρου δεν ανταποκρινόταν στην ουσία της αντιλαϊκής πολιτικής της, και έτσι όχι μόνο δεν βοηθούσε στον απεγκλωβισμό εργατικών – λαϊκών δυνάμεων από την επιρροή της, αλλά αντίθετα συνέβαλλε στην ενσωμάτωση ακόμα περισσότερων. Οπως εκτίμησε μεταγενέστερα ο Ανδρέας Παπανδρέου:

«Η ΕΔΑ, που έπρεπε να είχε επωφεληθεί από τη διάσπαση του κόμματός μας, δεν ωφελήθηκε καθόλου. Αντίθετα, έχασε πολλούς από τους οπαδούς της, που εντάχθηκαν στις αναπτυσσόμενες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, στα πλαίσια της Ενωσης Κέντρου»18.

Βεβαίως, με την πολιτική της ΕΔΑ συμφωνούσε το Πρόγραμμα του ΚΚΕ, θεωρώντας την πολιτική της πρόταση συμβατή με το στάδιο της αστικοδημοκρατικής επανάστασης.

Σχετική Απόφαση της 9ης Ολομέλειας της ΚΕ (12-15/8/1965) εκτίμησε για τα «Ιουλιανά»:

«Οξύτερα από κάθε άλλη φορά μπαίνει το δίλημμα: Θα προχωρήσει η χώρα προς τον εκδημοκρατισμό της εσωτερικής ζωής ή θα γυρίσει πίσω προς τον εκφασισμό.

(…) Το παλατιανό πραξικόπημα, η συνεχιζόμενη ωμή καταπάτηση των δημοκρατικών ελευθεριών και της συνταγματικής τάξης και ομαλότητας, σήκωσε στο πόδι όλο το έθνος19.

(…) Οι κομμουνιστές επιβάλλεται να συγκεντρώσουν όλες τους τις δυνάμεις (…) για την επιβολή του σεβασμού της συνταγματικής τάξης και της δημοκρατικής διεξόδου από τη σημερινή ανωμαλία»20.

Για το ίδιο ζήτημα η 10η Ολομέλεια της ΚΕ (25/12/1966 – 24/1/1967) εκτίμησε ανάμεσα σε άλλα:

«Με το Ιουλιανό πραξικόπημα η Αντίδραση κατόρθωσε να ανακόψει τη δημοκρατική πορεία (…) Συντελέστηκε μια παραπέρα συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του Παλατιού και της στρατοκρατικής χούντας (…) Δεν μπόρεσαν όμως οι κύκλοι της ανωμαλίας, παρ’ όλες τις προσπάθειές τους, να επιτύχουν τον κύριο σκοπό τους: Να κάμψουν τη λαϊκή αντίσταση και να απομονώσουν την Αριστερά»21.

Κοντολογίς, με ευθύνη του ΚΚΕ – και κατ’ επέκταση της ΕΔΑ – πλατιές λαϊκές μάζες ακολούθησαν μια ρεφορμιστική πολιτική, εκείνη του «μικρότερου κακού», πιστεύοντας στον αστικό εκσυγχρονισμό που εξέφραζε το Κέντρο και κυρίως η «αριστερή» του πτέρυγα, με επικεφαλής τον Ανδρέα Παπανδρέου. Με αυτόν τον τρόπο, δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν τα αδιέξοδα του αστικού πολιτικού συστήματος και να βαθύνουν τις ρωγμές του προς όφελος του εργατικού – λαϊκού κινήματος. Αντίθετα, συναίνεσαν σε μια πολιτική προοπτική που δεν άνοιγε τον δρόμο αμφισβήτησης της καπιταλιστικής εξουσίας και κατά συνέπεια οδηγούσε αργά ή γρηγορότερα στη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος.

Νέα αδιέξοδα και παλιές συνταγές

Η επέτειος των 60 χρόνων από τα «Ιουλιανά» συμπίπτει με μια περίοδο που το αστικό πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις, σε ένα διεθνές περιβάλλον με έντονες τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας και των ανταγωνισμών σε παγκόσμιο επίπεδο, με δύο σημαντικούς ιμπεριαλιστικούς πολέμους και το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης. Ταυτόχρονα εντείνονται οι διαμάχες στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών όπου συμμετέχει το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος (ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ενωση) και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παρουσιάζεται φθαρμένη στη συνείδηση και στις εκλογικές προτιμήσεις σημαντικής μερίδας των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων, όχι μόνο εξαιτίας των πρόσφατων αποκαλύψεων (που οπωσδήποτε διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο) αλλά κυρίως λόγω των αποτελεσμάτων της διαχρονικά αντεργατικής – αντιλαϊκής πολιτικής της. Ταυτόχρονα, δυσκολίες παρουσιάζει και η διαμόρφωση ενός πόλου «εναλλακτικής» αστικής πολιτικής διαχείρισης, που θα επιτρέψει τον επανεγκλωβισμό των εργατικών – λαϊκών συνειδήσεων και θα ανακόψει ένα ρεύμα ριζοσπαστικοποίησης και ενίσχυσης του ΚΚΕ που καταγράφεται στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας.

Σε αυτήν τη συγκυρία δεν λείπουν οι σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές εκκλήσεις διαμόρφωσης ενός αντίπαλου δέους στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, που ουσιαστικά αποσκοπούν στην εξασφάλιση της σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος και στην προώθηση συγκεκριμένων σχεδιασμών στην πάντοτε ευαίσθητη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Με αυτήν την έννοια, τα ιστορικά διδάγματα που πηγάζουν από τη μελέτη των «Ιουλιανών» δεν είναι μόνο ιδιαίτερα επίκαιρα, αλλά και πολιτικά χρήσιμα. Αναδεικνύουν με ένταση ότι απαραίτητος όρος για την εκπλήρωση των συμφερόντων και των πόθων των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων και των αγώνων τους είναι ο απεγκλωβισμός τους από τα αστικά «εναλλακτικά» σχέδια αναπαλαίωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, που στο σύνολό του στρέφεται εναντίον των εργατικών – λαϊκών συμφερόντων. Γι’ αυτό και απαιτείται ένταση των εργατικών – λαϊκών αγώνων, που θα βάζουν στο στόχαστρο τον πραγματικό ένοχο, την πηγή της ταξικής εκμετάλλευσης και των ιμπεριαλιστικών πολέμων, την ίδια την καπιταλιστική εξουσία, και θα συγκεντρώνουν δυνάμεις για την ανατροπή της.

Παραπομπές:

1. Μάκης Μαΐλης, «Για τα “Ιουλιανά”», «Ριζοσπάστης» 17/7/2011.

2. Οπως παρατίθεται στο: Παύλος Πετρίδης, «Εξουσία και παραεξουσία στην Ελλάδα (1957-1967)», εκδ. «Προσκήνιο», Αθήνα, 2000, σελ. 319 – 320.

3. Γιάννης Ρουμπάτης, «Δούρειος Ιππος: Η αμερικανική διείσδυση στην Ελλάδα 1947 – 1967», εκδ. «Οδυσσέας», Αθήνα, 1987, σελ. 216 – 217.

4. Μάκης Μαΐλης, «Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950 έως το 1970», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 271, και Πέτρος Ε. Γαρουφαλιάς, «Ο “ΑΣΠΙΔΑ”», Αθήνα, 1977, σελ. 15.

5. Ανδρέας Παπανδρέου, «Η δημοκρατία στο απόσπασμα», εκδ. «Καρανάση», Αθήνα, 1974, σελ. 225.

6. Αρις Γ. Μπουλούκος, «Υπόθεση Ασπίδα: Η αλήθεια που καίει», εκδ. «Ο Τύπος», Αθήνα, 1989, σελ. 163 και 181 – 182.

7. Σόλων Γρηγοριάδης, «Η ιστορία της δικτατορίας», τόμ. 1, εκδ. «Κ. Καπόπουλος», Αθήνα, 1975, σελ. 19.

8. «Ακρόπολις», 22/9/1974.

9. Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, «Η ταραγμένη εξαετία (1961 – 1967)», τόμ. Β’, εκδ. «Προσκήνιο», Αθήνα, 1997, σελ. 122.

10. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1949 – 1967», τόμ. Γ1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2021, σελ. 530.

11. Πέτρος Ε. Γαρουφαλιάς, «Ο “ΑΣΠΙΔΑ”», Αθήνα, 1977, σελ. 82.

12. Σπύρος Κ. Θεοδωρόπουλος, «Απ’ το δόγμα Τρούμαν στο δόγμα Χούντα», εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα, 1976, σελ. 276.

13. Αλέξης Παπαχελάς, «Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο αμερικανικός παράγων 1949 – 1967», εκδ. «Εστία», Αθήνα, 1997, σελ. 188 και 196.

14. Δελτίο ΣΕΒ, 15/9/1965.

15. «Το Α’ Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ», «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», Αθήνα, 1960, σελ. 56.

16. Ο.π, σελ. 77.

17. Ο.π., σελ. 78

18. Ανδρέας Παπανδρέου, «Η δημοκρατία στο απόσπασμα», εκδ. «Καρανάσης», Αθήνα, 1974, σελ. 272.

19. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τόμ. 9, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2002, σελ. 586.

20. Ο.π., σελ. 589.

21. Ο.π., σελ. 741.

 

Κώστας Σκολαρίκος
Μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ
Ριζοσπάστης

 

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: