Η Αντιγόνη, το ξόρκι του Μίκη Θεοδωράκη

“Εμένα με οδηγεί γαλάζιο φως σταλμένο από πολύ μακριά, στα βάθη του Απείρου. Εκεί κι εγώ πηγαίνω. Θα γίνω φως! Θα γίνω φως! Θα γίνω ένα με το φως του Γαλαξία”

Το 1999 ο Μίκης Θεοδωράκης ανεβάζει την Αντιγόνη του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Μ’ έναν αποκαλυπτικό θεατρικό και μουσικό λόγο ο Μίκης, ο μέγας, κραδαίνει το «Έρως Ανίκατε Μάχαν» ως δόρυ απέναντι στο αιώνιο κακό. Με τόλμη δεν αφαιρεί, όπως έγραφα τότε, τον έρωτα από το ήθος και το ανάστημα της Αντιγόνης, όταν εκείνη απαντά στην Ύβρη. Είναι ένα έργο στο οποίο δεν αναφέρονται πολλοί, αλλά για μένα, όλη μου τη ζωή, η Αντιγόνη υπήρξε και παραμένει ακρογωνιαίος λίθος του πολιτισμού. Κι ο Μίκης έτρεφε μέγα έρωτα για τον Πολιτισμό ως ουσιαστική απάντηση στον Πόλεμο, την τραγική κατάληξη του επαναλαμβανόμενου κύκλου της ανθρώπινης τραγωδίας.

Στο τεύχος του περιοδικού μου ΝΕΜΕΣΙΣ, του Οκτωβρίου 1999, δημοσιεύω το κείμενο του Μίκη Θεοδωράκη για την Αντιγόνη, γραμμένο τον Απρίλη του ίδιου χρόνου, το οποίο κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να περιλαμβάνεται στα σχολικά μας εγχειρίδια, αφού όπως θα δείτε είναι ικανό να κάνει ακόμα και τα πιτσιρίκια στο Τικ-Τοκ να αγαπήσουν και το Σοφοκλή και το Μίκη, αλλά προπάντων την ίδια την Αντιγόνη και τον Αίμονα, που όπως γράφει ο ίδιος, είναι τα δυο αθώα και αγνά πλάσματα, τα πιο αδύναμα, που έρχονται να σηκώσουν στους αδύνατους ώμους τους την ελπίδα του ανθρώπου, γιατί η βασική τους δύναμη εδράζεται στον έρωτα.

Σκανάρησα το κείμενο για την Κατιούσα, με την ελπίδα ότι δε θα χαθεί, στην πληθώρα των δίκαιων μεταθανάτιων διθυράμβων, η  απίστευτη αποκρυπτογραφική απλότητα του κειμένου του Μίκη, απέναντι στον μυστηριώδη κύκλο του προαιώνιου κακού. Η Αντιγόνη, όπως έγραφε ο ίδιος, είναι για το Μίκη το ξόρκι αυτού του κακού…

Λιάνα Κανέλλη

Η Αντιγόνη είναι ένας ολοκληρωμένος-κλειστός κύκλος μιας επαναλαμβανόμενης ανθρώπινης τραγωδίας. Συμβολίζει το αιώνιο Κακό, το επαναλαμβανόμενο Δράμα που σαν κατάρα συνοδεύει το ανθρώπινο γένος. Αλλάζει μορφή και έκφραση προσαρμοζόμενο στις κατά τόπο και χρόνο συνθήκες. Όμως η ουσία του παραμένει η ίδια. Όπως και οι πρωταγωνιστές. Από τη μια πλευρά υπάρχουν οι θύτες, από την άλλη τα θύματα. Οι θεοί του Κακού συμβολίζουν το βασικό ένστικτο της κυριαρχίας, της δίψας για δύναμη και εξουσία. Τους εκπροσωπούν ο Κρέων και ο Ετεοκλής, που οι πράξεις τους εκφράζουν τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου.

Απέναντί τους ο Οιδίποδας -το τραγικότερο πρόσωπο, καθότι το Κακό τον επέλεξε για να τιμωρήσει στο πρόσωπό του το ανθρώπινο γένος.

Ο Πολυνείκης εκφράζει τη μοιραία απόφαση να πολεμήσει το Κακό με το Κακό. Η Ιοκάστη, σύμβολο της γυναίκας που έχει επιλεγεί για να υποστεί την ακρότατη δοκιμασία, να γίνει μητέρα των παιδιών του γιου της, για να τον δει να τυφλώνεται και να εξορίζεται καταραμένος για να παραστεί στον αλληλοσπαραγμό του Ετεοκλή και του Πολυνείκη και στη συνέχεια να τους ακολουθήσει στον θάνατο.

Μια ολόκληρη Πόλις καταστρέφεται μαζί τους, ενώ ο στρατός των Αργείων θα πληρώσει και αυτός βαρύ τίμημα στην κατάρα που προέρχεται από το Κέντρο του Κακού, που εγώ το αποκαλώ “βασικό ένστικτο” του καταραμένου ανθρώπινου είδους. Μέσα από τις στάχτες και τους καπνούς της απόλυτης καταστροφής, πάνω στο μαύρο χρώμα δύο πάλλευκες φιγούρες σαν περιστέρια με φόντο το σκοτάδι του θανάτου, η Αντιγόνη και ο Αίμων, δεν είναι τελικά τίποτε άλλο παρά τα απαραίτητα αθώα θύματα που θα θυσιαστούν στον βωμό της τελετουργικής θυσίας, προκειμένου να εξευμενιστούν οι Σκιές του Κακού, προκλητικές και θριαμβεύουσες όπως πάντα.

Η στάση και ο λόγος της Αντιγόνης θα καταγραφούν ωσάν απελπισμένη ελπίδα όσων έχουν ανάγκη να πιστεύουν ότι το Καλό δεν πέθανε και ότι κάποτε το βασικό ένστικτο του Κακού θα νικηθεί με όπλα τον Έρωτα, την πηγή της ζωής, και το Δίκαιο, την ομορφιά της.

Από την εφηβεία μου ακόμα συνειδητοποίησα την ύπαρξη αυτών των αιωνίως επαναλαμβανόμενων κύκλων του Κακού. Στα δεκαπέντε μου χρόνια έμελλε να ζήσω, στο κέντρο του Κυκλώνα, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έτσι να παρατηρήσω και να καταγράψω ορισμένα χαρακτηριστικά που ξεπερνούσαν το επίκαιρο, κατακτώντας τις διαστάσεις του διαρκούς, του αιώνιου. Η καταστροφή της Θήβας έβλεπα να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, αποκτώντας κάθε φορά και νέες τερατώδεις διαστάσεις. Για μια στιγμή πίστεψα μαζί με εκατομμύρια άλλους ότι οι χιλιάδες, τα εκατομμύρια “Αντιγόνες” που θυσιάστηκαν στον βωμό του βασικού ενστίκτου, του Κακού, θα το εξευμένιζαν σε βαθμό που να γλυκάνει τη φύση του και να γίνει λιγότερο Κακό, να γίνει ακόμα και Καλό. Μάταιη ελπίδα. Πριν προλάβει να κλείσει ο ένας κύκλος, να που ανοίγει ο καινούργιος. Το Κακό, ανελέητο, δυνατότερο, λες και γίνεται όλο και πιο προκλητικό, όλο και πιο διψασμένο για στάχτες και ανθρώπινες σάρκες.

Όπως γίνεται πάντα, έτσι και τώρα, οι εραστές του ωραίου, οι αδύναμοι οπαδοί του Καλού, κατασκευάζουμε αισθητικά ομοιώματα του ανθρώπινου πάθους, για να τα κρεμάσουμε σαν τάματα στον φανταστικό Ναό όπου εξακολουθεί να λατρεύεται ο ηττημένος άνθρωπος.

Και έως τώρα δεν έχει βρεθεί δυστυχώς άλλος τρόπος για να μπορούν να ζουν, να σκέφτονται και να ονειρεύονται εκείνοι που μένουν έξω από το μαγνητικό πεδίο, μέσα στο οποίο το βασικό ένστικτο του Κακού φυλακίζει αυτούς που θα γίνουν όργανά του, θύτες και συγχρόνως θύματα στην υπηρεσία μιας προαιώνιας κατάρας που ακολουθεί σαν σκιά το ανθρώπινο γένος.

Με την Αντιγόνη έχω την αίσθηση ότι ξορκίζω το προαιώνιο Κακό, βάζοντας απέναντί του το ομοίωμά του σε μικρογραφία. Όπως όμως έκανα και με κάθε προηγούμενο έργο μου, δεν είμαι ούτε παθητικός, ούτε απαισιόδοξος, ούτε πολύ περισσότερο αδύναμος μπροστά στη φαινομενική παντοκρατορία του Κακού. Και αυτό το αισθητικό του “ομοίωμα”, μόνο και μόνο γιατί υπάρχει ως πνευματική πράξη, είναι ικανό να του αντισταθεί αντιπροβάλλοντας το αντίπαλον δέος, τον Έρωτα, τη Ζωή που έχει τη δύναμη να υπερβεί τον εαυτό της. Ακριβώς για να σηματοδοτήσει στο ανθρώπινο γένος την υπεροχή του στη δύναμη του Κακού, με τον όρο να θελήσει να ταυτιστεί με το Κέντρο της Παγκόσμιας Αρμονίας και να τιμήσει αντάξια τη δωρεά της Ζωής. Και αυτό θα είναι η τελική νίκη του Ανθρώπου επί των Θεών.

Η μυθοπλασία των Αρχαίων Ελλήνων μετέφερε τα πάθη και τους ανταγωνισμούς των ανθρώπων -σε μεγέθυνση- στους ανθρωπόμορφους θεούς τους. Έτσι θα δούμε το βασικό ένστικτο του Κακού να το εκφράζει ο α ή β θεός, θέλοντας να τιμωρήσει για τον α ή β λόγο τους ανθρώπους ή ακόμα κάποιον ανταγωνιστή του θεό -μέσω των ανθρώπων. Σκηνοθετώντας τον Θηβαϊκό Κύκλο -δηλαδή την Τραγωδία των Τραγωδιών, μια και αναφέρεται στο μέγιστο Κακό, τον Πόλεμο, ως συνέπεια της μέγιστης ανθρώπινης αδυναμίας, της δίψας για την απόλυτη εξουσία-, η σοφία των Ελλήνων επέλεξε τη γυναικεία Μήτρα -σύμβολο ζωής- για να φυτέψει τον σπόρο του Κακού.

Η Ιοκάστη, η μητέρα-σύμβολο, θα γίνει το βασικό όργανο στα χέρια του Κακού, γιατί ο μυθοπλάστης θέλει έτσι να δείξει ότι ο όλεθρος που θα καταλύσει τον άνθρωπο είναι τέκνο του ίδιου του ανθρώπου. Πώς να συμπεριφερθεί και προπαντός να τραγουδήσει ένα τέτοιο πλάσμα; Αν ζωγράφιζα τους ήχους μέσα στους οποίους τοποθετώ τη δράση της Ιοκάστης, των δυο της γιων, και του Χορού που συμμερίζεται αλλά και σχολιάζει τα πάθη τους, θα τους έδινα χρώμα μαύρο, όπου επάνω του διασταυρούμενες λάμψεις κεραυνού και ηφαιστείων σχηματίζουν οξείες γωνίες που τρυπούν τον ορίζονται και προχωρούν σαν στρατός λογχοφόρων σταυροφόρων.

Η Ιοκάστη για να κινηθεί, πρέπει να παραμερίζει με τα χέρια της αυτές τις πύρινες κολόνες που την κρατούν αιχμάλωτη στα πάθη της. Το ίδιο και ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης· που σε πολύ λίγες στιγμές καταφέρνουν από τα βάθη της τραγωδίας που τους πνίγει να αναδυθούν στην επιφάνεια της ανθρώπινης φύσης, να γίνουν ακέραιοι άνθρωποι -από όργανα της Μοίρας- ξανά μανά και γιοι, για να βυθιστούν εκ νέου στο άγριο πάθος, που η κατάληξή του είναι ο θάνατος.

Πόσο, αλήθεια, η σύγχρονη πραγματικότητα ξεπερνάει τη φαντασία των αρχαίων Ελλήνων! Και πόσο κάνει πολύ πιο ανάγλυφη, δηλαδή πιο αποκρουστική, την εικόνα του πολέμου! Όταν λ.χ. πέφτουν οι βόμβες σε μια πόλη, τη μεταβάλλουν σε νεκρό τοπίο και κάτω από τα καπνισμένα ερείπια κείτεται νεκρή η Μάνα, εκείνη που γέννησε τον άμαχο και τον στρατιώτη, τον Χίτλερ και το αθώο παιδί. Γέμισαν οι εποχές μας με τα φαντάσματα της Ιοκάστης και των αδελφών-εχθρών που μονομαχούν έως θανάτου.

Ο νόμος του ισχυροτέρου είναι βλάσφημος. Η ανυπολόγιστη δύναμη γεμίζει τον ηγεμόνα με έπαρση. Τον κάνει να ξεχνά και να περιφρονεί τη σύνεση και το μέτρο. Αυτός, λοιπόν, προσωποποιεί μέσα στον Μύθο το βασικό ένστικτο του Κακού. Όμως κι αυτόν στο τέλος τον περιμένει η τραγωδία. Ο Κρέων θα χάσει γιο, γυναίκα, αδελφή και ανίψια, υπενθυμίζοντας στους ανθρώπους ότι ακόμα και ο πιο δυνατός, ο πιο φοβερός και μισητός δεν είναι παρά μια μαριονέτα στα χέρια της Μοίρας. Τελικά, από τον πύρινο Κύκλο της Τραγωδίας των Τραγωδών κανείς δεν πρόκειται να ξεφύγει, εκτός από τον Οιδίποδα, που, όπως θα δούμε πιο κάτω, η γνώση και η αυτοτιμωρία τον οδηγούν στη λύτρωση.

Να όμως που το Κακό, σαν μαύρος Φοίνικας, αναγεννιέται κάθε φορά από τις στάχτες του. Η μνήμη των ανθρώπων αποδεικνύεται ανάπηρη, γιατί πολύ γρήγορα ο άνθρωπος ξεχνά τα πάθη του και, πριν σβήσουν καλά-καλά οι φωτιές της μιας καταστροφής, ανάβει καινούργιες.

Ένα τέτοιο πλάσμα πώς να το εκτιμήσεις, πώς να το σεβαστείς, πώς να μην το οικτίρεις, όταν τόσους αιώνες δεν διδάσκεται από τις δικές του δυστυχίες;

Να όμως που δύο αθώα και αγνά πλάσματα, τα πιο αδύναμα, η Αντιγόνη και ο Αίμων, έρχονται να σηκώσουν στους αδύναμους ώμους τους την ελπίδα του ανθρώπου. Η βασική τους δύναμη εδράζεται στον Έρωτα. Το κορυφαίο χορικό του έργου “Έρως ανίκατε μάχαν” συνοδεύει στον κοινό τους τάφο δυο αγαπημένους, σαν ύμνος ζωής που φτάνει στα ύψη ενός αληθινού θριάμβου, όταν επιτέλους, αντλώντας δύναμη από τον έρωτά τους, οι δύο αγαπημένοι γίνονται πνεύμα και φως, διαλύοντας για πάντα τα ερέβη του φόβου και του θανάτου που έχει σκορπίσει πάνω από το ανθρώπινο γένος το βασικό ένστικτο του Κακού.

Δεν είναι όμως μονάχα ο Έρωτας που εμπνέει τον Αίμονα και προπαντός την Αντιγόνη. Η αγνή της φύση επαναστατεί μπροστά στο αποκρουστικό πρόσωπο του τυράννου. Το σέβας στους νεκρούς συμβολίζει μέσα της την προσήλωση προς τους θεμελιώδεις νόμους της ζωής, οι οποίοι στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων λαμβάνουν τη μορφή βασικών αρμονικών κανόνων που αντανακλούν τους θεμελιώδεις νόμους της αρμονίας του Διαστήματος, από τους οποίους πηγάζει η αρχή και η διαιώνιση της ζωής.

Η αντιπαράθεση του Κρέοντα με την Αντιγόνη έχει συμβολικό χαρακτήρα, που πρέπει να διδάσκει, να συνετίζει και να καθοδηγεί τους ανθρώπους. Απ’ τη μια έχουμε τη σιδερόφρακτη δύναμη της Εξουσίας κι από την άλλη τη γυμνή και εύθραυστη παρουσία μιας αγνής κόρης, κυριευμένης από την ηθική έξαρση που είναι η ζωογόνος δύναμη του ανθρώπου-πλάστη αξιών κατ’ εικόνα και ομοίωση της ζωοφόρου φόρτισης επί γης. Αυτής που τελικά θα νικήσει, θα προχωρήσει, σε πείσμα των συνεχών και αλλεπάλληλων κύκλων θανάτου που βάζει στον δρόμο του η δεύτερη φύση του, η αρνητική, η κυριαρχούμενη από το βασικό ένστικτο του Κακού.

Άφησα τελευταίο τον Οιδίποδα. Για εκείνον, η ειρωνεία της ζωής θέλησε, όσον καιρό ζούσε μέσα στην άγνοια, να είναι ευτυχισμένος. Έσωσε τη Θήβα από τη Σφίγγα, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτό ήταν ένα τέχνασμα των θεών για να τον οδηγήσουν στην αγκαλιά της ίδια του της μάνας και από ‘κει στην αιμομιξία, στην προσβολή ενός από τους βασικούς νόμους της ζωής. Αυτός όμως δεν το εγνώριζε και έτσι ευτυχούσε. Έσπειρε παιδιά που ήσαν τέκνα και αδέλφια του συγχρόνως. Όμως και αυτά δεν το εγνώριζαν. Όπως δεν το εγνώριζε και η μάνα-σύζυγος Ιοκάστη, καθώς και όλη η Πόλις.

Στον “Οιδίποδα Τύραννο” ο Σοφοκλής περιγράφει την πορεία του Οιδίποδα από τη σωτήρια άγνοια στην καταστροφική γνώση. Μια μυστηριώδης εσωτερική δύναμη τον οδηγεί στην αποκάλυψη της αλήθειας, που θα σημάνει όχι μόνον το δικό του τέλος αλλά και όλων όσοι βρίσκονται γύρω του, των συγγενών του, των συμπολιτών του, της Θήβας.

Ο στίχος του Σολωμού “άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του” λες και γράφτηκε για τον τραγικό βασιλιά της Θήβας, που συμβολικά βγάζει τα μάτια του, για να μη βλέπει τον κόσμο που του θυμίζει το αθέλητο έγκλημά του.

Και ο Χορός θα πει “Τυφλός τα τ’ ώτα, τον τε νουν, τα τ’ όμματα”, με αυτήν τη φοβερή ηχητική υπόκρουση από την επανάληψη του “τ”, που έδωσε τη δύναμη σ’ αυτόν και μόνον τον στίχο να εκσφενδονιστεί αθάνατος πάνω από τους αιώνες.

Πληρώνοντας το τίμημα της γνώσης που είναι η τύφλωση του νου, της ακοής και της όρασης, ο Οιδίποδας υπερβαίνει τον κύκλο του Κακού που τον τυλίγει από τότε που ήταν έμβρυο και, όντας στο επίκεντρο της τραγωδίας που ο ίδιος άθελά του συσσώρευσε μέσα του και γύρω του, γίνεται άνθρωπος ακέραιος σε πείσμα των θεών που τον κυνηγούν. Ακέραιος, που σημαίνει ελεύθερος, αδέσμευτος, ικανός να συνομιλήσει σαν ίσος προς ίσον με τους θεούς που κομπάζουν, στοιβάζοντας δέος, πτώματα και θρήνους πάνω από τους ανθρώπους.

Με την κατάκτηση της γνώσης ο Οιδίποδας εξέρχεται αγνός μέσα από την αμαρτία: “Να είσαι αγνός άνθρωπε… Τα λόγια και τα έργα σου να ‘ναι σε αρμονία με τους ιερούς νόμους του Σύμπαντος”. Έτσι, ο Οιδίποδας με τη γνώση, καθώς η Αντιγόνη με τη θυσία κερδίζουν την ουσιαστική δωρεά της ζωής, που είναι η σύνδεσή τους με τους νόμους της παγκόσμιας Αρμονίας.

Η έξοδος από τα τείχη της Θήβας είναι συμβολική. Ο Οιδίποδας γνωρίζει ότι αφήνει πίσω του για πάντα την Πόλη που οι θεοί επέλεξαν για να δοκιμάσουν τις αντοχές και τα όρια του ανθρώπου στο πρόσωπό του. Όμως η μόλυνση έχει απλωθεί και έχει περάσει μέσα σε κάθε πολίτη, σε κάθε σπίτι, σε κάθε πέτρα, γι’ αυτό η πόλις πρέπει να τιμωρηθεί, να εξαφανιστεί. Και για τον λόγο αυτόν επιλέγεται ο χειρότερος τρόπος. Ο Πολυνείκης θα πολιορκήσει την ίδια του την χώρα με τον στρατό των Αργείων. Υπερασπιστής της Θήβας, ο Ετεοκλής δε θα γλιτώσει τη μοίρα της πόλης ούτε ο Πολυνείκης την τύχη των Αργείων, έστω και αν αλληλοσφαγούν. Πάνω από τα πτώματά τους και ‘κείνο της Ιοκάστης, οι δυο στρατοί θα αλληλοεξοντωθούν και η Θήβα θα μεταβληθεί σε σωρό ερειπίων. Το πνεύμα του Κακού θα θριαμβεύσει, υψώνοντας τον Θηβαϊκό Κύκλο σε παντοτινό σύμβολο.

Ένας μοναχά θα επιζήσει από αυτήν τη βιβλική καταστροφή και θα είναι αυτός που άθελά του την προκάλεσε: ο Οιδίποδας. Όμως, πριν εγκαταλείψει για πάντα την καταραμένη Πόλη, θα κατηγορήσει τους ανθρώπους, γιατί μια ζωή ενδίδουν στ0υς δυνατούς, αρνούμενοι τον ίδιο τους τον εαυτό, και όταν κάποτε συνειδητοποιούν τα σφάλματά τους, είναι συνήθως αργά.

Ο Οιδίποδας διώχνει αηδιασμένος τους εγκάθετους του τυράννου: “Φύγετε! Φύγετε! Δεν περιμένω από τους ανθρώπους να έχουν μνήμη. Δεν θέλω πια στ’ αυτιά μου φωνές ανθρώπων προσκυνημένων, φοβισμένων. Δεν θέλω ν’ ακούω λέξεις κενές. Τη φωνή του Κυρίου σας την ξέρω καλά. Τυραννική, αυταρχική. Όμως ο τύραννος θα πληρώσει”

Έτσι ο Οιδίποδας, ο τελευταίος των ανθρώπων, θα γίνει πρώτος. Η δοκιμασία τον οδήγησε στη γνώση, η γνώση στην αυτοτιμωρία και η αυτοτιμωρία στην ελευθερία.

“Εμένα με οδηγεί γαλάζιο φως σταλμένο από πολύ μακριά, στα βάθη του Απείρου. Εκεί κι εγώ πηγαίνω. Θα γίνω φως! Θα γίνω φως! Θα γίνω ένα με το φως του Γαλαξία”.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μίκης Θεοδωράκης
Βραχάτι 15.4.99

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: