Το self-test μιας μαθήτριας στην Γ΄ Λυκείου (που δεν τη λένε Μητσοτάκη)

Δεν της έφταναν τα άγχη που είχε ήδη στην καθημερινότητά της, τώρα η δεκαεφτάχρονη έπρεπε να ανησυχεί και για το αν έβαζε σωστά τον στυλεό στη μύτη της, αν τον έστριβε καλά κι αν έριχνε τις σωστές σταγόνες στην πλακέτα.

Έμεναν μερικά σπίτια πιο δίπλα, ωστόσο δεν είχαμε ανταλλάξει ποτέ μέχρι τώρα μια κουβέντα. Μπορεί να είχαμε συναντηθεί τυχαία αρκετές φορές, ανταλλάζοντας χαμόγελα και κάνοντας νεύματα με το κεφάλι, όμως κανείς μας δεν είχε πάρει την πρωτοβουλία να μιλήσει. Παρόλα αυτά, γνώριζα πράγματα για εκείνους· τα ονόματά τους, τη δουλειά τους, την οικονομική τους κατάσταση.

Μόλις άκουσα τον διαπεραστικό ήχο της σειρήνας, βγήκα αμέσως στο μπαλκόνι να δω τι συμβαίνει. Ήμουν ανήσυχος, παρότι ήξερα πως το ασθενοφόρο δεν είχε έρθει για εμάς. Στα βλέμματα των γειτόνων διέκρινα την ίδια ανακούφιση. Το ασθενοφόρο δεν ήταν ούτε γι’ αυτούς, αλλά για εκείνη την οικογένεια.

Δύο άνδρες, ντυμένοι σαν αστροναύτες, κουβαλούσαν πάνω στο φορείο μια γυναίκα που έβηχε ασταμάτητα, μοιάζοντας να μην μπορεί να αναπνεύσει. Δεν ήταν πάνω από 55 χρονών.

Πίσω τους, ακολουθούσαν αναστατωμένες οι κόρες της. Η μικρότερη, γύρω στα τρία, κρατούσε μια κούκλα και προσπαθούσε να ανέβει στο ασθενοφόρο, ενώ η μεγαλύτερη, που έδινε φέτος Πανελλήνιες, κοιτούσε αποσβολωμένη. Η ώρα ήταν οχτώ το πρωί και ακόμη δεν είχε κάνει το self-test. Πώς θα το έκανε τώρα; Υπό ποιανού την επίβλεψη, από τη στιγμή που η μητέρα της θα έμπαινε στο νοσοκομείο και πατέρα δεν είχε;

Το έκανε συνήθως μετά το πρωινό της, σήμερα όμως, με όλη αυτή την αναστάτωση, δεν είχε προλάβει. Την βοηθούσε η μητέρα της στη διαδικασία: καθάριζε το τραπέζι, άπλωνε στη σειρά όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, την καθοδηγούσε στα βήματα που έπρεπε να ακολουθήσει.

Δεν ήταν δύσκολο, ωστόσο χρειαζόταν προσοχή και συγκέντρωση για να μη γίνει κάποιο λάθος. Δεν της έφταναν τα άγχη που είχε ήδη στην καθημερινότητά της, τώρα η δεκαεφτάχρονη έπρεπε να ανησυχεί και για το αν έβαζε σωστά τον στυλεό στη μύτη της, αν τον έστριβε καλά κι αν έριχνε τις σωστές σταγόνες στην πλακέτα.

Ωστόσο, έπρεπε να πάει στο σχολείο. Δεν είχε άλλη επιλογή. Η μητέρα της τής το είχε ξεκαθαρίσει: «Αν δεν περάσεις στην Αθήνα, δεν θα μπορέσεις να σπουδάσεις. Ξέρεις καλά πως δεν μπορώ να καλύψω το κόστος».

Από τότε που έφυγε από τη ζωή ο πατέρας της, τους είχαν ζώσει τα χρέη, ενώ, με τη μητέρα της σε αναστολή εργασίας τους τελευταίους μήνες, η οικονομική τους κατάσταση είχε γίνει ακόμη χειρότερη. Με ένα επίδομα, έπρεπε να ζήσουν τρία άτομα· να πληρωθεί νοίκι, λογαριασμοί και φροντιστήριο και να μείνει και κάτι για να βάζουν μια μπουκιά στο στόμα τους.

Τελικά, η δεκαεφτάχρονη, αφού ορμήνευσε την αδερφή της να μην ανοίξει την πόρτα σε κανέναν, συμπλήρωσε μια σχολική κάρτα για COVID-19 και πήγε στο σχολείο. Όταν, μετά από λίγες μέρες, νόσησαν μερικοί από τους συμμαθητές της και ορισμένοι εκπαιδευτικοί και το σχολείο έκλεισε, την κατηγόρησαν για ανευθυνότητα και εγκληματική αμέλεια.

Ωστόσο, εκείνη επέμενε πως δεν έφταιγε. Στους υπεύθυνους της Πολιτικής Προστασίας που προσπάθησαν να κάνουν ιχνηλάτηση των επαφών της, δήλωσε: «Το λεωφορείο, το οποίο παίρνω κάθε πρωί για να έρθω στο σχολείο, είναι ασφυκτικά γεμάτο. Επίσης, το τμήμα μου έχει 27 παιδιά, ενώ υπάρχει μία μόνο καθαρίστρια μερικής απασχόλησης για όλο το σχολείο. Όσο και να προσέχεις και να τηρείς τα μέτρα, με τόσα άτομα κάτι θα πάει στραβά».

Ακολούθησε έκτακτη κυβερνητική σύσκεψη, όπου η κυβέρνηση, λαμβάνοντας υπόψη όσα είπε η δεκαεφτάχρονη, αποφάσισε το self-test να διενεργείται τελικά στο σχολείο, την πρώτα ώρα του μαθήματος, και όχι στο σπίτι, ενώ ο πρωθυπουργός, βγαίνοντας από το Μέγαρο Μαξίμου, ανέφερε πως πρόκειται για μια «έξυπνη» λύση που θα εξομαλύνει την κατάσταση το προσεχές διάστημα.

Καλό self-test!

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: