Θοδωρής Μαραϊδώνης: “Στον ανοιχτό κόσμο που ζούμε είναι αναπόφευκτο το πάντρεμα των μουσικών ειδών”

Ο Θοδωρής Μαραιδώνης είναι από εκείνους τους μουσικούς που όταν σου λένε πως αγαπούν την μουσική το εννοούν. Πολλοί μιλούν για τα διαφορετικά στυλ στην μουσική και η μουσική πως είναι μια ωστόσο λίγοι μουσικοί μπορούν να είναι ταυτόχρονα τόσο σε ένα ρεμπέτικο σχήμα όσο και σε ένα τζαζ.

Ο Θοδωρής είναι από τους μουσικούς της γενιάς μας. Γενιά εννοώ τα παιδιά που κατάφεραν να μεγαλώσουν μέσα στα ’90ς ως πιτσιρίκια και στα 2000ς ως έφηβοι. Οι πραγματικοί millennials όπως λέω.

Τα παιδιά στη γενιά αυτή είχαν την τύχη να δουν το ξεκίνημα της ιδιωτικής τηλεόρασης και του ίντερνετ. Δύο μέσων που μας άνοιγαν ορίζοντες που οι προηγούμενες γενιές ούτε το φαντάζονταν. Με το πάτημα ενός κουμπιού μπορούσες να ακούσεις ό,τι ήθελες από την άλλη μεριά της γης, όπως γίνεται και σήμερα… με μια διαφορά.. Είμαστε και η γενιά της κασέτας και του βινυλίου των γονιών μας επίσης και αυτό μας έχει διαμορφώσει να γνωρίζουμε και να σεβόμαστε το τι σημαίνει ‘’το ψάχνω στη μουσική και όχι απλά scrollαρω μουσικά βιντεάκια’’.

Ο Θοδωρής απόφοιτος του Τμήματος Μουσικολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, κομμάτι της γενιάς μας, μας συστήνεται πιο κάτω.

Ήταν κάποιος από το οικογενειακό σου περιβάλλον που σε έσπρωξε προς την μουσική ή ήταν κάτι το οποίο αποφάσισες ο ίδιος;

Ο πατέρας μου είχε προσπαθήσει να μάθει ο ίδιος μπαγλαμά και κιθάρα αλλά δεν τα πολυκατάφερε, πέρασε όμως το μεράκι του στο γιο του, δηλαδή σε μένα όπου ξεκίνησα αυτοδίδακτος στο μπαγλαμά. Ηλικία; Εκεί γύρω στην Τετάρτη Δημοτικού. Είχα καταφέρει να παίζω αρκετές μελωδίες που άκουγα και στην πρώτη Γυμνασίου γράφτηκα στο Ωδείο για κλασική κιθάρα όπου πήγα μέχρι και την Δευτέρα Λυκείου.

Πώς και δεν μπήκες στο Μουσικό σχολείο;

Μέχρι το Γυμνάσιο δεν είχα λάβει καμία εκπαίδευση πάνω σε κάποιο όργανο, αλλά και αργότερα δεν απέκτησα κάποιο θεωρητικό υπόβαθρο, οπότε σε Μουσικό σχολείο ούτε απ’ έξω δεν περνούσα. Από την άλλη τότε δεν γνώριζα καν πως υπήρχαν τέτοια σχολεία, ούτε που το φανταζόμουν. Τώρα μιλάμε για το 1994..

Πώς σου φάνηκε η ατμόσφαιρα του Ωδείου;

Η ατμόσφαιρα του ωδείου δε με τραβούσε, μου φαινόταν λίγο στείρα. Βαριόμουν τότε πολύ τα θεωρητικά. Δεν τα ήθελα καθόλου, με ενδιέφερε μόνο να παίζω και γι’ αυτό πήγαινα μόνο όργανο. Πήγαινες κάθε βδομάδα για ένα σαραντάλεπτο, έβλεπες με τον καθηγητή το κομμάτι που σου είχε βάλει την προηγούμενη φορά και αν το είχες μελετήσει προχωρούσες στο επόμενο. Αλλιώς ξαναδούλευες το ίδιο.

Κάποια στιγμή διέκοψα για να μπω στο Πανεπιστήμιο. Πέρασα στο ΠΑ.ΠΕΙ. στο Χρηματοοικονομικό και σαν φοιτητής ξαναπήγα μια χρονιά σε Ωδείο, όπου πάλι σταμάτησα ξανά.

Υπήρχε κάποιος άλλος λόγος πέρα από την βαρεμάρα των θεωρητικών μαθημάτων;

Μ’ άρεσε έως ένα βαθμό το ρεπερτόριο της κλασικής κιθάρας και είχα εξαιρετικό καθηγητή αλλά αποζητούσα να παίξω και κάτι άλλο. Είχε αρχίσει να με ενδιαφέρει τότε η Jazz μουσική, οπότε σταμάτησα την κλασική κιθάρα και για δύο – τρία χρόνια περίπου έκανα ιδιαίτερα τζαζ κιθάρα με τον Γιώργο Γρηγοράκο.

Σε κάποια φάση σταματάει να με ενδιαφέρει τόσο και η τζαζ κιθάρα.. Βρίσκομαι λοιπόν, στην Αθήνα, είχα τελειώσει τις σπουδές μου είχα γυρίσει από το στρατό και πάλι βρίσκομαι να ψάχνομαι μουσικά. Εντελώς τυχαία σε ένα μπαράκι στην Αθήνα γνωρίζω μια παρέα παιδιών που έπαιζαν φλαμένγκο. Ουσιαστικά πλαισίωναν το μάθημα χορού φλαμένγκο που εξελισσόταν παράλληλα με τη μουσική και αυτό ήταν που με μάγεψε. Ο συνδυασμός τη μουσικής και του χορού έβγαζε ένα δυναμισμό και μια ατμόσφαιρα που σε συνέπαιρνε. Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία για μένα. Ένας νέος κόσμος άγνωστων ρυθμών και κιθαριστικών τεχνικών…

Το ξεπέρασες και το φλαμένγκο ή όχι;

Θα σου πω… Αφήνω την τζαζ στην άκρη και πηγαίνω για περίπου 2 χρόνια και κολλάω με αυτήν την ομάδα της Mariella Carretero. Σε εκείνη την ομάδα γνωρίζω μέσω της συζύγου του πλέον, τον Σταύρο Μαραγκό με τον οποίο παίζουμε παρέα από τότε μέχρι και τώρα. Εκείνος ήταν από τότε ενεργός παίχτης σε διάφορα μαγαζάκια και με προσκάλεσε σε ένα καφέ στην Καπνικαρέα να πάω να τους ακούσω. Πήρα την κιθάρα και πήγα λοιπόν..

Εκεί, ενώ πάντα άκουγα ρεμπέτικη μουσική και μέσα στην οικογένεια και όπως είπα τα πρώτα πρώτα μου μουσικά βήματα ήταν στον μπαγλαμά… έρχομαι ουσιαστικά πιο κοντά στη ρεμπέτικη μουσική μέσω του Σταύρου. Ο Σταύρος μου γνώρισε πολύ καλούς μουσικούς του ρεμπέτικου – λαϊκού στην Αθήνα όπως τον Κώστα Γεράκη, το Νικόλα Μπαρμπαγιάννη, που βρίσκεται τώρα στην Ικαρία, το Σπύρο Χαϊκάλη, το Μανώλη Μανιό, και τους φίλους και δάσκαλους Βασίλη Σκούτα και Δημήτρη Μηταράκη. Το flamengo σιγά-σιγά και μετά από όλα αυτά πέρασε σε δεύτερη μοίρα…

Έτσι ήρθες προς το ρεμπέτικο ρεπερτόριο και τη λαϊκή κιθάρα.. Πρώτη επαγγελματική πρόταση που σου έγινε;

Μια μέρα έτυχε ο Μανώλης Μανιός να περνάει από την Καπνικαρέα και να ψάχνει κιθαρίστα. Γνωριστήκαμε, κάναμε δύο πρόβες, τα βρήκαμε και ξεκίνησαμε στο μεζεδοπωλείο ‘’ΓΗ’’ στο Σταθμό Λαρίσης. Αυτό συνέβη πριν 11 ή 12 χρόνια. Παίζω κάθε χρόνο από τότε εκεί. Η “Γη’’ είναι μαγαζάρα, δεν τα λέω επειδή δουλεύω εκεί αλλά αν έρθεις θα το καταλάβεις. Είναι από τα παλιότερα μαγαζιά στην πόλη σε αυτή τη φάση.

Παράλληλα, ο Νικόλας Μπαρμπαγιάννης είχε τότε ένα κοντραμπάσο το οποίο ήθελε ουσιαστικά να το ξεφορτωθεί και μου πρότεινε να το πάρω, όπως και έγινε. Στην αρχή ήμουν διστακτικός, αλλά σύντομα άρχισα να ασχολούμαι πιο συστηματικά με το όργανο, αυτοδίδακτος πάντα… και μέσω αυτού ξαναγύρισα στην τζαζ μουσική και από τότε αυτά τα μουσικά στυλ, το ρεμπέτικο και το τζαζ, συνυπάρχουν στη ζωή μου.

Δεν είσαι από εκείνους που βάζουν στεγανά στην μουσική και ακούνε ένα είδος και παίζουν ένα είδος..

Όχι δεν είχα ποτέ τέτοια… κωλύματα με την μουσική. Ακούω πάρα πολλά είδη μουσικής. Επίσης, όταν απέκτησα το κοντραμπάσο, αλλά και άλλα όργανα που παράτησα στη διαδρομή, άρχισα να ψάχνω και άλλα είδη στο οποίο χρησιμοποιείται.. Αν το καλοσκεφτείς, είναι ελάχιστα τα είδη της μουσικής μέσα στα οποία δεν ταιριάζει σαν όργανο.

Στην ελληνική μουσική δένει με πολλά είδη, έπειτα τζαζ, ακουστικό ροκ, τάνγκο, γαλλική μουσική, σχεδόν ό,τι μπορείς να φανταστείς. Δύσκολα ειδικά σε ό,τι αφορά την τζαζ να μην το δεις μέσα σε ένα μουσικό σχήμα.

Θέλω να γυρίσουμε λίγο στο μαγαζί με το οποίο συνεργάζεσαι… Είναι ένα αρκετά γνωστό μαγαζί στην περιοχή του Σταθμού Λαρίσης. Θα ‘θελες να μας πεις λίγα λόγια, αφού πρόκειται για την πιο μακρόχρονη συνεργασία σου;

Θα ξεκινήσω από τους ιδιοκτήτες οι οποίοι είναι άψογοι απέναντι στη συμπεριφορά τους σε ό,τι αφορά εμάς τους μουσικούς, πράγμα πολύ σπουδαίο για το χώρο μας, γιατί γενικώς έχουμε ακούσει και ζήσει και οι ίδιοι διάφορες καταστάσεις… Σέβονται τους μουσικούς, σερβίρουν εξαιρετικό φαγητό, σε καλή σχέση τιμής και ποσότητας.. Ένα τίμιο μαγαζί που έχει καταφέρει να έχει τους θαμώνες του από όλο το ηλικιακό φάσμα, δεν υπάρχει κάτι το προσποιητό. Τρως, πίνεις, γινόμαστε όλοι μια παρέα και φεύγεις χαρούμενος. Δε νιώθεις πως όλο αυτό είναι φτιαχτό, δημιουργείται μια ζεστασιά έτσι και αλλιώς.

Το δικό μας σχήμα ‘’ΜΑΝ. ΜΑΡ.ΜΑΡ.’’ και παίζουμε εκεί κάθε Κυριακή μεσημέρι με τον Μανώλη Μανιό 12 χρόνια και με τον Σταύρο 8. Τέλη Οκτωβρίου μέχρι Κυριακή των Βαϊων.

Σε ότι αφορά τη γειτονιά, είναι μια λαϊκή, ζωντανή περιοχή του σημερινού Αθηναϊκού κέντρου. Βιώνει εδώ και μια δεκαετία έντονα το θέμα της μετανάστευσης, ταυτόχρονα κρατάει και λίγη από την αίγλη της παλιάς Αθήνας. Όπως και να έχει είναι ζωντανή γειτονιά και υπάρχουν αρκετά νέα παιδιά που συχνάζουν στο μαγαζί.. Βρίσκεται μακριά από την αίγλη της τουριστικής Αθήνας, αλλά αυτό είναι που μ’ αρέσει γιατί κρατάει μια αυθεντικότητα.

Εκτός της ‘’Γης’’ που αλλού μπορούμε να σε ακούσουμε και να σε βρούμε;

Όσον αφορά την ελληνική μουσική, μαζί με το Σταύρο Μαραγκό παίζουμε ντουέτο σε διάφορα μαγαζιά, όπως στο’’ καφέ Καπνικαρέα‘’. Εκεί ουσιαστικά γνωριστήκαμε μουσικά και γνωρίσαμε αρκετούς άλλους μουσικούς του ρεμπέτικου που πλέον είμαστε φίλοι.

Ο χώρος είναι σημείο συνάντησης για τους μουσικούς αυτού του είδους, έρχονται συνεχώς νέα παιδιά, καθημερινές μεσημεροαπόγευμα και Σαββατοκύριακα από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ υπάρχει ζωντανή μουσική, όχι μόνο για τους τουρίστες, τύπου Πλάκα φάση, αλλά όλοι οι μουσικοί έχουν το δικό τους διαφοροποιημένο πρόγραμμα. Οπότε κάποιες μέρες του μήνα θα μας βρείτε εκεί που παίζω με το Σταύρο.. Παίζουμε σε διάφορα μαγαζάκια στα Πετράλωνα και αλλού και έπειτα με έναν άλλο μπουζούκαρο, φίλο και συνεργάτη, το Σπύρο το Χαϊκάλη παίζουμε στην Δάφνη στο μαγαζί ‘’Το Πέρασμα’’ και σε άλλα μέρη.

Έχετε σκεφτεί να κάνετε κάποια ηχογράφηση μετά από τόσα χρόνια συνεργασίας και παιξίματος;

Έχουμε σκεφτεί, ναι.. προσωπικά το έχω καημό. Με αυτά τα παιδιά αναπαράγουμε ένα ρεπερτόριο 1930-1960, θα ‘θελα να κάνουμε ένα δίσκο που να συμπεριλαμβάνει καινούργιες ιδέες μαζί με αυτό το ρεπερτόριο. Τα καινούργια κομμάτια, τα δικά μας, κινούνται πάνω κάτω στο ίδιο ύφος με τα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια εκείνης της εποχής.

Πιστεύεις πως μπορούν να γραφτούν στο σήμερα διαχρονικά λαϊκά τραγούδια ή η εποχή μας δεν ευνοεί τη διαχρονικότητα;

Όταν χαρακτηρίζεις ένα τραγούδι διαχρονικό, φτάνεις να μιλάς για το τραγούδι αυτό συνήθως πολύ αργότερα από το χρόνο που το κομμάτι γράφτηκε. Δε νομίζω πως την εποχή που έγραφε ο Τσιτσάνης ή ο Βαμβακάρης πίστευαν πως αυτό που έγραφαν θα έμενε και θα το τραγουδούσαμε εμείς στο σήμερα. Δεν τους απασχολούσε κιόλας. Αλλά και πριν από εκείνους θα υπήρχε ρεπερτόριο από το σμυρνέικο τραγούδι, την Αθηναϊκή καντάδα, το παραδοσιακό τραγούδι και άλλα είδη που τότε μπορεί να αξιολογούνταν ως διαχρονικά. Σίγουρα επίσης όλα τα τραγούδια τους δεν γνώρισαν κατευθείαν μεγάλη δημοφιλία και απήχηση. Βρέθηκαν, όμως, σε μια περίοδο έντονων κοινωνικών ζυμώσεων και αυτό τους βοήθησε να γράψουν όμορφα ερωτικά τραγούδια, αλλά και τραγούδια για τη φτώχεια, για την αδικία, για τις εξαρτήσεις από ουσίες, για θέματα που υπήρχαν γύρω τους και έπρεπε να εκφραστούν με κάποιον τρόπο… Υπήρχε μια ειλικρίνεια στη διαδικασία αυτή και νομίζω μπορεί να το αφουγκραστεί κάποιος αυτό στο ρεμπέτικο και στο λαϊκό τραγούδι.

Στο σήμερα αν το λαϊκό τραγούδι θα μπορούσε να έχει διαχρονικότητα; Σίγουρα κομμάτια από αυτά που ονομάζουμε σήμερα λαϊκό τραγούδι θα μείνουν. Θα μείνουν και άλλα τραγούδια από άλλα είδη, όπως π.χ. από το έντεχνο τραγούδι. Τι εννοούμε όμως όταν εννοούμε σύγχρονο λαϊκό τραγούδι; Αν δεχτούμε ότι είναι γενικά τα τραγούδια που ακούει ο λαός, τα δημοφιλή τραγούδια, σίγουρα κάτι θα μείνει. Δε θα έχει σίγουρα τα χαρακτηριστικά του λαϊκού τραγουδιού του 1960, καθώς τα μουσικά στυλ αλλάζουν διαρκώς. Ίσως επίσης να μην γράφονται μαζικά λαϊκά τραγούδια όπως παλαιότερα, όπου δίσκοι παράγονταν και πωλούνταν μαζικά και ο κόσμος πήγαινε στο κέντρο να ακούσει Τσιτσάνη, Μητσάκη και Καζαντζίδη. Ούτε η προσφορά, αλλά ούτε και η ζήτηση σήμερα είναι ίδιες με παλαιότερα, αλλά κι αυτό μελλοντικά μπορεί να αλλάξει.

Η πτυχιακή σου ήταν πάνω στο συγκρότημα Imam Baildi και αναφέρεσαι πάνω στους όρους της διασκευής, του remix και στα διαφορετικά παντρέματα των στυλ στην μουσική. Θα ‘θελα να μου πεις γιατί τους λόγους για τους οποίους επέλεξες το συγκεκριμένο συγκρότημα και ύστερα να μας μιλήσεις για τις διαφορές, εν συντομία, των διαφορετικών ειδών της διασκευής;

Ο λόγος επιλογής του σχήματος ήταν πρακτικός… Ήθελα να γράψω μια μουσική βιογραφία και έπρεπε να επιλέξω ελληνικό συγκρότημα με δεκαετή συνεχή παρουσία στην ελληνική σκηνή. Ο κλαριντζής του σχήματος, ο Γιάννης Δίσκος, είναι φίλος μου και μου έχει κάνει μαθήματα στο κλαρίνο, οπότε αυτό με διευκόλυνε να έρθω σε επαφή με το σχήμα. Στην πορεία όμως, μέσα από την επαφή με τα αδέρφια Φαληρέα και την τριβή με την μουσική και την πορεία του συγκροτήματος, βρήκα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον σε αυτό που κάνουν τα παιδιά και προβληματίστηκα πάνω σε θεμελιώδεις έννοιες, που για να σου πω την αλήθεια με αφορούν κι εμένα. Αν το σκεφτείς, κι εμείς ουσιαστικά τι κάνουμε; Κατά βάση διασκευάζουμε.

Η διασκευή, αν το ορίσεις γενικά, είναι όταν παίρνεις κάτι και το μετασχηματίζεις για μια άλλη χρήση. Η απόσταση μεταξύ αρχικής εκτέλεσης και διασκευής μπορεί να είναι από μικρή, όπως στην περίπτωση μιας Beatles Tribute Band ή μεγάλη όπως στην περίπτωση του τραγουδιού «Τα ξένα χέρια», αν το ακούσεις από Imam Baildi, οι οποίοι έχουν χρησιμοποιήσει κυριολεκτικά τέσσερα μόνο μέτρα της αρχικής εκτέλεσης σε μορφή sample. Οι Imam Baildi είναι ένα σχήμα το οποίο χρησιμοποιεί γενικά πληθώρα τεχνικών για να φτάσει στο τελικό αποτέλεσμα, χρησιμοποιούν samples, φυσικά όργανα, δημιουργούν δικά τους beat και συνδυάζουν πολλά μουσικά είδη με σχετική άνεση.

Οι μίξεις διαφορετικών στυλ μουσικής έχουν καταφέρει να περάσουν και στην ελληνική μουσική εδώ και δεκαετίες και έχουν καταφέρει να αφομοιωθούν. Ποια είναι η προσωπική σου άποψη γι’ αυτά;

Παντρέματα ανάμεσα σε διαφορετικά είδη μουσικής υπάρχουν εδώ και πολλές δεκαετίες. Ο Χιώτης π.χ. έμπλεξε το μπουζούκι, ένα όργανο της ελληνικής μουσικής παράδοσης, με λάτιν ρυθμούς και σήμερα αυτό μας ακούγεται πολύ φυσικό. Ζούμε σε ένα ανοιχτό κόσμο γεμάτο διαφορετικά ακούσματα και είδης μουσικής, αναπόφευκτα τα είδη μουσικής θα διασταυρώνονται και θα δημιουργούνται συνεχώς νέα είδη ή υποείδη.

Προσωπικά, έχοντας ασχοληθεί με διαφορετικά είδη μουσική, η μίξη των ειδών και ο πειραματισμός με τα παντρέματα αυτά μου φαίνονται αναπόφευκτα και πολύ ενδιαφέροντα. Είναι ένα δρόμος χωρίς επιστροφή η σχετικοποίηση των ειδών. Αν χρησιμοποιούνται ταμπέλες, είναι σε μεγάλο βαθμό για λόγους μάρκετινγκ.

Να μιλήσουμε και λίγο για τα συγκροτήματα της τζαζ μουσικής στα οποία συμμετέχεις;

Το ‘’Alone together trio’’ με Πέτρο Ζορμπά στην κιθάρα και Ευαγγελία Σταύρου στα ντραμς. Παίζουμε τα τελευταία 2 χρόνια μαζί σε διάφορα μπαράκια, σε φεστιβάλ όπως στο Μικρό Παρίσι των Αθηνών, στην Ευρωπαϊκή Μέρα της Μουσικής σε Αθήνα και Κόρινθο. Κυνηγάμε ένα live το μήνα τουλάχιστον και θα θέλαμε κάποιο δισκάκι, προς το τέλος της σεζόν.

Μια και μιλήσαμε για μίξεις, η Ευαγγελία και ο Πέτρος είναι στο άλλο άκρο. Είναι ταγμένοι στην τζαζ μουσική και θέλουν να παίζουν μόνο jazz. Έτσι είναι και ο Σταύρος με το ρεμπέτικο και το παλιό λαϊκό. Ενώ εγώ δυσκολεύομαι να εστιάσω σε ένα είδος μόνο, έχοντας συνεργάτες όμως που εστιάζουν σε ένα είδος, εμβαθύνω κι εγώ στα είδη αυτά. Όσο προλαβαίνω τουλάχιστον…

Το δεύτερο τζαζ συγκρότημα απαρτίζεται πάλι από αυτά τα παιδιά συν την τραγουδίστρια μας, την Ρόη Καλύβα. Με αυτούς χουμε φτιάξει ένα κουαρτέτο vocal jazz, τους ‘’Roy Kaliva Quartet’’.

Υπάρχουν μελλοντικά σχέδια τα οποία έχεις στα σκαριά και θα ήθελες να τα μοιραστείς μαζί μας;

Γράφω και μουσική για θέατρο, ένα είδος το οποίο με εξιτάρει πολύ. Είναι η ατμόσφαιρα του θεάτρου, ο τρόπος που πρέπει να γράψεις μουσική, γιατί υπάρχει μια συγκεκριμένη ιστορία με συγκεκριμένους χαρακτήρες. Θέλω να κυκλοφορήσω κάποια στιγμή και ένα δικό μου προσωπικό δίσκο με ό,τι έχω ασχοληθεί ως τώρα.

Με φλαμένκο, τζαζ και ρεμπέτικο;

Με όλα! Θέλω να εκφράσω τα πάντα, ό.τι έχω κάνει.

https://www.facebook.com/RoyKalivaQuartet

https://www.facebook.com/Alone-Together-Trio

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: