Συνέντευξη Sober On Tuxedos: Η τέχνη είναι ούτως ή άλλως στρατευμένη, δεν παράγει τέχνη όποιος δεν προβληματίζεται

Η τέχνη είναι ούτως ή άλλως στρατευμένη. Είναι μια ανάγκη του ανθρώπου, που έχει υψηλή πνευματική κατάσταση, δεν μπορεί να παράξει τέχνη κάποιος που δεν προβληματίζεται. Συνεπώς στην τέχνη, μιλάμε πάντα για στρατευμένη τέχνη.

Όταν ανεβαίνουν στη σκηνή δεν είναι ο ορισμός της ηρεμίας. Όταν κατεβαίνουν από αυτήν, “το πάρτι συνεχίζεται”, όπως λένε. Και είχαμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε από πρώτο χέρι, καθώς μας υποδέχτηκαν στο Γαλάτσι, στο studio όπου κάνουν τις πρόβες τους, συνήθως μεταμεσονύκτιες ώρες, για να βολέψουν τα ωράρια όλων, εργαζόμενων κι οικογενειαρχών. Κι αν κάποιος νιώθει εξαντλημένος μετά από μια δύσκολη μέρα, αρκεί μια sober συζήτηση για να ανάψουν τα πνεύματα και να ξυπνήσει το ενδιαφέρον, όπως αυτή που ξεκίνησαν σχετικά με τη στρατευμένη τέχνη.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ήρεμη όσο και μια συναυλία τους, θα δείτε να μιλάνε για όλα. Για το όνομά τους (ακόμα δεν έχουν καταλήξει στον πραγματικό νονό), την εμπειρία του Voice, το μουσικό τους αυτοπροσδιορισμό, τη στρατευμένη τέχνη, το σημάδι της κρίσης στο χώρο, την αξιόλογη μέταλ σκηνή στη χώρα μας, τις θυσίες που απαιτεί αυτό που κάνουν, τις εντυπώσεις τους από τις συναυλίες στα Φεστιβάλ και τις εκδηλώσεις της ΚΝΕ, ακόμα και τι μεταξύ τους διαφωνίες που είναι κομμάτι της αρμονικής τους συνεννόησης.

Για να συνεννοηθούμε κι εμείς καλύτερα και να μη χαθείτε στη μετάφραση, τα αρχικά που θα δείτε παρακάτω υποδηλώνουν.

Κ: Κατιούσα
Σ: Στέλιος Μαγαλιός
Χ: Χρήστος Κιτσαντάς
Μ: Γιάννης (Μόας)
Ρ: Ράστι (Χρήστος)

Πάρτε βαθιά ανάσα και ξεκινήστε την ανάγνωση. Κι αν είναι ροκ, μην τους φοβάστε…

Από αριστερά προς τα δεξιά: Χρήστος Κιτσαντάς (κιθάρα), Στέλιος Μαγαλιός (φωνητικά), Χρήστος Ράστι (μπάσο), Γιάννης Μοας (κρουστά)

Κατιούσα: Ίσως έχετε βαρεθεί να απαντάτε πώς βγήκε το όνομα της μπάντας.

Στέλιος: Ναι.
Χρήστος: Δεν ξέρεις ποιος λέει την αλήθεια.
Ράστι: Υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή, δική μου.
Χρήστος: Για πες την εκδοχή σου, Μαγαλιέ.

Στέλιος: Οι Sober On Tuxedos είναι μια αλληγορική έκφραση, γιατί ούτε Sober είμαστε ούτε on Tuxedos, και θέλουμε σατιρίζοντας να δηλώσουμε ότι απέχουμε από κάθε τι γιάπικο και τον καθωσπρεπισμό γενικότερα.

Ράστι: Τι είναι γιάπικο;
Σ και Χ: έλα μην αρχίζεις τώρα…

Χρήστος: Αυτή είναι μία εκδοχή, αλλά εγώ θα πω την αλήθεια. Google search machine…
Μοας: θα αφήσουμε εσάς να αποφασίσετε ποια είναι η αληθινή.

Ράστι: Εγώ είμαι ο πιο καινούριος στην παρέα. Εγώ θα σας πω λοιπόν… Από το λίγο που τους έχω δει και τους έχω γνωρίσει, νομίζω πως δεν μπήκαν ποτέ στη διαδικασία να σκεφτούν το όνομα, απλά προέκυψε. Από τα λίγα που έχουμε ζήσει μαζί στις περιοδείες, αυτό που συμβαίνει επί σκηνής είναι μαγικό, ένα μεγάλο πάρτι που συνεχίζεται, όχι μόνο μετά τη συναυλία, αλλά και την επόμενη μέρα.

-Κρύβε λόγια, κρύβε λόγια…

Μ: Επεκτείνοντας αυτό που είπε ο συνάδελφος Ράστι, έχω να πω ότι ως μπάντα, όπως και κάθε μπάντα που σέβεται τον εαυτό της, είμαστε παρέα τόσο πάνω όσο και κάτω από τη σκηνή, συνεχίζοντας το πάρτι που περιέγραψε.
Ρ: Σε όλες τις εκφάνσεις του.

Κατιούσα: Και το Sober από μόνο του μας είναι αρκούντως τρολαριστικό, σε σχέση με την ενέργεια που βγάζετε στη σκηνή.

Σ: Αν το αφήναμε σκέτο, ήταν κάτι Ισπανοί Sober που μάλλον θα μας έκαναν μήνυση.
Χ: Κι εδώ κολλάει το google search machine…
Σ: Ή η ιδέα που είχα εγώ…

Κ: Σμόκιν βάλατε ποτέ, έστω για τρολάρισμα ή σε κάποιο Καρναβάλι;

Μ: Ναι όταν παίζουμε μπουζούκια…
Χ: Είμαι ο μόνος που δέν εχει παίζει στα μπουζούκια, να το διευκρινίσω αυτό.
Σ: Εννοείς τώρα, γιατί κι εγώ έχω περάσει από εκεί… Όταν ήμουν στα μπουζούκια είχα βάλει, όχι σμόκιν, αλλά…
Ρ: Εννοούσε σαν μπάντα αν βάλαμε σμόκιν.

Κ: Ναι, αλλά δεν πειράζει. Κι αυτές οι αποκαλύψεις χρήσιμες είναι… Το συγκρότημα ξεκίνησε το 09′ με εσάς το Χρήστο και το Στέλιο…

Μ: Τη χρονιά που άρχισα εγώ να παίζω τύμπανο…
Σ: Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας.

Κ: Γιατί άργησε τόσο ο πρώτος δίσκος;

Χ: Γιατί κωλυσιεργούσαμε, δεν κάναμε κάτι, λέγαμε απλά πως έχουμε μπάντα. Και όταν ο Στέλιος είπε να φύγει στο νησί (Κεφαλονιά) μόνιμα, αγχωθήκαμε και δουλέψαμε. Στην ουσία η μπάντα δουλεύει τέσσερα χρόνια. Συν ότι δεν μπορούσαμε να βρούμε άτομα να συνεννοηθούμε. Όχι πως τώρα βρήκαμε, αλλά εντάξει…

(γέλια)

Όταν έφυγε, ξυπνήσαμε, είδαμε πως θα διαλυθεί αυτό που θέλουμε να κάνουμε. Και το κάναμε.
Σ: κι εκεί μας έπιασε ο πανικός κι ενεργοποιηθήκαμε φουλ.

Κ: δεν είναι ότι το θέλατε πιο πριν, αλλά δεν υπήρχαν πχ τα μέσα και σας έδωσε ώθηση το ριάλιτι.

Χ: Ότι βοήθησε, βόηθησε. Στην αναγνωρισιμότητα. Αλλά ως εκεί.

Κ: Το πιάνουμε αυτό το κομμάτι;

Σ: Ναι το πιάνουμε.

Κ: Πήγες εκεί συνειδητά;

Σ: Ναι.

Κ: Θα το ξανάκανες δηλαδή;

Σ: Όχι…

Κ: Πήγες περιμένοντας άλλα; Πώς ήταν η εμπειρία.

Σ: Εγώ από την πρώτη μέρα που πήγα το είδα σα δουλειά. Ότι πάμε να αποκομίσουμε όσο πιο πολλά μπορούμε χωρίς να αλλοιώσουμε τον πραγματικό μας εαυτό.

Κ: Να μην αλλοιώσουμε τον πολιτισμό μας…

Σ: Κάπως έτσι. Δεν ήθελα να δείξω κάτι άλλο από αυτό που είμαι, σε συνεννόηση με το Χρήστο πάντα.
Χ: Με πήρε τηλέφωνο και μου λέει “το και το”. Του απαντάω: “ε;”
Σ: Ναι δεν ήταν κοινή απόφαση, απλώς προέκυψε, κυρίως από τη σύζυγο.
Χ: Περίμενε να του πω “όχι” και η πρώτη αντίδραση ήταν όντως αυτή. Μου είπε πως το σκέφτεται και του λέω: για να μη γίνουμε μαϊντανοί, να είμαστε οι εαυτοί μας και συνεχίζουμε αυτό που κάνουμε.
Σ: Να μείνουμε ένα-δυο επεισόδια, να παίξουμε μπαλίτσα και συνεχίζουμε αυτό που κάνουμε. Βέβαια πήγε πολύ καλύτερα, προχώρησα πολύ μες στο Voice. Κι αυτό μεταφράστηκε σε live.

Χ: Και στο Κεντρικό έτσι παιξαμε. Με παίρνει ένας σύντροφος τηλέφωνο: “Ο Κιτσαντάς ο σύντροφος;” Λέω ναι. “Με αυτόν που…” Λέω “παίζουμε μαζί”. “Α ωραία”. Έτσι ξεκινήσαμε.
Σ: Πήγαμε στο Voice για να παίξουμε στο Κεντρικό Φεστιβάλ…

Κ: Ερχόταν τρενάκι ροκάδες που σας ψήφιζε μαζικά;

Σ: Αυτό δεν το ξέρω, δεν ξέρω πώς πήγε η φάση…

Κ: Ούτε από το Κόμμα, να σας ψηφίζουν μαζικά σύντροφοι…

Σ: Αν είχε πέσει γραμμή από το Κόμμα, θα το κερδίζαμε…

Κ: Αλλά δε θα το ξανάκανες;

Σ: Όχι.
Χ: Ό,τι ήταν να αποκομίσει, το κέρδισε.
Σ: Μπήκα στο χάρτη, μετά ήθελα να παίξω δική μου μπάλα, αυτά που ήθελα εγώ. Γι’ αυτό απέρριψα ό,τι είχα σαν πρόταση, γιατί είχαμε βγάλει το πλάνο μας με το Χρήστο, ξέραμε πού θέλουμε να πάμε.
Χ: Ακόμα και σε ποια ομάδα θα μπει. Ήμουν μέσα όλη την ώρα και του έστελνα μηνύματα. Θα μπεις στη Βανδή, γιατί ο άλλος έχει αυτή τη φωνή που ταιριάζει με εσένα.
Σ: Οι άλλοι είχαν πάρει καλούς και θα είχαμε ανταγωνισμό.
Χ: Πήγαινε εκεί που δεν έχει ροκ φωνές, θα σε κρατήσει γιατί δεν έχει άλλη. Υπήρχε πλάνο.

Κ: Δεν είναι λίγο τραγικό ότι ένας νέος καλλιτέχνης πρέπει να κάνει κάτι τέτοιο, για να κερδίσει δημοσιότητα και να κάνει τα πρώτα βήματα;

Σ: Εδώ ξέρεις τι έρχεται; Το ποιος είναι τραγουδιστής, συγκρότημα, καλλιτέχνης. Εμείς μπήκαμε με ένα πλάνο, είχαμε ήδη έναν κύκλο μαγαζιών, γνωριμίες, υλικό, είχαμε πράγματα να δώσουμε μετά και μπήκαμε στοχευμένα. Το 98% όσων μπαίνουν εκεί, λένε: θα πάω και θα μου τα δώσουν όλα έτοιμα, γαμώ, δε θα τρέξω μετά. Αλλά δεν είναι έτσι, για αυτό πάνε όλοι άπατοι μετά. Δεν προσπαθούν, δεν είναι εργάτες, ταγμένοι σε αυτό που κάνουνε. Εγώ μένω Κεφαλονιά και ταξιδεύω σχεδόν κάθε μήνα.

Χ: το έχει κάνει και πέντε φορές σε ένα μήνα.
Σ: αυτό θέλει στομάχι, που ο άλλος δεν το έχει μάθει. Θέλει να γίνει σελέμπριτι, δεν τον νοιάζει να γίνει τραγουδιστής, να προσφέρει έργο.

Κ: Είστε στόουνερ ή το αποποιείστε;

Σ: Να το πούμε επιτέλους;
Χ: Ποτέ δεν ήμασταν. Αλλά και τι είναι στόουνερ; Υπάρχουν δέκα διαφορετικές μπάντες που θεωρούνται στόουνερ στην Ελλάδα και δεν έχουν καμία σχέση η μία με την άλλη. Ό,τι είναι πιο χέβι ροκ κατάσταση και έχει λίγο πιο σάουθερν στοιχεία, το λέμε στόουνερ.
Σ: Ότι είναι πιο ντουμ;
Χ: Υπάρχουν στόουνερ περάσματα, υπάρχουν στόουνερ μελωδίες, υπάρχουν γκραντζ μελωδίες, υπάρχουν γκραντζ μπαλάντες στον πρώτο δίσκο, κομμάτια πιο νεο-αμερικανικό μέταλ. Ο δεύτερος έχει απομακρυνθεί από αυτό, θα το δούμε στην ώρα του.

Κ: Πώς αυτοπροσδιορίζεστε δηλαδή;

Χ: Ροκ. Μέταλ, αλτέρνατιβ-μέταλ ροκ.
Σ: Όχι, εγώ θα μας βάλω στο φάσμα του μέταλ.
Ρ: Εσύ το λες αυτό, έχοντας στο νου κι αυτά που δουλεύουμε τώρα, αλλά δεν τα ξέρει ο κόσμος.
Σ: Εσύ τον πρώτο δίσκο πού θα τον κατέτασσες;

Ρ: Θεωρώ ότι είναι ξεκάθαρα ροκ, ούτε καν χέβι ροκ. Θεωρώ ότι δεν έχει το σκληρό ήχο, για να πάει στο χέβι, έχει στοιχεία από κάποιες μπάντες, βασικά όμως αν αναλύσεις το παικτικό κομμάτι όλων των παιδιών, θα βρεις πολλές 70ς και 80ς επιρροές. Όσο μελετούσα τις μπασογραμμές του παιδιού που τις έγραψε, έβλεπα ότι έχει το κλασικό vibe αρκετών 80ς σχήματων. Δεν ήταν τόσο μοντέρνο παίξιμο κι αυτό με έκανε να αισθανθώ πολύ όμορφα, θεωρώ ότι είναι κάπως ανεκτίμητο. Αλλά και τα τύμπανα είχαν αισθητική Λεντ Ζέπελιν, λίγο Σάμπαθ, όλες τις μπάντες που έχουν επηρεάσει αυτή τη σκηνή. Οπότε όχι χέβι-ροκ για μένα. Αυτό αποτυπώνεται πιο πολύ στα λάιβ, ο δίσκος είναι πιο μαζεμένος.

Μ: Σίγουρα ο δίσκος είναι πιο μαζεμένος.

Κ: Τι επιρροές έχετε; Συμφωνείτε με αυτές που είπε ο Ράστι;

Χ: Έχει γκραντζ στοιχεία. Οι κιθάρες πχ είναι πιο μοντέρνες, πιο 90ς.
Σ: Βασικά είναι τα ακούσματα του καθενός ξεχωριστά, ο καθένας προσθέτει τα δικά του. Για αυτό ο πρώτος δίσκος ήταν διαφορετικός. Ο μπασίστας μας άκουγε μπλουζ και ο ντράμερ πανκ, κάτι τέτοιο. Τώρα τα ηχοχρώματα είναι τελείως διαφορετικά.
Χ: Έχουμε δέσει.
Σ: Τώρα έχουμε έναν μέταλ ντράμερ καθαρό κι έναν μπασίστα..
Ρ: Τρελό.
Χ: Έχει αλλάξει όλη η νοοτροπία από τον πρώτο δίσκο.

Κ: Ο δεύτερος είναι στα σκαριά; Πότε βγαίνει;

Δεν το ξέρουμε ακόμα.
Ρ: Αυτό θα καθοριστεί από αρκετούς παράγοντες, δεν είναι στο χέρι μας μόνο, δυστυχώς. Θέλουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Κάποια πράγματα πρέπει να γίνουν με τη σωστή σειρά.

Κ: Όχι μες στο 18′ όμως.

Ρ: Όχι, μες στο 19′, ελπίζουμε άμεσα.
Χ: Θέλω να πιστεύω στο πρώτο εξάμηνο;
Ρ: Απλά ελπίζουμε στις αρχές του εξαμήνου.
Σ: Στις αρχές όχι. Εγώ το βλέπω πριν το καλοκαίρι.

Κ: Γιατί ξένος στίχος;

Σ: Πλέον η μουσική είναι παγκόσμια.
Χ: Συγνώμη, τον έχεις ακούσει να τραγουδάει ελληνικά; Δε θα ρωτούσες τότε… Τι γελάτε, μιλάω πολύ σοβαρά.
Σ: Η μουσική πλέον είναι παγκόσμια, τα μηνύματα που περνάνε επίσης.
Χ: Εκτός από τους Kvelertak που τραγουδάνε στα νορβηγικά.

Σ: Και πλέον υπάρχει κάτι που δεν υπήρχε παλιότερα. Το ίντερνετ. Κι η δυνατότητα να βγούνε έξω ελληνικές μπάντες. Καταρχάς η Ελλάδα έχει πάρα πολλές μπάντες και πολύ μεγάλη αριθμητικά σκηνή αναλογικά με τον πληθυσμό της. Έχει να εξάγει πράγματα. Κι εγώ είμαι σίγουρος ότι μελλοντικά θα πάει πολύ πιο μακριά όλο αυτό, ήδη ξεκίνησε.

Κ: Έχετε κάνει περιοδείες στο εξωτερικό;

Σ: Όχι. Θέλουμε όταν θα γίνει, να την κάνουμε σωστά. Έχουμε δει πού μπορεί γίνονται λάθη, έχουμε εντοπίσει κάποια πράγματα και θέλουμε να γίνει σωστά.

Κ: Υπάρχει όμως το έδαφος και κοινό που ενδιαφέρεται.

Χ: Θα στο πούμε εκ των υστέρων.

Κ: Ξένος στίχος, αλλά με κοινωνικό προβληματισμό. Μπορούμε να το πούμε στρατευμένη τέχνη;

Χ: Αυτή ήταν η χτεσινοβραδινή κουβέντα, επί ώρες.
Ρ: Ποιον ρωτάς τώρα;

Κ: Αν έχετε δημοκρατικό συγκεντρωτισμό ως μπάντα, τη γραμμή.

Ρ: Να μιλήσει ο φροντ-μαν.
Σ: Λοιπόν, θα το παίξω τελείως…
Ρ: Θα μιλήσεις για τον πρώτο δίσκο φαντάζομαι.
Σ: Όχι, θα μιλήσω για τους Σόμπερ σαν Σόμπερ. Θα πω… Μάλλον όχι. Γιατί… να οργανώσω λίγο τη σκέψη μου.
Ρ: Χτες βράδυ είχαμε ακριβώς αυτόν τον προβληματισμό.

Κ: Αν είναι, να την αφήσουμε.

Ρ: Όχι, έχει πολύ ενδιαφέρον η ερώτηση.
Σ: Θα πω μάλλον όχι. Αλλά… Κοίτα… Το δικό μου πιστεύω και νομίζω μιλάω για όλους…
Ρ: Θα δείξει…

Σ: ναι, αυτό είναι προσωπική άποψη. Είναι λίγο πιο… γενικό τι θέλω να βγάλω από την μπάντα. Θέλω να προβληματίσω, δε θέλω να είμαι συγκεκριμένος. Δε θέλω να πω ότι για τη βία φταίνε οι μπάτσοι, αλλά έναν προβληματισμό, για τη βία γενικότερα ίσως. Δεν ξέρω αν θεωρείται μαρκετίστικο αυτό.

Ρ: Δεν είναι, αν μου δίνεις μια πάσα.
Χ: Σου δίνω, γιατί δεν έχω τι να πω.
Ρ: Ήταν μεγάλη κουβέντα χτες.
Χ: Να το κάνουμε πρακτικά, ποιος είναι ποιος. Κουκουέ ρε παιδιά.

Κ: Δεν είναι κομματικό πάντως.

Όλοι: Όχι δεν είναι.
Χ: Φαίνεται όμως από το πού παίζουμε και πού όχι.

Ρ: Νομίζω πάντως ότι η τέχνη είναι ούτως ή άλλως στρατευμένη. Είναι μια ανάγκη του ανθρώπου, που έχει υψηλή πνευματική κατάσταση, δεν μπορεί να παράξει τέχνη κάποιος που δεν προβληματίζεται. Συνεπώς στην τέχνη, μιλάμε πάντα για στρατευμένη τέχνη. Η πολιτική θέση είναι κάτι διαφορετικό. Υπάρχουν καλλιτέχνες αποδεκτοί από όλον τον πλανήτη, πχ ο Νταλί, που ήταν όμως ακροδεξιός, φασίστας. Αυτό δε σημαίνει πως δεν έχει αξία το έργο του. Είναι τεράστιο, αναμφισβήτητα. Αλλά το κομμάτι της στρατευμένης τέχνης δε σχετίζεται τόσο, κατά τη γνώμη μου, με την πολιτική θέση, αλλά με την πολιτική γενικά.

Χ: Είκοσι λεπτά αυτό, για αυτήν τη διαφωνία.
Ρ: Προσπαθούσαμε να βρούμε κοινό τόπο, γιατί προερχόμαστε από το ίδιο στρώμα, έχουμε τους ίδιους προβληματισμούς, αλλιώς δε θα συνυπήρχαμε, είμαστε στο αναγνωριστικό στάδιο της υπόθεσης…

Κ: Άρα έχουμε ένα μάλλον όχι, ένα “πάντα είναι” στρατευμένη και…

Χ: Εγώ είμαι κόκκινος το ξέρεις.
Σ: Το ξέρεις ότι πρέπει να εκφέρεις κι εσύ γνώμη Μοας., έτσι;
Μ:…
Σ: Εν τω μεταξύ αν μου ξανακάνεις αυτήν την ερώτηση σε ένα βάθος χρόνου, μπορεί να σου δώσω άλλη απάντηση.

Κ: Στρατευμένη τέχνη σημαίνει από ποια πλευρά είσαι.

Ρ: Μου αρέσει αυτό που λες, αλλά νομίζω ότι δεν μπορεί να εκφραστεί ένα ακροδεξιό στοιχείο μέσα από την τέχνη, θεωρώ ότι δεν έχει θέση η τέχνη για κάτι ακροδεξιό. Ο φασίστας, νομίζω, δεν μπορεί να αποτυπώσει τη θέση του καλλιτεχνικά.

Κ: Μολονότι ο Νταλί…

Ρ: Ναι απλά δεν μπορεί να παράξει τέχνη νομίζω ο φασισμός. Και ο Βαργκ Βίκερνες που βγήκε μέσα από τους Μπούρζουμ, παίζει μπλακ μέταλ εξαιρετικό, αλλά είναι ένα καραφασισταριό του κερατά. Και είναι δολοφόνος, γράφει μέσα από τη φυλακή τη μουσική του, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τα πολιτικά του “πιστεύω”. Ευτυχώς.

Κ: Γενικά βλέπετε στη ροκ σκηνή και καλλιτέχνες γενικά, να παίρνουν πολιτική, κοινωνική θέση ή η πλειοψηφία τους είναι αλλού για αλλού;

Χ: Πολλοί δεν παίρνουν θέση, γιατί φοβούνται μη χάσουν μερίδα κοινού. Εμείς σαν μπάντα είμαστε ειλικρινείς, δε θα το παίξουμε ουδέτεροι. Κι η ειλικρίνεια αυτή θα φανεί από τη μουσική μας, μέχρι το δρόμο, την άποψη, τη θέση, τα γεγονότα. Όχι μόνο στην τέχνη, στην οποιαδήποτε δουλειά, κάποιοι θέλουν να πατάνε σε δυο βάρκες, για να νιώθουν εξασφαλισμένοι -βέβαια θα βουτήξουν μέσα. Εμείς είμαστε ειλικρινείς και σαν άνθρωποι, στα πολιτικά πιστεύω, τη δράση μας. Πολλοί φοβούνται για να μη χάσουν πελάτες, ακροατές, συνεργάτες, οτιδήποτε.

Κ: Έχουν δηλαδή άποψη, αλλά φοβούνται να την βγάλουν.

Χ: Όλοι έχουν άποψη, δε γίνεται. Ακόμα και το απολιτίκ, πολιτική θέση είναι. Και ο μαλάκας ο χρυσαυγίτης, πολιτική θέση έχει, επικίνδυνος είναι.

Κ: Με την κρίση έχετε δει να αλλάζει κάτι στους χώρους που τραγουδάτε;

Μ: Καταρχάς, τουλάχιστον στα πιο μικρά live έχει μπει το ψυχολογικό όριο του πεντάευρου. Μικρό live με πάνω από πεντάευρω, είναι συνταγή για αποτυχία. Παλιά έβγαινες έξω, ξόδευες, πήγαινες για ποτό, μια πλήρης έξοδο. Τώρα που ο άλλος έχει δέκα ευρώ στην τσέπη του, εσύ παλεύεις για αυτά. Δεν μπορεί να κάνει και το live και τη βόλτα και να γυρίσει πίσω με ταξί πχ. Οπότε ο ανταγωνισμός δεν αφορά ένα άλλο live, αλλά μια βασική ανάγκη, ενίοτε. Κι αυτό έχει αντίκτυπο στις τιμές των εισιτηρίων, ανταγωνίζεσαι είδη πρώτης ανάγκης πλέον.

Ρ: Εγώ δεν έχω αυτήν την εικόνα. Μπορώ να σου πω ότι τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει προς το χειρότερο οικονομικά, αν μη τι άλλο θεωρώ ότι υπάρχει μια μεγαλύτερη υποκρισία, με την έννοια της κρίσης και της ταμπέλας που υπάρχει. Γιατί η κρίση αυτή δεν είναι οικονομική, είναι κρίση ηθικών αξιών, γιατί ζούμε στην εποχή του ευτελισμού. Νομίζω ότι οι άνθρωποι θα ξοδέψουν με μεγάλη χαρά και 120 ευρώ για ένα εισιτήριο, αρκεί να πάνε να δουν το glam της υπόθεσης και όχι το τριτοδεύτερο.

Χ: Αυτοί που έχουν.

Ρ: Αυτοί που έχουν προφανώς. Αλλά στη χώρα που ζούμε είναι η πλειονότητα αυτή τη στιγμή. Δε μιλάω για τους εργαζόμενους που ζουν με έναν τραγικό μισθό, όπως κι εμείς. Μιλάω για ανθρώπους που κάνουν ουρές έξω από νυχτερινά κέντρα, γιατί είναι στο δρόμο μου…

Σ: Μιλάς για την Ιερά Οδό τώρα εσύ…
Ρ: Ναι, μιλάω για Φεράρι, για Λαμποργκίνι, για πιτσιρίκες, όχι για τη σκηνή μας.
Χ: Μιλάς όμως για έναν κόσμο που μπορεί να είναι εκατό χιλιάδες, σε μια πόλη πέντε εκατομμυρίων.
Ρ: Σαφέστατα. Θέλω να πω όμως πως δεν έχει φύγει ακόμα αυτό το λάιφ-στάιλ.
Σ: Η ερώτηση όμως ήταν για τη δική μας σκηνή.

Ρ: Και πάλι η δική μας σκηνή, επειδή επειδή εμπεριέχει κάποια glam ονόματα, κάποιες μόδες και τάσεις, μια χαρά τα βγάζει τα λεφτά της, θεωρώ. Μπορεί να πέφτω και τρομερά έξω.

Μ: Ξέρεις πού πέφτεις έξω; Δεν ξέρω αν είναι δικά του αυτά τα λεφτά. Κι εγώ μπορώ να πουλήσω το σπίτι μου, τα μουσικά μου όργανα και να τα φάω με αυτόν τον τρόπο για πέντε χρόνια. Εσύ θα δεις τα λεφτά, δε θα δεις τι υπάρχει από πίσω.

Σ: Εγώ βλέπω πως όταν κάποιος θέλει να πάει κάπου, είτε γιατί του το έχουν πασάρει σα μόδα, είτε γιατί του αρέσει, και να μην έχει, θα προσπαθήσει να πάει. Αλλά αυτό θα τον ζορίσει την άλλη μέρα και είναι αποτρεπτικός παράγοντας. Η ροκ σκηνή όμως δεν είναι μπουζούκια που θέλει είκοσι ευρώ είσοδο, χώρια το ποτό, εδώ το ανώτερο εισιτήριο είναι 10 ευρώ.

Χ: Και 15. Σε ελληνικές μπάντες. Να πω κι εγώ τη γνώμη μου. Όλοι έχουμε δεχτεί μηνύματα από παιδιά που δεν έχουν για να μπούνε μέσα. Συνεπώς, υπάρχει μερίδα που θέλει και δεν έχει, δε μιλάω για τζαμπατζήδες, αλλά για άτομα που ξέρουμε προσωπικά. Συμφωνώ με το Γιάννη (Μοας) πως όταν ο άλλος δεν έχει τα προς το ζην ή έμεινε άνεργος, όταν και αν περάσουν λίγα χρήματα από τα χέρια του, θα κοιτάξει να πάει σε κάτι πολύ αξιόλογο.

Σ: Έτσι βέβαια είναι δύσκολο να αναδειχτεί πιο γρήγορα ή πιο εύκολα καινούριο υλικό και νέες μπάντες. Γιατί το κοινό θα προτιμήσει να δώσει από το περίσσευμά του για το όνομα παρά για μια ανερχόμενη μπάντα, ακόμα κι αν προσφέρει κάτι καλύτερο.

Χ: Παράγεται τέχνη από πολλές μπάντες, στη δική μας σκηνή το Σάββατο υπήρχαν τουλάχιστον 6-7 live στην Αθήνα. Το εισιτήριο ποικίλλει κι από το κόστος. Μπορεί ένα live να μην κοστίσει τίποτα ή να μας κοστίσει τετραψήφιο ποσό. Η κρίση προφανώς είναι οικονομική, είναι και πολιτική και… έχει αντίκτυπο σε όλα.

Κ: Έχει αντίκτυπο στο βιοπορισμό για τους καλλιτέχνες. Βιοπορίζονται καταρχάς;

Χ: Καλλιτέχνης συνήθως σημαίνει πείνα, δε μιλάω μόνο για τις μπάντες. Αν εξαιρέσεις μια μειοψηφία ηθοποιών που ζει πλουσιοπάροχα, οι άλλοι παίρνουν δέκα ευρώ για κάθε παράσταση, συνεπώς, όχι δε βιοπορίζονται.

Ρ: Δέκα ευρώ είναι πολλά….

Χ: Κανείς δεν κάνει τέχνη για να ζήσει από αυτό. Έργο δικό μας είναι, μακάρι να το καταφέρουμε. Αλλά αν ήταν αυτοσκοπός, μετά το Voice όπου έπαιξε ο Στέλιος, θα παίζαμε “Μέλισσες”, εδώ μπαίνει το ρώτημα τι θυσιάζεις.

Σ: Είμαι ίσως ο μόνος στην μπάντα που ζει καθαρά από τη μουσική, δε θέλω να χρησιμοποιήσω τη λέξη “καλλιτέχνης” γιατί είναι βαριά έννοια και αν βιοπορίζομαι από αυτό δε με κάνει καλλιτέχνη… Είναι πολύ δύσκολο, αλλά αν το κυνηγάς, αν είσαι εργάτης, αν έχεις στόχους και στομάχι, μπορείς σε ένα βαθμό τουλάχιστον να αυτοσυντηρείσαι κουτσά-στραβά, μέχρι να φτάσεις στο επίπεδο να πεις ότι βγάζεις λεφτά. Όχι για κότερα, για λογαριασμούς, φαγητό, τα απολύτως βασικά. Αυτό θέλει πολύ χρόνο και θυσία. Αλλά είναι εφικτό, αν παλεύεις και έχεις κάτι να πεις.

Κ: Οικογένεια και τέχνη πάνε μαζί;

Χ: Ωχ αμάν, αμάν…

Σ: Πάνε, αρκεί ο σύντροφός σου να είναι μαζί σου 100% σε ό,τι κάνεις. Αν δε μας στήριζαν οι γυναίκες μας, εμένα και το Χρήστο, σε εποχές δύσκολες, δε θα ήταν τίποτα εφικτό. Τα δύο πρώτα χρόνια μετά το Voice ήμουν ταγμένος σε αυτό, δεν έκανα κάτι άλλο, είχα φτάσει να μην έχω ούτε για τσιγάρα, να δανειζόμαστε για να καλύψουμε τις ανάγκες μας.

Κ: Δουλειά παράλληλα με την τέχνη βγαίνει;

Χ: Βγαίνει αλλά… πεθαίνεις. Εγώ ξεκινάω τη μέρα μου, με ένα δωδεκάωρο τουλάχιστον. Το βράδυ εδώ για πρόβες.
Σ: Τα μάτια είναι στο σαγόνι, στα γόνατα. Πλέον το ζει και ο Γιάννης αυτό.
Χ: Δεν υπάρχει “δεν μπορώ”. Με όλα θα τρέχουμε, αν θέλεις, θα θυσιάσεις ύπνο.

Κ: Έχετε και παιδική χαρά απέναντι.

Σ: Ναι, αλλά ο Χρήστος μένει Ελευσίνα.

Κ: Αλήθεια;

Σ:Εγώ έρχομαι από Κεφαλονιά, η Ελευσίνα σου φάνηκε μακριά;
Χ: Μιλάμε για πρόβα, 1-4 τη νύχτα και 7.30 για δουλειά. Ή live σε τρεις πόλεις στην Κύπρο και 8 το πρωί στο καπάκι δουλεύουμε.

Κ: Σε κάποιο κόσμο υπάρχει η η ροκ είναι μόνο για τους παλιοροκάδες, μια μουσική που δεν αναπτύσσεται… Βλέπουμε όμως αρκετά νέα συγκροτήματα.

Σ: Ποιος το λέει αυτό;

Χ: Υπάρχουν νέα συγκροτήματα που γεμίζουν το “Πειραιώς”, άρα δεν ισχύει. Όταν οι Rotting Christ σου κάνουν διήμερο sold-out, όταν τα “Χιλιομόδια” κάνουν sold-out στην Πειραιώς, έχουν 2,5 χιλιάδες κόσμο. Ο κολλημένος είναι τέτοιος είτε μουσικά, είτε πολιτικά, δεν ισχύει αυτό…

Κ: Άρα μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ελληνική ροκ σκηνή.

Χ: Υπάρχει ελληνική σκηνή.
Σ: Τώρα αν είναι ελληνόφωνη ή αγγλόφωνη…
Χ: Στη δική μας σκηνή είναι από τις καλύτερες στον πλανήτη.

Κ: Κι είναι καλή;

Χ: Πάρα πολύ καλή. Έχουμε από τα μεγαλύτερα μπλακ-μέταλ συγκροτήματα (Κράιστ).

Ρ: Η ελληνική σκηνή έχει διαμάντια, που έχουν καταφέρει πράγματα στο εξωτερικό, που δεν τα γνωρίζουμε εδώ, γιατί συνήθως η ελληνική κουλτούρα δε συνδέεται πολύ με τη ροκ σκηνή, εκτός κι αν είναι ελληνόφωνη… Υπάρχουν συγκροτήματα που έχουν καταφέρει τρομερά πράγματα. Έχουμε τον Gus G. Ο Κώστας Καραμητρούδης είναι Έλληνας κιθαρίστας, που έπαιξε στον Όζι Όσμπορν, δεν είναι αστείο όνομα, είναι πολύ μεγάλη παραγωγή. Οι Septic Flesh για παράδειγμα έχουν υπογράψει στη Νιουκλίαρ… ίσως τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή εταιρία αυτή τη στιγμή στη μέταλ σκηνή. Οι Ρότινγκ Κράιστ κάνουν παγκόσμιες περιοδείες με σολντ άουτ. Έχουν καταφέρει να ανοίξουν το δρόμο σε όλους εμάς τους υπόλοιπους. Με πολύ ματωμένους κόπους μες στα χρόνια έχουν ανοίξει τρομερούς δρόμους, αν και στην Ελλάδα -δεν το λέω με μιζέρια- υπάρχει ένα ταβάνι, γιατί το παιχνίδι στην Ευρώπη παίζεται από τη Γερμανία -καθόλου πρωτότυπο έτσι; Κακά τα ψέματα δεν είμαστε πολύ συμπαθείς στην Ευρώπη, μας έχουν λίγο σαν τα μαύρα πρόβατα. Εγώ έχω δεχτεί στο εξωτερικό τέτοιο ρατσισμό.

Χ: Βέβαια τα ονόματα που είπαμε πριν, το αντικρούουν αυτό. Όταν έχεις καλή μουσική, κάτι να πεις, δεν μπορεί να σε αποφύγει ο άλλος.
Ρ: Απλά έχουμε αυτό το στίγμα, μας θεωρούν λίγους.
Μ: Εγώ να σου δώσω μια πληροφορία γι’ αυτό. Δε θυμάμαι αν η Ελλάδα είναι τρίτη ή τέταρτη σε κατά κεφαλήν μέταλ μπάντες. Με πρώτες τις Σκανδιναβικές.

Κ: έχουμε πιο πολλές μπάντες από όσες μπορούμε να “καταναλώσουμε”;

Σίγουρα, σίγουρα…

Ρ: Είναι όντως πολλές οι μπάντες. Κι είναι καλές. Έχουμε πραγματικά καλό επίπεδο. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει αφοσίωση.

Κ: Στην ερώτηση για την αγαπημένη σας συναυλία, θα μείνουμε στο κλασικό, ότι τις βλέπετε όλες το ίδιο και δεν μπορείτε να ξεχωρίσετε;

Σ: Ο καθένας πρέπει να έχει τη δική του.
Μ: Σίγουρα χάι-λάιτ είναι το sold-out στο Ilion Plus. Αλλά νομίζω πως η αγαπημένη είναι το τελευταίο live στη Λάρνακα.
Σ: Εγώ θα πω την εμφάνιση με το Βασίλη Παπακωνσταντίνου, στην Ελευσίνα.
Χ: Εγώ θα πω την πρώτη εμφάνιση στο Κεντρικό Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Γιατί από τα 15 μου είχα γυρίσει με άλλες μπάντες ό,τι προφεστιβαλική υπάρχει στον πλανήτη.

Ρ: Η πιο αγαπημένη ως συνολικό vibe ήταν στην Κύπρο, στη Λάρνακα, φανταστική φιλοξενία.
Μ: δε μας αφήναν να φύγουμε. Πήγαμε κατευθείαν στο αεροπλάνο μετά.
Ρ: Παίξαμε τέσσερις ώρες.
Σ: Ξεχάσαμε να κατέβουμε. Ήρθε το μαγαζί και μας είπε “πρέπει να κλείσω”.
Μ: Ήταν να παίξουμε ως τη μιάμιση και πήγαμε τεσσερισήμιση.
Ρ: Κι είχε καταπληκτικό φαγητό…
Μ: Η βασική διαφορά είναι ότι έμεινε το κοινό και το ζητούσε, δεν το κάναμε μόνοι μας…

Κ: Και το αγαπημένο live σε Φεστιβάλ; Το πρώτο είναι το πιο ξεχωριστό;

Χ: Ναι.
Σ: Όχι. Το αγαπημένο ήταν στα Γιάννενα. Μάλλον όχι, στο διήμερο στο Βίτσι.
Χ: Το σκηνικό με τους αντάρτες, που είχαν βγει στα βουνά. Κι είχε βγει όλη η αντάρα, αλλά με το που βγήκαμε, εξαφανίστηκε. Έκανε τόσο ψοφόκρυο, που έσκαγε ζέστη από τον κόσμο που ήταν μπροστά.
Σ: Απί πίσω ήμασταν παγωμένοι κι από μπροστά καίγαμε.
Χ: Ένα παιδί έσπασε το πόδι του και πήγε νοσοκομείο. Ανέβασε στη σκηνή o Στέλιος καμιά τρακοσαριά άτομα, λέω θα γκρεμιστούμε… Μπαίνει το πόδι του σε ένα σανίδι και έμεινε μέσα.
Σ: Φώναζαν από κάτω, τι κάνεις, κατέβασέ τους. Εγώ “έλεγα ελάτε πάνω”…

Κ: Θα τιμούσαμε τους πεσόντες με θύματα δηλαδή… Ποιο είναι το πιο μεγάλο κοινό στο οποίο παίξατε;

Ελευσίνα, πάνω από τρεις χιλιάδες.

Κ: Αγαπημένη συνεργασία με καλλιτέχνη;

Χ: Παρόλο που έχουμε ξένο στίχο, έχουμε συνεργαστεί με πολλούς από την ελληνική σκηνή.
Σ: Αν λες ποια χαρήκαμε πιο πολύ, εγώ γέλασα πολύ με τα “Κίτρινα Ποδήλατα”.
Χ: Είναι καταπληκτικά παιδιά.
Σ: Εγώ γέλασα πολύ και με τους Potergeist, Θεσσαλονίκη-Λάρισα.
Χ: Αγαπημένη συνεργασία επίσης με Full House Brew Crew γιατί ήταν συνεννοήσιμοι, καλά παιδιά και άνετα.
Σ: Ο ακομπλεξαρισμός σε όλο του το μεγαλείο.
Χ: Κι ένα παιδί που έχει παίξει σε παγκόσμιες συναυλίες, αλλά ντρέπεται όταν μιλάει. Και μας έμαθε πολλά.
Σ: Εσένα Γιάννη, στη Θεσσαλονίκη με το φαγητό;
Ρ: Η Θεσσαλονίκη έχει το καλύτερο φαΐ.
Μ: Ναι αλλά το χειρότερο νερό. Σκάμε μύτη την επόμενη μέρα σε ένα καφέ και ήταν ο Θερμαϊκός στο ποτήρι… Φρίζαρα ολόκληρος.

Κ: Υπάρχουν συναυλιακοί χώροι που μπορούν να στηρίξουν τα live και αυτόν τον ήχο;

Σ: Ναι σε όλη την Ελλάδα.

Χ: Στην Αθήνα ειδικά, για κάθε μέγεθος, από 100 άτομα, μέχρι χιλιάδες. Άσε το “Αν” που είναι το πιο παλιό. Death Disco, Ilion, Gagarin, Bums, Κύτταρο. Μετά πας στους ανθρώπους, τη συνεργασία. Το ότι δε φεύγουμε από το Ilion, κάτι λέει. Είναι συνεννοήσιμοι άνθρωποι, φοβερός ήχος, φοβερά ντιλ, φοβερή συμπεριφορά, ιδανικά. Μακάρι να χρειαστεί να φύγουμε σύντομα βέβαια, γιατί θα σήμαινε πως έχουμε περισσότερο κόσμο.

Κ: Πόσες μπάντες έχουν τη δυνατότητα να έχουν το δικό τους στούντιο και να το στηρίξουν οικονομικά;

Χ: Αυτό το στούντιο είναι κάτι σαν κολεκτίβα, το έχουμε μαζί με άλλες δύο μπάντες. Και το καταφέραμε μετά από πολλά χρόνια, είναι πολύ δύσκολο.
Σ: Σε γενικές γραμμές, τα λεφτά που βγαίνουν δεν πάνε σε κάποια τσέπη. Γυρίζουν πίσω για τις ανάγκες της μπάντας.
Χ: Πρέπει η μπάντα να συντηρεί την μπάντα. Κι αυτό μεταφράζεται σε χιλιάδες ευρώ, αν θες να κάνεις σοβαρά πράγματα κι όχι φαμφάρες. Να ηχογραφήσεις ένα δίσκο, να νοικιάσεις ένα στούντιο, να αγοράσεις εξοπλισμό.
Σ: Είναι μια μαύρη τρύπα…

Ρ: Είναι δύσκολα τα πράγματα για τις μπάντες, αν δεν έχεις δυνατότητα για ένα “προβάδικο”, ένα δικό σου χώρο για μια προ-παραγωγή. Σε αυτό το κομμάτι είμαστε πολύ τυχεροί, εδώ μπορούμε να κάνουμε πολύ εύκολα τη δουλειά μας. Παίζω και σε άλλες μπάντες, δεν έχω την ίδια τύχη. Αν δεν το έχεις αυτό, μιλάμε για τρομερή σπατάλη χρημάτων, άπειρα λεφτά, είναι πολύ ακριβό σπορ η μουσική. Οπότε είναι ευλογία να έχεις δικό σου χώρο και να συνεννοείσαι με δύο διαφορετικά σχήματα, χωρίς πρόβλημα. Υπάρχει μια κατανόηση από όλους, είναι πολύ όμορφο.

Χ: Δεν είσαι με την ψυχή στο στόμα, γιατί θα μπουν οι επόμενοι.

Κ: Με τις δισκογραφικές τα πράγματα είναι εξίσου δύσκολα;

Μ: Ου-ουου-ουου.

Ρ: Σε ελληνικό επίπεδο ή γενικά δισκογραφικές; Γιατί ο ήχος της μπάντας και της rock oriented και μέταλ μουσικής δεν απευθύνεται τόσο πολύ στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει μουσική βιομηχανία, ποτέ δεν υπήρξε στην Ελλάδα, καλώς ή κακώς δεν ξέρω. Είμαστε ένας λαός πιο… “έξω καρδιά”, Μεσογειακός με τα όλα του, τα καλά του και τα κακά του. Νομίζω ότι οι μουσικές εταιρίες, όπως έχουν γίνει πια τα πράγματα με το internet, δεν έχουν ιδιαίτερη αξία. Συνεπώς και η μπάντα δε βασίζεται σε κάποια δισκογραφική. Δε σου δίνει κάτι τρομερό, τα κάνει όλα η μπάντα μόνη της.

Χ: Πριν είκοσι χρόνια στα πλήρωνε όλα.

Ρ: Τότε ήταν διαφορετικά. Δεν είχες την ευχέρεια να καθίσεις να γράψεις ψηφιακά τη μουσική σου. Έπρεπε να πας σε συγκεκριμένο στούντιο, με μπομπίνες, να γίνει πολύ διαφορετική δουλειά. Δεν υπήρχε η έννοια του editing, της γρήγορης μίξης. Εκεί οι δισκογραφικές ήταν μεγάλη υπόθεση. Τώρα δεν ασχολούνται με τίποτα. Σου λένε φέρε μου έτοιμη τη δουλειά σου, αφού την έχεις φτιάξει, πληρώσει και προωθήσει εσύ, κι εγώ θα βάλω απλά το όνομά μου. Και λες: γιατί, τι είμαστε;

Μ: Αν δε ζητήσει και λεφτά για να το κάνει.
Χ: Ζητάει, ζητάει…
Μ: Είναι σαν τα σχήματα-πυραμίδες. Υπάρχουν στην κορυφή κάποιες μπάντες-ονόματα, κι από κάτω μικρές μπάντες που συντηρούν το σύστημα, πληρώνοντας.
Σ: Παρόλα αυτά, βγάλαμε τον πρώτο δίσκο με ελληνική εταιρία. Ηταν καλή συνεργασία.

Χ: Είπαμε πέντε πράγματα, δεν έχουμε κανένα παράπονο. Δε ζητήσαμε τρελά, δε μας έταξε τρελά. Εγινε η δουλειά τίμια.
Αυτοί γενικά τι κάνουν, θέλουν να σε ξεζουμίσουν. Για ποιο λόγο σε πληρώνει η εταιρία; Όχι γιατί έχει άποψη για τέχνη. Αλλά γιατί πιστεύει ότι οι Sober ή οι τάδε θα πουλήσουν. Αριθμούς θέλουν, να βγάλουν λεφτά. Εφόσον έχει “πεθάνει” -βασικά μειωθεί πολύ- το φυσικό προϊον και δεν έχουν να κερδίσουν κάτι, ακόμα και για το Lebel θα ζητήσουν λεφτά, θα κοιτάξουν να βγάλουν κι απ’ το πτώμα.

Κ: χρειάζεται εξίσου πολλή δουλειά και στο κομμάτι της προώθησης;

Χ: Παραπάνω, πολύ παραπάνω. Μια μπάντα χρειάζεται ένα γραφείο booking.
Μ: Η προώθηση είναι κάτι συνεχές, σε αντίθεση με το δίσκο που είναι αυτοτελής διαδικασία, το γράψαμε, τελειώσαμε.
Χ: Ή τα “μπάι-ον”. Πας σε μια μπάντα και σου λέει, “θα έρθεις μαζί μου, αλλά θα μου σκάσεις τόσα, για να σε πάρω μαζί”.
Ρ: Γιατί θεωρητικά εκμεταλλεύεσαι το όνομα του άλλου, θα παίξεις σε τόσο κοινό…
Σ: Είναι “αγνή” μορφή καπιταλισμού, “ωραία”.

Ρ: Εγώ νομίζω ότι έχουν αλλάξει κάπως τα πράγματα με το internet. Σου δίνει ευτυχώς τη δυνατότητα, μες στα πολλά κακά που έχει, να προωθηθείς με το You-Tube. Μου αρέσει που βλέπω μια αλληλεγγύη στο χώρο, αν και στην Ελλάδα δεν το έχουμε χτίσει τόσο καλά, επικρατεί η λογική για την κατσίκα του γείτονα. Σε άλλες χώρες, στηρίζουν πολύ την εγχώρια ροκ σκηνή, το κάνουν μπίζνα πια, επικερδή και για την πιο μικρή μπάντα. Εδώ δεν έχει περάσει αυτό, υπάρχει διχόνοια, μας αρέσει σα λαός, να ‘μαστε οι μεν και οι δε. Αλλά στην εποχή του διαδικτύου, υπάρχει μια ελπίδα αλληλεγγύης, άνθρωποι που βλέπουν αυτό που κάνεις και θέλουν να σε στηρίξουν, όχι μόνο χρηματικά -που κι αυτό μπορεί να γίνει διαδικτυακά- αλλά και στα πιο απλά πράγματα: μια κοινοποίηση που θα πάρει δύο δευτερόλεπτα ή ένα καλό σχόλιο, που θα πάρει 30 δεύτερα.

Κ: Εδώ δηλαδή δεν υπάρχει αλληλεγγύη;

Ρ: Υπάρχει ευτυχώς, αλλά όχι στα επίπεδα άλλων χωρών.
Χ: Προφανώς υπάρχει, εδώ είμαστε τρεις μπάντες στο ίδιο στούντιο. Υπάρχουν οι “καλές κλίκες” και οι “κακές κλίκες”. Όταν είναι πέντε συγκροτήματα που μπορούν να συμφωνήσουν σαν άνθρωποι στη μουσική, στον τρόπο ζωής, δεν είναι κακό αυτό.

Ρ: Στην πρώτη δική μου επαφή με τους Sober, στο Πάρκο Τρίτση, είδα από κάτω ανθρώπους πολύ ζεστούς, δεν ήταν καχύποπτοι. Ακόμα και όσοι δεν ήταν ροκάδες, αλλά πχ χιπχοπάδες, έρχονταν και στήριζαν.
Χ: Είδες οι κομμουνιστές;

Κ: Δεν υπάρχουν φόρουμ, θεματικές σελίδες που προβάλλουν και φιλοξενούν τις μπάντες του είδους;

Ρ: Εγώ έχω πολύ αρνητικές εμπειρίες από άλλες μπάντες, αλλά στους Sober ευτυχώς δεν υπάρχει αυτό. Έχουν χτίσει ένα πολύ ωραίο κοινό, όχι μόνο ροκ-μέταλ κοινό, απευθύνονται γενικά στον κόσμο. Και όσοι έρχονται να τους δουν, είναι εκεί για αυτούς. Είναι καταπληκτικό συναίσθημα. Ένιωσα από την πρώτη στιγμή το ίδιο ευπρόσδεκτος με τα παιδιά που είναι στην μπάντα χρόνια. Ειδικά στο Φεστιβάλ, που ήρθαν μετά το live και μου μίλησαν άνθρωποι ζεστοί, ενθουσιασμένοι. Στην Ελευσίνα αντίστοιχα, κόσμος που μας είχε δει και στο Φεστιβάλ, και ήρθε να μας ξαναδεί. Δεν έχουν βασιστεί σε ένα ψευτο-κοινό οι Sober. Αυτό είναι πολύ ελπιδοφόρο.

Σ: Ο στόχος μας είναι να κάνουμε μια οικογένεια μέσα από αυτό. Να ταυτιστεί το κοινό με εμάς και εμείς μαζί του. Θέλουμε να φτιάξουμε μια πολύ δυνατή σχέση με το κοινό. Ας έρθει και με το σμόκιν. Σας πάω…

Κ: Οι πωλήσεις σας αφορούν;

Χ: Προφανώς.
Ρ: Είναι το μόνο που συντηρεί μια μπάντα. Αν αγοράσεις, θα βγάλω και τον επόμενο, σα να μου λες πως θέλεις να βγάλω κάτι ακόμα.
Σ: Τώρα είμαστε στο σημείο που εξαντλήθηκε ο πρώτος δίσκος και πρέπει να παραγγείλουμε και άλλα κομμάτια, ενώ πρέπει να βγάλουμε και τον δεύτερο. Κοινώς εχουμε δύσκολο δρόμο.

Κ: Το Best of Me είναι και για εσάς το καλύτερο;

Χ: Κάθε φορά που ηχογραφούμε ένα κομμάτι, είναι το καλύτερο. Τώρα είμαστε σε φάση παραγωγής-σύνθεσης. Το Best of Me δε θα είναι στο δεύτερο δίσκο, ήταν μεταβατικό για το δεύτερο, που διαφέρει πολύ από τον πρώτο, αλλά και από το Best of Me.

Σ: Το βγάλαμε για να πάρει ιδέα ο κόσμος τι θα έρθει, που και πάλι όμως θα είναι διαφορετικό. Θέλαμε να το κάνουμε σιγά-σιγά καθως το νέο υλικο, θέλουμε να ειναι πιο σκληρό αλλα παράλληλα με μεγαλυτερο ευρος οσο αφορά την κατάκτηση του κοινού. Εχει ξαναγίνει και το θεωρούμε εφικτο. Και οπως λέμε και στο κομματι… you ain’t seen nothing yet!!!

Φωτογραφίες: Filio Magenta

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: