Σωτήρης Μπαλλάς: Ένας ερμηνευτής με ψυχή

Η τέχνη είναι και στάση ζωής. Ή από δω ή από κει. Σε δυο βάρκες δεν γίνεται. Αυτή η κατάσταση, αυτό το σύστημα δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι για πολλά χρόνια ακόμα.

Ο Σωτήρης Μπαλλάς κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες την πρώτη του δισκογραφική δουλειά με τον τίτλο ”Η άλλη όχθη”. Ερμηνευτής εδώ και πάνω από 20 χρόνια αποφάσισε να μπει στο στούντιο και να μας δώσει ένα μικρό διαμάντι το οποίο έλειπε από την ελληνική δισκογραφία.

Όταν πρωτάκουσα τα τραγούδια του Σωτήρη κατάλαβα πως είχα ανακαλύψει ένα μικρό θησαυρό. Δεν είναι λόγια ευγένειας απέναντι σε έναν ερμηνευτή που δέχτηκε να παραχωρήσει συνέντευξη στο κασετοφωνάκι μας, αλλά η πραγματικότητα. Η φωνή του Σωτήρη καθώς τραγουδά τους στίχους, σε διαπερνά, σε αιχμαλωτίζει και πατάς το replay πάλι και πάλι χωρίς ποτέ να χορτάσεις την ομορφιά τους, ανακαλύπτοντας πάντα κάτι νέο.

Τα τραγούδια που το νόημα τους βρίσκει στόχο. Που άλλοτε σε τσακίζουν για ένα χαμένο έρωτα και άλλοτε σε καλούν να ξεσηκωθείς και να παλέψεις μαζί με άλλους για ένα καλύτερο μέλλον. Χωρίς βερμπαλισμούς και φτιασιδώματα σε παίρνουν από το χέρι και σε ταξιδεύουν στο χώρο και στο χρόνο. Αγαπημένο τραγούδι ”Το τραγούδι της Άννας” αφιερωμένο στην μικρή εβραιοπούλα Άννα Φράνκ και τον άδικο χαμό της αλλά και σε όλες τις ” Άννες ” της γης που ξεριζώνονται ως και σήμερα από τις χώρες τους.

Δίσκος που ακροβατεί, περίτεχνα, ανάμεσα στο προσωπικό και το κοινωνικό. Έρωτας και αγώνας, όνειρο και πραγματικότητα πλέκονται γλυκά μέσα στους στίχους των τραγουδιών, μη μπορώντας να ξεχωρίζεις πότε μιλούν για το ένα και πότε για το άλλο.

Για Δασολόγος ξεκίνησες στο πάλκο ανέβηκες. Πώς συνέβη αυτή η στροφή;

Από παιδί είχα το μικρόβιο. Οι μουσικές κυριαρχούσαν πάντα μέσα στο σπίτι μας και το τραγούδι ήταν καθημερινή συνήθεια. Εκείνη την εποχή που έπρεπε να επιλέξω τι θα κάνω στην ζωή μου, ως μαθητής ακόμη, η επιλογή του να γίνω τραγουδιστής-μουσικός δεν θα μπορούσε να είναι η πρώτη μου. Κατάγομαι από τα Τρίκαλα, ήμουν καλός μαθητής και οι γονείς μου, όπως όλοι οι Έλληνες γονείς, ήθελαν το παιδί τους να μπει στο Πανεπιστήμιο. Κι εγώ το ήθελα. Υπήρχε και άμιλλα με τους συμμαθητές στο Σχολείο. Ήμουν μαθητής σε έναν ανήσυχο κοινωνικό κύκλο, ήταν φυσικό επακόλουθο για κάποιον που είχε καλή σχέση με το διάβασμα να περάσει στο Πανεπιστήμιο. Δεν είχα καθόλου την κουλτούρα του Ωδείου. Σαν μαθητής θυμάμαι να παίζω μουσική (αρμόνιο) και να συμμετέχω πολύ ενεργά στις σχολικές γιορτές. Οι δάσκαλοί μου με είχαν ξεχωρίσει ως καλλίφωνο από το Δημοτικό σχολείο και με έβαζαν να τραγουδώ στις εκδηλώσεις. Και με αξιοποιούσαν και εκτός Σχολείου, σε μεγάλες εκδηλώσεις της πόλης. Όταν πέρασα στη σχολή στη Θεσσαλονίκη και αγόρασα την πρώτη μου κιθάρα απελευθερώθηκα.

Πόσο καιρό σου πήρε μέχρι να ασχοληθείς επαγγελματικά με το τραγούδι;

Αμέσως σχεδόν. Πήγα Σεπτέμβρη σαν φοιτητής και λίγους μήνες μετά βρέθηκα να δουλεύω, αρχικά σε ρεμπετάδικα.

Η πιάτσα του ρεμπέτικου, ας μου επιτραπεί η φράση, στην Θεσσαλονίκη είναι μετακινούμενη.. Την δική σου εποχή που ήταν το ”λημέρι” σας;

Ήταν πάνω από τα Πανεπιστήμια. Κοντά στο Φυσικό, στη συνοικία Ευαγγελίστρια και γύρω από την Ροτόντα. Τότε υπήρχαν μικρές σκηνές, όπου οι μουσικοί ήταν πάνω στο πατάρι και υπήρχε σεβασμός και ησυχία από τον κόσμο. Τραγουδούσαμε χωρίς μικρόφωνα να φανταστείς.. Μιλάμε τώρα για το 1995. Από τον Γενάρη αποφάσισα πως με το τραγούδι θα ασχοληθώ επαγγελματικά. Τότε το μεροκάματο για ένα νέο παιδί που μόλις είχε φύγει από το σπίτι του ήταν δελεαστικό. Δουλεύαμε εξαήμερο και έβγαιναν αρκετά χρήματα. Έγινα σιγά σιγά αυτόνομος από τα οικονομικά των δικών μου.

Και ως αυτόνομος αποφάσισες να αφήσεις την σχολή ή την συνέχισες για χάρη των γονιών;

Ήμουν εγωιστής και δεν ήθελα να παραδεχτώ πως υπάρχει κάτι που δεν μπορώ να το καταφέρω στη ζωή μου. Δούλευα και προσπαθούσα να είμαι τακτικός με την Σχολή, με τα εργαστήριά της κλπ. Όχι μόνο αυτά βέβαια. Είχα έντονη παρουσία και στην συλλογική ζωή της σχολής, εκλεγμένος με την Πανσπουδαστική και οργανωμένος στην ΚΝΕ. Άντεξα μέχρι το τρίτο έτος, όπου πήγα στους δικούς μου και τους ανακοίνωσα πως θέλω να ασχοληθώ με την μουσική και έτσι με συνείδηση πλέον ελεύθερη έστρεψα την προσοχή μου εξ’ ολοκλήρου εκεί.

Στη συνέχεια πώς ξέφυγες από το μικρό πάλκο και βρέθηκες σε μεγάλες σκηνές;

Όταν αποφάσισα να το δω πιο σοβαρά, έχοντας κάνει και την στρατιωτική μου θητεία, βρέθηκα στις μεγάλες ιστορικές σκηνές της Θεσσαλονίκης. Με εκτιμήσανε και σημαντικές μορφές της πολιτιστικής ζωής της πόλης κι έτσι άνοιξαν οι πόρτες. Ήθελε υπομονή, πείσμα, και πάνω απ’ όλα αγάπη γι’ αυτά που θέλεις να τραγουδήσεις, να εκφράσεις. Εμφανιζόμαστε στη μπουάτ «Μελωδία», στο «Πλατώ», στη «Βάρδια», στην «Πρόβα» που ήταν νεότερος χώρος και λειτούργησε για 10 χρόνια. Πολλές συναυλίες σε όλες τις γειτονιές της πόλης και στα Φεστιβάλ. Μεγάλες συναυλίες στο Παλαί ντε Σπορ με καταξιωμένους καλλιτέχνες που τους έβλεπα με δέος, συναυλίες σε μεγάλες πλατείες όταν συνέβαιναν τα τραγικά γεγονότα των βομβαρδισμών στην Γιουγκοσλαβία. Έτσι ανδρώθηκα καλλιτεχνικά.

Στο ρεπερτόριό σου και πριν την ηχογράφηση του πρώτου σου προσωπικού δίσκου βλέπουμε πως πάντα ήσουν επιλεκτικός στο τι θα τραγουδήσεις. Αυτή ήταν μια συνειδητή επιλογή, δική σου επιλογή;

Δε θα μπορούσα ποτέ να τραγουδήσω κάποιον στίχο που δεν με εκφράζει. Πάντα έβαζα μπροστά τον λόγο. Με συγκινούσαν τα νοήματα. Έβρισκα προσωπική διέξοδο. Κι όταν έβρισκα εμπόδια, προσπαθούσα να τα προσπεράσω. Πάντα οι ακροατές συμμετείχαν τόσο ενεργά που γίνονταν οι μεγαλύτεροι σύμμαχοι μου. Αυτό το λέω γιατί κάποιοι επιχειρηματίες του χώρου ανησυχούσαν με τις επιλογές μου. Μα ο Μάνος Ελευθερίου, ο Άλκης Αλκαίος, ο Ρίτσος, ο Λειβαδίτης, ο Ρασούλης, ο Μπουρμπούλης, ο Τριπολίτης ήταν στο στόμα όλου του κόσμου. Είχα τα υπερόπλα στο ρεπερτόριό μου. Και ήταν και χώροι που κυριαρχούσε το λαϊκό τραγούδι και υπήρχαν ακόμα και πανέρια με λουλούδια. Ο κόσμος που έρχονταν στα μαγαζιά μπορούσε να διακρίνει την αλήθεια, διασκέδαζε και συγκινούνταν μαζί.

Τα τελευταία 4 χρόνια συνεργάζεσαι με την Φωτεινή Βελεσιώτου. Πώς είναι αυτή η συνεργασία;

Η Φωτεινή είναι ένας πολύ αγαπημένος μου άνθρωπος που πατά γερά τα πόδια της στη γη. Μια μεγάλη αγκαλιά που με πίστεψε και με στηρίζει, τόσο στη σκηνή όσο και εκτός σκηνής. Δε συμβαίνει εύκολα αυτό στις μέρες μας. Τι μπορώ να πω εγώ για την Φωτεινή; Η δουλειά της μιλά από μόνη της. Και η αγάπη που της δείχνει όλος ο κόσμος. Έχει καταξιωθεί στο χώρο στηριζόμενη στις δυνάμεις της. Είναι αυθεντική και δίνει τα πάντα σ’ αυτούς που αγαπά. Και η φωνή της με συγκινεί βαθιά. Θα μου μείνουν αξέχαστες όλες οι στιγμές μας στα πατάρια, η συγκίνηση και η αγάπη που δείχνει σε όλα τα παιδιά που εκείνη την ώρα βρισκόμαστε μαζί της στη σκηνή. Είναι κι όλοι τους καλά παιδιά και καλοί μουσικοί και πλέον είμαστε οικογένεια.

Και εκείνη όπως και εσύ βγάλατε δίσκο σε μεγάλη ηλικία, σχετικά με τα δεδομένα της δισκογραφίας, γιατί δεν κατάφερες σε μικρότερη ηλικία να το τολμήσεις;

Τώρα ήταν ώριμα τα πράγματα. Ο λόγος ήταν η συνάντησή μου με τον Μάνο Ελευθερίου και τον Βαλάντη Σωτηρίου. Στη συνέχεια η γνωριμία μου με τους υπόλοιπους δημιουργούς του δίσκου. Είναι όλοι τους εξαιρετικοί. Και ο τρίτος λόγος είναι ο αέρας που μου έδωσε η συνεργασία μου με την Φωτεινή Βελεσιώτου. Και η στέγη του Μετρονόμου του Θανάση Συλιβού. Και αισθάνομαι πολύ δημιουργικός, σαν κάποιος να ξεκλείδωσε τις δυνάμεις μου. Τα χρόνια είναι αυτά που ζήσαμε αλλά είναι κι αυτά που έρχονται.

Σήμερα έχεις τον πρώτο σου δίσκο με τον τίτλο ”Η άλλη όχθη ” και είναι ένας δίσκος από τους ελάχιστους θα έλεγα που παίζω ξανά και ξανά από την αρχή μέχρι το τέλος.. Μίλησέ μας λίγο για αυτόν.

Έχεις πει εσύ ήδη πολλά και σ’ ευχαριστώ πολύ γιατί ήσουν από τους πρώτους που έγραψαν κριτική για τον δίσκο μας. Είναι μια συλλογική δουλειά. 15 τραγούδια από 10 δημιουργούς που τους εκτιμώ και αγαπώ. Υπάρχει ισορροπία στο κοινωνικό και στο προσωπικό στοιχείο. Φρόντισε γι’ αυτό ο λόγος του Μάνου Ελευθερίου, του Διονύση Φαραού, της Μαρίας Κρέτση, του Δημήτρη Μηλάκα και του Γιάννη Γιαννακόπουλου. Μουσικές έγραψαν ο Βαλάντης Σωτηρίου, ο Δήμος Λιπώνης, ο Γιώργος Καραμφίλλης, η Χρυσάνθη Παπαηλιού και εγώ. Έπαιξαν εξαιρετικοί μουσικοί στο στούντιο του Δημήτρη Λάππα στην Αθήνα και στο Cue studio του Γιάννη Μαυρίδη στην Θεσσαλονίκη, όπου έγινε ο μεγαλύτερος όγκος των ηχογραφήσεων, της μίξης και του master. Εκδόθηκε από τον Μετρονόμο του Θανάση Συλιβού κι έχει ήδη λάβει σημαντικά θετικές κριτικές. Ο κόσμος έχει αρχίσει να αγαπάει τα τραγούδια και χαιρόμαστε πολύ όταν τα ακούμε στο ραδιόφωνο. Ακόμα νομίζουμε ότι κάποιος μας κάνει πλάκα κι έχει βάλει να παίζει το ντέμο μας στο αυτοκίνητο, καθώς ταξιδεύουμε. Έπειτα συνειδητοποιούμε ότι κάπου είμαστε συντονισμένοι. Τραγουδάει μαζί μου σε ένα τραγούδι η Φωτεινή Βελεσιώτου και σε τρία τραγούδια η Μέλπω Αλεξανδροπούλου η οποία είναι συνοδοιπόρος μου και στη ζωή.

Μέλπω Αλεξανδροπούλου

Θέλω να μείνω στο κοινωνικό-πολιτικό τραγούδι και να το συνδυάσω με την δική σου στάση απέναντι στα σημερινά γεγονότα… Πιστεύεις πως το πολιτικό τραγούδι έχει χάσει την δυναμική του σήμερα; Ποια είναι η άποψη σου πάνω στο θέμα;

Τη δυναμική του πολιτικού τραγουδιού σήμερα, την μετράω κάθε φορά που το τραγουδάω στις συναυλίες μας. Συγκινεί απόλυτα τον κόσμο. Το βίωσα φέτος σε όλες τις σκηνές της Αθήνας όπου εμφανιστήκαμε με την Φωτεινή και τον Χάικ Γιαζιτζιάν. Έχω ένα τέτοιο μέρος στο πρόγραμμα. Και η Φωτεινή και ο Χάικ εκφράζονται έτσι. Στην αρχή ο κόσμος βουβαίνεται. Ο πολιτικός στίχος είναι οδοστρωτήρας. «Να πεθαίνεις για την Ελλάδα είναι άλλο κι άλλο εκείνη να σε πεθαίνει…κι εσύ Ελένη», «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες», «Ξεπουληθήκατε στο Γιουσουρούμ»… Όλοι τα τραγουδούσανε με μια φωνή, στις παύσεις δεν ακούγεται ψυχή. Ένα ψαλίδι κόβει την αμνησία του κόσμου. Το κοινωνικό-πολιτικό τραγούδι μας ενώνει. Εμπεριέχει τον έρωτα, «τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή, τ’ όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί». Αυτά τα ζούμε ΤΩΡΑ, είναι οι εμπειρίες μας. Και γράφονται τέτοια τραγούδια και θα συνεχίσουν να γράφονται. Μακάρι να καταφέρουμε να ακούγονται πιο δυνατά. Να δώσουν κουράγιο στον κόσμο, να τον εμπνεύσουν, να τον ξυπνήσουν. Μπορούμε να τα καταφέρουμε. Να σου πω και κάτι άλλο. Η ζωή μας δεν αρχίζει και τελειώνει στη μουσική. Για παράδειγμα, αποφασίσαμε εγώ και η Μέλπω να δεχτούμε να είμαστε υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι με τη Λαϊκή Συσπείρωση στον δήμο Βόλβης όπου ζούμε τα τελευταία χρόνια. Μας χωρίζουν κάποια πράγματα μας ενώνουν πολλά περισσότερα. Δε γίνεται αν θέλω να λέγομαι προοδευτικός καλλιτέχνης, να μην αγωνίζομαι για την καθημερινότητα, να φοβάμαι να εκτεθώ μήπως δεν πάει καλά η δουλειά μου, να αφήνω χώρο στους φασίστες να λειτουργούν και καλά «κοινωνικά» και ότι νοιάζονται για τα προβλήματα του τόπου. Ξέρω από πρώτο χέρι ότι και η Φωτεινή έχει πάρει αποφάσεις «αντιεπαγγελματικές», σε εποχές που συνάδελφοί μας εμφανίζονται σε γειτονικές χώρες που είναι βουτηγμένες στο αίμα των γειτονικών λαών τους. Η τέχνη είναι και στάση ζωής. Ή από δω ή από κει. Σε δυο βάρκες δεν γίνεται. Αυτή η κατάσταση, αυτό το σύστημα δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι για πολλά χρόνια ακόμα.

Κλείνοντας θα ήθελες να σκορπίσεις και λίγη αισιοδοξία στους αναγνώστες της Κατιούσας;

Θέλω να ευχαριστήσω την Κατιούσα κι εσένα προσωπικά για το βήμα που μου έδωσε. Να συνεχίζει με δυναμισμό να μας ενημερώνει για το τι συμβαίνει γύρω μας. Να τη διαβάζουμε για πολλά χρόνια ακόμα. Στους αναγνώστες θα ευχηθώ να μην το βάζουν κάτω, να μη σταματήσουν να ψάχνουν για ωραίες μουσικές και καλές παρέες. Έχουμε αγώνες μπροστά μας και θα τα καταφέρουμε.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: