Ανφαν Γκατέ : Τα παιδιά που μας κα(λ)κομαθαίνουν με τα σκέρτσα τους.

Ένα θεσσαλονικιώτικο συγκρότημα με 4 δροσερά πρόσωπα, τέσσερα παιδιά με αστείρευτο ταλέντο και μεράκι . Τα μέλη του Ανφάν Γκατέ : Ο Δημήτρης, ο Θωμάς, η Λίνα και ο Πάρης καλομαθαίνουν τους θεσσαλονικείς στο καλό λαϊκό ελληνικό τραγούδι και ευελπιστούν να συνεπάρουν μαζί τους και όλη την Ελλάδα στην πρώτη τους δισκογραφική δουλειά.

Ένα θεσσαλονικιώτικο συγκρότημα με 4 δροσερά πρόσωπα, τέσσερα παιδιά με αστείρευτο ταλέντο και μεράκι . Τα μέλη του Ανφάν Γκατέ: Ο Δημήτρης, ο Θωμάς, η Λίνα και ο Πάρης καλομαθαίνουν τους Θεσσαλονικείς στο καλό λαϊκό ελληνικό τραγούδι και ευελπιστούν να συνεπάρουν μαζί τους και όλη την Ελλάδα στην πρώτη τους δισκογραφική δουλειά.

Τους συνάντησα σε ένα διαμέρισμα κάπου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ήταν και οι τέσσερις χαμογελαστοί και έτοιμοι να απαντήσουν στις ερωτήσεις μου με ανάλαφρη διάθεση, όπως αρμόζει στην ηλικία τους και στο μπρίο το οποίο δεν παραλείπουν να το περνούν μέσα από τον τρόπο που παίζουν τη μουσική τους.

Πως ξεκινήσατε την ενασχόλησή σας με τη μουσική;

Θωμας Γκόγκος: Στη Δευτέρα Γυμνασίου, θυμάμαι ετοιμάζαμε ένα θεατρικό για το φροντιστήριο των αγγλικών και η καθηγήτρια είχε ρωτήσει τα παιδιά αν έπαιζε κάποιος μουσική, κάποιο μουσικό όργανο το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη παράσταση. Είχα έναν συμμαθητή ο οποίος πετάχτηκε και είπε ότι ξέρει να παίζει μπουζούκι, το οποίο φυσικά δεν είχε καμία σχέση με το ‘’Άγια Νύχτα’’ που ήθελε να πούμε για τη γιορτή η καθηγήτρια άλλα τελικά του είπε να το φέρει και… Όταν το έπιασα λίγο στα χέρια μου, κατάλαβα ότι εδώ είμαι… Σκάλωσα πραγματικά. Πάω σπίτι και λέω στο πατέρα μου ‘’Θέλω να μάθω μπουζούκι, να με πας στο Ωδείο’’ και έτσι έγινε… Δε μου χάλασε το χατίρι, την επόμενη μέρα ακριβώς βρισκόμουν στο Ωδείο. Αφορμή, λοιπόν, για να ξεκινήσω μπουζούκι ήταν εκείνο το απόγευμα εξαιτίας του συμμαθητή μου.

Δημήτρης Γκόγκος: Στο σπίτι μας υπήρχε ήδη ένα αρμόνιο και ο πατέρας μου με προέτρεψε αφού ο μεγάλος μου αδερφός ο Θωμάς γράφτηκε στο Ωδείο για μπουζούκι να πάω και εγώ. Πήγα για 2-3 μήνες αρμόνιο αλλά είδα ότι δε μ’ άρεσε, πήγα άλλους τρεις μήνες μπουζούκι και σαν πιτσιρίκος νόμιζα ότι τα έμαθα όλα.. Τελικά ασχολήθηκα με την κιθάρα. Φυσικά έμαθα να παίζω εκτός Ωδείου γιατί ήμουν και λίγο ελεύθερο πνεύμα, να μην πω τεμπέλης, δεν ακούγεται ωραίο. Δεν συμφωνούσα κιόλας με τη νοοτροπία του Ωδείου γενικά… Από εκεί και ύστερα έπαιζα συχνά μέσα στο σπίτι με τον αδερφό μου, εκείνος μπουζούκι εγώ κιθάρα και κόλλησα…

Λίνα Αλατζίδου: Ξεκίνησα με κλασικό πιάνο στο Ωδείο. Έπαιζα μόνο πιάνο και είχα τα θεωρητικά μαθήματα επιπλέον. Στη πρώτη Λυκείου, μπήκα στο Μουσικό Σχολείο Γιαννιτσών και ουσιαστικά εκεί ξεκίνησα να ασχολούμαι περισσότερο με το τραγούδι και την ερμηνεία μέσα από τα πρώτα συγκροτηματάκια με συμμαθητές. Το 2015 πέρασα στο τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης και ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη λαϊκή μουσική.

Πάρης Χρηστίδης: Σαν τη Λίνα, ξεκίνησα με κλασικές σπουδές. Συγκεκριμένα, ασχολήθηκα με τη κλασσική κιθάρα. Ξεκίνησα με δάσκαλο στο σπίτι, ακολουθώντας το μεγαλύτερο αδερφό μου, όπως και στην περίπτωση του Δημήτρη. Μέχρι τα δώδεκα –δεκατρία μου χρόνια έπαιζα μόνο κλασική κιθάρα, μετά μπήκα στη εφηβεία και στα βάσανα γενικά… Αγοράσαμε μια ηλεκτρική και έπαιζα ή νόμιζα ότι έπαιζα ροκιές. Τα εγκατέλειψα όλα για τη λαϊκή μουσική μόλις μπήκα στο πρώτο έτος, στο πανεπιστήμιο άλλωστε και η φοιτητική ατμόσφαιρα σε σπρώχνει σε τέτοιους δρόμους πιο λαϊκούς και έντεχνους.

Πως ήταν η πρώτη φορά που παίξατε live, η πρώτη επαφή σας με το πάλκο πριν τη δημιουργία του συγκροτήματός σας;

Πάρης Χρηστίδης: Ήταν το 2004, είμαστε φοιτητές και αρχίζουμε να μπαίνουμε στα σκληρά μονοπάτια της ζωής κι ξεκινώ τα πρώτα μεροκάματα στην Άθωνος… Μη γελάτε… Αυτό συνεπάγεται πολλά πράγματα…

Δημήτρης Γκόγκος  Κυρίως το πώς παίζεις ..

Πάρης Χρηστίδης: Τη δεκαετία του 2000 στην Άθωνος επικρατούσε ένα κλίμα το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή κατάσταση. Γινόταν χαμός… ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στο Μπιτ Παζάρ… Πολύς κόσμος, πολύ βουητό, μέσα στο πλήθος με μια κιθάρα, να μην έχω ιδέα πώς να παίξω λαϊκή κιθάρα, ωστόσο εκεί ήταν το μεροκάματο και σαν φοιτητής έπρεπε να το κυνηγήσω… Μέσα, από αυτή τη διαδικασία έμαθα τη λαϊκή μουσική και το λαϊκό τραγούδι και σιγά σιγά άρχισε να μ’ αρέσει παρότι, όπως προείπα έπαιζα κλασική κιθάρα και ροκ μουσική. Το ρεπερτόριο στην αρχή ήταν περισσότερο λαϊκά, εμπορικά των δεκαετιών ’60,’70,’80 τέτοια τραγουδάκια. Από εκεί άρχισα να το σκαλίζω μόνος και πορεύτηκα πάνω στη λαϊκή κιθάρα, μετά ξεκίνησα με τα υπόλοιπα έγχορδα. Στην αρχή ήμουν πραγματικά ξεκρέμαστος… Είχα ευτυχώς έναν μπουζουξή τότε που ήταν πραγματικά παλαβός και μου ‘πε δεν γίνεται θα χορέψεις… Δεν υπάρχει περίπτωση…

Δημήτρης Γκόγκος: Για την έκπληξη να πω ότι δεν ξεκινήσαμε τα αδέρφια μαζί. Πρώτα ξεκίνησα εγώ, επίσης σαν φοιτητής. Στη Νάουσα, στο τμήμα Διοίκηση Τεχνολογίας του ΠΑΜΑΚ εκεί με έναν συνάδελφο, ο οποίος έπαιζε μπουζούκι, τον Αλέξη Μεταξά από την Κέρκυρα συναντηθήκαμε στο πρώτο μάθημα την πρώτη μέρα της σχολής, στις 9 η ώρα συγκεκριμένα και από τότε με το “χαίρετε” είπαμε ότι παίζαμε μουσική και δεν ξεμπερδέψαμε ποτέ. Ξεκινήσαμε να παίζουμε σε έναν καφενέ, ο οποίος τώρα δεν υπάρχει, το ‘’Ρακί Σερί’’ και εκεί ήταν μαζεμένοι όλοι οι μουσικόφιλοι του είδους της λαϊκής και ρεμπέτικής μουσικής.

Λίνα Αλατζίδου: Τα πρώτα μου live τα έκανα στα Γιαννιτσά… Μικρή κοινωνία, όλοι λίγο πολύ γνωστοί μεταξύ μας, τελείως διαφορετικά με αυτό που κάνω τώρα και τι αντιμετωπίζουμε τώρα. Από τότε που ήρθα Θεσσαλονίκη, τα περισσότερα παιξίματα τα έχω κάνει με τα παιδιά, οπότε νιώθω μεγάλη ασφάλεια.

Θωμάς Γκόγκος: Το πρώτο live μου ήταν στην οικογενειακή μας Ταβέρνα στο ‘’Λημέρι’’ και έπειτα σαν ντουέτο με τον αδερφό μου ή με τον Πάρη σε διάφορα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης.

Είστε πολύ νέα παιδιά, φρέσκα πρόσωπα… Για σας η ρεμπέτικη μουσική τι σημαίνει; Γιατί επιλέξατε αυτό είδος μουσικής; Ήταν ένας εύκολος τρόπος να βγει ένα μεροκάματο στη σημερινή εποχή της κρίσης στη Θεσσαλονίκη;

Θωμάς Γκόγκος: Όχι δεν το κάνουμε για τα χρήματα. Δεν είναι το κίνητρο μας αυτό. Γι αυτό και παίζουμε ζωντανά μια φορά τη βδομάδα είτε Παρασκευή είτε Σάββατο και παρότι έχουμε προτάσεις καθένας μας να συμμετέχει σε ‘’άλλου τύπου’’ σχήματα τα οποία όμως δε μας εκφράζουν. Προσπαθούμε να μη βλέπουμε τη ρεμπέτικη μουσική, πιο σωστά τη λαϊκή μουσική σαν ένα μέσο πλουτισμού αλλά να βάλουμε και βάζουμε μέσα στο παίξιμο μας και κομμάτια του εαυτού μας, μαθαίνουμε αυτή τη μουσική, τη κουλτούρα της και προσπαθούμε να τη σεβόμαστε, να περνά καλά ο κόσμος και κυρίως εμείς με αυτό που προσφέρουμε. Όλα είναι θέμα επιλογών… Θα μπορούσαμε να βγάλουμε λεφτά… ωστόσο δεν μας ενδιαφέρουν τα ποσά… είμαστε ανοιχτοί στις ‘’μεγάλες’’ προτάσεις χωρίς εκπτώσεις μόνο και μόνο για τα χρήματα..

Πάρης Χριστίδης: Συμφωνώ με όσα λέει ο Θωμάς. Σε καμιά περίπτωση η ενασχόληση που έχουμε σαν συγκρότημα αυτή τη στιγμή με τη μουσική δε γίνεται για βιοποριστικούς λόγους ή για ‘’εύκολα χρήματα’’. Όλοι μας έχουμε και πρωινές δουλειές και προσπαθούμε σαν συγκρότημα να κρατήσουμε ένα προφίλ που δείχνει σεβασμό και αγάπη προς το είδος της μουσικής που υπηρετούμε. Τη ρεμπέτικη μουσική την αισθάνομαι σαν εξωτερίκευση συναισθημάτων τόσο του ίδιου του δημιουργού όσο και των ανθρώπων που την ακούν μέσα στα χρόνια. Μπορεί οι εποχές να αλλάζουν, ωστόσο η ρεμπέτικη μουσική καταφέρνει να εκφράσει σκέψεις και συναισθήματα τα οποία είναι διαχρονικά. Όπως τότε που πρωτογράφτηκαν και ερμηνεύτηκαν αυτά τα τραγούδια έτσι και τώρα μιλούν μέσα μας όχι μόνο στους Έλληνες ακροατές αλλά και σε πανανθρώπινο επίπεδο… Πολλοί παραλληλίζουν τη ρεμπέτικη μουσική με τα blues της Αμερικής επειδή μιλούν για τα ίδια θέματα. Θέλω να πω θα μπορούσε και παγκόσμια να σταθεί σαν είδος και να εκφράσει τους καημούς, τις λύπες, τις χαρές και τις ακυρώσεις του απλού κόσμου.

Δημήτρης Γκόγκος: Όταν οι κλασικοί ρεμπέτες έγραφαν τα τραγούδια αυτά δεν είχαν σκεφτεί να βγάλουν χρήματα από αυτό. Έγραφαν και έπαιζαν τα τραγούδια τους για να εκφράσουν το μέσα τους ή ότι είχα ακούσει από φίλους, γείτονες… Από εκεί αντλούσαν τα θέματα τους. Το ένιωθαν. Άλλωστε οι περισσότεροι από αυτούς είχαν απλές δουλειές όπως εμείς.

Λίνα Αλατζίδου: Aσχολούμαι τα τελευταία δύο χρόνια με τη ρεμπέτικη μουσική οπότε δεν γνωρίζω σε βάθος ακόμα, τι είναι η ρεμπέτικη μουσική, όπως ενδεχομένως τα παιδιά. Ωστόσο σαν ερμηνεύτρια προσπαθώ να σκύψω πάνω στο στίχο, να καταλάβω τι λέει και να το αποδώσω όσο καλύτερα μπορώ.. Πολλές φορές νιώθω εκστασιασμένη με το νόημα που βρίσκω μέσα σε αυτά τα τραγούδια και προσπαθώ να το μεταδώσω όσο καλύτερα γίνεται.

Δημήτρης Γκόγκος: Τη ρεμπέτικη μουσική τη βιώνω μέσα από τη δική μου διάθεση. Ξέρω ότι κάνω το σωστό, αυτό που θέλω και με εκφράζει γιατί το νιώθω στον τρόπο εκτέλεσης των κομματιών. Δεν υπάρχει κάτι ψεύτικο εκείνη την στιγμή. Νιώθω να γίνομαι ένα με τα τραγούδια, σαν να λέω αυτά που νιώθω με τα λόγια, τις νότες κάποιου άλλου που ταυτόχρονα εκφράζει εμένα και τον καθένα από μας που συμμετέχει στο γλέντι εκείνη την στιγμή.

Σύντομα θα μπείτε στο στούντιο για τη πρώτη σας δισκογραφική δουλειά. Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο γι αυτή τη εμπειρία να γίνεστε και οι ίδιοι δημιουργοί τραγουδιών και να συνθέτετε την δική σας μουσική;

Θωμάς Γκόγκος: Ο δίσκος περιλαμβάνει τραγούδια με διαφορετικό ύφος και περιεχόμενο. Από βαλς μέχρι το κλασικό λαϊκό τραγούδι ενώ και στιχουργικά έχουμε φροντίσει να υπάρχουν τραγούδια με κοινωνικό περιεχόμενο, όπως ένα το οποίο περιγράφει τη νοοτροπία του μικροαστού Έλληνα, φυσικά τραγούδια που μιλούν για τον έρωτα αλλά και τραγούδια που διηγούνται όμορφες ιστορίες, παραμυθένιες, υπάρχει και ένα σολιστικό κομμάτι το οποίο κινείται σε νησιώτικους δρόμους. Το κύριο χαρακτηριστικό των κομματιών είναι ότι παίζουν 3 έγχορδα όργανα: Κιθάρα, μπαγλαμάς και μπουζούκι.

Πάρης Χρηστίδης: Ο δίσκος κινείται σε λαϊκούς ρυθμούς, σε καθαρά ρεμπέτικους δρόμους. Όλοι οι διαφορετικοί ρυθμοί που υπάρχουν στο δίσκο έχουν χρησιμοποιηθεί και παλιότερα σε γνωστά τραγούδια. Ακόμα και το βαλς ή η ρούμπα έχει χρησιμοποιηθεί στη ρεμπέτικη λαϊκή μουσική. Δεν υπάρχουν αντιγραφές κομματιών. Δεν θυμίζει κάποιο τραγούδι κάτι το οποίο υπάρχει ήδη και τα 14 τραγούδια του δίσκους δεν μοιάζουν μεταξύ τους. Είναι φρέσκα… όπως συνάδει με την ηλικία μας. Σε κάποια κομμάτια έχω γράψει στίχο και μουσική αλλά κυρίως ο αδερφός μου, ο οποίος είναι και ο ίδιος μουσικός έχει επιμεληθεί τους στίχους μαζί με άλλους φίλους.

Δημήτρης Γκόγκος: Να αναφέρουμε και ότι όλα τα παιδιά που συμμετέχουν στο δίσκο είναι πολύ καλοί γνώστες της λαϊκής ρεμπέτικης μουσικής και ότι το στούντιο ηχογράφησης είναι το ‘’Αρκαδικών’’.

Θωμάς Γκόγκος: Τη μουσική στα περισσότερα κομμάτια τα έχω συνθέσει εγώ, εκτός από 2: Ένα το συνθέσαμε με το Θωμά Καραγιάννη και ένα ο ίδιος ο Πάρης. Οι στίχοι γράφτηκαν από μένα, τον Πάρη, τον αδερφό του Γιάννη και πολλούς καλούς μας φίλους. Η παραγωγή του δίσκου την έχει αναλάβει ένας πολύ καλός φίλος από τη Κύπρο ο Γιώργος Ζανέτος. Όλο αυτό είναι σε φιλικό επίπεδο αρχικά… Δεν υπάρχει κάποια δισκογραφική εταιρεία από πίσω…

Γιατί προσπαθήσατε να βγάλετε το δίσκο σε κάποια δισκογραφική εταιρεία και δεν ευοδώθηκε ή αυτή ήταν από την αρχή η πρόθεση σας;

Θωμάς Γκόγκος: Όχι από την αρχή θέλαμε να βγάλουμε ένα δίσκο με παρεϊστικο ύφος επειδή εμείς το γουστάραμε μεταξύ μας, να το πω έτσι. Όσοι ακούσουν το δίσκο θα θέλαμε να νιώσουν αυτό το φιλικό κλίμα παρέας… Αυτό το συναίσθημα θέλουμε να δώσουμε προς τον κόσμο. Μια παρέα που δημιούργησε με κέφι νέα τραγούδια σε ρεμπέτικους ρυθμούς και τους προσκαλεί να τα ακούσουν και να γλεντήσουν μαζί μας όπως θα γλεντούσαν στο μαγαζί ή και στο σαλόνι του σπιτιού τους αν έπαιζαν με φίλους τους και οι ίδιοι. Αυτό ζητάμε να δώσουμε στο κόσμο. Αυτό ενδεχομένως με μια δισκογραφική εταιρεία να μην μπορούσε να βγεί… Να υπήρχαν αντιρρήσεις…

Αυτή η δισκογραφική σας δουλειά θα μπορούσε να είναι το εφαλτήριο να κατεβείτε προς τα κάτω, στην Αθήνα;

Δημήτρης Γκόγκος: Αυτό δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε από πριν. Οι άνθρωποι λένε κάποια πράγματα ή είναι σίγουροι για αυτά που λένε μέχρι να τους συμβούν κάποια γεγονότα και να αλλάξουν γνώμη. Όσο αγαπάμε αυτή τη δουλειά θα την συνεχίσουμε το μέχρι που θα μας πάει θα το δούμε στο μέλλον.

Στη σημερινή εποχή της κρίσης έχετε αντιμετωπίσει στο χώρο εργασίας κάποια ατυχή στιγμή, κάποιος εργοδότης λίγο περίεργος; Ας πούμε στην Αθήνα είναι γνωστό το φαινόμενο να λένε σε σχήματα ‘’Δεν μου φέρνεις κόσμο δεν πληρώνεσαι‘’…

Λίνα Αλατζίδου: Αυτό συμβαίνει και εδώ, σε εμάς ευτυχώς δεν έχει συμβεί… ακόμη τουλάχιστον…

Δημήτρης Γκόγκος: Γενικά προσέχουμε και αποφεύγουμε να κάνουμε συνεργασίες με μαγαζιά ή εργοδότες που ξέρουμε ότι δεν θα μας φερθούν με σεβασμό… Από την άλλη πλευρά υπάρχει και η κατανόηση, η κρίση έχει χτυπήσει και τη νύχτα οπότε όταν υπάρχει δυσκολία, πραγματική δυσκολία… προσπαθούμε και εμείς να προσαρμοστούμε.

Θωμάς Γκόγκος: Ναι, πρέπει ο καθένας να ξέρει τι ζητά… Εμείς προσπαθούμε να έχουμε φιλικές σχέσεις με τα μαγαζιά που συνεργαζόμαστε. Αν όμως γίνεται μια συμφωνία, αυτή η συμφωνία πρέπει να τηρείται.

Πάρης Χρηστίδης: Στα μαγαζιά που έχουμε παίξει υπάρχει αλληλοϋποστήριξη και αλληλοκατανόηση. Ποτέ δεν δημιουργήθηκε θέμα συμπεριφοράς από τη δική μας μεριά ή των εργοδοτών.

Σαν κλείσιμο θα ‘θελα να σας ευχαριστήσω εκ μέρους του περιοδικού Κατιούσα για τη συνέντευξη που μας παραχωρήσατε και να σας ευχηθώ καλή επιτυχία για το καινούργιο σας δίσκο. Θα θέλατε να πείτε κάτι στους αναγνώστες της Κατιούσας να ευχηθείτε με την σειρά σας ενδεχομένως…

Θωμάς Γκόγκος: Καλό καλοκαίρι, καλή επιτυχία προσωπικά σε σένα και στο νέο σου ξεκίνημα και καλή δύναμη σε όλη τη συντακτική ομάδα της ιστοσελίδας Κατιούσα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: