Αλέξανδρος Δάικος: ”Πάρε μια ανάσα και ξεκίνα… Μη φοβάσαι… Αρκεί να θες…”

Πολλοί μπορεί ίσως ήδη να τον γνωρίζετε, μια που ο Αλέξανδρος ανεβαίνει αργά, αλλά σταθερά στις προτιμήσεις των ακροατών. Όσοι και όσες δεν τον έχετε ακούσει ακόμα ήρθε ο καιρός.

Ο Αλέξανδρος Δάικος, αν και νέος ηλικιακά, μετρά ήδη αρκετά χρόνια στο χώρο του τραγουδιού. Καταγόμενος από τη Φλώρινα έκανε τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα στην Θεσσαλονίκη ως φοιτητής και έπειτα κατηφόρισε στην Αθήνα. Αντιμετώπισε δυσκολίες κάνοντας διάφορες δουλειές μέχρι να σταθεροποιηθεί στο “αθηναϊκό καλλιτεχνικό στερέωμα’’ και σήμερα να μπορεί να βιοποριστεί μόνο από τη μουσική του.

Ήπιων τόνων, με βαθιά φωνή που όταν την ακούς σου φαίνεται περίεργα οικεία, ίσως το ηχόχρωμα που περίμενες για να τραγουδά τα δικά σου εσώψυχα που δεν ήξερες πως είχες μέχρι να την ακούσεις.

Υπήρχε κάποιος γονιός ή συγγενής που σε κόλλησε το μικρόβιο της μουσικής;

Όχι, οι γονείς μου και οι δυο άκουγαν μουσική, αλλά δεν έπαιζε κανείς τους. Ο πατέρας μου είχε μια ντίσκο/μπαρ/καφετέρια στην Φλώρινα, όπου εγώ και ο αδερφός μου συχνά πηγαίναμε και ακούγαμε τα ξένα ροκ κομμάτια της εποχής του ‘90,’00, αλλά δεν υπήρχε κάποιος που να έπαιζε μουσική είτε γονιός είτε συγγενής. Ο πατέρας μου μόνο αγόραζε συνεχώς νέους δίσκους για το μαγαζί και ήταν αρκετά ενημερωμένος ο ίδιος.

Πώς μπαίνεις λοιπόν ο ίδιος στην διαδικασία να παίξεις μουσική;

Ο πατέρας μου αγόρασε στον αδερφό μου ένα πιάνο και σε μένα μια κλασική κιθάρα. Μάλλον επειδή δεν έπαιζε ο ίδιος, το είχε μεράκι να παίξουν οι γιοι του. Έτσι ξεκίνησα κλασική κιθάρα για ένα χρόνο, αλλά δεν μ’ άρεσε καθόλου. Την παράτησα, μέχρι που ένα καλός μου φίλος ο Δημήτρης άρχισε να μου δείχνει πράγματα πάνω σε αυτή που με ενθουσίασαν και άρχισα να μαθαίνω από μόνος μου. Μέσα από αυτή την διαδικασία ανακάλυψα πως μπορούσα να τραγουδήσω και λίγο.

Ξεκίνησες στη Φλώρινα τα πρώτα σου ερασιτεχνικά παιξίματα;

Με τον φίλο μου το Δημήτρη παίζαμε μέσα στο σπίτι για διασκέδαση καθαρά δική μας, και κάπου εκεί μπήκε η ιδέα να φτιάξουμε ένα συγκρότημα. Είχαμε ένα φίλος μας ντράμερ, πείσαμε και έναν άλλον να μάθει με το ζόρι μπάσο και σχηματίσαμε ένα εφηβικό γκρουπάκι, με το οποίο αρχίσαμε να παίζουμε σε σχολικές γιορτές και σε ένα μαγαζί στην Φλώρινα. Το είχαμε καμάρι πως βγάλαμε τα πρώτα μας χρήματα στη Δευτέρα Λυκείου.

Τότε άρχισες να τραγουδάς;

Στην αρχή έπαιζα μόνο κιθάρα και είχαμε άλλους τραγουδιστές, μέχρι που ένα βράδυ έπρεπε να τραγουδήσουμε το τραγούδι του Αλκίνοου Ιωαννίδης “Αυτός ο τόπος που αλλάζει” και επειδή δεν ταίριαζε με κανενός άλλου την φωνή, το είπα εγώ.

Αργότερα βρέθηκες φοιτητής στην Θεσσαλονίκη .. Φαντάζομαι εκεί συνειδητοποίησες πως από ερασιτέχνης θα γινόσουν επαγγελματίας;

Όντως, κάπως έτσι έγινε. Το πρώτο μου μαγαζί που έπαιξα ήταν στη “Δυσ..αρμονία’” έπειτα ακολούθησαν πολλά, όπως το “Σαράι”, το ‘’Κισμέτ’’, η ‘’Barωδο’’ . Εκεί έπαιξα πάρα πολύ. Ένα μαγαζί -φυτώριο νέων μουσικών.Έπαιζα σε πολλά φεστιβάλ της ΚΝΕ, όπου εξακολουθώ και στην Αθήνα να παίζω μέχρι σήμερα.

Υπήρχε κάποιο στάνταρ συγκρότημα με το οποίο να έπαιζες πάνω στην Θεσσαλονίκη;

Είχαμε δημιουργήσει το συγκρότημα ‘’3Laloun..’’ με τους Αλκιβιάδη Μαγγόνα, Γιώργο Κεβρεκίδη και Αντώνη Τσίτση. Εκτός από Θεσσαλονίκη κάναμε και μίνι περιοδείες γύρω γύρω, κάτι που δε γίνεται στην Αθήνα εύκολα. Τότε μας έβλεπαν και μας καλούσαν. Τα υπόλοιπα ήταν καθαρά για μεροκάματο. Με το συγκρότημα αυτό έχουμε και ένα δίσκο. Είχαμε κάνει πολύ καλή δουλειά.

Μίλησε μας λίγο για τον πρώτο σου δίσκο, πώς δημιουργήθηκε;

Ήταν αυτοχρηματοδοτούμενος σε παραγωγή του Άρη Αλβανού και του Στέλιου Τσομπανίδη. Έχει 9 τραγούδια ο δίσκος. Σε μουσική δική μου στα 8 και 1 του Αλκιβιάδη Μαγγόνα. Στίχους έγραψα ο ίδιος και ο Κώστας Μπαρμπαγιάννης, ραδιοφωνικός παραγωγός στη Θεσσαλονίκη, τον οποίο βρήκα μέσω ίντερνετ και συνεργαστήκαμε τότε στο δίσκο.

Ήταν συνειδητή επιλογή του συγκροτήματος να το δείτε επαγγελματικά;

Αυτός ο δίσκος προέκυψε από δική μου ανάγκη να εκφραστώ. Εγώ τους πρίζωσα σε αυτό. Έγραφα στίχους και μουσική και ένιωθα πως έπρεπε να φτιάξω κάτι σε δίσκο ώστε να μείνει. Οι ηχογραφήσεις διήρκεσαν 3 χρόνια. Το τελευταίο χρόνο στην Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια που ήμουν μεταξύ στρατού και Φλώρινας, και ολοκληρώθηκαν οι ηχογραφήσεις όταν βρισκόμουν ήδη Αθήνα και το συγκρότημα είχε διαλυθεί, γιατί ο καθένας είχε την επιθυμία να ασχοληθεί με άλλα πράγματα. Ο δίσκος ανέβηκε ολόκληρος διαδικτυακά και είχε τίτλο “Αριθμός ταυτότητας”.

Με αυτόν τον δίσκο ανά χείρας κατέβηκες στην Αθήνα; Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να βρεις δουλειά εδώ, παρότι είχες μια έτοιμη δουλειά;

Τον λέω “δίσκο” ενώ στην πραγματικότητα δεν τυπώθηκε πότε. Δεν ήταν καθόλου εύκολο, γιατί λίγο έως πολύ όλοι τριγυρνάμε με κάποια τραγούδια. Αυτό που μ’ έκανε αρνητική εντύπωση κυρίως ήταν η συμπεριφορά των δισκογραφικών εταιρειών, και όχι τόσο τα μαγαζιά.

Σε αντιμετώπισαν αρνητικά; Ήθελαν να θέσουν τους δικούς τους όρους; Τι ακριβώς συνέβη;

Σε δυο που τόλμησα να πάω, ο ένας δεν άκουσε καν το δίσκο, απλά μου ζήτησε άμεσα χρήματα για να τον βγάλει, χωρίς καν να τον ακούσει και ο άλλος άκουσε 2 τραγούδια, το έκλεισε και μου είπε ακριβώς το ίδιο πως θα το βγάλει, αλλά χρειάζεται χρήματα. Του είπα “Περίμενε να ακούσεις όλο τον δίσκο .. Μπορεί στο τρίτο τραγούδι να βρίζω ή να λέω κάτι απαράδεκτο. Πώς θες να τον κυκλοφορήσεις χωρίς να τον ακούσεις;” ’Χρήματα δεν υπήρχαν και έτσι έμεινα με το δίσκο.

Πως ένιωσες μετά απο αυτή την εμπειρία;

Σε απόγνωση, θα ήταν η σωστή περιγραφή της κατάστασης μου τότε.. Ξεκίνησα να δουλεύω δειλά -δειλά σε μαγαζιά στην Αθήνα. Στο “111” αρχικά και έπειτα σε πολλά άλλα. Στην αρχή, ήμουν αναγκασμένος για να βιοποριστώ να κάνω και άλλες δουλειές. όπως μπάρμαν στο ‘’Βυσσινόκηπο’’ στα Εξάρχεια και σε Escape rooms Game Master, μέχρι που σιγά -σιγά κατάφερα να δουλεύω μόνο ως μουσικός-τραγουδιστής.

Το όνειρο για ένα δίσκο τυπωμένο υπάρχει ακόμα ή έχει καταχωνιαστεί;

Το όνειρο για την έκδοση ενός δίσκου υπάρχει ακόμα, αλλά δεν υπάρχουν τα χρήματα για να συμβεί την δεδομένη στιγμή. Προτιμώ τα χρήματα που βγάζω να τα διοχετεύω ώστε να βγάζω καινούργιο υλικό από το να τα δώσω σε μια δισκογραφική εταιρία. Το θέλω πολύ να συμβεί κάποια στιγμή στο μέλλον. Ένας δίσκος είναι μια ολοκληρωμένη πρόταση στον ακροατή. Το να τον τροφοδοτείς συνεχώς με νέα τραγούδια, λίγο -λίγο, χάνει την συνοχή του έργου σου.

Έχεις στίχο με πολλή ευαισθησία μέσα του και ρομαντισμό. Πώς καταφέρνεις να διατηρείς αυτή την ευαισθησία μέσα σε ένα χώρο στον οποίο υπάρχει πολλή κούραση, ανταγωνισμός και τόσα άλλα κακώς κείμενα;

Έχω θέσεις τις δικές μου άμυνες σε πολλά πράγματα που συμβαίνουν γύρω μου το βράδυ. Επιλέγω να γράφω την περίοδο που δεν δουλεύω και έχω αποβάλει από πάνω μου αυτό το άγχος και τον αρνητισμό που μπορεί να έχω συσσωρεύσει λόγω δουλειάς. Οι συνθήκες που προσφέρουν τα περισσότερα μαγαζιά δεν είναι οι ιδανικές. Απαιτείται από τους μουσικούς να παίζουμε για πολλή ώρα, με χαμηλό μεροκάματο και τραγούδια με τα οποία ο κόσμος “γλεντά’”.  Υπάρχουν και αρκετοί μαγαζάτορες βέβαια που κάνουν εξαιρετική δουλειά και μας εκτιμούν σαν εργαζόμενους. Από τη μεριά του κόσμου υπάρχει μια ένταση όταν βγαίνει και απαιτεί από τη μια να τον διασκεδάσεις και από την άλλη δε δίνει την σημασία που έδειχνε κάποτε στον καλλιτέχνη. Στην Αθήνα συνειδητοποίησα πως το live γίνεται σε τσιπουράδικα την ώρα που ο άλλος τρώει και εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στο ποιόν ακούει..

Κινείσαι στον χώρο της έντεχνης – ροκ μουσικής σκηνής, παρόλα αυτά πολλά τραγούδια σου περιέχουν μέσα τους πολλά στοιχεία από άλλα είδη. Αυτό συμβαίνει γιατί ακόμα ψάχνεσαι μέσα σου σχετικά με το στυλ που θες να ακολουθήσεις;

Θα έλεγα πως το βασικό μου στοιχείο το έχω βρει. Είναι το έντεχνο και ροκ τραγούδι, ωστόσο έχω γράψει τραγούδια που μέσα περιέχουν την παραδοσιακή ελληνική μουσική ή έχουν ρεμπέτικες καταβολές. Αυτό γίνεται επειδή ακολουθώ την έμπνευση μου, η οποία σε μια δεδομένη στιγμή μπορεί να με πάει να αναμείξω πολλά είδη μέσα στην μουσική. Δε γίνεται ακολουθώντας μια μανιέρα ή τι θα΄θελε να ακούσει ο κόσμος ώστε να του τραβήξω την προσοχή. Μακάρι να γνώριζα τι θέλει να ακούσει ο κόσμος εκ των προτέρων και να μπορούσα να το γράψω.

Αυτή την στιγμή ακολουθώ μόνο τις δικές μου ανάγκες, τι νιώθω την δεδομένη στιγμή που γράφω και πώς πιστεύω πως πρέπει να ακούγεται ο ήχος.

Θα μπορούσες να αφήσει την σκηνή μπροστά και να αφοσιωθείς μόνο στο γράψιμο στίχων;

Δεν θα με χαλούσε να ασχοληθώ με το κομμάτι της σύνθεσης ή της στιχουργικής σαν πλάνο Β, σε περίπτωση που δεν τα καταφέρω σαν τραγουδιστής. Το έχω σκεφτεί αρκετές φορές.

Τα περισσότερα κομμάτια που έχω ακούσει από εσένα περιέχουν ερωτικό στίχο. Θα έγραφες κοινωνικό ή πολιτικό τραγούδι;

Τώρα τελευταία νιώθω την ανάγκη να εκφράσω μέσα από τα τραγούδια μου τα κοινωνικά προβλήματα που συμβαίνουν γύρω μας και μας αφορούν σα γενιά. Προσπαθώ να τα μεταφέρω στο χαρτί. Όντως, τα περισσότερα τραγούδια μου είναι αυτο-αναφορικά, σε δικές μου στιγμές και σκέψεις.

Τα τραγούδια “Λευκή ισοπαλία” και το “Αρκεί να θες” είναι αντιπροσωπευτικά τραγούδια πιστεύω αυτής της αυτο-αναφορικότητας που μόλις προείπες.. Φέτος έβγαλες και ένα καινούργιο κομμάτι με τη Νίκη Γρανά, το “Χαμένη ευκαιρία”. Πώς ήταν αυτή η συνεργασία σε ένα εξίσου γλυκό και ρομαντικό τραγούδι;

Τη Νίκη την είχα δει πριν 3 χρόνια επί σκηνής σε μια συναυλία του Μιλτιάδη Πασχαλίδη και αμέσως που έκανε κλικ σαν καλλιτέχνιδα. Μετά από αρκετό καιρό βρεθήκαμε σε μια κοινή παρέα και γνωριστήκαμε, της πρότεινα αυτούς τους στίχους του Κώστα Μπαρμπαγιάννη, τους οποίους είχα καταχωνιασμένους σε ένα συρτάρι και δεν είχα βρει ακόμα την φωνή που θα τους ερμήνευε. Πίστευα πως ταίριαζαν με το δικό της ηχόχρωμα φωνής, και είμαι ευγνώμων που δέχτηκε να τους τραγουδήσει. Είναι ένα κομμάτι γεμάτο εικόνες και προσωπικά βιώματα του στιχουργού. Δύσκολο, καθότι δεν έχει ρεφραίν ώστε να περάσει στον κόσμο, αλλά ήταν ένα τραγούδι που το πιστεύαμε πολύ και οι δυο και τελικά δικαιωθήκαμε. Ο κόσμος το δέχτηκε αρκετά καλά. Δεν έγινε σουξέ, ούτε είναι κάτι εύπεπτο, αλλά πήγε πολύ καλά.

Πιστεύεις πως έχεις σταθεί τυχερός στις συνεργασίες σου ως τώρα;

Μόνο τυχερός έχω σταθεί. Έχω κάνει όμορφες συνεργασίες με ανθρώπους τους οποίους σκεφτόμουν να συνεργαστώ μαζί τους και τελικά το πέτυχα, όπως με την Νίκη και τον Βασίλη Προδρόμου.Έχω μοιραστεί την σκηνή με μεγάλα ονόματα της ελληνικής μουσικής σκηνής, όπως με τον Λάκη Παπαδόπουλο, τον Λεωνίδα Μπαλάφα με τον οποίον θα κυκλοφορήσουμε μαζί ένα τραγούδι με τον τίτλο “Ο καθένας” στίχοι δικοί μου και μουσική του Λεωνίδα.

Είσαι τελειομανής πάνω στην δουλειά σου;

Είμαι τελειομανής και ανυπόμονος ταυτόχρονα. Θέλω να βρίσκω την κατάλληλη φωνή και τον κατάλληλο ήχο, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορώ να μην προχωρώ και τα πράγματα που θέλω να υλοποιήσω. Σχεδόν σε όλα τα τραγούδια μου μετά από μήνες θα βρω κάτι και θα πω “Να, αυτό θα μπορούσα να το κάνω καλύτερο”. Πιστεύω πως οποιοδήποτε μουσικό αν ρωτήσεις θα σου απαντήσει το ίδιο.

Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;

Ετοιμάζω νέα τραγούδια με περισσότερο κοινωνικό στίχο στα οποία θα συμμετέχει και ο Βασίλης Ράλλης, με τον οποίο θα παίξουμε και μαζί. Συνεχίζω τις κοινές μου εμφανίσεις με τον Παναγιώτη Αυγερινό και τη Νίκη Γρανά μετά από τις πετυχημένες κοινές μας εμφανίσεις στο Faust -Arts-Theatre. Εμφανίσεις με την μπάντα μου η οποία αποτελείται από τον Παντελή Πέτρου, τον Κυριάκο Πέτρου και το Νίκο Χριστόπουλο.

Ευχαριστούμε για την παραχώρηση της συνέντευξης!

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: