Walter Puchner: Το 1821 και το Θέατρο. Από τη μυθοποίηση στην απομυθοποίηση

Ένα «βιβλίο που γράφτηκε ιδιαίτερα για την επέτειο των 200 χρόνων από το ξέσπασμα του Μεγάλου Αγώνα του 1821». Στο είδος του είναι το μοναδικό, αν και γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν αρκετά άλλα βιβλία στα πλαίσια της ενλόγω επετείου.

WALTER PUCHNER
ΤΟ 1821 ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
ΑΠΟ ΤΗ ΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ
Εκδόσεις ΟΤΑΝ, Αθήνα 2020, σχ. 0,24 Χ 0,17 εκατ., σσ. 527 

Ένα «βιβλίο που γράφτηκε ιδιαίτερα για την επέτειο των 200 χρόνων από το ξέσπασμα του Μεγάλου Αγώνα του 1821». Στο είδος του είναι το μοναδικό, αν και γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν αρκετά άλλα βιβλία στα πλαίσια της ενλόγω επετείου.

Παρουσιάζοντας το αξιόλογο από πολλές πλευρές βιβλίο του Επίτιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, θεατρολόγου, δεινού θεωρητικού του θεάτρου, ερευνητή και μελετητή του, αλλά και πολυγραφότατου συγγραφέα, Βάλτερ Πούχνερ, δε σκοπεύω ν’ αναφερθώ και ν’ αναλύσω από ιστορική, κοινωνιολογική και οικονομική άποψη την Επανάσταση του 1821, αλλά και την προ και μετά αυτής χρονική περίοδο, αφού μια τέτοιου είδους ανάλυση θ’ αποτελούσε τη βάση για επιστημονικές και ιδεολογικοπολιτικές προσεγγίσεις. Απλά, θα ήθελα να επισημάνω ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ιστορικών και άλλων μελετών που είδαν μέχρι στιγμής το φως της δημοσιότητας –απ’ όσο έχω υπόψη μου– αναλύουν και ερμηνεύουν τα ιστορικά γεγονότα από μια και μοναδική οπτική γωνία, την αστική ιδεολογία. Πουθενά δε γίνεται λόγος για το ότι η αστικοδημοκρατική και εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του 1821 ανήκει στη χορεία των Επαναστάσεων που προηγήθηκαν αυτής (Αγγλία, Γαλλία, Σερβία, Μαυροβούνιο), αν και αυτές ανέτρεψαν την «εθνοτικής προέλευσης φεουδαρχική εξουσία», ενώ στην Ελλάδα την οθωμανική φεουδαρχική εξουσία. Ασφαλώς η ανερχόμενη αστική τάξη, στα πλαίσια ανόδου και εδραίωσης του καπιταλισμού, με επαναστάσεις γκρέμισε τη φεουδαρχία και τα απολυταρχικά καθεστώτα (βασιλείς και ευγενείς) από το θρόνο τους με τη συμμετοχή της εργατικής και αγροτικής τάξης και των άλλων λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων. Ως γνωστό από την Ιστορία η μία κοινωνική τάξη ανατρέπει την άλλη και παίρνει την οικονομική και πολιτική εξουσία. Στα πλαίσια των αστικών Επαναστάσεων που πραγματοποιήθηκαν για να ανατρέψουν τη Φεουδαρχία ήταν και η Ελληνική Επανάσταση, η νικηφόρα έκβαση της οποίας οδήγησε στη δημιουργία του ελληνικού καπιταλιστικού/αστικού Έθνους-Κράτους. Όλες οι Επαναστάσεις του παρελθόντος και του μέλλοντος έχουν τεράστια αξία για την εξέλιξη της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής, εκπαιδευτικής και πολιτιστικής εξέλιξης. Ιδιαίτερη σημασία, κατά τη γνώμη μου, έχουν οι ταξικές εργατικές/σοσιαλιστικές επαναστάσεις του παρελθόντος (Οκτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση του 1917, η Κινέζικη και η Κουβανέζικη επανάσταση κ.ά. λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένες), αλλά και κάθε ταξική επανάσταση του μέλλοντος για το γκρέμισμα της αστικής/καπιταλιστικής εξουσίας υπέρ της εργατικής τάξης και όλων των ταξικών συμμάχων της, που συγκροτούν τη συντριπτική πλειοψηφία κάθε κοινωνίας, για την εδραίωση της ειρήνης, της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης, της μη εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.  

Walter Puchner: Το 1821 και το Θέατρο – Από τη μυθοποίηση στην απομυθοποίηση

Αν και η Ιστορία είναι επιστήμη και διεπιστημονικά συνδέεται με τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές επιστήμες, στις διάφορες μελέτες αποκλείονται επιμελώς επιστημονικοί όροι, όπως: εργατική τάξη, αστική τάξη, πλουτοκρατία (κεφαλαιοκρατία), ταξική πάλη, καπιταλισμός, σοσιαλισμός, ιμπεριαλισμός κ.ά., αλλά και δε χρησιμοποιούνται επιστημονικοί μέθοδοι ανάλυσης και ερμηνείας, όπου τα συμπεράσματα να ευνοούν/υποστηρίζουν, με ταξικό πρόσημο, τα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά συμφέροντα της εργατικής τάξης ενάντια σ’ αυτά της αστικής τάξης. Όλα αυτά συμβαίνουν, βέβαια, με ταξική σκοπιμότητα τη διατήρηση και αναπαραγωγή της αστικής τάξης στην εξουσία, με απροκάλυπτες ανιστόρητες αναλύσεις και μεθόδους ή άλλες «άγχρωμες και άγευστες ιστορικά», δήθεν «ουδέτερες» ερμηνείες, ώστε η νεολαία κυρίως, μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια και τ’ αντίστοιχα αναλυτικά προγράμματα σπουδών, από το Νηπιαγωγείο έως το Πανεπιστήμιο, ν’ αποκτήσει αντιεπιστημονική, μη κριτική και διαλεκτική σκέψη, μη πρόσβαση σε όλες τις πηγές, χωρίς ερευνητική διάθεση και συγκριτική/αξιολογική σπουδή, αλλά και ευρύτερα όλοι, όσοι ανήκουν στην εργατική και αγροτική τάξη και στα κοινωνικά μικρομεσαία στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, μέσα από βιβλία, έντυπα, ΜΜΕ, ηλεκτρονικά μέσα, προϊόντα της τέχνης (κινηματογράφος, θέατρο κ.ο.κ.) με ιδεαλιστικό, μεταφυσικό, αντι-επιστημονικό, εντέλει σκοταδιστικό περιεχόμενο. Εξαιρέσεις στον κανόνα υπάρχουν. Κάποιοι επιστήμονες επιχειρούν διαφορετικές επιστημονικές προσεγγίσεις, μη αρεστές και αντίθετες προς την κρατούσα εκπαιδευτική και κοινωνική (διαπαιδαγωγική)  κρατική γραμμή. Βέβαια, δεν υπάρχει μόνο «άσπρο-μαύρο». Υπάρχουν και «άλλα χρώματα και αποχρώσεις», οι οποίες, όπως αποδεικνύεται, συγκλίνουν στην επίτευξη της παραπάνω πολιτικής σκοπιμότητας.     

Ο Βάλτερ Πούχνερ έχει τη σοφία και τη σύνεση να μην ακολουθεί στα γραπτά κείμενά του ακραίες, αντιεπιστημονικές/αντιδιαλεκτικές απόψεις, όπως αυτές γ.π. του ιστορικού Στάθη Ν. Καλύβα1 ή του «αριστερού» πολιτικού Αλέξη Τσίπρα2 κ.ά., οι οποίοι διακηρύσσουν ότι οι επαναστάσεις ξεκίνησαν από τη σύγκρουση των ιδεών και μόνο, ότι δηλαδή δεν έπαιξαν ρόλο «τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα της φεουδαρχίας, η εμφάνιση και η επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, η διαμόρφωση της αστικής τάξης και η συγκρότηση των επαναστατικών οργανώσεων. Μόνο οι “νεωτερικές ιδέες” που περιφέρονταν ως φαντάσματα υπεράνω της παραγωγής, ψάχνοντας γενικά και αόριστα ένα σώμα για να εκφραστούν.»3. Ο μαρξιστής ιστορικός Κώστας Σκολαρίκος γράφει: «γιορτάζουν μια Επανάσταση που δεν ήταν και τόσο Επανάσταση, μια Επανάσταση των ιδεών, με αποκλειστικό σκοπό την εθνική απελευθέρωση.»4 Ο αστός ιστορικός Στάθης Ν. Καλύβας γράφει, σχετικά, μεταξύ άλλων τα εξής: «[…] προτιμώ να αποκαλώ την Ελληνική Επανάσταση “Πόλεμο της Ανεξαρτησίας”. Και αυτό γιατί ο όρος “επανάσταση” χρησιμοποιείται για να περιγράψει πολλά και ανόμοια μεταξύ τους φαινόμενα (π.χ. Γαλλική Επανάσταση, Οκτωβριανή Επανάσταση, Βιομηχανική Επανάσταση), τα οποία ελάχιστη συνάφεια έχουν με το γεγονός που μας ενδιαφέρει.»5. Δεν είναι, βέβαια, επί του παρόντος ν’ αναφερθούν αναλυτικά αντίθετες επιστημονικές απόψεις για την Ελληνική Επανάσταση, οι οποίες έχουν καταγραφεί σε έντυπα και βιβλία, ώστε ν’ αποκτήσει ο αναγνώστης πληρέστερη ιστορική γνώση και ν’ αναπτύξει περαιτέρω την κριτική και διαλεκτική σκέψη του, το ζητούμενο ζήτημα σε κάθε επιστήμη.6

Ο Πούχνερ εκφράζει με νηφαλιότητα τις απόψεις του, τις οποίες υποστηρίζει με τη βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί, αλλά και με τα ιστορικά τεκμήρια που ανακαλύπτει στο διάβα της περιδιάβασής του στο ευρωπαϊκό και ελληνικό θέατρο των τελευταίων δύο  αιώνων. Είναι εμφανές από κάποιον αντικειμενικό και αφανάτιστο αναγνώστη, που δεν υπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες και δεν προσφέρει τις υπηρεσίες του στην αστική εξουσία, όντας «φιλελεύθερος διαχρονικός απολογητής» της, ότι ο Βάλτερ Πούχνερ δεν προκαλεί τον αναγνώστη που διαθέτει αντίθετες ιδεολογικές απόψεις και που έχει στις γνωστικές «αποσκευές» του και βιβλιογραφία με αντίθετη ερμηνευτική προσέγγιση. Όλοι οι αναγνώστες, ανεξάρτητα ποιο μεθοδολογικό «εργαλείο» χρησιμοποιούν για την επιστημονική (ιδεαλιστική/αστική ή υλιστική/μαρξιστική) προσέγγιση της κοινωνίας, της  φύσης και του ανθρώπου, έχουν την ευκαιρία να «γευτούν τους πλούσιους και γλυκείς καρπούς» αυτής της εξαίσιας «πανδαισίας» που τους προσφέρει ο σοφός ακαδημαϊκός Δάσκαλος Βάλτερ Πούχνερ.   

Επισημαίνουμε και υπογραμμίζουμε τη μεγάλη επιστημονική προσφορά του Θεωρητικού,  Ιστορικού Ερευνητή και Μελετητή του Θεάτρου, Βάλτερ Πούχνερ, στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία, που αποτυπώνεται σ’ ένα πλήθος δημοσιευμάτων και βιβλίων του –όπως συμβαίνει και σ’ αυτό το βιβλίο του– που αφορά θεατρολογικά ζητήματα προεπαναστατικά, επαναστατικά και μετεπαναστατικά της αστικής Επανάστασης του 1821, λίαν αποκαλυπτικά και ενδιαφέροντα, τα οποία πέρα από το γνωστικό επίπεδο και την ευχαρίστηση που προσφέρει η ιστορική γνώση, προβληματίζουν τον αναγνώστη και τον θωρακίζουν έτσι, ώστε να μπορεί στη συνέχεια, με βάση τις τόσες πληροφορίες και τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις του συγγραφέα στο παρόν βιβλίο, να εμπλουτίσει το γνωστικό «οπλοστάσιό» του και να «κτίσει» στέρεα το δικό του θεωρητικό και επιστημονικό «οικοδόμημα» της προσωπικής σκέψης του για τη γόνιμη διαμόρφωση και εξέλιξή της και όχι μόνο της θεατρολογικής κουλτούρας του.  

Όντας παιδαγωγός, δε διαθέτω επαρκείς επιστημονικές θεατρολογικές γνώσεις για να κρίνω προσηκόντως τέτοιου είδους βιβλία. Γι’ αυτό, κάθε φορά, που καταπιάνομαι με τη βιβλιοπαρουσίαση βιβλίων για το θέατρο, επιχειρώ μόνο μία, όσο πιο εκτενή και διαφωτιστική βιβλιοπαρουσίαση, ώστε ο ειδικός γύρω από θεατρολογικά ζητήματα ή μη αναγνώστης, να ενημερωθεί δεόντως για τα περιεχόμενα και την αξία του κάθε βιβλίου, εκφράζοντας την ταπεινή υποκειμενική μου γνώμη. Ο αναγνώστης της βιβλιοπαρουσίασής μου θα κρίνει το κείμενό μου και ιδιαίτερα το ίδιο το βιβλίο και θα διαπιστώσει αν δικαιώνονται ή μη, οι απόψεις μου, για την αξία της ερευνητικής, μελετητικής, ερμηνευτικής και εντέλει συγγραφικής εργασίας του δημιουργού συγγραφέα.

 

Το βιβλίο διαρθρώνεται σε εφτά κεφάλαια:

Προηγούνται, βέβαια, τα «Προλεγόμενα» του συγγραφέα, κριτικού και εκδότη/διευθυντή του περ. «Ιστορία Εικονογραφημένη», Διονύση Ν. Μουσμούτη, ο οποίος γράφει, μεταξύ άλλων: «[…] Το βιβλίο του Βάλτερ Πούχνερ είναι πολλαπλώς συναρπαστικό, καθώς συγκεντρώνει μελετήματα που αναδεικνύουν τη διαλεκτική διαδικασία της εναλλαγής και της εξισορρόπησης των αντιθετικών τάσεων της μυθοποίησης και της απομυθοποίησης, με τις διαφορετικές θεματικές και ιδεολογικές, δραματουργικές και αισθητικές, γλωσσικές και υφολογικές στρατηγικές και μορφοποιήσεις.[…]» και ο «Πρόλογος» του συγγραφέα.

Τα κεφάλαια είναι τα εξής:

1.«Προεισαγωγικά: Περί μεθόδων»
2.«Εισαγωγικά: Το Θέατρο στην Επανάσταση»
3.«Η Ελληνική Επανάσταση στο Ευρωπαϊκό Θέατρο»
4.«Η Ελληνική Επανάσταση στην Ελληνική Δραματουργία»
5.«Το Θέατρο Σκιών και οι πατριωτικές παραστάσεις»
6.«Οι εθνικές γιορτές στα σχολεία»
7.«Τα πριν και τα μετά την Επανάσταση»

Ολοκληρώνει με το κείμενο: Επίλογος: «Το τέλος του ιστορικού δράματος;» 

 

Μερικές από τις διαπιστώσεις και επισημάνσεις του Πούχνερ, αν και είναι πολλές και ποικίλες, διάσπαρτες στη μονογραφία του, είναι:

–«Το θέατρο έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο ήδη στις προπαρασκευαστικές φάσεις του ξεσηκωμού, αφυπνίζοντας τη συνείδηση της εθνικής αυθυποστασίας και καλλιεργώντας τον πατριωτικό ενθουσιασμό, μέσα στο διδακτικό πνεύμα του Διαφωτισμού, που χρησιμοποιούσε με ιδιαίτερη επιτυχία τις σκηνικές παραστάσεις για την εμπέδωση των ιδεών της διοικητικής αυτοδιάθεσης, της εδαφικής ανεξαρτησίας και του εθνικού κράτους.»

–Στο εξωτερικό μετά το ξέσπασμα του Αγώνα ανεβάστηκαν «θεατρικές παραστάσεις, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς, και σε διάφορες χώρες και γλώσσες δημιουργήθηκε μια ολόκληρη φιλελληνική δραματουργία με θέματα και μορφές από τον Αγώνα του ’21, βεβαίως αισθητικά και υφολογικά στα πλαίσια του Ρομαντισμού, του Οριενταλισμού και του εξωτισμού.»

–«Τα ιστορικά γεγονότα της Ελλάδας, από την οπτική του εξωτερικού, συχνά παρουσιάζουν μια τελείως διαφορετική εικόνα για τα ελληνικά πράγματα και τη σημασία τους […] 

(στην ιστορία των Βαλκανίων) οι εσωτερικές και εξωτερικές οπτικές γωνίες, παρά τις διαφορές και αντιθέσεις τους, έχουν τη δυνατότητα να αλληλοσυμπληρώνονται, να συγχωνεύονται, να αναμειγνύονται, αν και σπάνια δημιουργούν μια πραγματικά πρισματική και συνεκτική εικόνα, γιατί οι αντιφάσεις δεν αμβλύνονται και οι αποστάσεις παραμένουν αγεφύρωτες.

Μια τέτοια περίπτωση είναι χωρίς άλλο και η Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπου η δυσκολία της ασυμβατότητας πολλαπλασιάζεται ακόμα από την ασυνήθιστη συνθετότητα των επιμέρους γεγονότων του ξεσηκωμού και το πολύ μεγάλο εύρος των δυνατοτήτων ερμηνείας τους σύμφωνα με ποικίλους ιδεολογικούς προσανατολισμούς, επιστημονικές ειδικεύσεις και την περίπλοκη κατάσταση του ίδιου πληροφοριακού υλικού των πηγών, που απαιτεί κριτική αντιμετώπιση, διασταύρωση και επαλήθευση, και οι απλουστευτικές συνόψεις μπορούν να φτάσουν σε μερικές περιπτώσεις, με ακριβώς το ίδιο πληροφοριακό υλικό, σε τελείως διαφορετικά συμπεράσματα.»

Σταματώ εδώ, για να μην παρασυρθώ από το λογικό, κριτικό και επιστημονικό λόγο του σοφού δασκάλου, και έτσι αντιγράψω, χωρίς να το αντιληφτώ, το μισό βιβλίο. Απλά, αντέγραψα ορισμένα αποσπάσματα για να διαπιστώσει ο αναγνώστης τη γλώσσα και το ύφος του συγγραφέα και τον τρόπο σκέψης του, τα οποία ομολογουμένως θα απολαύσει κατά την ανάγνωση ολόκληρης της μονογραφίας.

Πάμπολλα και πολύ ενδιαφέροντα είναι τα θεατρικά έργα που παρουσιάζει, άλλα επιγραμματικά, άλλα περιληπτικά με ακροθιγείς κρίσεις και άλλα με περισπούδαστη ερμηνευτική ικανότητα, αληθινή απόλαυση για κάθε φιλομαθή και θεατρόφιλο αναγνώστη, ιδιαίτερα δε για κάθε θεατρολόγο και παιδαγωγό.

Η ευρωπαϊκή και η ελληνική δραματουργία έχει να μας παρουσιάσει ένα πλήθος θεατρικών έργων για ενήλικες, αλλά και για παιδιά (για το σχολικό κυρίως θέατρο), μέχρι τις μέρες μας.

Για τα συναφή θεματολογικά έργα του ευρωπαϊκού θεάτρου αναφέρεται σε αυτά που γράφτηκαν και ανεβάστηκαν μέσα στην «ιστορική συγκυρία» έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης και κατά τη διάρκειά της. Οι δραματουργοί είχαν επηρεαστεί σαφώς κατά την προεπαναστατική περίοδο υπέρ της ελληνικής ιστορίας, κυρίως από το κίνημα του Διαφωτισμού, από τα βιβλία και τα κείμενα των ξένων περιηγητών, που ταξίδευαν σε όλη την Ελλάδα, από τα καλλιτεχνικά ρεύματα και έργα διαφόρων καλλιτεχνών κ.ο.κ., με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ο φιλελληνισμός στα πεδία των μαχών, αλλά και στα γράμματα και στο θέατρο, με την εμφάνιση δραματουργών, έργων τους και παραστάσεών τους, με διάφορους θεματικούς κύκλους για φάσεις του Αγώνα, γεγονότα και ήρωες, ακόμη και στους μετεπαναστατικούς χρόνους. Ιδιαίτερα, ο Πούχνερ αναλύει και ερμηνεύει διεξοδικά δύο έργα: Harro Paul Harring (1798-1870), «Ο αρνησίθρησκος του Μοριά» Jos.Bar. Ow, «Mesolonghi».  

Στην ελληνική δραματουργία συμπεριλαμβάνονται πολλά θεατρικά έργα, τα οποία κατατάσσει σε χρονικές περιόδους (1820-1860, 1860-1900, 1900-1922, Μεσοπόλεμος, Μεταπολεμική περίοδος) και ορισμένα απ’ αυτά τα ερμηνεύει λιγότερο ή περισσότερο διεξοδικά. Στέκεται δε με σπουδή σε ορισμένα, στα υποκεφάλαια: «Ο Θεόδωρος Αλκαίος και η λαϊκότροπη πατριωτική τραγωδία του ’21» (σ. 187-266), «Ο Παναγιώτης Σούτσος και η ποιητική πατριωτική τραγωδία» (σ. 267-321), «Οι δρόμοι της απομυθοποίησης “Νικήρατος” (1826), “Να ζη το Μεσολόγγι” (1928), “Το μπουκάλι” (1983)», έργα αντίστοιχα των Ευανθίας Καΐρη, Βασίλη Ρώτα και Βασίλη Ζιώγα (σ. 322-396).

Στο κεφάλαιο «Το Θέατρο Σκιών και οι πατριωτικές παραστάσεις» ο Πούχνερ θα μελετήσει ιδιαίτερα το έργο «Ο Κατσαντώνης» του Αντώνη Μόλλα.

Στο κεφάλαιο «Οι εθνικές γιορτές στα σχολεία», το οποίο προσωπικά μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα, θίγει αρκετά ενδιαφέροντα ζητήματα, κάνει αναφορές σε κάποια έργα του σχολικού θεάτρου και θέτει προβληματισμούς και προτάσεις, όπως το έχει ξανακάνει από το 1996 μέχρι σήμερα, δημοσιεύοντας ενδιαφέρουσες σχετικές εργασίες, χρήσιμες για την Ιστορία του Σχολικού και του ενγένει Θεάτρου για παιδιά, αλλά και του Ερασιτεχνικού Θεάτρου, μιας περιοχής της θεατρολογικής έρευνας αρκετά φτωχής, όπως άλλωστε και του σχολικού θεάτρου (ηλικίας 200 χρόνων) και του επαγγελματικού θεάτρου για παιδιά (ηλικίας 70 χρόνων), στη χώρα μας, επιστημονικά αντικείμενα που δυστυχώς δε διδάσκονται με αυτοτελή μαθήματα στα πανεπιστήμια, αλλά εντελώς αποσπασματικά και εμβόλιμα σε άλλα μαθήματα.

Στη σελ. 183 του βιβλίου γράφει ο Πούχνερ: «Το σχολικό θέατρο, ως προς τον κύκλο του ’21, έχει αναπτύξει μια ξεχωριστή δυναμική». Εδώ, θα ήθελα να σημειώσω ως παραπομπή την εξής υποσημείωση, η οποία ενδεχομένως να ενδιαφέρει κάποιους θεατρολόγους και εκπαιδευτικούς: 

Υπάρχουν κάποιες σχετικές ερευνητικές και μελετητικές εργασίες, μεταξύ των οποίων του Θανάση Ν. Καραγιάννη, «Ο Θανάσης Διάκος και η μάχη της Αλαμάνας στο Σχολικό μας Θέατρο (1950-1974) [Μια πρώτη προσέγγιση]». Κοίτα στο βιβλίο του Θεατρικές διαδρομές σε κείμενα, βιβλία και παραστάσεις για παιδιά και ενήλικες. Ιστορικά και θεωρητικά ζητήματα, Εκδόσεις Πάραλος, Αθήνα 2021, σ. 64-114, αλλά και άλλα παρόμοια μελετήματα που ετοιμάζει ο ίδιος με θέμα την «Ελληνική Επανάσταση στο Σχολικό Θέατρο» κ.ά.    

Στο κεφάλαιο «Τα πριν και τα μετά την Επανάσταση» ο Βάλτερ Πούχνερ με υποδειγματικό τρόπο αναλύει και μας παρουσιάζει κάποια θεατρικά έργα: 

Του Ιωάννη Ζαμπέλιου, «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» (1818), έργο που παίχτηκε κρυφά στην Κωνσταντινούπολη, το 1821, και «διακόπηκε βίαια από τους Τούρκους». Ο Πούχνερ αναφέρεται και σε άλλα έργα, με κεντρικό ήρωα τον Κ. Παλαιολόγο, όπως: του Δ. Δημητριάδη, «Η αρχή της ζωής», του Ν. Καζαντζάκη, «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος», του Ι. Ζώη και Θ. Κωτσόπουλου με τον ίδιο τίτλο, του Θ. Τερζόπουλου, «Λήθη και άλλοι τέσσερις μονόλογοι».

Του Βασίλη Ρώτα, «Ο Ρήγας Βελεστινλής» και

Διάφορα έργα για τον Καποδίστρια των Ι. Ζαμπέλιου, Υπάτιου Ζ. Αυγερινού, Π. Φλώρου, Δ. Χρονόπουλου, Γ. Θεοτοκά, Ν. Καζαντζάκη.

Στον «Επίλογο» ο Πούχνερ θέτει στοιχεία, επιχειρήματα και προβληματισμούς, αλλά ευθέως και τις επιστημονικές απόψεις του για το ζήτημα: «Αν ήρθε ή όχι το τέλος του ιστορικού δράματος». Ένα κείμενο, πρόσφορο για συνεχή γόνιμο διεπιστημονικό διάλογο, αφού αφορά διάφορες επιστήμες και επιστήμονες (Κοινωνιολόγους, Παιδαγωγούς, Θεατρολόγους, Πολιτικούς επιστήμονες κ.ά.)

Πρόκειται για ένα από τα πιο ώριμα έργα του πολυγράφου και πολύπειρου διανοητή, και σημαντικού θεωρητικού, ερευνητή/μελετητή των Θεατρικών Σπουδών, και όχι μόνο, Βάλτερ Πούχνερ, καρπός μακροχρόνιας προσπάθειας και ακαδημαϊκής διδασκαλίας και του παρόντος αντικειμένου. Ένα τέτοιου είδους βιβλίο δε γράφεται σε σύντομο χρονικό διάστημα. Απαιτούνται, ασφαλώς, μολύμοχθη, χρονοβόρα, υπεύθυνη και ενδελεχής έρευνα/μελέτη, προδημοσιεύσεις και εισηγήσεις  σε συνέδρια, αλλά και αξιοθαύμαστη τεχνική για τη σύνθεση του ογκώδους υλικού που έχει συλλεχτεί για το θέμα και η κατάλληλη αξιοποίησή του σ’ ένα βιβλίο, επετειακού μάλιστα χαρακτήρα.     

Προτείνω απερίφραστα να μελετηθεί αυτό το αξιόλογο πολυσέλιδο πόνημα του επιφανούς πνευματικού δημιουργού, ίσως του πολυγραφότερου πανεπιστημιακού και ακαδημαϊκού δασκάλου ή έστω από τους πιο πολυγράφους πανεπιστημιακούς καθηγητές ζώντες και τεθνεώντες.

 

Θαυμάσια η επιμέλεια του κειμένου, που πραγματοποίησε με υπευθυνότητα και πλήρη επιστημονική γνώση, η Ομ. Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κυριακή Πετράκου, πολυγράφος κι αυτή, εργατικότατη και πολυπράγμων στα περί θεάτρου επιστημονικά και εκδοτικά συμβαίνοντα, ακόμη και μετά από την αφυπηρέτησή της. 

Συγχαρητήρια αξίζουν και στον εκδότη Γρηγόρη Πλαστάρα, των εκδόσεων ΟΤΑΝ, για τη θαυμάσια και επιμελημένη έκδοση που έχω στα χέρια μου και ελπίζω να μελετηθεί από όλους τους θεατρολόγους και εκπαιδευτικούς, αλλά και από τους φοιτητές των Τμημάτων Θεατρικών Σποδών και Παιδαγωγικών Τμημάτων των πανεπιστημίων μας και ακόμη από κάθε θεατρόφιλο και φιλομαθή αναγνώστη. Πιστεύω ότι διαβάζοντας κάποιος τέτοιου είδους βιβλία, θωρακίζει σημαντικά την ιστορική, θεατρική και ενγένει πολιτισμική κουλτούρα του, καθώς και την προσωπικότητά του. Και ότι δεν αρκεί, κατά τη γνώμη μου να παρακολουθούμε θεατρικές παραστάσεις μόνο, αλλά πρωτίστως να διαθέτουμε μια ευρύτερη γνώση εκ των προτέρων για τα έργα για ενήλικες που θα παρακολουθήσουμε (για τη ζωή και το έργο του κάθε δραματουργού, για την υπόθεση του έργου, για την εποχή που γράφτηκε, για τα αισθητικά ρεύματα που επικρατούσαν κ.ο.κ.), αλλά και για την ιστορία του σχολικού θεάτρου και του θεάτρου για παιδιά (ιδιαίτερα αυτά τα ζητήματα αφορούν τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς και τους ηθοποιούς, που παίζουν στο επαγγελματικό θέατρο για παιδιά), τη θεματογραφία των έργων και τη σκηνική παρουσία τους κ.λπ. Η θεωρητική ενασχόληση με το είδος θα τονώσει την αγάπη όλων μας για το θέατρο, την εξαίσια αυτή τέχνη των τεχνών.

 

Υ.Γ.:

Διαβάζοντας απόσπασμα του παρουσιαζόμενου βιβλίου (σελ. 371-372),, όπου ο συγγραφέας αναφέρεται σε τρία αφιερώματα που επιμελήθηκα για το έργο του Ρώτα, θα ήθελα, ακόμη να προσθέσω για την πληρέστερη ενημέρωση του αναγνώστη του παρόντος παρουσιαζόμενου βιβλίου, ορισμένα ακόμη σχετικά αφιερώματα που επιμελήθηκα ή πρότεινα να πραγματοποιηθούν:

1.Αφιέρωμα που επιμελήθηκα με θέμα: «Βασίλης Ρώτας: 25 χρόνια απ’ το θάνατό του», περ. «Το Σχολείο και το Σπίτι», τεύχ. 444-445, 2002, σ. 360-374, με τα εξής κείμενα: Ρένου-Παναγιώτη Ρώτα, «Ο σεβασμός προς το παιδί στο έργο του Βασίλη Ρώτα», Μιχάλη Σταφυλά, «Η ιδιοτυπία του Βασίλη Ρώτα», Μαρίας Τζαφεροπούλου, «Η παρουσία του χιούμορ στην “Αυγούλα” του Βασίλη Ρώτα», Θανάση Καραγιάννη, «Βασίλη Ρώτα “Νενικήκαμεν” (μονόπρακτο για παιδιά), 1929. Σύντομη αναφορά στην υπόθεση και στους δραματικούς ήρωες του έργου».

2.Μαζί με την Αριστέα Κομνηνέλλη επιμεληθήκαμε αφιερώματος, με θέμα «Ο Θεατράνθρωπος Βασίλης Ρώτας», στο περ. «Μανδραγόρας», τεύχ. 38, Απρίλιος 2008, σ. 74-105, με τα εξής κείμενα: Θανάση Καραγιάννη, «Βασίλης Ρώτας. Ο Θεατράνθρωπος, ο Δραματουργός, ο Μεταφραστής. Χρονολόγιο [Βασικό συνοπτικό σχεδίασμα]» (σσ.: Το πληρέστερο χρονολόγιο μέχρι σήμερα για τη συμβολή του Ρώτα στο θέατρο),  Θανάση Καραγιάννη, «Βασίλης Ρώτας και Θέατρο Σκιών. Αναφορές-Επισημάνσεις-Προσεγγίσεις», Βάλτερ Πούχνερ, «Βασίλης Ρώτας. Θεατρικές μεταφράσεις. Σίλλερ: Δον Κάρλος, Μαρία Στούαρτ. Χάουπτμαν: Ρόζα Μπερντ, Η Χανέλα πάει στον παράδεισο», Αριστέα Κομνηνέλλη, «Ο Βασίλης Ρώτας μεταφράζει William Shakespeare. Αποσπάσματα από μεταφράσεις», Κυριακής Πετράκου, «Η θεατρική πορεία του Ρήγα Βελεστινλή του Βασίλη Ρώτα», Βαρβάρας Γεωργοπούλου, «Ο Βασίλης Ρώτας ως θεωρητικός και κριτικός του Θεάτρου στο Μεσοπόλεμο», Παναγιώτη Νούτσου, «Προαπαιτούμενα για την κατανόηση της πολιτικής σκέψης του Βασίλη Ρώτα», Κατερίνας Ρώτα, «Βασίλης Ρώτας, ο παππούλης μου», Κώστα Κρεμμύδα, «Βασίλης Ρώτας. Κρίσεις για τον Καρυωτάκη και το έργο του».

3.Μικρό αφιέρωμα (επιμέλεια: Β. Δ. Αναγνωστόπουλος) στο περ. «Διαδρομές στο χώρο της Λογοτεχνίας για παιδιά και νέους», τεύχ. 9-10, Άνοιξη- Καλοκαίρι 2003, σ. 69-92 με δύο κείμενα: Βάλτερ Πούχνερ, «Παρατηρήσεις και σκέψεις πάνω στο παιδικό θέατρο του Βασίλη Ρώτα» και Θανάση Καραγιάννη, «Βασίλης Ρώτας: Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια, οι σπουδές του», και

4.«Μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του Βασίλη Ρώτα, 25 χρόνια από το θάνατό του» (επιμέλεια: Φ. Κ. Βώρος) σε δύο τεύχη του περ. «Τα Εκπαιδευτικά», τεύχ. 63-64, Ιαν. – Ιούν. 2002, σ. 9-26: Βασίλη Ασημομύτη, «Βασίλης Ρώτας (1889-1977). Εικοσιπέντε χρόνια απουσίας», Χάρη Σακελλαρίου, «Η κοινωνιολογική θέαση του κόσμου στην παιδική ποίηση του Βασίλη Ρώτα», Φ. Κ. Βώρου, «Ο πολιτισμός στο Βουνό» και τεύχ. 65-66, Ιούλ. – Δεκ. 2002, σ. 12-29: Θανάση Καραγιάννη, «Η πολιτική ποίηση του Βασίλη Ρώτα. Προσεγγίσεις με φόντο τη Μετακατοχική Περίοδο». 

Επίσης, αναφέρω το αφιέρωμα για το έργο του Ρώτα που επιμελήθηκε η Βούλα Δαμιανάκου στο περ. «Η Λέξη», τεύχ. 116, Ιούλ.-Αύγ. 1993, σ. 419-447 και είχε προηγηθεί όλων των προηγουμένων: «Βασίλης Ρώτας» (εισαγωγή-σημειώσεις: Πλάτων Μαυρομούστακος, σε μαγνητοφωνημένη αφήγηση του Β. Ρώτα: «Το Θέατρο στο Βουνό – Ιστορία και Αναμνήσεις»), Βούλας Δαμιανάκου, «Βασίλης Ρώτας, πρωτοπόρος στη ζωή και στην τέχνη», Νικηφόρου Ρώτα, «Σχόλιο για τον Βασίλη Ρώτα τον πατέρα μου και την εποχή μας». 

 

Παραπομπές

1.«Όλα ξεκίνησαν από τις ιδέες», στο: Ελληνικό όνειρο, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2020, σ. 23.

2.«Γνωρίζουμε ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν ξέσπασε ξαφνικά, σε ιδεολογικό κενό. Όπως και η Γαλλική Επανάσταση που προηγήθηκε, υπήρξε το αποτέλεσμα μακροχρόνιων ζυμώσεων και συγκρούσεων στη σφαίρα του πολιτισμού και της διανόησης, στο χώρο των ιδεών. Ανάμεσα στο 1770 και στο 1821, οι ιδέες του Διαφωτισμού που θριάμβευαν στο Παρίσι έφτασαν ως τα μέρη μας και αμφισβήτησαν την απόλυτη μέχρι τότε κυριαρχία της θεοκρατικής σκέψης, της δεισιδαιμονίας και του σκοταδισμού.» Παρόμοιες απόψεις εκφράζει, σχετικά, ο Κώστας Σκολαρίκος (κοίτα στην επόμενη υποσημείωση), αλλά ουσιαστικά, εντέλει, προσδιορίζουν την αντίθετη επιστημονική και ταξική θέση του: «Οι αστοί διανοούμενοι ανόρθωσαν εκείνη την εποχή το μπόι της ανθρώπινης σκέψης σε πρωτόγνωρα ύψη, επιδιώκοντας να αντικαταστήσουν τα θρησκευτικά δόγματα με την επιστήμη και αμφισβητώντας κάθε αποδεκτή αντίληψη της εποχής τους. Οι αστοί επαναστάτες δεν λυπήθηκαν θυσίες και ηρωισμούς για να κινήσουν τον παλιό κόσμο. Η μαζική λαϊκή επαναστατική πάλη εισέβαλε για πρώτη φορά στο προσκήνιο της Ιστορίας, αποτελώντας καθοριστικό παράγοντα στην εξέλιξη της ταξικής πάλης. […] Οι προσπάθειες (σσ.: σήμερα) της αστικής δημοσιολογίας και ιστοριογραφίας να αφαιρέσουν κάθε αναφορά στην ταξική πάλη και τις επαναστάσεις ως κινητήριων δυνάμεων της ιστορικής εξέλιξης, η απόπειρα να παρουσιαστούν οι “καπιταλιστικές” ιδέες της Αναγέννησης (15ος-16ος αιώνας) ως νεωτερικές (την ίδια στιγμή μάλιστα που οι θέσεις του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος παρουσιάζονται ως ξεπερασμένες), η ταξική και πολιτική εργαλειοποίηση της Ιστορίας κ.λπ. αποτελούν την ιδεολογική αντανάκλαση του σάπιου και γερασμένου καπιταλισμού. […]»

3.Κοίτα: Κώστα Σκολαρίκου, «200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821», «Αναζητώντας τη “νεωτερικότητα ενός γερασμένου” συστήματος», εφ. «Ριζοσπάστης», 15-16.5.2021, σ. 26.

4.Κοίτα: Κώστα Σκολαρίκου, «200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821», «Αναζητώντας τη “νεωτερικότητα ενός γερασμένου” συστήματος», ό.π., σ. 26-27.

5.Κοίτα: Στάθη Ν. Καλύβας, Ελληνικό όνειρο, ό.π., σ. 17.

6.Κοίτα το βιβλίο 1821. Η Επανάσταση και οι απαρχές του Ελληνικού Αστικού Κράτους, Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα 2020, σσ. 400.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: