Super Supper – Μια παράσταση αυστηρώς ακατάλληλη για μικροαστούς

Παρά τη σκωπτική διάθεση του έργου, δεν κοροϊδεύει τους ήρωες και τον τρόπο ζωής τους, δεν αποπνέει διδακτισμό ή ελιτισμό, απλά αποδίδει με έντονες φωτοσκιάσεις τη μιζέρια του μικροαστισμού, κομμάτια της οποίας οι περισσότεροι θεατές θα αναγνωρίσουμε στον εαυτό μας, παίρνοντας ίσως ένα έναυσμα να τα αλλάξουμε, για να μην “γίνουν” ο εαυτός μας.

Την προηγούμενη Δευτέρα είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την πρεμιέρα της παράστασης Super Supper στο θέατρο “Από κοινού” στο Γκάζι. Μια πρεμιέρα σε ζεστό οικογενειακό κλίμα, χωρίς επισήμους και τυπικότητες. Όπως ακριβώς ταιριάζει στη φυσιογνωμία του “Από κοινού”, που σε κάνει να αισθάνεσαι σαν στο σπίτι σου, σα μέλος μιας οικογένειας. Εξάλλου το καστ είναι “οικογενειακή” υπόθεση, κι αυτό είναι, κατά μία έννοια, και το θέμα του έργου. “Βρισκόμαστε σε ένα μικροαστικό σπίτι. Κατοικείται από μία μικροαστική οικογένεια. Η οικογένεια αποτελείται από τρία μικροαστικά μέλη.” Τρεις φράσεις στο κείμενο παρουσίασης της παράστασης συνοψίζουν την ουσία της υπόθεσης.

Οι ήρωές μας φοράνε στολές υπερηρώων κάτω από τις ρόμπες τους και γίνονται ήρωες μιας ελάχιστα ηρωικής καθημερινότητας, η οποία τους αποδομεί και τους καταπίνει. Χρησιμοποιούν τη δύναμη σύγχρονων τεχνολογικών προϊόντων, αλλά καταλήγουν αδύναμοι οι ίδιοι, ανθρωπάκια που κλείνονται στον εαυτό τους και το σπίτι τους, για να περιφρουρήσουν την αδυναμία τους, την εύθραυστη μιζέρια τους, που απειλείται από το γείτονα, από έναν επισκέπτη. “Η κόλαση μας είναι οι άλλοι”, όπως θα έλεγαν και οι υπαρξιστές. Κι εδώ η φράση κολλάει γάντι, για κάποιες άθλιες, ανώνυμες (όπως σκόπιμα παραμένουν και οι πρωταγωνιστές του έργου), μικροαστικές υπάρξεις, που φλερτάρουν με την ανυπαρξία, κινούνται στα όριά της, διασκεδάζουν την ασημαντότητά τους. Ακόμα κι ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο εκτός εποχής επιστρατεύεται, για να αναβιώσει την τεχνητή ευφορία των εορτών και τη χαμένη οικογενειακή θαλπωρή.

“Άνθρωπος προς άνθρωπο ίσον λύκος”, όπως μας διδάσκει η αστική φιλοσοφία. Ζούμε σε μια πολιτισμένη ζούγκλα, σα φοβισμένα -και ταυτόχρονα επιθετικά- ζώα, κι αυτό προσπαθούν να δείξουν πιθανότατα οι σκηνές που παίζουν στην οθόνη στο φόντο με αλιγάτορες, αντιλόπες, ιπποπόταμους, κι άλλα άγρια ζώα, που ζουν σε ένα διαφορετικό βάλτο από το δικό μας. Σκηνές που μοιάζουν σουρεαλιστικές, παράταιρες και για κάποιους παράλογες, αλλά τονίζουν έτσι τον παραλογισμό στη ζούγκλα των ανθρώπινων σχέσεων.

Κομβικό σημείο είναι η επίσκεψη ενός “ξένου” για την “αντιμετώπιση” του οποίου επιστρατεύεται επιτελικό σχέδιο από τα μέλη της οικογένειας, που πανηγυρίζουν όταν κατορθώσουν να βγουν “αλώβητα” από την διατάραξη της οικογενειακής γαλήνης και του αυστηρά ρυθμισμένου τους μικρόκοσμου. Δεν είναι όμως μόνο οι σχέσεις τους με τον έξω κόσμο προβληματικές, αλλά κι εκείνες μεταξύ τους, καθώς η ειδυλλιακή εικόνα θαλπωρής ραγίζει στιγμές-στιγμές σε μικροεντάσεις με τις οποίες δηλώνεται η καταπιεσμένη πικρία και τα παράπονα που έχουν ο ένας για τον άλλον. Αυτό δε σημαίνει πως λείπει η τρυφερότητα και η αγάπη, η οποία όμως στρεβλώνεται από την παρουσία εμφανών εξαρτητικών τάσεων.

Οι ερμηνείες των τεσσάρων πρωταγωνιστών είναι στο σύνολό τους ιδιαίτερα αξιόλογες, ισορροπώντας μαεστρικά μεταξύ τραγικού και γκροτέσκο.
Η Ελένη Γερασιμίδου στο ρόλο της μητέρας, αποδίδει πειστικά τον κάματο της καθημερινότητας, την αίσθηση μη αναγνώρισης των κόπων της, αλλά και τη διαρκή αγωνία να ανταποκριθεί στην εντέλεια στον κοινωνικά προδιαγεγραμμένο ρόλο της άψογης συζύγου, μητέρας και οικοδέσποινας.
Ο Αντώνης Ξένος, ως τυπικός πάτερ φαμίλιας, που κατά φαντασίαν “ελέγχει” τα τεκταινόμενα στο σπίτι του, βυθισμένος στην αυταρέσκεια, τη μιζέρια και τα κινούμενα σχέδια που ανελλιπώς παρακολουθεί, θυμίζοντας σε κάποιες στιγμές, μια μεταφορά του Όμηρου Σίμπσον από το αντίστοιχο καρτούν.
Η κόρη, Αγγελική Ξένου, ενσαρκώνει την “τυπική” νέα της εποχής, κολλημένης με τα γκατζετάκια της και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ένα μεγάλο παιδί που μένει με τους γονείς του, τους βαριέται, τους ειρωνεύεται υποδόρια, αλλά αρνείται να εγκαταλείψει την ασφάλεια του σπιτιού και να ανεξαρτητοποιηθεί.
Ο Χάρης Ασημακόπουλος είναι ο “ξένος”, που απειλεί την… οικογένεια Ξένου. Διακρίνεται από την ίδια καχυποψία απέναντι στους άλλους, νιώθει τον “τρόμο του κενού”, προσπαθώντας να καλύψει με τη φλυαρία του επί παντός του επιστητού την αμηχανία του. Συν τοις άλλοις, είναι βίγκαν, χωρίς ωστόσο να προσβάλλεται από τις σαρκοβόρες διαθέσεις που τον περιτριγυρίζουν και διακρίνουν και τον ίδιο, εν μέρει.

Στο τέλος του έργου η Ελένη Γερασιμίδου βγήκε και μίλησε προς το κοινό, λέγοντας πως κάνουν μια καινούρια προσπάθεια, με  κάποιεςδιαφορετικές αφετηρίες κι απόψεις μεταξύ των μελών της ομάδας, όπου ωστόσο το κοινό σημείο, ως σταθερά, είναι η επιδίωξη του νέου και του σύγχρονου.

Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως παρά τη σκωπτική διάθεση του έργου, δεν κοροϊδεύει τους ήρωες και τον τρόπο ζωής τους, δεν αποπνέει διδακτισμό ή ελιτισμό, απλά αποδίδει με έντονες φωτοσκιάσεις τη μιζέρια του μικροαστισμού, κομμάτια της οποίας οι περισσότεροι θεατές θα αναγνωρίσουμε στον εαυτό μας, παίρνοντας ίσως ένα έναυσμα να τα αλλάξουμε, για να μη “γίνουν” ο εαυτός μας.

Οι πρωταγωνιστές της παράστασης ποζάρουν στο φακό της Κατιούσα

Η παράσταση συνεχίζεται ως τις 3 Απριλίου και παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο θέατρο “Από κοινού” στην οδό Ευπατριδών 4 στο Γκάζι.

Κείμενο -Σκηνοθεσία: Γρηγόρης Χατζάκης

Σκηνικά – Κοστούμια: Ζωή Αρβανίτη

Μουσική: Βύρων Κατρίτσης

Γραφιστική Επιμέλεια: Michelangelo Bevilacqua

Β. Σκηνοθέτη: Κική Μπαρμπαβασίλογλου

Φωτογραφίες: Γιώργος Καλφαμανώλης

.

Παίζουν (με σειρά εμφάνισης):

Ελένη Γερασιμίδου

Αγγελική Ξένου

Αντώνης Ξένος

Χάρης Ασημακόπουλος

Φωνές ζώων: Χρήστος Καπενής

.

Κάθε Δευτέρα &Τρίτη στις 21:15

από 5 Μαρτίου έως 3 Απριλίου (για 10 παραστάσεις)

Διάρκεια παράστασης: 75′

Τιμές εισιτηρίων: 12€, μειωμένο 8€ (φοιτητ, ανεργ, ΑμΕΑ, άνω των 65)

.

Από Κοινού Θέατρο

Ευπατριδών 4, Γκάζι

(στάση μετρό: Κεραμεικός)

τηλ. 211 4057249

email: [email protected]

facebook: Από Κοινού Θέατρο

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: