«Ο Άρης!»

Και τι δε γράφτηκε για τον Άρη: αμέτρητα άρθρα και βιβλία, τραγούδια, ποιήματα και πεζογραφήματα. Και πάντα μιλούσαν οι άλλοι γι’ αυτόν, ο καθένας από την πλευρά και το μετερίζι του. Και τώρα;! Ένα θεατρικό έργο όπου «μιλάει» ο ίδιος ο Άρης!

Ακόμα αντηχεί στ’ αυτιά μου η φωνή της γιαγιάς μου, να περιγράφει τη σκηνή που περνούσε έφιππος έξω από το σπιτάκι της Χώσεψης, με κατεύθυνση το στρατηγείο του ΕΛΑΣ, μερικά σπίτια παρακάτω. Μια γυναίκα σαν τις χιλιάδες της ελληνικής υπαίθρου εκείνων των χρόνων –σαν μια ευθεία γραμμή η σκληρή ζωή τους, απ’ όταν άνοιγαν μέχρι που έκλειναν τα μάτια τους– αγράμματη, με ροζιασμένα χέρια, με το μυαλό φορτωμένο έγνοιες και την αγκαλιά γεμάτη παιδιά. Δεν κάτεχε την πολιτική, μα συμπαραστάθηκε όσο μπορούσε στον άντρα της κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα και στις «περιποιήσεις» και τις εξορίες που ακολούθησαν, ως «ανταμοιβή» απ’ το επίσημο κράτος για τη συνεισφορά του παππού μου σ’ αυτόν… Στις επίμονες οχλήσεις μου, λοιπόν, άφηνε στην άκρη τη ρόκα και το αδράχτι, έσμιγε τις παλάμες σφίγγοντας τα δάχτυλα, πάνω στην ποδιά της και τα μάτια της γέμιζαν· το πρόσωπό της φωτιζόταν από ένα φως που έβγαινε βαθιά μέσα απ’ την ψυχή της – δεν το καταλάβαινα τότε.

«Ο Άρης!». Ασφαλώς και δεν είναι τυχαία αυτή η αντίδραση. Ο Άρης άγγιξε τους απλούς ανθρώπους της υπαίθρου, τους συγκίνησε και τους κέρδισε. Πρώτα τους άκουσε, τους σεβάστηκε, μοιράστηκε τη μπουκιά και το σανίδι του ύπνου μαζί τους, τους έδωσε βήμα φέρνοντάς τους στο προσκήνιο, τους εξήγησε τις αιτίες της φτώχειας και της εκμετάλλευσης που βίωναν στην πλειονότητά τους, μιλώντας στη γλώσσα τους, τους έδειξε τον δρόμο της οριστικής απελευθέρωσής τους από κάθε είδους σκλαβιά και τους έπεισε ότι μπορούν να την κατακτήσουν. Κι ύστερα, με τις πράξεις του, με τη ζωή του την ίδια επισφράγισε την επαναστατική μπέσα που επέδειξε προς αυτούς.

Ο Άρης ζει ακόμα στις καρδιές χιλιάδων ανθρώπων του μόχθου, σε πόλεις και χωριά, που δεν συμβιβάζονται και δεν αποδέχονται τη σαπίλα και την παρακμή των ημερών μας. Στοιχειώνει τα όνειρα των εκπροσώπων της καθεστηκυίας τάξης, που γνωρίζουν ότι το καθεστώς τους, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, δεν είναι παντοτινό, έχει ημερομηνία λήξης. Ούτε είναι τυχαίο που δεν έπαψαν ποτέ να τον «υπερασπίζονται» εχθροί και «φίλοι», με προεξάρχοντες αυτούς που προσπαθούν να διαχωρίσουν τον «καλό» Άρη από το «κακό» Κόμμα του, το ΚΚΕ. Κι αν ζούσε σήμερα, είναι σίγουρο πως θα έλεγε ο ίδιος: «Είναι και κείνοι που στο όνομα της υπεράσπισής μου με ερμηνεύουν τάχα, -όπως κάνουν και με άλλους- όχι για να με δικαιώσουν, αλλά για να χτυπήσουν πάλι αυτό που πραγματικά τους πονάει. Υπάρχουν και οι άλλοι… με καλή πρόθεση υπερασπιστές μου, αλλά το κακό είναι ότι δεν μπορώ να έχω μια συνομιλία μαζί τους για να τους πω, πού πιστεύω ότι έχουν δίκιο και πού άδικο»*…

Και τι δε γράφτηκε για τον Άρη: αμέτρητα άρθρα και βιβλία, τραγούδια, ποιήματα και πεζογραφήματα. Και πάντα μιλούσαν οι άλλοι γι’ αυτόν, ο καθένας από την πλευρά και το μετερίζι του. Και τώρα;! Ένα θεατρικό έργο όπου «μιλάει» ο ίδιος ο Άρης!

Η απορία και συνάμα αγωνία μου δεν ήταν κυρίως για το τι θα πει (όσοι έχουν συναντηθεί με τη γραφή της Σοφίας Αδαμίδου με καταλαβαίνουν), μα πώς θα «μεταφερθεί» ο Άρης στη σκηνή και στην εποχή μας· πώς μια παράσταση με πρωταγωνιστή τον Άρη Βελουχιώτη θα μπορέσει να προσεγγίσει το σημερινό άνθρωπο, που παραπάνω από εφτά  δεκαετίες μετά την αυτοκτονία του Πρωτοκαπετάνιου πλάθεται με αμείωτους ρυθμούς από το σύστημα να αποστρέφεται τη συλλογική έκφραση και δράση, να κλείνεται στον μικρόκοσμό του και να περιστρέφεται με αυτοκαταστροφικές τάσεις γύρω από το πολυτραυματισμένο εγώ του.

Με αυτές πάνω-κάτω τις σκέψεις πήρα το δρόμο για τον Τεχνοχώρο Cartel, για να παρακολουθήσω τον «Άρη» της Σοφίας Αδαμίδου, παράσταση για την οποία είχα διαβάσει κι ακούσει κριτικές, κατά κανόνα θετικές. Αντικρίζοντας στο βάθος της Αττικής Οδού μια χούφτα σύννεφα ν’ απλώνουν τα μολυβένια πέπλα τους στην ώχρα του γερμένου ήλιου, αυτές οι σκέψεις σα να εξεγείρονταν, έμπαινε η μια στα χωράφια της άλλης και υποχωρούσαν μόνο μπροστά στη μορφή του πρωτοκαπετάνιου, με το αινιγματικό μειδίαμα, στο ευθύβολο σαν την πορεία της σφαίρας απ’ το εκπυρσοκροτημένο του περίστροφο βλέμμα του…

Μια ξεθωριασμένη ξύλινη ντουλάπα (στο εσωτερικό της κρύβει ένα εύρημα που θα απογειώσει την παράσταση και τις ερμηνευτικές ικανότητες του Τάσου Σωτηράκη), ένα έπιπλο που λειτουργεί ως τραπέζι και μια καρέκλα, μερικές δεμένες ντάνες κιτρινισμένες εφημερίδες, ένα παλιό ραδιόφωνο, ένα λουλούδι (φυτεμένο σε ντενεκέ αντί για γλάστρα – εντελώς συνηθισμένο εκείνη την εποχή στα χωριά όπου διάβηκε ο Άρης) και κάμποσα μπουκάλια τσίπουρου, συνθέτουν  το σκηνικό-εσωτερικό ενός δωματίου· το πεδίο όπου θα εξελιχτεί και θα κορυφωθεί η «μάχη» του Άρη με την εποχή του και τους (συμ)πρωταγωνιστές (του)της από τη μια, αλλά και με τη σημερινή εποχή και τους ανθρώπους της. Μια μάχη που το κατά πόσο μπόρεσε να μεταφερθεί και στο πεδίο της συνείδησης του κάθε θεατή είναι ένα μέτρο για το πόσο πέτυχε το σκοπό της κι αν φτάνει η παράσταση στον προορισμό της.

«Γιατί ήρθα σήμερα εδώ; Μα εδώ είμαι πάντα. Σήμερα όμως κάτι θέλετε. Μπορεί κι εγώ να θέλω κάτι. Κάτι θέλουμε…»

Ένα έξυπνο σκηνοθετικό εύρημα «φέρνει» τον Άρη ανάμεσά μας, τον κάνει μέρος της καθημερινότητάς μας, στους ίδιους δρόμους, στα ίδια πεζοδρόμια, όπου η κοινωνία αναπνέει (διαρκής κίνηση) μα και πεθαίνει (άστεγοι και χρήστες ουσιών), ώσπου, ξαφνικά, ανοίγει μια πόρτα και ο καπετάνιος κουρασμένος μπαίνει στο δωμάτιο.

Βλέποντας ήδη από καιρό τις φωτογραφίες της Δήμητρας Ψυχογυιού στα δελτία τύπου της παράστασης, κι έχοντας θαυμάσει την φυσική ομοιότητα του πρωταγωνιστή Τάσου Σωτηράκη με τον Άρη, αυτό που περίμενα με αγωνία ήταν ν’ ακούσω τη φωνή του. Πόσες φορές μια «ασύμβατη» φωνή δεν έχει χαλάσει την εικόνα που σχηματίσαμε για κάποιο πρόσωπο (ή και το αντίθετο…) φέρνοντας την απογοήτευση. Τα πρώτα λεπτά κυλάνε αμήχανα και, το ομολογώ, με δυσπιστία, μέχρι που να με πείσει ο «Άρης» και να με κερδίσει.

Ανάμεσα σε δημοσιεύματα εφημερίδων, ανακοινώσεις και διαταγές (δοσμένα με τρόπο που να μην κουράζουν και χωρίς ίχνος κατήχησης), ιστορικά γεγονότα και βιογραφικές αναφορές, ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια του θεατή τα πρώτα χρόνια του Θανάση Κλάρα, η οικογένειά του, τα μποέμικα νεανικά χρόνια με τη ροπή στην παραβατικότητα, που θα πάψει μόνο όταν οργανωθεί στο ΚΚΕ, το κολαστήριο του Καλπακίου, η φοβερή φυλακή της Κέρκυρας, η οργάνωση του αντάρτικου, ο Γοργοπόταμος, η Βάρκιζα και η μαύρη περίοδος που την ακολουθεί.

Ο Άρης, μέσω της πένας της Σοφίας Αδαμίδου, με τις απαντήσεις του κλείνει πολλά στόματα. Απαντά σ’ αυτούς που τον κατηγορούν για την ζωή του πριν ενταχτεί στο Κόμμα, υπερασπίζεται το παρατσούκλι «Μιζέριας»  που ακόμα και σήμερα κάποιοι το χρησιμοποιούν νομίζοντας ότι έτσι τον μειώνουν, αναλαμβάνει την ευθύνη της υπογραφής δήλωσης, αναλύει γεγονότα, συνομιλεί με πρόσωπα, κρίνει αποφάσεις και πολιτικές και κάνει αυτοκριτική. Δεν διστάζει ν’ ακουμπήσει τα δάχτυλά του στις πληγές του Κόμματος και του λαϊκού κινήματος, ξεφυλλίζοντας τις καταματωμένες σελίδες του πιο σημαντικού ίσως κομματιού (μαζί με την περίοδο του εμφυλίου που ακολουθεί) της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.

Ο Άρης Βελουχιώτης κέρδισε με το σπαθί του, την αγάπη του λαού. Η προσωπικότητα και η δράση του του προσέδωσαν αμέσως μετά τον θάνατό του μυθικές διαστάσεις. Ο δοξασμένος πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ, επέδειξε θαυμάσιες οργανωτικές και στρατιωτικές ικανότητες, στη διεξαγωγή του ένοπλου αγώνα κατά των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους. Αντιτάχτηκε στην απαράδεκτη «Συμφωνία της Βάρκιζας», διαγράφηκε και απομονώθηκε από το Κόμμα του, το ΚΚΕ (το οποίο τον αποκατέστησε πολιτικά το 2011) και στις 16 του Ιούνη 1945 έδωσε τέλος στη ζωή του στο φαράγγι του Φάγγου, έξω από το χωριό Μεσούντα της Άρτας, κυνηγημένος από δυνάμεις του στρατού και «εθνικόφρονες»  κυνηγούς κεφαλών, περνώντας στην αθανασία. Μαζί του στο θάνατο τον ακολούθησε και ο πιστός του αντάρτης, ο Τζαβέλας. Στη συνέχεια οι διώκτες κανίβαλοι  αποκεφάλισαν τα πτώματα και κρέμασαν τα κεφάλια του Άρη και του Τζαβέλα σ’ ένα φανοστάτη στα Τρίκαλα για τρεις μέρες…

Οι σκηνές της παράστασης εναλλάσσονται μπροστά στα μάτια του θεατή μαζί με τα χρόνια, με σκηνοθετική μαεστρία, μπροστά στο ίδιο σκηνικό και χωρίς διακοπές και με κάπως αργό ρυθμό, μέχρι που ο Άρης ανοίγει τη ντουλάπα…

«Γυρνάμε πίσω, γιατί; Να διδαχτούμε από την Ιστορία; Από τα λάθη μας; Από τις επιτυχίες μας; Μπα. Αν ήταν εύκολο αυτό, θα είχε αποφύγει πολλά η ανθρωπότητα. Νομίζω ότι μια ανάγκη τρέφει τη συνάντησή μας. Η ανάγκη του εμείς. Η ανάγκη του θέλω. Η ανάγκη του μπορώ. Η ανάγκη μας. Η ανάγκη μας να ερμηνεύσουμε και να ερμηνευτούμε. Δεν σας υπόσχομαι πολλά γι’ αυτή τη συνάντηση, γιατί θα είναι δύσκολη…»

Είχες δίκιο καπετάνιε, δύσκολη η συνάντησή μας… Η σκηνή όπου ο Άρης αγκαλιάζει το κομμένο κεφάλι του Τζαβέλλα, του πιστού μέχρι το θάνατο συντρόφου του, το φιλάει, του δίνει τσίπουρο να πιεί και τσιγάρο να καπνίσει, του μιλάει και χορεύει μαζί του στους ήχους της επιβλητικής μουσικής των Villagers o Ioannina City δεν περιγράφεται με λέξεις… Εκτός από συγκλονιστική,  ως εικόνα και ερμηνευτικά, η συγκεκριμένη σκηνή λειτουργεί και ως σκαλοπάτι για να ανεβεί η παράσταση σε άλλο επίπεδο και το ενδιαφέρον του θεατή να παραμείνει αμείωτο μέχρι το τέλος, ενώ λίγο πριν το τέλος, μια ακόμα ανατροπή (δεν θα την αποκαλύψουμε) κάνει τον θεατή να αναρωτηθεί και να κοιταχτεί με τους διπλανούς του…

Συγγραφικά, εικαστικά, σκηνοθετικά, μουσικά, ερμηνευτικά, ο «Άρης» της Σοφίας Αδαμίδου είναι μια πολύ καλή παράσταση που πρέπει να τη δουν ακόμα περισσότεροι θεατές. Ακόμα κι αν πρόκειται να κλείσει ο κύκλος της σε λίγες μέρες, τίποτα δεν εμποδίζει έναν άλλο κύκλο παραστάσεων στο μέλλον ν’ ανοίξει.

«Πολλές φορές γίνομαι η φωνή σας και πολλές φορές γίνεστε η φωνή μου. Άλλοι μας ακούν κι άλλοι όχι. Κάποιοι επειδή δεν μπορούν, άλλοι επειδή δεν θέλουν…»

Πιο πάνω αναφερόμαστε στη συνείδηση του θεατή. Όχι τυχαία. Ένα ζευγάρι φίλων (όχι νεαρής ηλικίας) στις πίσω θέσεις, λίγο πριν την έναρξη της παράστασης, παραλλήλισε τον «Άρη» με κάποιο άλλο έργο που παίζεται στις μέρες μας με «πρωταγωνιστή» το Νίκο Ζαχαριάδη. Παραλλήλισε δηλαδή τα δυο πρόσωπα, τονίζοντας κατ’ επανάληψη τη φράση «αποκηρυγμένος κι αυτός απ’ το ΚΚΕ».

Ο θεατής, ακόμα κι αν οι προθέσεις του δεν πηγάζουν από ταπεινά κίνητρα, πολλές φορές εστιάζει στην ευκολία και στα εύπεπτα (αν και καταπίνονται αμάσητα…)  συμπεράσματα που του σερβίρει το σύστημα κατά πως το βολεύει. Όμως ο θεατής, ειδικά από μια ηλικία κι έπειτα, δεν είναι άμοιρος ευθυνών, για τις επιλογές του, τις θέσεις του, την πορεία του συνολικά και οφείλει να κόψει τον ομφάλιο λώρο με την ευκολία, να γυρίσει πίσω το δίσκο με τα σερβιριζόμενα και να αναζητήσει την αλήθεια, αναπτύσσοντας δική του κρίση και μέσα αξιολόγησης. Έτσι θα μπορέσει να αναπτύξει, να οξύνει τη συνείδησή του, που καλείται σήμερα να πάρει θέση στο κοινωνικό-ταξικό γίγνεσθαι, να συστρατευτεί στον αγώνα και να αναδειχτεί από θεατής σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων.

Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφερόμουν στο «πρόγραμμα» της παράστασης, μια προσεγμένη έκδοση στην οποία εκτός από τα συνηθισμένα-προβλεπόμενα, συμπεριλαμβάνεται ένα πολύ χρήσιμο και διαφωτιστικό παράρτημα με ιστορικές πληροφορίες (γεγονότα, σύντομα βιογραφικά κλπ), που βοηθάει τους θεατές νεότερης ηλικίας αλλά και τους «αμύητους» να  προσεγγίσουν την τότε εποχή και να λύσουν τυχόν απορίες ή λαθεμένες αντιλήψεις.

Επίσης και στις τιμές των εισιτηρίων. Τα 12 ευρώ που καλείται να πληρώσει ο θεατής πιάνουν τόπο, από κάθε άποψη. Όμως αυτό που αξίζει ιδιαίτερα να τονιστεί είναι η προσοχή που δόθηκε στους άνεργους. Τα 5 ευρώ του εισιτηρίου προέρχονται από μια γενναία έκπτωση (κι όχι για να βγει η «υποχρέωση»), κι είναι μια πραγματικά προσιτή τιμή για τον άνεργο.

Ο Τεχνοχώρος Cartel είναι ένα δείγμα του τι μπορεί να φτιάξει κανείς, σχεδόν από το τίποτα, φτάνει να διαθέτει φαντασία, δημιουργικότητα και μεράκι και να σέβεται την τέχνη και τον θεατή. Επιπλέον στην τοποθεσία που βρίσκεται θα μπορούσαμε να πούμε ότι σηματοδοτεί μια πράξη αντίστασης στην υποβάθμιση και την παρακμή, που όλες οι κυβερνήσεις χωρίς εξαίρεση επεφύλασσαν πάντα στο συγκεκριμένο κομμάτι του λεκανοπεδίου…

Η παράσταση ξεκινάει με τον Άρη να ανάβει ένα φανάρι, που τον συντροφεύει αναμμένο μέχρι το τέλος. Δικός του ο επίλογος: «…όσο γι’ αυτό το φανάρι που κάποτε έδειχνε πού βρισκόμαστε για να συναντηθούμε με τους άλλους που είχαμε αποκοπεί, δεν έσβησε ποτέ. Άλλοι το βλέπουν κι άλλοι όχι. Την αλήθεια ο καθένας τη χρησιμοποιεί από τη δική του σκοπιά. Εκείνη όμως δεν αλλάζει θέση. Ο χρόνος τη δικαιώνει»…

*Τα παραθέματα σε εισαγωγικά και με πλάγια γραμματοσειρά είναι από το κείμενο της παράστασης.

***

«Ο Άρης!»

«Ο Άρης!»

O «Άρης» της Σοφίας Αδαμίδου, θα παίζεται στον Τεχνοχώρο Cartel μέχρι τις 13 Μάη, κάθε  Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, στις 9 μμ.

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Βασίλης Μπισμπίκης
Στον ρόλο του Άρη ο Τάσος Σωτηράκης.
Ο ηθοποιός Θοδωρής Τσουανάτος και ο μικρός Πέτρος Φλωράκης «έδωσαν» τις φωνές τους.

Σκηνικά – κοστούμια: Ομάδα Cartel.

Μουσική: Villagers of Ioannina City (VIC). Το τραγούδι «Αρη μου», σε στίχους Αγλαϊας Κλάρα, μελοποίησε και ερμηνεύει η Ερωφίλη. Το μουσικό κομμάτι της έναρξης και του τέλους είναι του Βασίλη Καραγιάννη.

Κινησιολογία: Αγγέλα Πατσέλη // Φωτισμοί: Λάμπρος Παπούλιας // Επιμέλεια video: Ηλίας Φλωράκης // Ειδικά Εφέ: Προκόπης Βλασερός // Φωτογραφίες: Δήμητρα Ψυχογυιού // Σκίτσο αφίσας: Γιώργος Γούσης // Σχεδιασμός αφίσας: Νικολέτα Διολή // Εκτέλεση Παραγωγής: Φαίη Τζήμα

Τιμές εισιτηρίων: 12 ευρώ γενική είσοδος, 8 ευρώ μειωμένο, 5 ευρώ για ανέργους. // Προπώληση: www.viva.gr

Τεχνοχώρος Cartel (Μικέλη 4 & Αγ. Άννης Βοτανικός -Στάση μετρό Ελαιώνας- τηλ. 693 989 8258)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: