Και εγένετο δράμα – Πώς ξεκίνησε το θέατρο στην Αρχαία Ελλάδα

Λίγα λόγια για τη γέννηση του δράματος, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου.

Όλοι όσοι έχουμε φοιτήσει σε ελληνικό σχολείο θα θυμόμαστε ότι τρία πράγματα κυρίως μας παρουσιάζονταν ως τα παγκόσμια επιτεύγματα του αρχαιοελληνική πολιτισμού: η φιλοσοφία, η δημοκρατία και το θέατρο, την παγκόσμια ημέρα του οποίου γιορτάζουμε σήμερα. Οι τρεις αυτές έννοιες εξάλλου δεν είναι ξεκομμένες μεταξύ τους, καθώς αναδύονται – χοντρικά – την ίδια περίπου περίπου περίοδο, γύρω στον 6ο π.Χ αι., ωριμάζοντας τον αμέσως επόεμνο. Για τα πρώτα σπέρματα του δράματος έχουν φυσικά χυθεί τόνοι μελάνης, και είναι βέβαιο πως δρώμενα που προανήγγειλαν αυτό που εξελίχθηκε αργότερα σε θέατρο υπήρχαν ήδη από την προϊστορική εποχή και δεν ήταν προνόμιο του ελλαδικού χώρου. Οι χοροί και οι μιμικές τελετές των «πρωτόγονων» λαών, σχετιζόμενες με τη βλάστηση και τη γονιμότητα, συχνά με τη χρήση μάσκας, αποτελούν κατά τα φαινόμενα τους πιο μακρινούς προγόνους του θεατρικού φαινομένου. Η θρησκευτική διάσταση του δράματος, που ήταν έντονη φυσικά και στην Αρχαία Ελλάδα, πιστοποιείται χωρίς αμφιβολία στην αρχαία Αίγυπτο, όπου στην πόλη Άβυδο πιστοποιούνται για το διάστημα μεταξύ 2000 και 1500 π.Χ θρησκευτικές τελετές με θεατρικά στοιχεία. Φαίνεται πως η έννοια της «θεοληψίας» δηλαδή της άμεσης επικοινωνίας με το θείο μέσω της ενσάρκωσης ενός «άλλου» έπαιξε κομβικό ρόλο στο να αποκρυσταλλωθεί τελικά η έννοια του δράματος με τη σύγχρονη έννοια.

Η σημαντικότερη πηγή μας για την ιστορία του αρχαιοελληνικού δράματος είναι φυσικά η Ποιητική του Αριστοτέλη, από την οποία προέρχεται φυσικά και ο πασίγνωστος σε κάθε μαθητή ορισμός της τραγωδίας. Κατά το Σταγειρίτη φιλόσοφο λοιπόν: «Ξεκίνησε, λοιπόν, στην αρχή με αυτοσχεδιασμό – και η ίδια (η τραγωδία) και η κωμωδία, η τραγωδία από τους πρωτοτραγουδιστές του διθυράμβου και η κωμωδία από τους πρωτοτραγουδιστές των φαλλικών ασμάτων, τα οποία ακόμη και σήμερα διατηρούνται ως γιορτή σε πολλές πόλεις.» Αναφερόμενος στο διθύραμβο, ο Αριστοτέλης εδώ εννοεί όχι την έντονα επαινετική κριτική, αλλά έναν ύμνο προς τιμήν του Διονύσου, Ανάμεσα στους «πρωτοτραγουδιστές» , που αναφέρει ο Αριστοτέλης, ξεχωρίζει ο Αρίων από την Κόρινθο, που έζησε τον 6ο π.Χ αι. κι ήταν κατά τον Ηρόδοτο ο πρώτος συνθέτης διθυράμβου. Ο ίδιος παρουσίασε σατύρους να μιλούν έμμετρα, συμβάλλοντας στη μετάβαση από τους αυτοσχεδιαστικούς ύμνους των πιστών στο Διόνυσο στη συνειδητά καλλιεργημένη μορφή του διθυράμβου. Το επόμενο βήμα γίνεται τον ίδιο αιώνα από το Θέσπη, ο οποίος θεωρείται εφευρέτης της τραγωδίας και ίσως ο πρώτος «υποκριτής», δηλαδή ηθοποιός της ιστορίας. Καταγόταν από το Δήμο Ικαρίας, στο σημερινό Διόνυσο της Αττικής. Ήταν ο πρώτος που στάθηκε απέναντι από το χορό του διθυράμβου και υποδύθηκε ένα δραματικό ρόλο απευθυνόμενος σε αυτό, ενώ εισήγαγε και τη χρήση προσωπείου, δηλαδή μάσκας από τους υποκριτές.

Η ακόμα μεγαλύτερη καινοτομία του Θέσπη είναι πως έπαψε απλά να τραγουδά μια ιστορία και ξεκίνησε να την αφηγείται.  Ανέβασε τραγωδία στη σπουδαία αθηναϊκή γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων μεταξύ 536  και 533π.Χ, δυστυχώς όμως ελάχιστα θραύσματα στίχων σώζονται από το έργο του, ενώ αμφισβήτηση υπάρχει και για τη γνησιότητα των σωζόμενων τίτλων ορισμένων έργων του. Η απομάκρυνση των υποθέσεων από τη ζωή του Διονύσου θα δώσει στην τραγωδία την οριστική μορφή της, μολονότι η σύνδεσή της με τη λατρεία του θεού,  ενώ θα εμφανιστούν δύο ακόμα είδη δράματος, η κωμωδία και το σατυρικό δράμα.

Η κωμωδία τελειοποιείται τον 5ο π.Χ αι., εξέλιξη συνδεόμενη φυσικά με την εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα, που έδινε τη δυνατότητα στην άσκηση ελεύθερης και σκωπτικής κριτικής στην πολιτική ζωή της πόλης. Οι «ελευθεριακές» ρίζες του είδους συνδέονται με την προέλευσή της κωμωδίας από τον κώμο (κώμος και ωδή), δηλαδή τις ομάδες μεθυσμένων λατρευτών του Διονύσου, και τα συνήθως σκανδαλώδη τραγούδια και πειράγματα που έκαναν στους περαστικούς.

Το σατυρικό δράμα από την άλλη, ήταν το είδος που διατήρησε τη στενότερη σχέση με τη διονυσιακή λατρεία, καθώς είχε χορό σατύρων μαζί με τον πατέρα τους Σειληνό. Ο εφευρέτης του συγκεκριμένου είδους θεωρείται ο Πρατίνας από το Φλιούντα Αργολίδας. Αν και είχε εξωτερικές ομοιότητες με την τραγωδία, τόσο στην υπόθεση, όσο και στη μορφή και τη γλώσσα, ήταν ένα κωμικό είδος, συχνά με χοντροκομμένα αστεία, που παρουσιαζόταν στις θεατές αφού ήδη είχαν δει τρία συνεχόμενα τραγικά έργα ενός ποιητή (τριλογίες) στη διάρκεια των δραματικών αγώνων, που πραγματοποιούνταν κυρίως στις γιορτές των Μεγάλων Διονυσίων και των Λήναιων. Υπό την έννοια αυτή, λειτουργούσαν ως ένα είδος εκτόνωσης για το θεατή, μετά τα “βαριά” μηνύματα των τριλογιών. Δεν μπορεί όμως να χαρακτηριστεί κωμωδία με την αρχαιοελληνική έννοια, καθώς έλειπε από αυτό το στοιχείο της πολιτικής σάτιρας.

Η εικόνα πάντως που έχουμε σήμερα για τα αρχαιοελληνικά θέατρα είναι εν μέρει παραπλανητική, σε ό,τι αφορά τους πρώτους αιώνες της ιστορίας τους. Κι αυτό γιατί αρχικά τα καθίσματα ήταν ξύλινα, δυσκολεύοντας πολύ τη διατήρησή τους στο χρόνο. Εξαίρεση αποτελούσε η σειρά των επισήμων, η λεγόμενη προεδρία, στην οποία δέσποζε ο θρόνος του ιερέα του Διονύσου, που παρίστατο σε κάθε παράσταση αρχαίου δράματος. Ο τύπος του λίθινου θεάτρου διαμορφώνεται γύρω 330π.Χ χάρη στην παρέμβαση του Λυκούργου (όχι του νομοθέτη της Σπάρτης), ο οποίος ανακατασκεύασε το σωζόμενο ως σήμερα θέατρο του Διονύσου στη νότιο κλιτύ της Ακρόπολης.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: