Στραπατσίρεν ντι γκεστάλτ – Τα δέκα καλύτερα επεισόδια των Απαράδεκτων

Από τη Βάνα Καρούλου Λέκκα ως την “Παπαρήγα την καλή”, οι Απαράδεκτοι μας έδωσαν ένα ανεπανάληπτα χιουμοριστικό πανόραμα μιας μεταβατικής εποχής που μοιάζει σήμερα ταυτόχρονα επίκαιρη και μακρινή.

Η λίστα είναι προφανώς υποκειμενική και η επιλογή της τελικής δεκάδας δύσκολη. Για παράδειγμα, αν δεν ήταν εκτός συναγωνισμού, το πρωτοχρονιάτικο εορταστικό επεισόδιο των Απαράδεκτων θα είχε μια θέση στη λίστα, ως το καλύτερο εορταστικό πρόγραμμα, σε μια εποχή που ακόμα και στην τηλεόραση μπορούσες να βρεις ενδιαφέροντα πράγματα και μάλιστα να τα κοιτάζεις αφ’ υψηλού, γιατί δεν κάλυπταν τα γούστα και τις υψηλές σου απαιτήσεις.

Βαθιά ανάσα και ξεκινάμε, χωρίς ιεραρχική αρίθμηση από το κορυφαίο στα υπόλοιπα ή αντίστροφα.

Φρηκ Άουτ

Μια παρέα μπάχαλοι κάνουν κατάληψη (χωρίς πρόσφυγες) και βάζουν μουσική στη διαπασών, ξύνοντας τα άντερα των γειτόνων, αλλά είναι πρόθυμοι να βάλουν και Άντζελα Δημητρίου σε στιγμές χαλάρωσης. Ο Σπύρος προβληματίζεται για τις νέες απολίτικες μορφές αντίδρασης κι αναλύει με τον καθοδηγητή του τον Παπασταύρου πόσα λιπαρά έχει το γιαούρτι που του έριξαν -συγκεκριμένη ανάλυση της κατάστασης. Το ΜΕΓΚΑ καλύπτει με τη συνήθη έλλειψη υπερβολής το “Μεγάλο Παιχνίδι” που ετοιμάζουν στη γιάφκα, όπου το μπιζ διαδέχεται τη μακριά γαϊδούρα. Οι κλούβες εκκενώνουν την κατάληψη κι ο Γιάννης δίνει μαθήματα στους νοικοκυραίους της εποχής λέγοντας: “εμάς ενοχλούσαν, αυτοί τι θέλουν εδώ…;” Ο Ζαραλίκος κάνει ιδανικό τηλεοπτικό ντεμπούτο και αποκαλύπτει στην Κατιούσα, χρόνια αργότερα, πως οι κομπάρσοι ήταν γνήσιοι Εξαρχειώτες, κι αυτός είχε πιει λιγάκι μαζί τους, για να καταπολεμήσει το άγχος του. Ενώ η Δήμητρα παρουσιάζει την καλύτερη εκδοχή του α-μπε-μπα-μπλομ, από καταβολής του: ο Κώστας Μητσοτάκης ετοιμάζει φάκα και ο Τσοβόλας μπήκε στη φυλάκα…

-Πήρες τον έτσι;
-Παίρνω τον γιουβέτσι;
-Πάρε και τον κοτέτσι…

Αν σήμερα γυριζόταν ριμέικ του επεισοδίου, οι μπάτσοι αλά Κουκάκι θα την έπεφταν και στο σπίτι του φιλήσυχου νοικοκυραίου διαχειριστή Βασίλη Χαλακατεβάκη.

Ποιητική βραδιά

Η Ελεωνόρα των Αυθαίρετων ως Βάνα Καρούλου Λέκκα καταφέρνει να μην πει λέξη για τις πευκοβελόνες στην ομώνυμη συλλογή της και να αγνοεί τα μπαράκια της Αντίπαρου που μνημονεύει ο Βλάσσης, ως άξια εκπρόσωπος της ανανεωτικής “κουλτούρας να φύγουμε”. Αλλά εγώ είμαι η Βάνα και θα μείνω… Η Δημητρούλα ζηλεύει, βάζει ξυπνητήρι μες στα άγρια χαράματα για να δει από πού βγαίνει ο ήλιος και απαντά με τις εμπνευσμένες “Μυκήνες”, κορυφαία ποιητική σύνθεση στα τηλεοπτικά χρονικά:

-Μυκήνες, Μυκήνες, Μυκήνες
είστε από εκείνες
που μου αρέσουν.
Που θα ‘θελα να πάω με τον Σπύρο
να κάνω έναν γύρο
να φάω και έναν γύρο…

(Παιδιά μη φάτε, χάλια το φαΐ στις Μυκήνες).

Αλλά το βραβείο της δε φέρνει την αναγνώριση. Κι η πνευματική τροφή δεν αναιρεί την ανάγκη για σουβλάκια με τζατζίκι, που φέρνουν μικρές εντάσεις (-Άστο κάτω αυτό, δικό μου είναι), απρεπείς εκφράσεις (-Σας παρακαλώ, δεν είναι του επιπέδου μου) και αποχωρήσεις.

Προσωπικά, το επεισόδιο με κατέστρεψε, σε βαθμό που κατά κανόνα δεν μπορώ να ακούσω ποιητική απαγγελία, χωρίς κάθε εγκεφαλικό κύτταρο να ουρλιάζει ρυθμικά και συνωμοτικά μέσα μου: Βάνα Καρούλου Λέκκα, Βάνα Καρούλου Λέκκα

Θα τον φάω τον Παρασκευά

Ο Παρασκευάς δεν είναι απαραίτητα σπουδαίο επεισόδιο. Έχει όμως σπουδαίες στιγμές, καρέκλες κρεμασμένες στον τοίχο, την γκαλερί “Φάλαινα”, την ατάκα-εμμονή του τίτλου (“Βούλη τελείωσες…) -που τον βλέπουμε μόνο σε μια σκηνή, το κορυφαίο θεατρικό δίδυμο όλων των εποχών (Μπίρλας και Κόρκος) όπου είναι δύσκολο να διακρίνεις ποιος από τους δύο θύμωσε. Και τη μοναδική σκηνή με το γκεστάλτ, το στραπατσίρεν, και τον Τζούμα-Κωνσταντέν στον καλύτερο ρόλο του μετά από τον καθοδηγητή του Τραμπάκουλα που πήγε και έπεσε στον γκρεμό -καλός άνθρωπος είναι…

Παράδειγμα προς αφομοίωση: όποιος δεν έχει δει ή δεν εκτιμά ως σειρά τους “Απαράδεκτους” είναι το πολύ και μετά βίας στο πρώτο γκεστάλτ…

Το ΚΟΛΑΝ

-Αντί να καθαρίζω πατάτες δεν κάνω ένα κόμμα;

Και το όνομα αυτού “Κόμμα Λαϊκής Νοοτροπίας”: ΚΟΛΑΝ…

Η εποχή που ο κόσμος γελούσε με τον Λεβέντη, αντί να τον ψηφίζει και να τον εκλέγει στη Βουλή, συνεχίζοντας να γελάει μαζί του, αν και αυτά που έλεγε μόνο για γέλια δεν ήταν. Η ίδρυση του κόμματος συνδέεται ευφυώς με το τηλεοπτικό κανάλι και τις αδιαφανείς διαδικασίες για την εκλογή προέδρου (Καλποβασίλης). Αυτά όμως δεν επισκιάζουν τις βασικές αρχές του κόμματος, είτε για το γυναικείο ζήτημα (αν είναι για τον άντρα μου, θα μετακινηθώ λίγο από τις αρχές μου) και διάφορα σοβαρά ζητήματα της εποχής:

-Εμάς δε μας ενδιαφέρει ο υπαρκτός σοσιαλισμός…
-Και ποιος μας ενδιαφέρει, ο ανύπαρκτος;

Το ιδεολογικό στίγμα του νέου φορέα περιγράφεται καλύτερα από την εκπομπή-Μανιφέστο του μπάτσου Πέτρου Φιλιππίδη, σε αρμονική ειρηνική συνύπαρξη με την Εξαρχειώτικη νιρβάνα του Μπονάτσου (Αν είναι να έρθει, θε να ‘ρθει, αλλιώς μαγκιά του…), παρά τον ιδεολογικό χυλό και τις δημιουργικές ασάφειες του Σπύρου, που αυξάνονται όταν τρώει μακαρόνια.

Βόλτα με κλεμμένο αμάξι

Η Αλιφέρη μας αγαπά -μην το ξεχνάτε- και κάνει σταυροπόδι αλά Σάρον Στόουν, ενώ η Ρένια μας δείχνει τα πόιντς και προσπαθεί να μπει στο πλάνο. Ο Σπύρος απαντά σωστά σε μια ερώτηση για τον Στάλιν στο τηλεπαιχνίδι και η Δήμητρα λέει πως πρώτη φορά του χρησίμευσαν κάπου οι κομμουνιστικές γνώσεις. Η ιδιοκτησία είναι κλοπή, αλλά ο Σπύρος βλέπει να του κλέβουν το αμάξι και την αστυνομία να σπεύδει με αντανακλαστικά Ραντανπλάν, ενώ το αμάξι έχει φτάσει στην Κόρινθο.

-Σκασμός, εγώ μιλάω…

Σε άλλο επεισόδιο, το όργανο της τάξης ανακρίνει τους Απαράδεκτους για τους ανατρεπτικούς στίχους του Καζαντζίδη “να σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε, για να φτιάξω μια καινούρια κοινωνία άλληνε…”. Κι εμείς (το) γελάμε, αλλά έχει δίκιο…

Επενδύω… επενδύεις… επενδύει…

Οι Απαράδεκτοι ονειρεύονται επενδύσεις και συνεργασία με τον επιχειρηματία Τζων Βαρδαξή-Κουτρουμπέση, που δεν πληρώνει ποτέ γιατί έχει κάρτα-λεφτά από το Γιοχάνεσμπουργκ και αποδεικνύεται λαμόγιο που βάζει στο μάτι το κτήμα της Δήμητρας στο Ζούμπερη.

Μια διεισδυτική ματιά στον μύθο της υγιούς επιχειρηματικότητας, αλλά και στη γελοία συμπεριφορά όσων ψωνίζονται και μεγαλοπιάνονται μόλις μυριστούν χρήμα και κέρδη, αλλάζοντας ακόμα και το όνομά τους. Αλλά η προλεταριακή ψυχή του Σπύρου ξεσπά στο τέλος: τι δουλειά έχω εγώ με το κεφάλαιο; Κάτω το κεφάλαιο. Ζήτω η εργατική Πρωτομαγιά.
-Ζήτω, δεν έχω πρόβλημα…

Μόνο που τα αγανακτισμένα κορόιδα μάλλον δεν είναι “υλικό για επανάσταση”.

Ατάκα: Χο,χο,χο: γέλα υπηρέτη…

Ηθοποιός σημαίνει φως;

Οι σχολές Ζούλοβιτς ετοιμάζονται να γράψουν ιστορία, αλλά κανείς από τους σπουδαστές δε θέλει τίποτα λιγότερο από πρωταγωνιστικούς ρόλους και ας ξεκίνησαν από χαμηλά κάνοντας το κουνούπι, σαν τον Χαλακατεβάκη και τη Ρένια. Ο Φραγκιόγλου κάνει τον κορυφαίο ρόλο του πριν τον Χλαπάτσα, με άδειο βλέμμα που σκοτώνει και δημιουργικό άγχος που βρίσκει διέξοδο στην τουαλέτα, αλλά περιμένει μάταια την Ιουλιέτα του να ξεπροβάλει, σαν ποδοβολητό Σελήνης, όσο και αν χτυπά τα δικά του πόδια στο πάτωμα -πέρα από τις σκηνοθετικές οδηγίες που του δίνει ο Γιάννης.

Την ίδια στιγμή, ο Σπύρος έχει άποψη και ονειρεύεται μια πιο σύγχρονη εκδοχή του ζευγαριού, σε μια πιο αισιόδοξη διασκευή, με διαφορετικό τέλος, που δείχνει την προοπτική και τους νέους να επαναστατούν ενάντια στο κατεστημένο της εποχής.

Λυκαβήττεια ’92

Ο χυδαίος υλισμός -για το σκάφος- μπαίνει πάνω από τον διαλεκτικό υλισμό του Σπύρου, που είναι αρκετά παραδοσιακός κομμουνιστής -και λίγο φαλλοκράτης- για να αφήσει τη Δήμητρα να πάρει μέρος σε καλλιστεία, ορμηνεύει όμως τη Ρένια να δείξει προσωπικότητα, δίνοντας μια διαφορετική προοπτική για την “κατάρρευση του υπαρκτού”, ενάντια στην αντεπανάσταση.

Η Δήμητρα ακολουθεί μια διαφορετική διαδρομή προς τον ίδιο στόχο, καταδεικνύοντας πόσο ευάλωτη έγινε λόγω της γέννησής της κάτω από τη Διώρυγα του Παναμά:

-Ποια είμαι εγώ, μήπως είμαι κάποια;

Την επίμαχη βραδιά, ο Μπέζος δίνει ρεσιτάλ τραγουδώντας σαν άλλος Δάκης τη “Θωρακισμένη Μερσεντές”…

Ζήτω το Έθνος

Στον Σπύρο δεν αρέσουν τα πολύ εθνικιστικά, αλλά μπαίνει στον χορό να χορέψει, ακόμα και ως τσολιάς, με ακορντεόν -περίπου όπως ο Συνασπισμός της εποχής με τον Κύρκο- και ας καταλαβαίνει πως αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα και εθνικισμοί του κερατά. Ενώ ο κυρ-Βασίλης Χαλακατεβάκης νευριάζει με τον Σλαβομακεδόνα Γιόρικ που τον λέει “πατριώτη” και προτιμά την προσφώνηση “αφεντικό”, καθώς ονειρεύεται μπίζνες μαζί με τους υπόλοιπους.

Το επεισόδιο ταλαντεύεται μεταξύ του εθνικιστικού παροξυσμού και της κριτικής σε αυτόν, αλλά συγκαταλέγεται στα κλασικά, λόγω της διαχρονικότητας του θέματος και των συμπεριφορών που σατιρίζει.
Αντιθέτως, το επεισόδιο με τον Οικολόγο σήμερα θα θεωρούνταν μη πολιτικά ορθό, ως “στοχοποίηση” των vegan και θα προκαλούσε ντόρο.

-Είσαι για μια μακροζωία;

Σεξ, τσόντες και βιντεοκασέτες (Η Παπαρήγα η καλή…)

-Τι έγινε ρε παιδιά, τι δουλειά έχει με αυτά η συντρόφισσα;

…αναρωτιέται ο Σπύρος. Ξεπερνά όμως τη μισή ντροπή του -η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται- για να τονώσει τη σεξουαλική ζωή του ζευγαριού, που αναστατώνεται από τα ουρλιαχτά ηδονής και τον επιβήτορα του πάνω ορόφου -που σε άλλα επεισόδια εμφανίζεται σε άλλους δεύτερους ρόλους.

Ο Σπύρος προσπαθεί να τα έχει καλά με το Κόμμα, για να έχει προσβάσεις στο πουθενά, γίνεται ρεζίλι στον άτεγκτο σύντροφο όταν αντί για την ομιλία της Αλέκας, του βγαίνει τσόντα. Κι όταν του συμβαίνει το αντίστροφο, αναρωτιέται γιατί τον κυνηγά παντού αυτό το Κόμμα -ίσως τελικά να έχει κάποιες προσβάσεις.

Η Δήμητρα για να του ανεβάσει το ηθικό, πείθεται να βγάλει ψεύτικες φωνές, σα να έχανε τη γη κάτω από τα πόδια της, ενώ ο Σπύρος ξεσπαθώνει:

-Είμαι κομμουνίσταρος εγώ… Και πού να ακούσεις τις προγραμματικές θέσεις…

Ποιες; Του ’91; Εντάξει, όχι…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: