Θόδωρος Πολυκανδριώτης: «Το λαϊκό τραγούδι έχει βαθιές ρίζες και δεν βγαίνει με καμιά δύναμη από την συνείδηση του λαού»

Ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης υπήρξε σημαντική μορφή του λαϊκού μας τραγουδιού. Δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και συνθέτης, γεννήθηκε το 1923 στα Πετράλωνα και έφυγε από τη ζωή μια μέρα σαν σήμερα, στις 12 του Φλεβάρη 2004.

Ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης υπήρξε σημαντική μορφή του λαϊκού μας τραγουδιού. Δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και άλλων εγχόρδων (μπαγλαμάς, τζουράς) και συνθέτης, γεννήθηκε το 1923 στα Πετράλωνα και έφυγε από τη ζωή μια μέρα σαν σήμερα, στις 12 του Φλεβάρη 2004.

Πρόκειται για τον «αρχηγό», όπως τον χαρακτήρισε ο αξέχαστος Πάνος Γεραμάνης, της οικογένειας Πολυκανδριώτη. Και οι τρεις γιοί του δεξιοτέχνες του μπουζουκιού, ο Γιάννης, ο Σπύρος και ο Θανάσης, που είναι και συνθέτης πολλών γνωστών λαϊκών τραγουδιών, αλλά και δάσκαλος του μπουζουκιού. Ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης είναι επίσης παππούς της Μαρίας Πολυκανδριώτη (κόρης του Θανάση, που γράφει στίχους, συνθέτει και τραγουδά) και του Γιώργου Παχή (γιου της κόρης του Ροδάνθης που παίζει μπουζούκι). Μουσική οικογένεια με τις ρίζες της στη Νάξο από τον περασμένο αιώνα, όταν ο παππούς του Θόδωρου Πολυκανδριώτη έπαιζε επαγγελματικά λαούτο και βιολί.

«Το λαϊκό τραγούδι», έλεγε ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης «έχει βαθιές ρίζες και δεν βγαίνει με καμιά δύναμη από την συνείδηση του λαού».

“Με λάσπες μέσα στο γιαπί, χειμώνες, καλοκαίρια,
στον κόσμο δίνουν ομορφιά τα ροζιασμένα χέρια…”

Ξεκίνησε το 1937 δίπλα στον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στέλιο Κηρομύτη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, και έναν χρόνο μετά βρέθηκε δίπλα στον σπουδαίο σολίστα Δημήτρη Στεργίου ή «Μπέμπη», τον οποίο ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης θαύμαζε απεριόριστα. «Οι άνθρωποι εκείνη την εποχή ήταν τίμιοι, ειλικρινείς, γνήσιοι. Πάνω απ’ όλα υπήρχε ανθρωπιά. Αίσθημα φιλίας. Αλληλεγγύη. Ούτε συμβόλαια κάναμε τότε που δουλεύαμε, ούτε μπαμπεσιές υπήρχαν. Όλες τις δουλειές τις κλείναμε “διά λόγου”. Έτσι κι εγώ πιστεύω ότι σφυρηλατήθηκα απ’ αυτό το πνεύμα. Και δεν άλλαξα ποτέ μου χαρακτήρα. Αυτές τις αρχές επιδίωξα να μεταφέρω στους νέους καλλιτέχνες» έλεγε.

«Οι εργάτες του λιμανιού, οι μαουνιέρηδες, την ώρα που σχόλαγαν από την δουλειά τους, με χέρια μουντζουρωμένα και τα σακάκια αναριχτά, σχεδόν κάθε μεσημέρι, έδιναν το παρόν στην ταβέρνα του “Ζηλάκου”, στο Ξαβέρι. Ακριβώς ένα μέτρο από την θάλασσα. Δηλαδή μια θάλασσα διαμάντι, που πραγματικά μύριζε ιώδιο και σου άνοιγε την όρεξη για ούζο. Σου άνοιγε την καρδιά, αν και κατάκοπος από την σκληρή δουλειά, ν’ ακούσεις καμιά πενιά από τους μπουζουξήδες που βρίσκονταν εκεί για να κάνουν πρόγραμμα το βράδυ.

Θόδωρος Πολυκανδριώτης: «Το λαϊκό τραγούδι έχει βαθιές ρίζες και δεν βγαίνει με καμιά δύναμη από την συνείδηση του λαού»

Θόδωρος Πολυκανδριώτης: «Το λαϊκό τραγούδι έχει βαθιές ρίζες και δεν βγαίνει με καμιά δύναμη από την συνείδηση του λαού»

»Ο Ζηλάκος, ένας χοντρός ταβερνιάρης, ομορφάντρας, σερβίριζε ο ίδιος στην πελατεία του αχνιστό φαΐ, ρετσίνα κεχριμπαρένια και όποιος ήθελε έπαιρνε δύο γαρίδες κι ένα πενηνταράκι ούζο. Αυτά όλα γίνονταν τα μεσημέρια. Το βράδυ η εικόνα άλλαζε. Η ταβέρνα δούλευε με πάλκο. Εκεί έπαιζα μπουζούκι τα πρώτα μου χρόνια. Προπολεμικά. Ήταν καλοκαίρι, του 1939. Κοντά στον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Στράτο Παγιουμτζή, μαζί με ένα μεγάλο σολίστα του μπουζουκιού, που πιστεύω δεύτερος δεν έχει περάσει μέχρι σήμερα. Ήταν ο Δημήτρης Στεργίου ή “Μπέμπης”. Άλλο να το λέω κι άλλο να τον ακούς».

“Στην πορεία του στο λαϊκό τραγούδι -σχεδόν μισό αιώνα- ο «δάσκαλος» Θόδωρος Πολυκανδριώτης θυμάται ακόμη τις κοινές εμφανίσεις του με τον Στεργίου στου «Βλάχου», στο Αιγάλεω. Κοντά τους είχαν την Ανθούλα Αλιφραγκή και τον Ορφέα Κρεούζη, έναν υπέροχο λαϊκό τραγουδιστή, που εδώ και χρόνια βρήκε την τύχη του στο Παρίσι σαν ιδιοκτήτης μαγαζιού που πουλάει κάστανα. Στον «Κήπο του Αλλάχ», επίσης στο Αιγάλεω, εμφανίστηκε για δύο περιόδους με τον Γιώργο Λαύκα και τον Πάνο Γαβαλά, στα πρώτα το. χρόνια, όταν έπαιζε μπουζούκι. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 με αρχές του ’60, δηλαδή την «χρυσή εποχή» του κλασικού λαϊκού τραγουδιού, ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης ήταν επικεφαλής λαϊκής ορχήστρας στο γνωστό κέντρο της οδού Θηβών, με ιδιοκτήτες τους αδελφούς Γιγουρτάκη Είχε δύο επωνυμίες το μαγαζί αυτό. Πρώτα ήταν γνωστό ως «Μαντουμπάλα» και αργότερα ως «Έξι αδέλφια». Εκεί έπαιξε 3 χρόνια συνέχεια.

“μα ούτε παλάτια δε φτάνουν να κάνουν
μια όμορφη αγάπη με όλα αυτά…”

Λίγα χρόνια πριν από τις εμφανίσεις του σ’ αυτό το κέντρο, ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης εμφανιζόταν στα κέντρα-ουζερί (έτσι λειτουργούσαν τότε, 1955-1957) «Κεφάλας» και «Περιβόλας» στην Νίκαια. Εκεί έπαιζε και τραγουδούσε με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, τον Γεράσιμο Κλουβάτο κα. τον Φώτη Μιχαλόπουλο (αδελφό του Παναγιώτη Μιχαλόπουλου). Επίσης, για μεγάλο διάστημα συνεργάστηκε στο πάλκο με τους Θανάση Ευγενικό, Γιάννη Σαμιωτάκη, Βούλα Γκίκα, Μπέμπα Μπλανς, Νίτσα Αντωνάτου, κ.ά.”

«Αυτά που έζησε και τραγούδησε η γενιά μου θέλω να ακούγονται κι από τους νεότερους. Είναι πολύ πλούσιο και μεστό το ρεπερτόριο της παλιάς εποχής. (…) Χωρίς να θέλω να παινέψω τον εαυτό μου, λέω ότι εγώ κάνω στην πράξη μια τέτοια προσπάθεια. Να περάσω στους νέους ό,τι προφτάσω. Γιατί, βρε αδελφέ, αύριο, μεθαύριο φεύγω κι εγώ από την ζωή. Γιατί να μην ακούγονται κι αυτά τα ελάχιστα που μπορώ να δώσω τώρα ακόμη;» έλεγε το 1989 σε συνέντευξη στον Πάνο Γεραμάνη.

Ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης αφιέρωσε τη ζωή του στο λαϊκό τραγούδι και στο πάλκο. Υπήρξε συνθέτης δεκάδων τραγουδιών που έγιναν επιτυχίες και τα τραγούδησαν γνωστοί και καταξιωμένοι λαϊκοί τραγουδιστές, όπως οι Πρόδρομος Τσαουσάκης, Ανθούλα Αλιφραγκή, Στράτο Διονυσίου, Λίτσα Διαμάντη, Πέτρος Αναγνωστάκης και ο Νίκος Γιουλάκης.

“Άδικα χάρε καρτερείς και τον καιρό σου χάνεις
όσο υπάρχει το κρασί κορόιδο δε με πιάνεις…”

 

*Πληροφορίες και αποσπάσματα από το βιβλίο του Πάνου Γεραμάνη “Η ζωή μου ένα τραγούδι” (εκδ. Καστανιώτη)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: