Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Φάτε πλούσιοι παράδες»

Πώς μπορούσε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου να ελίσσεται και να ξεγελά την επιτροπή λογοκρισίας, που είχε όλη την εξουσία να κόβει και να ράβει τραγούδια ή να τα απορρίπτει στο καλάθι των αχρήστων και να στοχοποιεί τους δημιουργούς; Η απάντηση ξαφνιάζει μα είναι απολύτως λογική…

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και ο Θόδωρος Δερβενιώτης αποτελούν δυο από τα μεγαλύτερα και πιο σημαντικά κεφάλαια του κλασικού λαϊκού τραγουδιού. Η συνεργασία τους «γέννησε» τραγούδια που αντέχουν στο χρόνο, όπως η θρυλική «Μαντουμπάλα» και το «Είσαι η ζωή μου», που ερμήνευσε ο Στέλιος Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα, αλλά και άλλα με τη φωνή σπουδαίων και σημαντικών ερμηνευτών όπως η Πόλυ Πάνου, ο Μανώλης Αγγελόπουλους, η Δούκισσα, η Γιώτα Λύδια κ.ά.

Ανάμεσα στα τραγούδια (περίπου δεκαπέντε) των δυο σπουδαίων δημιουργών υπάρχουν κάποια με τονισμένο το κοινωνικό στοιχείο, όπως – ανάμεσα σε άλλα – το πολύ γνωστό «Ένοχο χρήμα, ένοχο» και το «Πώς τα βαστάει ο θεός» που ερμήνευσε ο Καζαντζίδης με τη συνοδεία της Μαρινέλλας, και το «Φάτε, πλούσιοι, παράδες» που στην πρώτη του ηχογράφηση, το 1960, κυκλοφόρησε με τις φωνές του Βασίλη Βλάσση και της Καίτη Γλέρη.

Δεν μπορούμε να μη σταθούμε στην τόλμη της στιχουργού, δηλαδή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, να γράψει στίχους οι οποίοι αναδεικνύουν τις κοινωνικές ανισότητες και καταγράφουν ως αδιέξοδη την προσδοκία ο φτωχός και αδύναμος να ζήσει καλά όπως δικαιούται, όσο υπάρχουν ταξικές διαφορές, όσο δηλαδή οι άνθρωποι διαχωρίζονται σε πλούσιους και φτωχούς. Ειδικά αν συνυπολογίσουμε ότι την περίοδο που ηχογραφήθηκε το τραγούδι κυριαρχούσε και βασίλευε η λογοκρισία (μέσω της διαδικασίας υποβολής των τραγουδιών… προς έγκριση στο υπουργείο Προεδρίας), είναι άξιο απορίας πώς ένα τραγούδι με αυτούς τους στίχους κατάφερε να περάσει την πόρτα του στούντιο της δισκογραφικής εταιρείας…

«Φάτε, πλούσιοι, παράδες»: Βασίλης Βλάσσης – Καίτη Γλέρη

Βρε πλεονέκτη πλούσιε, ποτέ σου δε χορταίνεις.
Τον άνθρωπο που δυστυχεί και σέρνεται μες στη ζωή
αχ, δεν τον καταλαβαίνεις.

Φάτε, πλούσιοι, παράδες κι εμείς ας πεθάνουμε.
Μια φορά στο ίδιο χώμα όλους θα μας βάλουνε.

Με τον παρά σου, πλούσιε, πάντα τα καταφέρνεις
να τρως το δίκιο τ’ αλλουνού κι από το στόμα του φτωχού
αχ, και τη μπουκιά να παίρνεις.

Φάτε, πλούσιοι, παράδες κι εμείς ας πεθάνουμε.
Μια φορά στο ίδιο χώμα όλους θα μας βάλουνε.

Όσο υπάρχουν πλούσιοι χωρίς ψυχή στην πλάση,
απ’ τη σκληρή τους την καρδιά η έρημη φτωχολογιά
αχ, ψωμί δε θα χορτάσει.

Φάτε, πλούσιοι, παράδες κι εμείς ας πεθάνουμε.
Μια φορά στο ίδιο χώμα όλους θα μας βάλουνε.

Για τα πολιτικά φρονήματα της Παπαγιαννοπούλου, αξιοποίηση γνωριμιών και διασυνδέσεις με τις επιτροπές και τους παρατρεχάμενους της κεντρικής εξουσίας, ούτε λόγος κι ας ήταν παντρεμένη με αξιωματικό της χωροφυλακής. «Ήτανε με πάθος δημοκρατική γυναίκα. Δε δειχνόταν πολύ, αλλά φαινόταν πως είχε μέσα της στοιχεία τέτοια…Τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί να ανήκε και στην Αριστερά… Δε δειχνόταν όμως. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι τότε κρύβονταν;» σημειώνει ο Θόδωρος Δερβενιώτης στο, με αυτοβιογραφικά στοιχεία, βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη «Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

Τότε; Πώς μπορούσε η Ευτυχία να ελίσσεται και να ξεγελά την επιτροπή λογοκρισίας που είχε όλη την απαραίτητη εξουσία να κόβει και να ράβει τραγούδια ή να τα απορρίπτει στο καλάθι των αχρήστων και να βάζει στο στόχαστρο κατά το δοκούν τους δημιουργούς;

Την απάντηση δίνει πάλι ο Δερβενιώτης: «Η Παπαγιαννοπούλου είχε μια ιδιαίτερη επιδεξιότητα στο να περνά τους στίχους της από τα εμπόδια της λογοκρισίας… Μέσα στα γραφεία της λογοκρισίας υπήρχαν υπάλληλοι, που οι εταιρίες δίσκων απευθύνονταν σ’ αυτούς και ενημερώνονταν για τα παρασκήνια. “Τι γίνεται με τους τάδε στίχους, με τα τάδε τραγούδια;” “Ξέρετε, κύριε Μάτσα, ή, κύριε Μηλιόπουλε, υπάρχει κίνδυνος για κείνο και για κείνο, συζητήθηκαν λιγάκι και δεν πέρασαν αμέσως. Θα συζητηθούν ξανά αργότερα.” Άμα το μάθαινε ο στιχουργός, πήγαινε να το συζητήσει με τους ανθρώπους της λογοκρισίας. Κι ο Κολοκοτρώνης πήγαινε, αλλά πήγαινε νταηλίδικα, σαν άνθρωπος της δεξιάς που ήτανε.

Πήγαινε, λοιπόν, και η Ευτυχία και γινότανε θεατρίνα εκείνη την ώρα. Πήγαινε έξω από το υπουργείο, έβγαζε τα καλά της τα παπούτσια και τα έκρυβε μέσα στην τσάντα της, φόραγε κάτι παλιοπάπουτσα, έβαζε ένα μαύρο μαντίλι στο κεφάλι και κρατούσε ένα μπαστούνι, το οποίο, στην πραγματικότητα, δεν το είχε ανάγκη. Έμπαινε, λοιπόν, μέσα στο υπουργείο κι άρχιζε να παίζει το ρόλο της: τη γυναίκα την πολύ φτωχιά, τη γυναίκα τη νηστικιά, τη γυναίκα που ζαλίστηκε, που είναι έτοιμη να λιποθυμήσει, να σωριαστεί, να πέσει κάτω…

Κι έτσι τρέχανε να την πιάσουν οι άλλοι, οι υπάλληλοι της λογοκρισίας: “Κυρία Ευτυχία, τι έπαθες; Λίγο νερό! Λίγο νερό!” Κι έτσι πετύχαινε αυτό που ήθελε. Ζητούσε τον υπεύθυνο κι έλεγε παρακλητικά: “Εκείνα τα τραγουδάκια… δώστε μου την έγκριση να τα πάω να ηχογραφηθούν γρήγορα, να πάρω καμιά δεκάρα…” “Έλα, κυρία Ευτυχία, πάρ’ τα! ” της λέγανε. Κατέβαινε κάτω, πετούσε τα μπαστούνια αι τα μαντίλια… Έπαιζε, δηλαδή, το ρόλο της κακομοίρας, της υπέρ-ταλαίπωρης και βασανισμένης γυναίκας.

Φαίνεται ότι μ’ αυτό τον τρόπο περάσανε κάποια τολμηρά και επαναστατικά τραγούδια, απ’ τη λογοκρισία, όπως το «Φάτε, πλούσιοι, παράδες». Που έγραψε τα λόγια η Παπαγιαννοπούλου, τη μουσική εγώ και το τραγούδησε ο Βασίλης Βλάσης».

Όσο κι αν ξαφνιάζουν σήμερα οι περιγραφές του Δερβενιώτη, η επιτυχία αυτή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου βασίζεται πάνω σε μια απολύτως λογική εξήγηση που χωρίζεται σε δυο σκέλη. Στα νιάτα της υπήρξε για σεβαστό χρονικό διάστημα ηθοποιός. Οι σπουδαίοι Νίκος Βέλμος και Αιμίλιος Βεάκης τη γνώρισαν στη Μαρίκα Κοτοπούλη, πριν η Ευτυχία δουλέψει για χρόνια στο θέατρο, συνήθως ως μέλος μπουλουκιών. Η εξήγηση ολοκληρώνεται φτάνει να αναφερθεί ότι οι λογοκριτές συνήθως δεν ήταν άτομα με μόρφωση και καλλιέργεια και κάποιοι στερούνταν ακόμα και της ευστροφίας να αντιληφθούν τα αυτονόητα, όπως φαίνεται και από τη διήγηση του Δερβενιώτη.

Γι’ αυτό, όμως, τους «ευγνωμονούμε» καθώς εξαιτίας της ανεπάρκειάς τους στάθηκε δυνατό να ηχογραφηθούν μέσα σε κάθε άλλο παρά συνθήκες ομαλές και δημοκρατικές, θαυμάσια τραγούδια όπως το «Φάτε, πλούσιοι, παράδες», που στιγματίζουν και χτυπάνε με την όποια δυναμική τους την εξουσία του κοινωνικού συστήματος της εκμετάλλευσης. Ποιος γνωρίζει σήμερα τα ονόματα των λογοκριτών; Κανένας. Αντίθετα, όσο κι αν τα χρόνια περνούν, τραγούδια σαν το παραπάνω πάντα θα ταξιδεύουν, από γενιά σε γενιά.

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Φάτε, πλούσιοι, παράδες»

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Φάτε, πλούσιοι, παράδες» – Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Θόδωρος Δερβενιώτης

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι… και από 26/10/2020 νέα ονομασία: Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Τι κι αν γράφτηκαν πριν από πολλά χρόνια, κάποια τραγούδια συνεχίζουν να  συγκινούν, να συντροφεύουν τις μικρές και μεγάλες στιγμές των ανθρώπων, να εκφράζουν τις αγωνίες, τον πόνο και τα όνειρά τους, να εμπνέουν τους αγώνες τους.

Η στήλη, χωρίς να διεκδικεί το αλάθητο ή τον τίτλο του «ειδικού», «παίζει» τραγούδια που γράφτηκαν για τον έρωτα, την αγάπη, το μεροκάματο, τη μετανάστευση, τον αγώνα για λευτεριά και για καλύτερη ζωή. Τραγούδια γραμμένα από ποιητές, αλλά κι από δημιουργούς που δεν διάβασαν ποτέ στη ζωή τους ποίηση… Ανασκαλεύοντας το παρελθόν και ψηλαφώντας την ιστορία τους, πότε γράφτηκαν, σε ποιες συνθήκες, από ποιους πρωτοτραγουδήθηκαν, ποιοι τα τραγουδούν στις μέρες μας.

Χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς αποκλεισμούς, τραγούδια ελληνικά και «ξένα», με γνώμονα ότι, εκτός από το να θυμίζουν εικόνες από το παρελθόν, συναρπάζουν τις αισθήσεις, γεννούν συναισθήματα, εμπνέουν και συγκινούν σήμερα.

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Ακούστε τα όλα εδώ.

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: