«Κραυγή ενός εξαθλιωμένου μετά τον Εμφύλιο»: Κώστας Βίρβος – Κώστας Καρυωτάκης, μια ιδιότυπη συνάντηση

Όπως ο Καρυωτάκης, έτσι κι ο βασανισμένος άνθρωπος του Βίρβου βλέπει μπροστά του διαρκώς την εικόνα του θανάτου. Αλλά, ενώ στον Καρυωτάκη η θανατερή διάθεση ξεκινά από μέσα του και προβάλλεται πάνω στην πολιτεία και τη φύση, στην περίπτωση του Βίρβου συμβαίνει το αντίστροφο: ο θάνατος ξεκινά από μια κοινωνία που κάνει προβληματική την επιβίωση και προβάλλεται πάνω στην ψυχή του φτωχού εργάτη κι αγρότη…

Το  λαϊκό τραγούδι θα ήταν πολύ φτωχό αν δεν είχε υπάρξει ο Κώστας Βίρβος. Ο σπουδαίος λαϊκός στιχουργός και ποιητής του λαϊκού μας τραγουδιού με το αστείρευτο, πηγαίο ταλέντο του υπήρξε ανανεωτής και αναμορφωτής του, εμπλούτισε τη θεματολογία και το περιεχόμενό του με τις μεγάλες στιγμές του τόπου, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιο, την πολιτική προσφυγιά, τη μετανάστευση της μεταπολεμικής Ελλάδας, τους καημούς, τα βάσανα αλλά και τις ελπίδες, τους πόθους και τα όνειρα του λαού. Τα τραγούδια του συνεχίζουν να τραγουδιούνται και πάντα θα βρίσκουν αφορμές να βγουν στα χείλη και ν’ ακουστούν. Ο Κώστας Βίρβος έγραψε περισσότερα από 2.500 τραγούδια, βιωματικά, κοινωνικά, πολιτικά, που μελοποίησαν σπουδαίοι συνθέτες και ερμηνεύτηκαν από μεγάλες φωνές.

Ήλιε που βγαίνεις την αυγή στον ουρανό απάνω
Σήμερα κρύψου στα βουνά, σήμερα θα πεθάνω
σήμερα μάνα μου γλυκιά με χάνεις και σε χάνω.

Σ’ αφήνω ψεύτικε ντουνιά που κρύβεις τόση απονιά.

Μια μαύρη πόρτα θα διαβώ και που θα βγω δεν ξέρω
Μα ξέρω πως δεν θα πονώ κι ούτε θα υποφέρω
γιατί εκεί δεν αδικούν δεν ζουν για το συμφέρον.

Σ’ αφήνω ψεύτικε ντουνιά που κρύβεις τόση απονιά.

Ήλιε μην βγαίνεις σήμερα άσε να σκοτεινιάσει
Μεγάλη μπόρα και βροχή σ’ όλη την γη να πιάσει
μαζί με την μανούλα μου κι ουρανός να κλάψει.

Σ’ αφήνω ψεύτικε ντουνιά που κρύβεις τόση απονιά.

(Μουσική: Θόδωρος Δερβενιώτης)

Πολλά από τα τραγούδια του Κώστα Βίρβου ερμήνευσε ο μέγιστος λαϊκός ερμηνευτής Στέλιος Καζαντζίδης. Τραγούδια που γράφτηκαν για την καθημερινή βιοπάλη, την αναγκαστική ξενιτιά, τις αγωνίες του κυνηγημένου από το μετεμφυλιακό κράτος, τον πόνο και τα όνειρα του φτωχού εργάτη, τον αγώνα του αδικημένου και την ελπίδα για τις καλύτερες μέρες που θα ’ρθουν. Ανάμεσά τους και κάποια τραγούδια που μιλούν για τον θάνατο και που εδώ και χρόνια μοιάζουν σα να αφορούν οποιαδήποτε άλλη, μακρινή εποχή, εκτός από τη σημερινή. Ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ακούγονται απλά απαισιόδοξα και σκοτεινά, άρα αρκούντως ένοχα για να εξοβελιστούν τα χρόνια της λαμπερής πλασματικής ευμάρειας, που οδήγησε πλατιά στρώματα του λαού στην αποχαύνωση και στην απομάκρυνση από σχεδόν κάθε τι λαϊκό, και, ταυτόχρονα στην υπερκατανάλωση κάθε προϊόντος υποκουλτούρας.

Αυτή η κρίση δεν πρέπει να μας απομακρύνει από την παραδοχή ότι οι συνθήκες τα χρόνια που ακολούθησαν τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60 που κατά κόρον γράφτηκαν αυτά τα τραγούδια, καλυτέρεψαν. Ο εργάτης “στις φάμπρικες της Γερμανίας” ή στα γιαπιά της υπό ανοικοδόμηση Αττικής, οι εργάτριες στα υφαντουργεία της Νέας Ιωνίας, μπόρεσαν να ορθοποδήσουν, να οργανώσουν τον αγώνα τους, να διεκδικήσουν και να καταχτήσουν ικανοποιητικό μεροκάματο και εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα. Και τα χρώματα της ζωής άρχισαν να γίνονται πιο έντονα και να σπρώχνουν τα γκρίζα σύννεφα της στενοχώριας, του άγχους και της απογοήτευσης, που προσφέρουν απλόχερα στον καταπιεσμένο η φτώχεια και η αδικία.

Θα πεθάνω όρθιος απ’ την αγωνία
μες στα πεζοδρόμια ένα πρωινό
έτσι που αγωνίζομαι μες στην κοινωνία
όλο βασανίζομαι κλαίω και πονώ.

Θα πεθάνω όρθιος πάνω στην δουλειά μου
δεν αντέχει άλλο πια η φτωχή καρδιά μου.

Δεν προφταίνω στην ζωή ούτε ν’ ανασάνω
με καημούς βραδιάζομαι με καημούς ξυπνώ
για να βγάλω το ψωμί τρέχω και δε φτάνω
και θα σβήσω όρθιος ένα πρωινό.

Θα πεθάνω όρθιος πάνω στην δουλειά μου
δεν αντέχει άλλο πια η φτωχή καρδιά μου.

(Μουσική: Θόδωρος Δερβενιώτης)

Τραγούδια με στίχους που τραγούδησαν την εξαθλίωση του λαού και εκφράζουν την απογοήτευση και την επελπισία του βασανισμένου, του αδικημένου, που επιζητά τον θάνατο ως λύτρωση από το καθημερινό μαρτύριο που βιώνει, δεν πρέπει σήμερα να τα κρίνουμε αποκόβοντάς τα από το περιβάλλον και τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής που γράφτηκαν. Όπως και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτά τα τραγούδια του Βίρβου (κάποια μόνο από τα οποία παρουσιάζονται σήμερα εδώ, ερμηνευμένα αξεπέραστα από τον ανεπανάληπτο Στέλιο Καζαντζίδη) αλλά και άλλα, επίσης σημαντικών δημιουργών, αποτελούν ένα κομμάτι του λαϊκού μας τραγουδιού που κάποτε άγγιξαν και τραγουδήθηκαν από πλατιές λαϊκές μάζες και δεν έπαψαν να συγκινούν όσους αγαπούν το λαϊκό τραγούδι.

Η διέξοδος απέναντι στις κοινωνικές ανισότητες, την αδικία και την καταπίεση που βιώνει έντονα και στις μέρες μας ο  εργαζόμενος δεν μπορεί να είναι η απογοήτευση και η παραίτηση (που δεν αποτέλεσαν άλλωστε και πρόταση του Βίρβου, το ίδιο το έργο του οποίου είναι η πιο τρανή απόδειξη), αλλά ο οργανωμένος συλλογικός αγώνας των καταπιεσμένων για την  ανατροπή του κοινωνικού συστήματος της εκμετάλλευσης που τις γεννάει.

Αύριο πάλι τι θα γίνει χρόνια ολόκληρα ρωτώ
καινούργια βάσανα, καινούργιες πίκρες
με περιμένουν το φτωχό.

Η μέρα η αυριανή ποτέ μην ξημερώσει
γιατί καινούργιες συμφορές και πίκρες θα μου δώσει.

Όλοι το αύριο προσμένουν με την ελπίδα στην καρδιά
όμως για μένανε καμμιά ελπίδα στον κόσμο
δεν υπάρχει πιά.

Η μέρα η αυριανή ποτέ μην ξημερώσει
γιατί καινούργιες συμφορές και πίκρες θα μου δώσει.

Αν ήξερες καλή μου μάνα πόσα τραβάω στη ζωή
σ’ αυτό τον άδικο και ψεύτη κόσμο
ποτέ δε θα ’φερνες παιδί.

Η μέρα η αυριανή ποτέ μην ξημερώσει
γιατί καινούργιες συμφορές του δόλιου θα μου δώσει.

(Μουσική: Χαράλαμπος Λειβάδης)

Βρήκαμε πολύ ενδιαφέρουσα μια αναφορά στη συγκεκριμένη πτυχή του έργου του Κώστα Βίρβου, που αναδεικνύει ο ερευνητής – μελετητής του λαϊκού τραγουδιού Νέαρχος Γεωργιάδης, στο βιβλίο του «Ρεμπέτικο και πολιτική» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή). Ο Νέαρχος Γεωργιάδης τοποθετεί πλάι πλάι τον βασανισμένο άνθρωπο του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη με αυτόν του Κώστα Βίρβου, που πορεύονται εκκινώντας από άλλη αφετηρία και εποχή, έχοντας όμως και οι δυο στις «αποσκευές» τους τις ίδιες, στην ουσία τους, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, αυτές του εκμεταλλευτικού συστήματος:

“Στη δεκαετία του ’20 οι άσχημες προσωπικές συνθήκες του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη (αρρώστια, επαγγελματικές ταλαιπωρίες) που δεν ήταν άσχετες με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής, είχαν οδηγήσει τον ποιητή σε μια βαθιά πεσι-μιστική διάθεση, ώστε να βλέπει παντού το θάνατο και να οδηγηθεί τελικά στην αυτοκτονία… Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο στιχουργός Κώστας Βίρβος δανείζεται το απαισιόδοξο ύφος του Καρυωτάκη, για να εικονογραφήσει τα συναισθήματα του απελπισμένου εργάτη, που η κατάστασή του είναι τόσο δεινή, ώστε ο θάνατος θα του φαινόταν σαν λύτρωση:

Θέλω να πεθάνω, για να μην πονώ…
Μα ποιος θα κοιτάξει το φτωχόσπιτό μου,
όταν θα απομείνει έρμο κι ορφανό.

Έχω μανούλα κι αδελφές, γυναίκα και παιδάκια
κι αν κλείσω τα ματάκια μου θα μείνουν στα σοκάκια.

Δεν περνάει μέρα να μην πικραθώ,
όλα πια τα βάρη πέσανε σ’ εμένα
και στα δυο μου πόδια πώς να κρατηθώ.

Θέλω να πεθάνω, για να λυτρωθώ,
μα η μαύρη φτώχεια μ ’ έχει δικασμένο
ούτε να πεθάνω ούτε και να ζω.

«Κραυγή ενός εξαθλιωμένου μετά τον Εμφύλιο», σύμφωνα με το στιχουργό του το τραγούδι αυτό μελοποιήθηκε από τον Μπάμπη Μπακάλη.

Όπως ο Καρυωτάκης, έτσι κι ο βασανισμένος άνθρωπος του Βίρβου βλέπει μπροστά του διαρκώς την εικόνα του θανάτου. Αλλά, ενώ στον Καρυωτάκη η θανατερή διάθεση ξεκινά από μέσα του και προβάλλεται πάνω στην πολιτεία και τη φύση, στην περίπτωση του Βίρβου συμβαίνει το αντίστροφο: ο θάνατος ξεκινά από μια κοινωνία που κάνει προβληματική την επιβίωση και προβάλλεται πάνω στην ψυχή του φτωχού εργάτη κι αγρότη. Επίσης, όπως ο Καρυωτάκης αποζητά στο θάνατο την προσωπική του λύτρωση απ’ το άγχος και την αρρώστια, έτσι κι ο απελπισμένος άνθρωπος του Βίρβου γυρεύει την προσωπική του λύτρωση απ’ την κούραση, τη φτώχεια και την αδικία. Βέβαια, το ύφος του Καρυωτάκη, παρά το ρεαλισμό του, είναι το ύφος ενός διανοούμενου, ενώ του Βίρβου είναι πιο λιτό και πιο ρεαλιστικό, ώστε να ταιριάζει στο ήθος του απλού λαϊκού ανθρώπου και στο γενικότερο ύφος του Λαϊκού Τραγουδιού. Στο τραγούδι «Ήρθα, είδα και θα φύγω» οι στίχοι είναι του Βίρβου κι η μουσική του Απόστολου Καλδάρα:

Με πίκρες ξημερώνουμαι, βραδιάζω με τον πόνο,
ο θάνατος που λαχταρώ θα με γλιτώσει μόνο.

Πότε θα ’ρθει κι η σειρά μου, πότε θα ’ρθει καρτερώ,
όλοι τρέμουνε το Χάρο, μα εγώ τον λαχταρώ.

Ο θάνατος είναι γλυκός για τους βασανισμένους,
ετούτος ο παλιοντουνιάς είναι για ορισμένους.

Ήρθα, είδα και θα φύγω, σαν περαστικό πουλί,
δυστυχής κι αδικημένος, όπως όλοι οι καλοί.

Το μαύρο χρώμα, η απαισιόδοξη διάθεση το πεισιθάνατο ύφος δεν ήταν κάτι το αυθαίρετο, που ο στιχουργός το επέβαλε στο λαϊκό γούστο. Ήταν κάτι που ξεκινούσε απ’ την κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων κι ο στιχουργός το μορφοποίησε και το πέρασε μέσα στο τραγούδι. Οι εργάτες, οι αγρότες και πολλοί απελπισμένοι μικροαστοί είδαν σ’ αυτά τα τραγούδια τον εαυτό τους, γι’ αυτό και τα αποδέχτηκαν σαν τρόπο έκφρασής τους.”

Ο σπουδαίος λαϊκός στιχουργός και μεγάλος ποιητής του λαϊκού μας τραγουδιού, Κώστας Βίρβος, γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 29 του Μάρτη 1926 και έφυγε από τη ζωή στις 6 του  Αυγούστου 2015.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: