Ήταν που έλειπες εσύ – Τι μας έμεινε από την πρώτη μετά-COVID Eurovision

Η ψήφος του κοινού έφερε αρκετές ανατροπές στις κατατάξεις των επιτροπών, με το ενδιαφέρον της βραδιάς να επικεντρώνεται γρήγορα στις “ύποπτες” επινίκιες δραστηριότητες του τραγουδιστή της νικήτριας ιταλικής αποστολής, σε έναν διαγωνισμό εξαιρετικά αποστειρωμένο από κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα.

Τίποτε δε συμβολίζει περισσότερο την επιστροφή στην κανονικότητα, από την πραγματοποίηση του διαγωνισμού τραγουδιού της Eurovision, περισσότερο από το επικείμενο Euro και σίγουρα πολύ περισσότερο από τους “πολύπαθους” Ολυμπιακούς του Τόκυο, που στην πραγματικότητα σχεδόν κανένας Ιάπωνας δε θέλει να πραγματοποιηθούν ούτε φέτος, ενώ εκτός της χώρας τους κανείς δε μοιάζει να ενδιαφέρεται, με εξαίρεση φυσικά τις ταλαίπωρες εθνικές αποστολές. Στην Ελλάδα βέβαια, που χθες το βράδυ στα δύο είχε σχιστεί, τις πρόβες κανονικότητας εκ των πραγμάτων τις μοιράστηκαν η Eurovision με τον τελικό Κυπέλλου και τους συνεπακόλουθους covid-free πανηγυρισμούς των οπαδών του ΠΑΟΚ στη Θεσσαλονίκη.

H χθεσινή βραδιά στο Ρότερνταμ εξακολουθούσε φυσικά να απέχει για ευνόητους λόγους πολύ από τις εικόνες που είχαμε συνηθίσει στη Eurovision προ πανδημίας, με τους λιγοστούς θεατές να απουσιάζουν ως επί το πλείστον από τα πλάνα, ενώ σε μία τουλάχιστον περίπτωση, ο κορονοϊός στέρησε τη δυνατότητα έστω και της “κουτσουρεμένης” λάιβ εμφάνισης. Ο λόγος για τη “φευγάτη” αποστολή της Ισλανδίας, τα μέλη της οποίας παρακολούθησαν το βίντεό τους από το δωμάτιο του ξενοδοχείου τους σε καραντίνα, μένοντας με την απορία αν μια ζωντανή παρουσίαση του τραγουδιού θα τους πήγαινε ακόμα ψηλότερα από την πολύ καλή τέταρτη θέση.

Κάποιοι θεώρησαν “ποιοτικά ανεβασμένες” τις φετινές συμμετοχές της Eurovision, μετά και την αναγκαστική αγρανάπαυση. Η αλήθεια είναι πως, με λίγες εξαιρέσεις, μπορεί τα αυτάκια μας να μην πόνεσαν όσο άλλες χρονιές, γενικά όμως δύσκολα να μείνει κάποιο από τα τραγούδια πραγματικά στη μνήμη, ενώ αισθητικά το θέαμα (και ακρόαμα) παρέπεμπε σε επιστροφή κακών πτυχών των – αγαπημένων κατά τα λοιπά – 80ς και – των ούτως ή άλλως ελεεινών – late 90s. Eιδικά η ελληνική συμμετοχή τα πήγε “αδικαιολόγητα” καλά, φέρνοντας τη χώρα μας μετά από πολλά χρόνια στη δεκάδα, με δεδομένο το πόσο παλιακό ήταν το τραγούδι και πόσο κακόγουστα τα 250.000 σβαρόφσκι στην ολόσωμη φόρμα χρώματος θυμωμένου Ομπράντοβιτς. Δεν ξέρουμε αν φταίει το 12αρι της γαλλικής επιτροπής, που εύλογα προκάλεσε χιουμοριστικούς συνειρμούς για σύνδεση με την πρόσφατη αγορά των Ραφάλ, ή αν απλά η όμορφη και καλλίφωνη Στεφανία σήκωσε μόνη της μια αδιάφορη συμμετοχή, το βέβαιο όμως είναι ότι τα μελιτζανιά επικράτησαν της λαμέ πανδαισίας που πλείστες όσες διαγωνιζόμενες επέλεξαν χθες. Με μερική εξαίρεση τη Μάλτα, που κέρδισε τις καρδιές των επιτροπών, όχι όμως και του κοινού – αφήνοντας την κεντρική ερμηνεύτρια με μια έκφραση κλιμακούμενης απόγνωσης σε όλη τη διάρκεια της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων- τα ασημί φορέματα δεν αποδείχτηκαν συστατικό επιτυχίας. Μολδαβία, Αλβανία, και Κύπρος πλασαρίστηκαν από την 13η ως την 21η θέση, με την αξιοπρεπέστατη κυπριακή συμμετοχή να αδικείται μεταξύ άλλων και λόγω της “καταραμένης” πρώτης θέσης εμφάνισης.

Πραγματική μάχη έδωσαν, όπως και επί πολλά χρόνια τώρα, Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία για τη θέση του ουραγού, με τον κατά τα άλλα διάσημο Τζέιμς Νιούμαν να καταφέρνει τελικά το αξιοπρόσεκτο 0/0 σε κοινό και επιτροπές. Με δίκαιες κουλούρες τίμησαν οι ψηφοφόροι επίσης την ολλανδική (με μπρόκολα δεν πόνταρε κανείς, φίλε Σουριναμέζε) και την ισπανική (η νεκρή από κορονοϊό γιαγιά του ερμηνευτή θα αναποδογύρισε στον τάφο) συμμετοχή. Στον αντίποδα, ο γιουροβιζιονικός λαός αγνόησε την επιτροπή σε μια σειρά περιπτώσεις, φέρνοντας σε δευτερόλεπτα χώρες από ξεχασμένα διψήφια πόστα μέσα ή κοντά στην πεντάδα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι φυσικά η Ουκρανία, με το “Shum” να εκτοξεύεται στην 5η θέση χάρη στους 267 πόντους του κοινού (δεύτερο δηλαδή μετά το νικητήριο τραγούδι στο televoting) έναντι μόνο 97 των επιτροπών. To ηλεκτρικό φολκλόρ των Go-A και το θανατηφόρο βλέμμα της Καταρίνα Παβλένκο καθήλωσαν τους Eurofan, θυμίζοντας την παλιά σουργελική (sic) Eurovision που όλοι αγαπήσαμε, χωρίς αυτό να αναιρεί ότι το όλο κλίμα παγανιστικών ουκρανικών μύθων που αποπνέει το “Shum” μάλλον ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τις επιδιώξεις του σύγχρονου ναζόφιλου ουκρανικού εθνικισμού. Aπό έτερες φιλοφασιστικές χώρες, καλά τα πήγε στο κοινό και η Λιθουανία, με τον καναρινί γουοναμπί Μόμπι να πλασάρεται με 165 έναντι 65 πόντων στην αξιοπρεπή όγδοη θέση. Τα σχολικά τους χρόνια θύμισε κατά τα φαινόμενα σε πολλούς Ευρωπαίους και η Φινλανδία, που έχασε οριακά την πεντάδα, τερματίζοντας έκτη με μια Linkin Park εμφάνιση.

Τη δεκάδα έκλεισε με την 9η θέση η πρόσφατα πολιτογραφηθείσα Ρωσίδα Μανίζα από το Τατζικιστάν, με μαμά πυρηνική φυσικό και πατέρα γιατρό, μια καθημερινή σοβιετική οικογένεια δηλαδή, της οποίας η προγιαγιά ήταν η πρώτη γυναίκα στη χώρα της που έβγαλε τη μαντίλα (αν στοιχηματίζετε ότι αυτό έγινε κάπου κοντά στο 1917 πιθανότατα θα πέσετε μέσα). Επηρεασμένη από αυτά τα βιώματα, η Μανίζα παρουσίασε και το πιο “πολιτικό” τραγούδι του θεσμού, με φεμινιστικά μηνύματα και έμμεσες αιχμές για την πρόσφατη επί το επιεικέστερο αλλαγή των ρωσικών νόμων περί ενδοιοικογενειακής βίας.

Κατά τα λοιπά, ο φετινός διαγωνισμός ήταν αξιοπρόσεκτα απολίτικος, πράγμα ίσως και καλό, αν σκεφτεί κανείς ότι στις πιο πολιτικές του συμμετοχές ακούγαμε κάτι ιστορίες για αγρίους Σοβιετικούς να κυνηγάνε αθώους δοσίλογους Τατάρους. Από την άλλη δεν μπορεί κανείς παρά να διαπιστώσει ότι δεν υπήρξε ούτε ξώφαλτση αναφορά στην Παλαιστίνη, σαν αυτή που ζήσαμε έστω από τον πάγκο στο “δικό μας” τελικό Κυπέλλου, πολύ περισσότερο σαν εκείνες που είχαμε δει στην τελευταία “προπανδημική” Eurovision στο Τελ Αβίβ. Κι είναι ενδεχομένως αμφίβολο αν το κακό πλασάρισμα του Ισραήλ, που επιχείρησε για άλλη μια χρονιά να πουλήσει “diversity” στέλνοντας Εβραία Αιθιοπικής καταγωγής, οφείλεται περισσότερο σε αποδοκιμασία του κοινού για τις ενέργειες της κυβέρνησής του κι όχι στο αντικειμενικά μετριότατο τραγούδι, που – με σαρδόνια κι αυτοσαρκαστική αίσθηση του χιούμορ εικάζουμε – τιτλοφορήθηκε “Set me free”.

Αλλά ας αφήσουμε αυτά τα ψυχοπλακωτικά, και ας επικεντρωθούμε στους μεγάλους νικητές της βραδιάς, που δεν είναι άλλοι από τους Ιταλούς Maneskin (Φεγγαρόφως στα δανικά) και συγκεκριμένα το φρόντμαν τους Nταμιάνο Ντάβιντ, ο οποίος με το ρίμελ αλά Κίμων Κουλούρης, τον ανδρόγυνο ερωτισμό του και την μαγνητική σκηνική παρουσία, απογείωσε τη συμπαθή, πλην όχι ακριβώς αριστουργηματική ροκιά “Zitti e buoni” (Σιωπηλοί και Φρόνιμοι) στην πρώτη θέση, χάρη στους 318 βαθμούς του κοινού έναντι 206 των επιτροπών. Έτσι, η Ιταλία για μια φορά ακόμα δικαίωσε την επιστροφή της στους Big 5 της διοργάνωσης , από το 2011 ως σήμερα, επιστέφοντας με νίκη (την τρίτη της συνολικά στο διαγωνισμό) μια σειρά καλών εμφανίσεων μετά την επάνοδό της. Ο ερμηνευτής βέβαια δε βρέθηκε στα φώτα μόνο λόγο της εμφάνισής του, αλλά και λόγω ενός εξαιρετικά αμφιλεγόμενου στιγμιότυπου από το τραπέζι της ιταλικής αποστολής, όπου ο ίδιος εμφανίζεται να σνιφάρει (προφανώς όχι λουκουμόσκονη) πίσω από μια σαμπανιέρα, (κατά τα άλλα απαγορευόταν το αλκοόλ λόγω covid, όπως μας πληροφόρησαν οι παρουσιαστές), με συνάδελφό του να τον σπρώχνει με τον αγκώνα όταν αντιλαμβάνεται την κάμερα να στρέφεται κατά πάνω τους.

O Νταμιάνο έσπευσε να διαψεύσει ότι έκανε χρήση ον κάμερα, δηλώνοντας γενικώς κατά των ναρκωτικών κι υποστηρίζοντας ότι κοιτούσε ένα σπασμένο ποτήρι που είχε ρίξει κάτω άλλο μέλος του συγκροτήματος, ενδεχομένως και τη Γιαδικιάρογλου που κοιτούσε την Παπασταύρου. Οι Ιταλοί φαν φυσικά έσπευσαν να εξασφαλίσουν σκρινσοτ που αποδεικνύον την ύπαρξη των επίμαχων γυάλινων θραυσμάτων, αποδίδοντας την κατηγορία σε ζηλόφθονες σκευωρίες των αντιπάλων της συμμετοχής, ειδικά της Γαλλίας, που προς στιγμήν ήλπισε στην πρωτιά με την μπαλάντα της Barbara Pravi. Tελικά η ερμηνεύτρια αρκέστηκε στο “μπράβο” κι “ευχαριστώ” του Εμμανουέλ Μακρόν μέσω τουίτερ, που δεν παρέλειψε να σχολιάσει τα μαύρα της μάτια και το “τρελό όνειρο” να “κάνει τη Γαλλία να λάμψει στη Eurovision”. Make France great again σαν να λέμε.

Ακόμα μεγαλύτερη πρέπει να ήταν η πίκρα για τον υποψήφιο της Ελβετίας, που αξιοποιεί το μεταναστευτικό της δυναμικό πλέον και σε σφαίρες του θεάματος εκτός ποδοσφαίρου, μακράν πρώτο στις προτιμήσεις των εθνικών επιτροπών, που είδε το κοινό να τον “γειώνει” στην τρίτη θέση. Κάπως έτσι, η φετινή Eurovision δε μετατράπηκε τελικά σε “χρονιά της μπαλάντας”, αν και ως είδος, μεγάλη ηττημένη αναδείχθηκε η “παραδοσιακή” ποπ, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι δεν υπάρχουν σταθερές συνταγές επιτυχίας στο  διαγωνισμό. Πέρα από την τίμια Κύπρο, το κοινό δε συγκινήθηκε ούτε από το εύθυμο αζέρικο τουρκομπαρόκ της “Μάτα Χάρι”, ούτε από την ευχάριστη “Adrenalina” του San Marino, ενώ δικαίως έμεινε χαμηλά και η πανδαισία τρέσας της Σερβίας, βγαλμένη απευθείας από επαρχιακό σκυλάδικο στα early 2000s. Kάπως καλύτερη τύχη άξιζε από την άλλη η πρώτη αγγλόφωνη συμμετοχή της Πορτογαλίας στην ιστορία του θεσμού, με το ατμοσφαιρικό “Love is on my side” να ταιριάζει όμως περισσότερο σε σάουντρακ ταινίας εποχής, παρά στο διαγωνισμό.

https://www.youtube.com/watch?v=2hAlp3Khsnk

Όπως λέγαμε και πριν, είναι πολύ αμφίβολο αν ο φετινός διαγωνισμός θα αφήσει οποιοδήποτε μουσικό στίγμα έστω και σε επίπεδου μπιτσόμπαρου για την καλοκαιρινή σαιζόν, επιβεβαιώνοντας όσους ανυπόκριτα νοσταλγούν την εποχή που η Eurovision έπαιρνε λιγότερο σοβαρά τον εαυτό της, προσφέροντας μοναδικές στιγμές κιτς και τρασίλας που έγραψαν ιστορία.

Από την άλλη, αν πούμε ότι δε μας είχε λείψει, θα είναι ψέμα. Και του χρόνου λοιπόν, με -παγκόσμια – υγεία και ανοσία αγέλης. Γιατί τις καλύτερες Eurovision μας δεν τις έχουμε δει ακόμα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: