Η άγνωστη Ρίτα Σακελλαρίου: «Μια κοινωνία να βρω καινούργια γιατί ετούτη με αδικεί…»

Κάτω από τη χρυσόσκονη που σκέπασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της Ρίτας Σακελλαρίου, υπάρχει μια αυθεντική λαϊκή τραγουδίστρια, που ξεπήδησε μέσα απ’ την καθημερινή βιοπάλη στο εργοστάσιο και τραγούδησε τραγούδια που καταγγέλλουν τις κοινωνικές ανισότητες και την αδικία, και αναζητούν μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση.

Σαν σήμερα, πριν από είκοσι χρόνια, σίγησε για πάντα μια από τις μεγαλύτερες φωνές του λαϊκού μας τραγουδιού. Η Ρίτα Σακελλαρίου έφευγε πρόωρα από τη ζωή στις 6 του Αυγούστου 1999, χτυπημένη από τον καρκίνο, έχοντας την τύχη να καθιερωθεί και να πορευτεί στις χρυσές δεκαετίες του λαϊκού τραγουδιού, αλλά και την «ευκαιρία» να το ακολουθήσει στη μετάλλαξή του…

Αν αναζητήσει κανείς σήμερα πληροφορίες για την  Ρίτα Σακελλαρίου θα βρει πληθώρα δημοσιευμάτων με γυαλιστερά εξώφυλλα και φωτογραφίες, τραγούδια μιας χρήσης, αντιμαχίες με άλλη γνωστή τραγουδίστρια, ίντριγκες, μύθους και πραγματικότητες γύρω από την προσωπική της ζωή, για τα οποία ασφαλώς ευθύνεται και η ίδια που τα τροφοδοτούσε. Όμως, αν τινάξεις με δύναμη τη χρυσόσκονη που σκέπασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της θα βρεις από κάτω μια αυτόφωτη αυθεντική λαϊκή τραγουδίστρια, που ξεπήδησε μέσα απ’ την καθημερινή βιοπάλη στο εργοστάσιο, στάθηκε άξια δίπλα σε μεγαθήρια όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Γιάννης Παπαϊωάνου και έγραψε τη δική της ιστορία.

Η άγνωστη Ρίτα Σακελλαρίου: «Μια κοινωνία να βρω καινούργια γιατί ετούτη με αδικεί…»

Η Ρίτα Σακελλαρίου στα πρώτα χρόνια της πορείας της στο λαϊκό τραγούδι

Η Ρίτα Σακελλαρίου γεννήθηκε στις 22 του Νοέμβρη 1934, στη Σητεία της Κρήτης. Καταγόταν από προσφυγική φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν από τη Σμύρνη και η μητέρα της από την Κάλυμνο. Όπως διαβάζουμε για τη ζωή της σε αφιέρωμα του Αντώνη Μποσκοΐτη στη Lifo: «Μια δεκαετία μετά βρίσκεται με την οικογένειά της στα Ταμπούρια του Κερατσινίου, στον Πειραιά, ένα μέρος όμορο με τη Δραπετσώνα, γειτονιές που παρήγαν μαζικά λαϊκούς τραγουδιστές και ρεμπέτες. Ο κομμουνιστής πατέρας της, τσαγκάρης στο επάγγελμα, κατά τον Εμφύλιο που ακολούθησε την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα μπαίνει στο στόχαστρο της αστυνομίας και χάνει τη ζωή του από αδέσποτη σφαίρα. Πολλά χρόνια μετά η Ρίτα θα εκφράσει την πικρία της γι’ αυτούς που είχαν ωφεληθεί από τον αλτρουιστή πατέρα της εκείνη τη μαύρη περίοδο και δεν έδωσαν ένα πιάτο φαΐ στα τρία ορφανά που άφησε πίσω του. Βρίσκει διέξοδο στον γάμο, σε ηλικία μόλις 14 ετών, και φέρνει στον κόσμο τα δυο της παιδιά, μεγαλώνοντας μαζί τους κι εκείνη. Χωρίζει νωρίς-νωρίς απ’ αυτό τον κατ’ ανάγκη πρώτο γάμο. Τα παιδιά μένουν κοντά στον πατέρα τους κι αυτή, για να τα φέρει βόλτα, εργάζεται σκληρά: στο καπνεργοστάσιο του Παπαστράτου, στα Λιπάσματα της Δραπετσώνας και στη χωματερή του Σχιστού. Η Ρίτα, ούσα παιδί και μητέρα ταυτόχρονα, φανερώνει την κλίση της στο τραγούδι».

Στα δεκαεφτά της χρόνια η Ρίτα Σακελλαρίου αρχίζει να τραγουδάει επαγγελματικά στο κέντρο «Μύλος» στο Πέραμα, όπου θα την ανακαλύψει ο συνθέτης Στέλιος Χρυσίνης που θα της γράψει αργότερα τα πρώτα της τραγούδια. Μέχρι τότε η νεαρή τραγουδίστρια θα έχει την τύχη να «σπουδάσει» το πάλκο για εφτά χρόνια δίπλα στους Βασίλη Τσιτσάνη και Γιάννη Παπαϊωάννου στο κέντρο «Φαληρικόν» στις Τζιτζιφιές.

Την δεκαετία του 1960 θα ηχογραφήσει τραγούδια των Γιάννη Παπαϊωάννου, Στέλιου Χρυσίνη, Βαγγέλη Σούκα, Νίκου Δαλέζιου, θα συνεργαστεί με τραγουδιστές όπως ο Στράτος Κύπριος, και θα εμφανιστεί σε κινηματογραφικές ταινίες με τον Νίκο Ξανθόπουλο κ.ά. Θα γίνει πολύ γνωστή στο τέλος της ίδιας δεκαετίας με το τραγούδι «Κάθε ηλιοβασίλεμα»  (1969) των Γιώργου Μανισαλή – Κώστα Ψυχογιού, ενώ το μεγάλο μπαμ στην καριέρα της θα γίνει τρία χρόνια αργότερα με την κυκλοφορία του δίσκου LP «Ιστορία μου» (1972) πάλι σε μουσική Γιώργου Μανισαλή και στίχους Κώστα Ψυχογιού. Την δεκαετία του 1970 η Ρίτα Σακελλαρίου θα μεσουρανήσει στα λαϊκά πάλκα και στη δισκογραφία, ενώ η καριέρα της θα συνεχιστεί σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής της.

Η άγνωστη Ρίτα Σακελλαρίου: «Μια κοινωνία να βρω καινούργια γιατί ετούτη με αδικεί…»

Η Ρίτα Σακελλαρίου στο πλευρό του λαϊκού συνθέτη Γιώργου Μανισαλή

Η Ρίτα Σακελλαρίου πριν μεσουρανήσει στο λαϊκό πεντάγραμμο τραγούδησε τραγούδια που μιλούσαν για τον πόνο της μάνας, τη φτώχεια, την ξενιτιά, κατήγγειλαν τις κοινωνικές ανισότητες και την αδικία, αλλά και αναζητούσαν μιας κοινωνία δίκαιη, χωρίς εκμετάλλευση.

Τα καλύτερα κορίτσια δουλεύουν στα εργοστάσια, μας λέει στο τραγούδι «Στα εργοστάσια στο Περιστέρι» (Μουσική: Βαγγέλης Σούκας – Στίχοι: Σαράντος Τσιλιβερδής). Άλλωστε και η ίδια σ’ αυτά τα εργοστάσια πάλεψε από νωρίς για να ορθοποδήσει και να ζήσει την οικογένειά της.

Στα εργοστάσια στο Περιστέρι
Πειραιά, Αθήνα και Κοκκινιά
μέρα και νύχτα σκληρά δουλεύουν
κορίτσια απ’ την φτωχολογιά.

Τα καλύτερα κορίτσια
είν’ απ’ την φτωχολογιά
στα χείλη έχουνε το τραγούδι
το γέλιο πάντα και την χαρά.

Ξεχνούν την κούραση με το τραγούδι
και η βδομάδα γοργά κυλά
δεν έχουν πλούτη ούτε παλάτια
μα έχουνε χρυσή καρδιά.

Ο μόχθος και η αυτοθυσία της μάνας για να το αναθρέψει και ο πόνος του αποχωρισμού από το παιδί της αποτυπώνονται στο τραγούδι «Σαν της μανούλας την καρδιά» (Μουσική: Στέλιος Χρυσίνης – Στίχοι: Χρήστος Πύρπασος), που ερμήνευσε η Ρίτα Σακελλαρίου, αναγνωρίζοντας προφανώς στους στίχους στοιχεία βιωματικά:

Η μάνα έχει βάσανα
και πίκρες πάντα πίνει
για ν’ αναθρέψει το παιδί
και τη ζωή της δίνει.

Σαν της μανούλας την καρδιά
δεν θα υπάρχει άλλη
τόσο αγνή, τόσο γλυκιά
καρδιά πολύ μεγάλη.

Να μεγαλώσει το παιδί
παιδεύεται η μάνα
ακόμα για το σπλάχνο της
γίνεται και ζητιάνα.

Κι αν την αφήσει το παιδί
και μείνει μοναχή της
όπου και να ‘ναι το ζητά
να δώσει την ευχή της.

Ο βαθύς πόνος της μάνας για την τύχη των παιδιών της στην κοινωνία βγαίνει μέσα από τους στίχους και την ερμηνεία της Ρίτας Σακελλαρίου, στο ζεϊμπέκικο «Μάνα να μη γινόμουνα» (Μουσική – στίχοι: Στέλιος Χρυσίνης):

Ποτέ να μη γινόμουνα
μάνα σ’ αυτό τον κόσμο
για να γνωρίσω βάσανα
καημούς και πίκρες μόνο.

Το ’να παιδί στην ξενιτειά
τ’ άλλο στη φυλακή
και τ’ άλλο μεσ’ τη φτώχια
και στην καταστροφή.

Κουράστηκα, παιδεύτηκα
για να τα μεγαλώσω
μα η μοίρα δεν με άφησε
παιδιά να καμαρώσω.

Βουρκώνουνε τα μάτια μου
και πνίγομαι στο κλάμα
γιατί να κάνω εγώ παιδιά
γιατί να γίνω μάνα.

Η μετανάστευση και οι πληγές που χαράζει σε όσους ξενιτεύονται αλλά και σε όσους μένουν πίσω και περιμένουν τους ξενιτεμένους, περιγράφονται στο τραγούδι «Όσοι λεβέντες φεύγουνε» (Μουσική: Στέλιος Χρυσίνης – Στίχοι: Κωνσταντίνος Ζήτης) που ερμηνεύει η Ρίτα Σακελλαρίου:

Όσοι λεβέντες φεύγουνε
και παν στα ξένα μέρη
τι πόνο έχουν στην καρδιά
αχ, μόνο ο Θεός το ξέρει.

Φεύγουν απ’ τα σπιτάκια τους
με μάτια δακρυσμένα
αχ, τι καημός που ‘ναι τα ξένα.

Σαν σηκωθούν οι άγκυρες
πόσα ματάκια κλαίνε
πόσες καρδιές ραγίζουνε
αχ, το έχε γειά σαν λένε.

Όσοι λεβέντες φεύγουνε
με την ελπίδα ζούνε
στον τόπο που γεννήθηκαν
αχ, πάλι να ξαναρθούνε.

Η απογοήτευση και η απελπισία του φτωχού ανθρώπου αναβλύζουν από τους στίχους του τραγουδιού «Αυγή συννεφιασμένη» (Μουσική: Νάκης Πετρίδης – Στίχοι: Ηρακλής Παπασιδέρης). Αν και χρεώνει στην κακή «μοίρα» τη θέση του στην κοινωνία, ο ίδιος δεν χάνει την ελπίδα για καλύτερες μέρες:

Σήμερα είναι Κυριακή
και αύριο Δευτέρα
συννεφιασμένη μου καρδιά
δεν είδες άσπρη μέρα.

Τα μάτια μου βουρκώνουνε
με τρώει το μαράζι
ο ήλιος βγαίνει για πολλούς
για μένα σκοτεινιάζει.

Αυγή συννεφιασμένη
μοιάζεις με την καρδούλα μου
που είναι πληγωμένη
αυγή συννεφιασμένη.

Με κατατρέχει η μοίρα μου
γιατί κι εγώ δεν ξέρω
ποτέ μου δεν αμάρτησα
γιατί να υποφέρω.

Δυστυχισμένη μου καρδιά
ελπίζω κάποια μέρα
να δω μια άσπρη Κυριακή
και μια καλή Δευτέρα.

Πολύ πιο ευδιάκριτη εμφανίζεται η κοινωνική αδικία στους στίχους των δυο επόμενων τραγουδιών, που ερμήνευσε η Ρίτα η Σακελλαρίου. Στο «Ποιος θα κρίνει την κοινωνία» (Μουσική: Στέλιος Χρυσίνης – Στίχοι: Γιάννης Παπαδόπουλος) η φτώχεια δεν παρουσιάζεται ως αιτία κακοδαιμονίας ενός συνόλου ανθρώπων ή επακόλουθο κάποιας κακής «μοίρα», αλλά ως αυτό που είναι, δηλαδή αποτέλεσμα των κοινωνικών ανισοτήτων που γεννάει το σύστημα της εκμετάλλευσης:

Είμαστε όλοι άνθρωποι
σ’ αυτή την κοινωνία
μα άλλοι ζούνε στη χαρά
κι άλλοι στην αγωνία.

Αχ, κοινωνία άδικη
αλλού καταδικάζεις
κι όπου θέλεις πάλι εσύ
τ’ άδικο το σκεπάζεις.

Εσύ που κάνεις τον φτωχό
φαρμάκια για να πίνει
αχ κοινωνία εσένανε
να δω ποιος θα σε κρίνει.

Αχ να ‘ξερα, αχ να ’ξερα
εσένα ποιος θα κρίνει…

Μεσ’ τις καρδιές π’ αγάπησαν
και λιώνουν απ’ τον πόνο
για κάθε ατυχία τους
εσύ ‘σαι η αιτία μόνο.

Κάθε φτωχό μας όνειρο
εσύ μας το γκρεμίζεις
και με καημούς και βάσανα
και πίκρες μας γεμίζεις.

Στο τραγούδι «Καινούρια κοινωνία» (Μουσική: Νίκος Δαλέζιος – Στίχοι: Αντώνης Κατινάρης) η καταγγελία της κοινωνικής αδικίας προχωράει ένα βήμα παραπέρα. Αν και ο τρόπος που θα έρθει η αλλαγή δεν προσδιορίζεται, η αναζήτηση μια άλλης κοινωνίας, χωρίς αδικία και εκμετάλλευση αποτελεί διακαή πόθο του καταπιεσμένου:

Θέλω να φύγω, κι αλλού να πάω
σ’ άλλον πλανήτη και σ’ άλλη γη
μια κοινωνία, να βρω καινούργια
γιατί ετούτη με αδικεί.

Καινούργια κοινωνία
θα πάω για να βρω
γιατί σ’ αυτό τον κόσμο
να ζήσω δεν μπορώ.

θέλω να φύγω, κι αλλού να πάω
κι από τον κόσμο πια να χαθώ
γιατί ετούτη η κοινωνία
με θανατώνει κάθε λεπτό.

Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι οι περισσότεροι συνθέτες και στιχουργοί του λαϊκού τραγουδιού, ήταν παιδιά της εργατικής τάξης, και βίωσαν από πρώτο χέρι στο πετσί τους την εκμετάλλευση και τι θα πει κοινωνική αδικία. Ο Νίκος Δαλέζιος, για παράδειγμα, που έγραψε τη μουσική στο τραγούδι «Καινούργια κοινωνία» δούλευε στις οικοδομές ως ελαιοχρωματιστής με πενιχρό μεροκάματο, όταν άρχισε να γράφει τραγούδια. Επίσης, ακούγοντας σήμερα τα παραπάνω τραγούδια, αλλά και άλλα, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι πολλά γράφτηκαν μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες της εποχής τους, λογοκρισίας ή και αυτολογοκρισίας, για να μπορέσουν να ηχογραφηθούν. Αυτό όμως δεν εμπόδισε να εκφραστεί μέσα από τα τραγούδια αυτά ο πόθος πολλών δημιουργών του λαϊκού μας τραγουδιού, και διαχρονικός πόθος των καταπιεσμένων, για μια ζωή ανθρώπινη σε μια κοινωνία απαλλαγμένη από τα δεσμά της εκμετάλλευσης.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: