“Ένα χωράφι με τρία μέτρα λάσπη” – 50 χρόνια από το φεστιβάλ του Γούντστοκ

Πώς μια μπίζνα “νεοφυούς επιχειρηματικότητας” μετατράπηκε στο θρυλικότερο μουσικό φεστιβάλ όλων των εποχών.

“Τρεις μέρες ειρήνης και μουσικής” ήταν το λιτό σλόγκαν μιας εκδήλωσης που οι διοργανωτές ήλπιζαν στην καλύτερη των περιπτώσεων πως θα μπορούσε να προσελκύσει 200.000 άτομα. Στην πραγματικότητα, οι νεαροί νεοϋρκέζοι μανατζαραίοι, παραγωγοί και σπεκουλαδόροι, Άρτι Κόρνφελντ, Μάικλ Λανγκ, Τζόελ Ρόζενμαν και Τζον Π. Ρόμπερτς δε στόχευαν σε κάτι παραπάνω από μια καλή αρπαχτή, με βασικό στόχο τη διαφήμιση ενός νέου στούντιο ηχογραφήσεων που είχαν στα σκαριά, εκμεταλλευόμενοι το συρμό «της εποχής του υδροχόου», δηλαδή του απόγειου του κινήματος των χίπις στις ΗΠΑ. Κανείς δεν περίμενε ότι για τα 32 συγκροτήματα και σόλο καλλιτέχνες θα κατέφταναν κάπου 400.000 χιλιάδες επισκέπτες, όσοι δηλαδή κατάφεραν να υπερκεράσουν το μποτιλιάρισμα ως 16 χλμ. για το Μπέθελ, την ήσυχη κωμόπολη όπου διεξήχθη τελικά το φεστιβάλ, κι ας βρισκόταν το πραγματικό Γούντστοκ κάπου 70 χλμ. νοτιοδυτικότερα.

Αρχικά το φεστιβάλ ήταν να πραγματοποιηθεί στη φάρμα Ουίνστον, στην κωμόπολη Saugerties, οι κάτοικοι ωστόσο δεν ήταν καθόλου ενθουσιασμένοι με την προοπτική χιλιάδων μαστουρωμένων μαλλιάδων στα μέρη τους, ενώ την ίδια υποδοχή είχαν οι διοργανωτές και στο Γουόλκιλ.

Εντέλει επιλέχθηκε ένα βοσκοτόπι κοντά στο Μπέθελ 150.000 τετραγωνικών χλμ. με αμφιθεατρική διάταξη, που το καθιστούσε ιδανικό συναυλιακό χώρο. Ο ενθουσιασμός του εμπορικού επιμελητηρίου του Μπέθελ και οι άγνωστου ύψους επιταγές του Ρόζενμαν σε εξοργισμένους κατοίκους απέτρεψαν ένα νέο ναυάγιο για το φεστιβάλ.

Δυο βδομάδες πριν την καθορισμένη ημερομηνία έναρξης στις 15 Αυγούστου, άρχισαν να καταφτάνουν οι πρώτοι επισκέπτες με σκηνές και τροχόσπιτα, αριθμός που δυο μέρες πριν ανέβηκε στις 30.000. Ελλείψει κυκλοφοριακών ρυθμίσεων, όλοι οι γύρω δρόμοι σύντομα μπλόκαραν από ουρές οχημάτων που σκόπευαν να φτάσουν στο χώρο.

Οι πρόχειρες περιφράξεις ποδοπατήθηκαν γρήγορα από το συρρέον πλήθος, οδηγώντας τους διοργανωτές σε μια λύση ανάγκης, που ήταν να μετατραπεί το φεστιβάλ, για το οποίο οι μισοί περίπου είχαν πληρώσει εισιτήριο στην προπώληση, σε ελευθέρας εισόδου. Αυτό σήμαινε πως αρχικά το φεστιβάλ έπεσε έξω κατά 1,3 εκ. δολάρια, ενώ και από τα δικαιώματα του εξαιρετικά επιτυχημένου φερώνυμου ντοκιμαντέρ για το Γούντστοκ, μόνο δύο από τους διοργανωτές εισέπραξαν τελικά δικαιώματα, κι αυτό σε ύψος «μόλις» 20%. Τα χρέη εξοφλήθηκαν ως το 1980, ενώ οι υπόλοιποι διοργανωτές τελικά έγιναν εκατομμυριούχοι μέσω πνευματικών δικαιωμάτων.

Η πρώτη μέρα ήταν αφιερωμένη στην φολκ και κάντρι μουσική και ξεκίνησε στις πέντε περίπου το απόγευμα με τον τότε σχετικά άγνωστο Ρίτσι Χέιβενς, που χάρη στους αυτοσχεδιασμούς του επί σκηνής απέκτησε παγκόσμια φήμη.

Ακολούθησαν μια σειρά καλλιτέχνες, με εμφανίσεις όχι πάντα ιδιαίτερα ποιοτικές, προφανώς λόγω έντονης επήρειας ναρκωτικών. Μάλιστα ο παίχτης σιτάρ Ραβί Σανκάρ, μέντορας του Τζωρτζ Χάρισον δεν ξανασυμμετείχε έκτοτε σε τέτοιου είδους φεστιβάλ, διαφωνώντας ανοιχτά με τη ναρκωκουλτούρα και τη στρεβλή κατά τη γνώμη του εικόνα της Ινδίας που προωθούσαν οι χίπις, πχ. μέσω «Καμασούτρα πάρτις» με χασίς.

Τη βροχερή βραδιά έκλεισε η τότε έγκυος στον έκτο μήνα Τζοάν Μπαέζ, που μίλησε για το φυλακισμένο τότε σύζυγό της Ντέιβιντ Χάρις, και τραγούδησε μεταξύ άλλων α καπέλα το Swing Low, Sweet Chariot. Στη διάρκεια μάλιστα του εμβληματικού We Shall Overcome ξέσπασε έντονη καταιγίδα, που διήρκεσε περίπου τρεις ώρες.

Οι επόμενες μέρες κινήθηκαν σε αυστηρά ροκ πλαίσια. Από τις πιο ιστορικές εμφανίσεις ήταν εκείνη των «Santana», που είχαν μόλις ηχογραφήσει το πρώτο τους άλμπουμ, το οποίο κυκλοφόρησε λίγο μετά το φεστιβάλ και σκαρφάλωσε στο τοπ-5 των ΗΠΑ χάρη κυρίως στην περίπου 45λεπτη παρουσία τους στη σκηνή αυτή. Αντίθετα, η ήδη διάσημη Τζάνις Τζόπλιν και το συγκρότημά τους απογοήτευσαν, με τη φωνή της βαριά εξαρτημένης τραγουδίστριας να σπάει διαρκώς. Ωστόσο, μια ρήση της επί σκηνής για τους χίπις προκάλεσε αίσθηση κι επαναλαμβανόταν συχνά έκτοτε: «Κάποτε ήμασταν μόνο λίγοι, τώρα είμαστε ολόκληρα πλήθη».

Άλλοι σταρ της ημέρας ήταν το βρετανικό συγκρότημα The Who, των οποίων ο μάνατζερ αρχικά αρνήθηκε να εμφανίσει δίχως προπληρωμή. Η παρουσία τους ήταν κυριολεκτικά βίαιη, καθώς ο κιθαρίστας Πιτ Τάουνσεντ πάτησε και κλώτσησε έναν καμεραμάν από τη σκηνή, ενώ έφερε την κιθάρα στο κεφάλι του ακτιβιστή Άμπι Χόφμαν, όταν εκείνος επιχείρησε να βγάλει λόγο για τη σύλληψη και φυλάκιση του ποιητή Τζον Σινκλαίρ για κατοχή μαριχουάνας. O ίδιος περιέγραφε αρκετά κυνικά την εμπειρία του από το φεστιβάλ: “Ολοι αυτοί οι χίπις χόρευαν πιστεύοντας ότι, ο κόσμος πρόκειται να αλλάξει, κάποια ημέρα. Ως κυνικός Αγγλος που ήμουν, περιφερόμουν ανάμεσά τους, θέλοντας να φτύσω τους περισσότερους από αυτούς, κάνοντάς τους να συνειδητοποιήσουν ότι, τίποτε δεν άλλαξε και τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Αυτό που πίστευαν ότι, ήταν μια εναλλακτική κοινωνία στην ουσία ήταν ένα χωράφι με τρία μέτρα λάσπη, στολισμένο με LSD. Αν αυτός ήταν ο κόσμος που ήθελαν να ζήσουν, τότε γ…. τους”.

Τη βραδιά έκλεισαν οι Jefferson Airplane, με την τραγουδίστρια Γκρέις Σλικ να ανακοινώνει πως θα έπαιζαν λίγη μουσική «για πρωινούς μανιακούς».

Η τελευταία μέρα ξεκίνησε με την εμφάνιση του Τζο Κόκερ, που είχε γνωρίσει ήδη μια πρώτη επιτυχία με τη διασκευή του With a Little Help from my friends ένα χρόνο πριν. Μετά από μια έντονη καταιγίδα ακολούθησε ο Max Yasgur, που ισχυρίστηκε πως το Γούντστοκ ήταν η μεγαλύτερη συγκέντρωση ανθρώπων στο ίδιο μέρος που υπήρξε ποτέ.

Μια από τις κορυφαίες στιγμές του φεστιβάλ ξεκίνησε ουσιαστικά μια μέρα μετά την προγραμματισμένη λήξη του, το πρωί της 18ης Αυγούστου 1969, όταν ανέβηκαν στη σκηνή ο Τζίμι Χέντριξ και το ειδικά σχηματισμένο για το φεστιβάλ συγκρότημά του Gypsy Sun&Rainbows. Ήδη η πλειονότητα των θεατών είχε αποχωρήσει, αλλά οι 35.000 υπομονετικοί αποζημιώθηκαν μεταξύ άλλων με την ιστορική διασκευή του αμερικανικού εθνικού ύμνου, όπου ο Χέντριξ προσπάθησε να αποδώσει μουσικά τις ρίψεις πυραύλων και το θάνατο στρατιωτών στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του Woodstock ήταν και οι ηχηρές καλλιτεχνικές απουσίες, ανάμεσά τους ιερά τέρατα όπως οι Μπιτλς, οι Λεντ Ζέπελιν (που προτίμησαν να δώσουν αλλού συναυλία), οι Ρόλινγκ Στόουνς, οι Doors (των οποίων ο ντράμερ, Τζον Ντένσμορ, παρακολούθησε ως θεατής το φεστιβάλ) και ο Μπομπ Ντίλαν. Για καθέναν από αυτούς υπάρχουν διαφορετικοί λόγοι για τη μη συμμετοχή, και συχνά αντικρουόμενες εκδοχές. Φαίνεται πως ένα κράμα εσωτερικών διαφωνιών και υποτίμησης της πιθανής επιτυχίας του φεστιβάλ έπαιξαν τον καθοριστικό ρόλο στις περισσότερες ίσως περιπτώσεις.

Η κακή διοργάνωση και οι άσχημες καιρικές συνθήκες οδήγησαν το Νέλσον Ροκφέλερ, τότε κυβερνήτη της πολιτείας της Νέας Υόρκης να φλερτάρει με την ιδέα αποστολής 10.000 στρατιωτών στο φεστιβάλ, αρκούμενος τελικά σε κήρυξη της περιοχής σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Ο αμερικανικός στρατός τελικά όντως παρενέβη, αποστέλλοντας τροφές και γιατρούς από την κοντινή αεροπορική βάση Στιούαρτ με ελικόπτερα, τα οποία διακόμισαν και όσους έχριζαν νοσηλείας σε κοντινά νοσοκομεία.

Συνολικά 5.162 άνθρωποι είχαν ανάγκη ιατρικής φροντίδας, εκ των οποίων 797 περιστατικά οφείλονταν σε χρήση ναρκωτικών ανάμεσά τους ένας θάνατος από υπερβολική δόση ηρωίνης, ενώ ένας νεαρός άντρας σκοτώθηκε στο σλίπινγκ μπαγκ του, καθώς δεν τον πρόσεξε οδηγός τρακτέρ και τον καταπλάκωσε. Μάλλον άθλιες ήταν και οι συνθήκες υγιεινής, καθώς οι 600 περίπου χημικές τουαλέτες δεν επαρκούσαν ούτε κατά διάνοια, ενώ γρήγορα άρχισαν να μυρίζουν σε ακτίνα χιλιομέτρου. Η κατάσταση ήταν τέτοια, που στήθηκαν αυτοσχέδιες πινακίδες που απαγόρευαν την ούρηση σε χώρους όπου υπήρχε πόσιμο νερό.

Όσο για τη διατροφή των επισκεπτών, μετά την αδυναμία της επιχείρησης κέιτερινγκ να ανταποκριθεί στο τεράστιο πλήθος, οι καντινιέρηδες και οι αγρότες του Μπέθελ βρήκαν το μήνα που θρέφει τους έντεκα πουλώντας χοτ ντογκ και αγροτικά προϊόντα σε τιμές μαύρης αγοράς, εκμεταλλευόμενη και την αποκοπή των συγκοινωνιακών δικτύων λόγω μποτιλιαρίσματος. Χίπικα κοινόβια της περιοχής, με γνωστότερο το Hog Farm, ανέλαβαν αφιλοκερδώς ή σε χαμηλές τιμές να εφοδιάσουν όσο μπορούσαν τους πεινασμένους με κοτόσουπες και σάντουιτς.

Νικ και Μπόμπι Ερκολάιν, σε μια διάσημη φωτό που κόσμησε το άλμπουμ του Φεστιβάλ. 50 χρόνια μετά, το ζευγάρι παραμένει ακόμα μαζί.

Παρότι λοιπόν τεχνικά κι ως ένα βαθμό και μουσικά το Γούντστοκ κάθε άλλο παρά ιδανικά κύλησε, μετατράπηκε γρήγορα σε θρύλο, αντικατοπτρίζοντας μια μεγάλη μιντιακή νίκη επί της πραγματικότητας, σύμφωνα με ορισμένους επικριτές της εξιδανίκευσης του φεστιβάλ. Από την άλλη, οι αναμνήσεις όσων έζησαν τα γεγονότα, παρά τον επίσης αδιαμφισβήτητο υποκειμενισμό τους, αποδεικνύουν πως η φήμη του Γούντστοκ δεν ήταν τεχνητό και μόνο δημιούργημα εταιρειών. Κατά μία έννοια, αποτέλεσε το αποκορύφωμα, αλλά και την αρχή του τέλους των ρομαντικών αυταπατών που έτρεφαν τα παιδιά των λουλουδιών, την πιο πολιτική πράξη του κινήματος των χίπις, αλλά ταυτόχρονα και την απαρχή της απώλειας των έστω αταβιστικών ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών του, μέσω της ολοένα και εντονότερης καταβύθισης σε έναν σολιψιστικό κόσμο μυστικισμού και – ακόμα περισσότερων – ναρκωτικών.

Δύσκολες Νύχτες

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: