Ελένη Καραΐνδρου: Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Βιβάλντι κι εγώ

Η Ελένη Καραΐνδρου, δεν έγραψε μουσική μόνο για τον κινηματογράφο, όμως η συνεργασία της με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο ήταν που γέννησε μερικές από τις ομορφότερες στιγμές στην ιστορία της τέχνης – Πώς γράφεται μουσική ή το ταξίδι στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής

Η Ελένη Καραΐνδρου, δεν έγραψε μουσική μόνο για τον κινηματογράφο, όμως η συνεργασία της με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο ήταν που γέννησε μερικές από τις ομορφότερες στιγμές  στην ιστορία της τέχνης. Συνεργάστηκαν για πρώτη φορά στην ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα» κι έμελλε από τότε οι δρόμοι τους να χωρίσουν μόνο όταν ο σπουδαίος αυτός σκηνοθέτης και άνθρωπος έφυγε ξαφνικά και άδικα από τη ζωή.

Με αφορμή τα γενέθλιά της, ανασύραμε από το αρχείο μας μια παλιά συνέντευξη της Ελένης Καραΐνδρου, στην Πολιτιστική, όπου μιλάει για τη μουσική της στην ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα», πώς η ίδια κατάφερε… να βγάλει από τη μέση τον «ανταγωνιστή» της Βιβάλντι,  για την πορεία, τις δυσκολίες και την ολοκλήρωση των μουσικών μοτίβων, για τη βαθιά σχέση έρωτα και πάθους του συνθέτη με το κινηματογραφικό έργο και τους τρόπους δουλειάς του και για τη μουσική στον ελληνικό κινηματογράφο στα χρόνια του ΄80.

Πώς γράφεται μουσική ή το ταξίδι στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής

«Δυο χρόνια κράτησε για μένα το ταξίδι στα Κύθηρα. Κι ήταν ένα αληθινό ταξίδι γεμάτο εμπειρίες, γεμάτο περιπέτειες και γνώσεις. Όλα ξεκίνησαν τον Οκτώβρη του 1982, την εποχή που ο Αγγελόπουλος έφτιαχνε το σενάριο στην τελική «γραπτή» του φάση. Τότε υπήρχε ανάμεσα μας ο Βιβάλντι… Αυτή ήταν η πρώτη μας επαφή. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Αντόνιο Βιβάλντι κι εγώ. Όπως αποδείχτηκε, πάρα πολλοί για να… συνυπάρξουμε! Ας πάρουμε όμως από την αρχή τα πράγματα. Ο Αγγελόπουλος τέσσερα χρόνια πριν, δηλαδή από το 1980, αν θυμάμαι καλά, αρχίζει και δουλεύει το «Ταξίδι στα Κύθηρα» ακούγοντας συνεχώς το κοντσέρτο για μαντολίνο του Βιβάλντι. Οι ρυθμοί του συντροφεύουν την πρώτη γέννηση της ιδέας και πάνω σ’ αυτούς χτίζεται πέτρα την πέτρα η πρώτη μορφή του «γραπτού» σεναρίου. Το τονίζω αυτό γιατί το σενάριο του Αγγελόπουλου δεν παύει να δουλεύεται και να βελτιώνεται μέχρι την τελική φάση του μοντάζ. Έτσι λοιπόν όταν πρωτοσυναντηθήκαμε με το σκηνοθέτη, τότε ήταν που ένιωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου περίεργα ρεύματα αντιπάθειας για τον κ. Βιβάλντι. Δυο χρόνια ολόκληρα πριν από μένα! Πήγαινε πολύ. Πόσο μάλλον που η πρώτη ιδέα του σκηνοθέτη ήταν να τον αφήσουμε στην ταινία και να δουλέψουμε σε μουσικές παραλλαγές πάνω στο αντάτζιο του κοντσέρτου του.

Βέβαια τίποτα δεν εμπόδιζε ν’ αντιπροτείνω ένα νέο… κοντσέρτο, που ωστόσο θα ’πρεπε να ’χει κάποια σχέση με τους ρυθμούς που ήταν οικείοι πια στο έργο. Μπαστούνια δηλαδή. Ευτυχώς μετά την πρώτη μας αυτή συνάντηση κατάφερα να εξασφαλίσω μια δεύτερη με το σκηνοθέτη (χωρίς τον… μισητό συνάδελφο συνθέτη), όπου και πραγματικά άρχισε το δικό μου ταξίδι στα Κύθηρα, ή ταξίδι στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, το οποίο και συνεχίζεται παρόλο που η ταινία τέλειωσε. Αυτό είναι το ρίσκο όταν μπαρκάρεις στα σοβαρά. Δεν μπορείς ούτε να σταματήσεις, ούτε να επιστρέψεις πια. Έχεις βρει μέσα σου κάποιους δρόμους, έχεις ανιχνεύσει κάποιες σκοτεινές πτυχές της ψυχής σου, που κάπου θα σε βγάλουν. Πότε και πού άγνωστο. Δεν αστειεύομαι καθόλου. Πώς νομίζετε ότι γράφεται μια μουσική; Μόνο αν βάλεις τον εαυτό σου σε απόλυτη διαθεσιμότητα».

Η Ελένη Καραΐνδρου με τον αξέχαστο Θόδωρο Αγγελόπουλο

Πώς βγήκε από τη μέση ο Αντόνιο Βιβάλντι ή πού οδηγεί το δυνατό πάθος

«Μετά τη δεύτερη συνάντηση λοιπόν με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο κι αφού μου αφηγήθηκε επί ώρες με τον συναρπαστικό, κινηματογραφικό και προσωπικό του τρόπο το κεντρικό μέρος του σεναρίου, γύρισα σπίτι μου νιώθοντας να γεννιέται μέσα μου ένα δυνατό πάθος για την ταινία. Τότε ήταν που άκουσα μέσα μου μια μυστική φωνή να λέει: «Αντόνιο Βιβάλντι, ήρθε το… τέλος σου». Ιδού πού οδήγησε το δυνατό πάθος. Βρήκα την ιδέα για ένα κοντσέρτο. Έτρεμα από συγκίνηση. Το πρωί, μόλις το επέτρεπε η ώρα, έπαιξα το θέμα στο πιάνο και πήγα με μια κασέτα στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Το αγάπησε το θέμα μου. Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Τώρα, σύμφωνα με την αρχική ιδέα του σκηνοθέτη που ήταν τελείως πρωτότυπη, έπρεπε το θέμα αυτού του κοντσέρτου – που τελικά το έγραψα για πιάνο, όμποε και έγχορδα – να ακουστεί μέσα στην πορεία του έργου σε διάφορες μορφές, ανάλογα με τις λειτουργικές ανάγκες της ταινίας.

Έτσι, δουλεύοντας το, το ίδιο ακριβώς θέμα φτιάχτηκε και ηχογραφήθηκε σαν μπλουζ και ροκ (πιάνο Αλεξίου, μπάσο Ζηκογιάννης, σαξόφωνο Διακογιάννης και ντραμς Γκοντζίνας), σαν τραγούδι ρεμπέτικο, σε στίχους μου, που το τραγούδησε έξοχα ο Γιώργος Νταλάρας. Όλα αυτά έγιναν πριν δυο χρόνια περίπου. Δηλαδή η ηχογράφηση της πρωτότυπης μουσικής έγινε το Δεκέμβρη του 1980! Πολλές σκηνές γυρίστηκαν πάνω στη μουσική. Το κοντσέρτο με το κεντρικό μοτίβο είναι του Μπρόντζι και ακούγεται στην αρχή σχεδόν της ταινίας. Είχα την τύχη να συνεργαστώ με τη Νέλλη Σεμιτέκολο (πιάνο) και τον Αργυρόπουλο (όμποε)».

«πώς να τη γιατρέψεις την παλιά πληγή βαθιά μες στη ψυχή…»

Μουσικά μοτίβα και απελπισμένη έξοδος

«Στην ταινία υπάρχουν δύο βασικά μουσικά μοτίβα. Το κοντσέρτο με όλες τις παραλλαγές του και το μοτίβο του χωριού (εκεί επιστρέφει ο πατέρας) που στηρίζεται σ’ ένα παλιό ποντιακό τραγούδι, το «Σαράντα μήλα κόκκινα». Το τραγούδι αυτό θυμάται, τραγουδάει και χορεύει ο πατέρας (Κατράκης) γυρίζοντας στο χωριό και συναντώντας τον παλιό αγαπημένο του φίλο (Νέζο). Οι παραλλαγές αυτού του μουσικού θέματος δένονται με τη δράση στο χωριό.

Όμως υπάρχει κι ένα μοτίβο, που γεννιέται απ’ όλα τ’ άλλα, που αγγίζει την καρδιά της ταινίας και που πρωτακούγεται όταν εμφανίζεται ο Κατράκης, δηλαδή η μορφή που εμπνέει στο έργο τον σκηνοθέτη, που είναι συγχρόνως πρόσωπο της ταινίας που γυρίζεται μέσα στην ταινία αλλά κι ο πατέρας του που επιστρέφει. Αυτό το μοτίβο, που τ’ ονομάσαμε «Το ερωτικό», έρχεται να υπογραμμίσει και μια κορυφαία στιγμή του έργου, της φυγής του ζευγαριού των γέρων. Μια πορεία στα χιόνια, ένα πέρασμα σε μια έρημη πόλη, μια στάση σ’ έναν παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Ένα οδοιπορικό μέσα στο ανέφικτο, στο μη πραγματοποιήσιμο αλλά και πολύ ποθητό. Μια απελπισμένη έξοδος».

Μουσικοί και ηθοποιοί

«Στα δυο χρόνια που πέρασαν από την πρώτη ηχογράφηση, η περιπέτεια της μουσικής συνεχίζεται μια και το έργο έχει και μουσική που προέρχεται από ζωντανές πηγές. Θα μου μείνουν αλησμόνητες οι εμπειρίες μου από τα γυρίσματα στη Θεσσαλονίκη όπου χρειάστηκε να βρω μουσικούς που είχαν παίξει σε παλιές επιθεωρήσεις (τρομπέτες, σαξόφωνα, ακορντεόν κλπ.) για μια πολύ σημαντική και μεγάλη σκηνή στο τελευταίο ημίωρο της ταινίας. Εκεί είδα τον Αγγελόπουλο να ενσωματώνει τους μουσικούς με τους ηθοποιούς και να πετυχαίνει ένα απίθανο αποτέλεσμα δουλεύοντας μια ολόκληρη βδομάδα μαζί τους».

Συνθέτης και κινηματογραφικό έργο

«Δεν ξέρω αν μιλώντας για την εμπειρία μου αυτή έχω δώσει μια εικόνα για το πώς γράφεται μια μουσική για τον κινηματογράφο. Ελπίζω όμως να μετέφερα εκείνη τη βαθιά σχέση έρωτα και πάθους που πρέπει να γεννηθεί ανάμεσα στο συνθέτη και το κινηματογραφικό έργο.

Υπάρχουν βέβαια πολλοί τρόποι να δουλέψεις στο σινεμά. Συχνά ένα μεγάλο μέρος της μουσικής, αν όχι κι όλο, γράφεται από το συνθέτη όταν μοντάρεται η ταινία. Νομίζω είναι περιττό να υποδείξει κανείς πόσο πιο σημαντικό είναι να ’χει δουλευτεί από πριν η μουσική. Άλλωστε, λίγο πολύ, κάπως έτσι έχω λειτουργήσει σε όλες μου τις ταινίες. Και στη «Ρόζα» του Χριστοφή και στην «Τιμή της αγάπης» της Μαρκετάκη δούλεψα από τη στιγμή που γινόταν ή υπήρχε το σενάριο.

Πιστεύω πως η τέχνη να γράφεις μουσική στο σινεμά απαιτεί μια ειδική ευαισθησία του συνθέτη ως προς την εικόνα και τους ρυθμούς της. Ακόμα απαιτεί μια ξεχωριστή γνώση του σινεμά και του τρόπου εργασίας που απαιτείται σ’ αυτόν. Μια βασική αρχή αξεπέραστη είναι να βρίσκει ο μουσικός τέτοιες ισορροπίες στους ήχους που φτιάχνει ώστε μαζί με την εικόνα να δένουν τόσο που να περνάνε σχεδόν απαρατήρητα. Να ’χει, δηλαδή, μια αίσθηση συνόλου».

“Ταξίδι στα Κύθηρα”, η ταινία:

Θαυματοποιοί και μάγοι

«Η μουσική στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο βρίσκεται σε άνθιση. Το ενδιαφέρον για πρωτότυπη μουσική ανεβαίνει. Γεννιούνται νέες δυνάμεις. Όμως και οι συνθέτες συμμερίζονται τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο ελληνικός κινηματογράφος. Κακά τα ψέματα, θαυματοποιοί και μάγοι είναι δύσκολο να γίνουμε. Με τόσα λίγα χρήματα που αναλογούν σε μια ελληνική ταινία ποιότητας, μόνο το μεράκι, η φαντασία, οι προσωπικές θυσίες και το πείσμα μπορούν και σώζουν την κατάσταση».

***

Η Ελένη Καραΐνδρου γεννήθηκε στο Τείχιο της Λωρίδας. Σπούδασε πιάνο και θεωρητικά στο Ελληνικό Ωδείο και τελείωσε τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε Εθνομουσικολογία στην Σορβόνη και ενορχήστρωση στη Σκάλα Καντόρουμ στο Παρίσι. Από το 1975 ως το 1982 εργάστηκε ως στέλεχος και μουσικός συνεργάτης στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Έχει γράψει μουσική για πολλά θεατρικά έργα, τηλεοπτικές σειρές και άλλες τηλεοπτικές παραγωγές, και κινηματογραφικές ταινίες. Τα έργα της έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό. 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: