Russian doll: Βλέπω το θάνατό σου ξανά και ξανά.

Η σειρά του Netflix μας βάζει μέσα σε μια συνεχή λούπα να ζούμε και να ξαναζούμε το θάνατο της κοκκινομαλλούσας κυνικής πρωταγωνίστριας και δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτή την στήλη κριτική για μια… ματριόσκα.

Πριν ξεκινήσω την κριτική, να σας πω πως το Netflix μας γλεντά όλους.  Κατάφερε να μας πείσει να το πληρώσουμε, κατάφερε να μας κλείνει μέσα τα βράδια, κατάφερε να γίνονται οι σειρές του θέμα συζήτησης παντού. Ο καπιταλισμός κρυφογελά σε μια γωνία του σπιτιού μας.

Η υπόθεση της σειράς

Η πρωταγωνίστριά μας είναι η Νάντια  36 ετών, προγραμματίστρια βίντεοπαιχνιδιών, βρίσκεται στο φουτουριστικό μπάνιο των καλύτερων φίλων της και έξω απο την πόρτα μαίνεται ένα πάρτυ με ανθρώπους  τους οποίους ούτε καν γνωρίζει και όσους γνωρίζει δεν φαίνεται να τους συμπαθεί και πολύ. Το όνομα Νάντια στα ρώσικα σημαίνει Ελπίδα (Nadezhda ολόκληρο) ενώ το επώνυμο Βουλβόκοφ δεν υπάρχει στα ρώσικα, αλλά προέρχεται απο την λέξη vulva που σημαίνει το γεννητικό όργανο της γυναίκας, και όπως η ίδια η Νάντια θα μας έλεγε ”Ελπίδα (ρε) μουνιά”. Διότι η Νάντια δε μετρά τα λόγια της και σίγουρα δεν είναι το πρότυπο γυναίκας που συναντάμε σε σειρές και ταινίες. Θα θέλαμε να το βρίσκαμε λίγο περισσότερο εκτός οθόνης, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα και ζήτημα γούστου…

Τη νύχτα λίγο πριν πεθάνει, την βλέπουμε να διασκεδάζει με τους φίλους της, να ακούει τις ανοησίες απο έναν φαφλατά νάρκισσο καθηγητή, με τον οποίο καταλήγει σε ένα μέτριο one night stand… λίγο αργότερα ανησυχώντας για την τριήμερη απουσία της  κατοικίδιας γάτας της, με το όνομα Βρώμη, βγαίνει απο το σπίτι για να την ψάξει… και ένας ταρίφας την πατά με το αμάξι του… Λίγα λεπτά μετά είναι πάλι μπροστά στο καθρέφτη του φουτουριστικού μπάνιου, έξω είναι το πάρτυ, όλοι διασκεδάζουν και είναι η μόνη που ξέρει ή πιστεύει πως ξέρει πως είναι νεκρή.. Ακολουθούν απανωτοί θάνατοι για να πειστεί τελικά πως όντως είναι νεκρή και προσπαθεί να εξηγήσει προς τι η λούπα που ζει και ξαναζεί.

Πριν πείτε γνωστό κλισέ και πόσες φορές το εχουμε ξαναδεί αυτό ρε ματριόσκα; Θα σας πω, πολλές και πρέπει να το ξεπεράσετε! Εξαιρετική  ταινία ”Η μέρα της μαρμότας”, μια απο τις αγαπημένες μου, γιατί προσωπικά μ’ αρέσουν οι ταινίες με λούπα στο χρόνο, αλλά όλοι αναφέρουμε μια στα άρθρα μας, δημιουργώντας και οι ίδιοι μια ιδιότυπη λούπα στους αναγνώστες μας… κάπως έτσι: ”Α, ένα άρθρο για την Russian Doll περιμένω να διαβάσω για την ταινία ”Η μέρα της μαρμότας”… Επειδή εδώ όμως είναι Κατιούσα, αναγνώστη μου, θα σε κάνουμε τσίλικο. Ξέρεις ποια ήταν η πρώτη ταινία με θεματολογία χρονικής λούπας που δε θα διαβάσεις πουθενά αλλού; Η μικρού μήκους ταινία ”Doubled and Redoubled” του Μάλκομ Τζάμεσον το 1941. Επιστροφή στη σειρά τώρα…

Νάντια και Άλαν: Οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι πρωταγωνιστές.

Η Νάντια προσπαθεί στα 8 επεισόδια (και σε περίπου 20 θανάτους) να καταλάβει γιατί της συμβαίνει αυτό. Έρχεται αντιμέτωπη με τον παιδικό της εαυτό και τη δύσκολη παιδική της ηλικία, μαθαίνει τα μυστικά των φίλων της, τη γνώμη που έχουν τα κοντινά της πρόσωπα για εκείνη και πολλές διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων που εξελίσσονται παράλληλα με το ατέρμονο πάρτυ γενεθλίων.

Δεν είναι τυχαία η ηλικία των 36 ετών. Για όλες μας η ηλικία ορόσημο είναι τα 35. Την βλέπουμε συχνά σε αγγελίες για δουλειά, μας την λένε οι γιατροί ως το κατώφλι που η γονιμότητά μας παίρνει σιγά-σιγά την κατιούσα και που η κοινωνία περιμένει, μέχρι και σήμερα να έχεις αποκατασταθεί επαγγελματικά και κοινωνικά με κάποιο σύντροφο έστω (και δεν εννοούν στο κόμμα, αλλά στην ζωή).

Η Νάντια ένα χρόνο μετά την ηλικία ορόσημο, δεν έχει καταφέρει τίποτα από αυτά που θεωρούν ”σημαντικά πρέπει”.

Η μητέρα της, μια παρανοϊκή μητέρα που έσπαγε καθρέφτες και την τάιζε καρπούζια, την έχει καθηλώσει χωρίς η ίδια να το συνειδητοποιεί στην παιδική ηλικία, μη δίνοντας τη δυνατότητα να μεγαλώσει,  να ωριμάσει, να συνδεθεί συναισθηματικά με τους γύρω της και να προχωρήσει σε αυτό που η κοινωνία περιμένει από μια γυναίκα στην ηλικία της… Τη μητρότητα.

Βλέπουμε μια Νάντια, ”ανδράκι” να έχει απεκδυθεί όλα εκείνα τα στοιχεία που σε κάνουν ”γυναίκα” κατά την κοινωνία. Πίνει βαριά, κάνει ναρκωτικά, δε δημιουργεί συναισθηματικές σχέσεις με τους άνδρες παρα μόνο τους πηδά, βρίζει σαν νταλικέρης… ακόμα και ο τρόπος που κινείται μέσα στο χώρο δεν έχει τη θηλυκή αναμενόμενη φινέτσα.

Η ίδια διαισθάνεται μεγαλώνοντας πόσο κυνική, απόμακρη και έξω απο το “ρόλο”του φύλου της είναι και έχει δημιουργήσει ήδη ένα δίκτυ ασφαλείας γύρω της. Μια ιδιότυπη οικογένεια, που περιλαμβάνει τη γερασμένη πια ψυχολόγο της μητέρα της και το λεσβιακό ζευγάρι των φίλων της. Παίζουν κατά τη διάρκεια των επεισοδίων τους γονείς που δεν έζησε ποτέ, αφήνοντάς της την δυνατότητα να παραμένει παιδί.

Η ανάγκη της να αλλάξει το μοτίβο της ζωής και τον χαρακτήρα της φαίνεται και απο την σχέση που αναπτύσσει λίγο πριν ένα θάνατό της, με ένα νεαρό άστεγο, ο οποίος γίνεται κατά κάποιον τρόπο το ”παιδί της’ , όπως άλλωστε και η ανησυχία της για τη Βρώμη είναι περισσότερο μαμαδίστικη για το χαρακτήρα της.

Απο την άλλη πλευρά, ο Άλαν Ζαβέρι, ο έτερος χαρακτήρας που κινείται μέσα στη χρονική λούπα εξίσου με απανωτούς θανάτους, είναι ένας υποχόνδριος νεαρός άνδρας, με εμφάνιση και σπίτι στην πένα. Πιστεύει πως ζει την απόλυτη τακτοποιημένη ζωή, όλα τα πράγματα γίνονται με τη σειρά που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει και όπως είναι φυσικό, μέτα απο 9 χρόνια σχέση πρέπει να αποκαταστήσει τη Μπιατρίς, το κορίτσι του, παρότι γνωρίζει πως ούτε εκείνος, ούτε εκείνη είναι ευχαριστημένoι απο τη σχέση τους.

Ο ρόλος του Άλαν, αν και υπερβολικά τονισμένος σε κάποια σημεία του, δεν ξεφεύγει απόλυτα από τα στερεότυπα του “ιδανικού” άνδρα, όπως αυτά τέθηκαν τη δεκαετία του ’50 στην αμερικανική κοινωνία. Με αίσθημα ευθύνης, πιστός, ηθικός, προσπαθεί να αποτρέψει την Μπιατρίς από το να τον αφήσει και να παρασυρθεί απο ένα άλλον άνδρα που δεν την αγαπά πραγματικά.

Εκείνος ενσωματώνει πολλά θηλυκά στοιχεία (εκείνα που θεωρει η κοινωνία ως τέτοια), τη νοικοκυροσύνη, την επιθυμία για δέσμευση πάση θυσία, η συνεχής προσπάθεια να μη διακοπεί ο δεσμός του.

Οι δύο χαρακτήρες είναι αντιδιαμετρικά αντίθετοι. Η Νάντια αντιδρά στη συνεχή λούπα απο την πρώτη στιγμή. Ψάχνει να βρει την αλήθεια. Ο Άλαν υπομένει ξανά και ξανά τη χρονική λούπα, ξύνοντας την πληγή του με τον επαναλαμβανόμενο χωρισμό του. Αυτό τον τρέφει και του ικανοποιεί παράλογα την αίσθηση ότι παραμένει ασφαλής και κοντά ”στην αγαπημένη του”. Η εισβολή της Νάντιας στη χρονική του λούπα στην αρχή τον ταράσσει. Κάθεται μέσα στο σπίτι του, κλαίει και τρώει γλυκά. Μια κλισέ σκηνή που την βλέπουμε σε όλες τις ταινίες και τις σειρές με πρωταγωνίστριες πρόσφατα κυρίως χωρισμένες γυναίκες.

Η συνάντηση αυτών των δύο χαρακτήρων δημιουργεί ουσιαστικά το σημείο μηδέν της σειράς, όπου οι δύο χαρακτήρες αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τι πήγε στραβά στις ζωές τους ως τότε. Εκείνος πρέπει να βρει τα ”αρσενικά στοιχεία” και εκείνη τη ”θηλυκή της πλευρά”. Εκείνος να σταθεί στα πόδια του και να αποφασίσει να ζήσει χωρίς συναισθηματική εξάρτηση απο άλλο άτομο και εκείνη να αποφασίσει να ζήσει χαλαρώνοντας τις αντιστάσεις της και αφήνοντας τον εαυτό της να νοιαστεί για το συναισθηματικό της κενό.

Αυτό δεν σημαίνει πως η σειρά προτιμά τα στερεότυπα γύρω από τα φύλα. Προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την ισορροπία ανάμεσα στις διαφορετικες απαιτήσεις των όσων μας έχουν μάθει για τα φύλα και την σύγχρονη εποχή. Οι πρωταγωνιστές βρίσκονται στο σημείο εκείνο όπου οι αντιφάσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, σε σχέση με τα χαρακτηριστικά των φύλων τους, τους έχει καθηλώσει σε μια χρονική ασυνείδητη λούπα. Ο άνδρας και η γυναίκα στη σύγχρονη εποχή φαίνεται να μην έχουν καταφέρει να βρουν ισορροπία στο να αισθάνονται άνετοι μέσα τους. Η Νάντια θέλει και δε θέλει να γκρεμίσει τα τείχη της, ο Άλαν θέλει και δε θέλει να μείνει ανεξάρτητος, όπως ακριβώς πολλοί άνδρες και πολλές γυναίκες εκεί έξω που ψάχνουν πώς να ισορροπήσουν το μέσα τους για να κυνηγήσουν τα εξωτερικά θέλω τους.

Ο θάνατος: Παρών και απών ταυτόχρονα στην ζωή όλων.

Ο θάνατος, αν και παρών σε όλο το έργο, μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, μπροστά στο γιατί οι πρωταγωνιστές πεθαίνουν ξανά και ξανά. Μέχρι να βρουν την εσωτερική τους ισορροπία παραμένουν παγιδευμένα σαν τα χαμστεράκια σε έναν αέναο κύκλο που προσπαθούν να καταλάβουν το γιατί και να το σπάσουν. Όλες οι φιλοσοφίες και οι υποθέσεις τους καταρρέουν μέχρι να φτάσουν στο γιατί.

Στη σειρά, ο (τελικός) θάνατος παρουσιάζεται σαν λύτρωση σε σχέση με τη χρονική λούπα του συνεχούς θανάτου. Οι δύο πρωταγωνιστές αναζητούν τον τρόπο να σταματήσουν να πεθαίνουν και να αγκαλιάσουν επιτέλους το τέλος τους. Αφήνοντας έτσι ένα ειρωνικό σχόλιο σχετικά με την ρουτίνα της νεκρής πραγματικότητας στην οποία έχουμε μάθει όλοι λίγο πολύ να ζούμε. Δεν είναι τυχαίο που τα άτομα στέκονται μπροστά σε καθρέφτες. Το πρώτο πράγμα κάθε φορά που ξεκινά μια καινούργια μέρα μας βρίσκει αντιμέτωπους με το πρόσωπό μας στο καθρέφτη, με ένα άλλο εγώ μας να μας κοιτά στα μάτια και να μας επικρίνει για όλα όσα είμαστε ανεπαρκείς να διορθώσουμε.

Μαξίν και Λίζζι: Το ζευγάρι που νταντεύει την Νάντια

Κλείνοντας δεν μπορώ να μην αναφερθώ στο λεσβιακό ζευγάρι της σειράς το οποίο συμβιώνει μέσα σε μια ελευθεριακή σχέση. Επιτέλους, δύο χαρακτήρες που δεν ακολουθούν την πεπατημένη. Η σειρά δεν χρησιμοποιεί τα κλισέ της ”ανδρογυναίκας” όπως εμφανίζονταν στις οθόνες τα προηγούμενα χρόνια. Αντίθετα φαίνονται πιο ελεύθερες να παρουσιαστούν είτε πιο θηλυκές όπως η Μαξίν ή με πιο ανδρικά χαρακτηριστικά της Λίζζι και όχι με τρόπο και ταμπέλες νέον που να δείχνει σώνει και ντε ”Κοίτα κοίτα λεσβίες”. Οι δύο χαρακτήρες που νταντεύουν και ακολουθούν στις περιπέτειές της τη Νάντια φαίνονται καλύτερα προσαρμοσμένες στο σήμερα από τους δύο πρωταγωνιστές.

Η Μαξίν επαναλαμβάνει συνεχώς “Γεια σου εορτάζον μωρό” όταν βλέπει τη Νάντια στη χρονική λούπα, μόλις η Νάντια βγαίνει απο την πόρτα που συνδυάζει ζωή και θάνατο. Η διακόσμηση της πόρτας σε σχήμα κόλπου/ γαλαξία κάνει μνεία στη γέννηση, ενώ το πιστόλι για πόμολο θυμίζει το αναπόφευκτό θάνατο για κάθε θνητό ον. Αφού γεννηθήκαμε κάποτε θα πεθάνουμε, τα γενέθλιά μας είναι απλά η υπενθύμιση της γέννησής μας, αλλά και του προαναγγελθέντος θανάτου μας. Η Μαξίν θυμίζει με τον τρόπο της την εμμονή της στο μαγείρεμα και στο να είναι όλα τέλεια στο πάρτυ της φίλη της, τις δικές μας μαμάδες που αγχώνονταν για κάτι τέτοια. Η Λίζζι αναλαμβάνει το ρόλο του ”μπαμπά”.  Όταν η Νάντια ρωτά ”Πόσο κακιά είμαι; ” μπροστά στη Μαξίν και στη Λίζζι, η Μαξίν θα της πει πόσο καριόλα υπήρξε σε διάφορές φάσεις με εκείνη, ενώ η Λίζζι θα περιοριστεί στο ”Εμένα μ’ αρέσει που είσαι καριόλα” ενώ συμμετέχει σε όλα που θα της πει η Νάντια χωρίς γιατί και υστερίες. Ακριβώς όπως ένας πατέρας νταντεύει μια καλομαθημένη πριγκίπισσα -καριόλα κόρη, στην προκειμένη περίπτωση.

Νομίζετε πως σας έχω πει όλη την σειρά; Ούτε κατά διάνοια. Η σειρά έχει τόσες πτυχές και σημεία που θα χρειαστείτε και οι ίδιοι να την δείτε δύο και τρεις φορές για να συνδέσετε τα κομμάτια της. Η σχέση της ψυχολόγου με τη Νάντια, η Νάντια με τον πρώην σύντροφο της,ο Άλαν με την Μπιατρίς, ”ο Ιρλανδός ψαράς”… Όρεξη να έχετε να βλέπετε… Περιμένω και τα διαφωνώ και τα συμφωνώ σας…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: