Πρόστιμο ή αντίτιμο επιβίωσης

Η ταινία Πρόστιμο του Φωκίωνα Μπόγρη είναι ένα γκράφιτι της λούμπεν ζωής σε μία μεγαλούπολη με  διάτρητο κοινωνικό ιστό οπουδήποτε και πουθενά, χωρίς στον ήλιο μοίρα, όπως σε νεκροταφείο.

Η ταινία Πρόστιμο του Φωκίωνα Μπόγρη είναι ένα γκράφιτι της λούμπεν ζωής σε μία μεγαλούπολη με  διάτρητο κοινωνικό ιστό οπουδήποτε και πουθενά, χωρίς στον ήλιο μοίρα, όπως σε νεκροταφείο. Το γκρίζο και το σκοτάδι της στιγματίζουν έναν νέο άνθρωπο, τον Βαγγέλη (Βαγγέλης Ευαγγελινός), στην πιο παραγωγική του ηλικία, επειδή υπήρξε «βαποράκι» μικροποσότητας χασίς στα δεκαοκτώ του, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να βρει εργασία ούτε ως αχθοφόρος! Με το άχθος της επιβίωσης να τον καταβάλλει υποχρεώνοντας τον να  καταβάλει στο διηνεκές το «πρόστιμο» του νεανικού ατοπήματος καταλήγει άχθος αρούρης, δηλαδή ά-χρηστος άνθρωπος. 

Ο Βαγγέλης συνεχίζοντας να κάνει το μόνο που ξέρει και μπορεί γίνεται απόβλητος από την κοινωνία των μικροαστών και πλάνης, πληρώνοντας διαρκώς «πρόστιμο» προκειμένου να τον ανεχτούν παρέχοντάς του μια γωνιά να κοιμηθεί. Με τον τρόπο του, όμως,  όπου μπορεί επιβάλλει και ο ίδιος «πρόστιμο» σε όσους έχουν την ανάγκη του για να εξασφαλίσουν την ψευδαίσθηση της κάνναβης. Για να επιβεβαιωθεί ο σπουδαίος Μπέρλοντ Μπρεχτ: 

«Κι όμως ακόμα και κάτω από εμάς/ υπάρχουν άλλα πατώματα/ Και κάτωθε τους φαίνεται υπάρχουν/ άλλα πατώματα/ Και ακόμα και εμάς τους κακότυχους,/ υπάρχουν άλλοι/ που καλότυχους μας λένε.»*

Η εσωτερική ανάγκη του φτωχοδιάβολου Βαγγέλη να είναι κάποιος εξωτερικεύει μυθεύματα, διδαχές, επιδειξιμανία, χυδαιολογία. Ζώντας στο περιθώριο η ικανοποίηση των βασικών ενστίκτων δεν αφήνει περιθώρια για συναισθηματισμούς. Ανιδιοτέλεια, συμπόνια, αλληλεγγύη, σεβασμός, ενσυναίσθηση απουσιάζουν παντελώς με τη βία – λεκτική, ψυχολογική, σωματική – πανταχού παρούσα, πλην ελάχιστων σκηνών. 

Ο αντι-ήρωας του Πρόστιμου ολισθαίνει διαρκώς στα σκοτάδια, ιδίως όταν γνωρίζεται με τον αδίστακτο παρολίγον γαμπρό του Πέτρο (Στάθης Σταμουλακάτος) και ανοίγει δουλειές, όχι μόνο με «φούντες» μα με ευδιάκριτο πια το όριο του φόνου. Δέσμιος του φόβου το ένστικτο της αυτοσυντήρησης του υπαγορεύει να μην αντιδρά, αλλά όταν ο μάτσο «γαμπρός αποδεικνύεται ένα ασήμαντο γρανάζι στη μηχανή της βίας αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση και η αντίδραση είναι πλέον θέμα επιβίωσης. Δίχως «καβάντζα» καμιά καταφεύγει στη μάντρα παλιόφιλου, περίκλειστος σε ένα νεκροταφείο μηχανών και η φυγή – απόδραση αφήνεται να εννοηθεί ως η μόνη λύση σε αυτό το δράμα του περιθωρίου.  

Η ταινία διαθέτει αρετές και αδυναμίες. Ο θεατής γοητεύεται συνολικά και απογοητεύεται στιγμιαία ενώ σίγουρα  διακρίνει επιρροές – υπαρκτές ή μη- από τον εγχώριο και ξένο κινηματογράφο ή εν πάση περιπτώσει κάνει αναγωγές, όπως για παράδειγμα στη «Συνοικία το όνειρο», στον ιταλικό κινηματογραφικό νεορεαλισμό μέχρι και στον Αλμοδόβαρ. Το βέβαιο είναι ότι η ταινία δεν τον αφήνει αδιάφορο καθώς την «κουβαλά» στη σκέψη και μετά την έξοδο από την αίθουσα ανασκάβοντας την. Πιθανόν να μη βρει θησαυρό αλλά άνθρακες, όμως ακόμη και έτσι το κάρβουνο είναι  απαραίτητη ενέργεια για το τρένο της δημιουργίας με την Τέχνη να είναι πάντα ζητούμενο και την κοινωνική ευαισθητοποίηση και χειραφέτηση προϋπόθεση για την αποτύπωση της ανθρώπινης περιπέτειας.                         

Σωτηρία Μαραγκοζάκη
Δημοσιογράφος και συγγραφέας

*Ποίηση: Μπέρτολτ Μπρεχτ, μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: