Κανείς δε θέλει μεροκάματο, “Όταν οι ρόδες χορεύουν”…

Για εμάς η ζωή είναι ένα παιχνίδι
Γιατί είμαστε παιδιά του Γιάννη Δαλιανίδη*

Τα αφιερώματα του Δεκαπενταύγουστου σε “Τσίου” και “Φτηνά Τσιγάρα” είναι πιο κλισέ κι από insta stories με Κυκλαδίτικες Χώρες. Είναι η στιγμή να κάνουμε τη διαφορά και να αποτίσουμε φόρο τιμής σε ένα αληθινό έπος της δεκαετίας με τις βάτες, που μπορεί να είναι μιούζικαλ, κάλλιστα όμως θα μπορούσε να χωριστεί σε ραψωδίες και να διασωθεί σε πάπυρους, ένα καρυδότσουφλο ή μια βιντεοκασέτα -κι ας μην ανήκει στο είδος της τελευταίας, αφού έφτασε στους κινηματογράφους.

Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον
Εγώ δε θέλω μεροκάματο

Θέλω χιλιάρα μηχανή και θάνατο
Θέλω βία και αγωνία
Και σε φτύνω κοινωνία
Δυναμίτη εγώ σου βάζω
Και όλα σου τα ανατινάζω
Τη θεσούλα, τον μισθό
Τη βιτρίνα με λοστό

Κι αυτό συμπυκνώνει το προτσές της ταξικής πάλης στο κινηματογραφικό σύμπαν του Δαλιανίδη, που είναι ρόδα και γυρίζει (να πηδήξει και ο φτωχός) ή μάλλον χορεύει. Από τη μια ένα κοινόβιο μηχανόβιων (μηχανοκοινόβιο) που χορεύουν στις ντισκοτέκ, κάνουν μανούρες με αντίπαλες συμμορίες και σηκώνουν στο πόδι τη γειτονιά με τη μουσική που βάζουν στη διαπασών. Από την άλλη, οι φιλήσυχοι γείτονες στον Άγιο Παντελεήμονα – διαχρονική κοιτίδα “αγανακτισμένων κατοίκων” όπως αποδεικνύει η ταινία – με τα χρηστά ήθη, που έχουν ως αυταξία τον μακάριο ύπνο τους, καλούν την αστυνομία και πάνε τακτικά εκκλησία ή στο κατηχητικό, μολονότι μαντράχαλοι. Εκεί όπου σε μια καλτ ιεροσυλία, ο Γαρδέλης παίρνει στο μυαλό της Παναγοπούλου τη θέση του Άγιου Παντελεήμονα στην ιερή εικόνα και της κλείνει το μάτι, ενώ πολλά κορίτσια της εποχής τον έβαζαν αφίσα στο προσωπικό τους εικονοστάσι, πάνω απ’ το κρεβάτι τους.

Οι γείτονες έχουν την πουριτανή ηθική του μικροαστού, αλλά συνείδηση μεγαλοαστού και γίνονται τάγματα εφόδου, όταν “οι απέναντι” (άλλη ωραία ταινία εκείνης της δεκαετίας για ανάλυση) τους σκάνε εκδικητικά τα λάστιχα, γιατί φώναξαν την αστυνομία.

Οι ορδές των αστών εκδικούνται
Με λοστούς, εργαλεία, κλειδιά…

Η εμβατηριακή τους πορεία ενάντια στο κοινόβιο είναι μια ιδιοφυής σύνδεση του εθνικισμού των παρελάσεων με τα συντηρητικά αντανακλαστικά των νοικοκυραίων και το γνωστό τρίπτυχο “πατρίς-θρησκεία-οικογένεια” που εμπεδώνει την αστική κυριαρχία.

Αυτό προκαλεί την τυφλή αντίδραση των ρέμπελων, που δε φτάνουν ποτέ στο επίπεδο μιας συνειδητής εξέγερσης, αναγνωρίζουν όμως τις κοινωνικές αιτίες του φαινομένου.

Είμαστε παιδιά προβληματικά
Είδαν τα ματάκια μας πράγματα κακά
Ζήσαμε στη φτώχεια και την αγωνία
Σε όλα φταίει η άτιμη η παλιοκοινωνία

Μια χορταστική σκιαγραφία των “αρίστων” της εποχής και των αγίων μπίζνες με τις οποίες πλούτιζαν.

Ένα από τα “προβληματικά παιδιά” δουλεύει σε βενζινάδικο και κινείται σε όλη την ταινία με φιγούρες break dance, ένα αιχμηρό σχόλιο για την αλλοτρίωση του ανθρώπινου σώματος και τις μηχανικές, επαναλαμβανόμενες κινήσεις του βιομηχανικού εργάτη, που καταντά εξάρτημα της μηχανής -και ο γιος του το ανταλλακτικό.

Παρόλα αυτά τους λείπει η επαναστατική θεωρία και στόχευση. Οι μάζες πλέουν σε ένα τέλμα ιδεολογικής σύγχυσης, που αποτυπώνεται στο μεταμοντέρνο ντεκόρ του κοινοβίου, με τα χάρτινα ελληνικά σημαιάκια δίπλα σε γυμνά μοντέλα και το απαράμιλλο κολάζ με τα εξώφυλλα του Οδηγητή, της Αυγής και της Εστίας (!), γιατί αυτό ακριβώς διάβαζαν τα προβληματικά παιδιά όταν ξέμεναν από άλλα πράγματα.

Στο επίκεντρο της διαπάλης -και βασικά των πάντων- είναι το ζήτημα της εργασίας. Ο κόσμος της μισθωτής σκλαβιάς απωθεί τους νέους (το κεφάλαιο τρώει την υπεραξία της εργασίας…), στρέφοντας την ενέργεια και τη δημιουργικότητά τους σε αδιέξοδα μονοπάτια, από τα οποία δεν μπορεί να τους βγάλει ούτε ο σωσίας του Λένιν Αντώνης Τρικαμηνάς, καθώς σε αντίθεση με τον Βλαδίμηρο, αυτός δε γίνεται αποστάτης της τάξης του.

Κι εδώ λίγο περισσότερο

Ελλείψει επαναστατικού υποκειμένου, αυτή που αναλαμβάνει, σχεδόν με κνίτικο ζήλο, να ξεκαθαρίσει τις λανθασμένες θεωρητικές προσεγγίσεις (να και ο Μαρξ σε κακή μετάφραση… -όχι σαν την καλή του Μαυρομμάτη) και να καταδείξει τη χειραφετητική λειτουργία της εργασίας, είναι η θεούσα Βάσια Παναγοπούλου (Ειρήνη).

Οι στίχοι από το τραγούδι “δούλεψε, δούλεψε” (μόνο απ’ τον κόπο σου παίρνεις ζωή, τίποτα δεν έγινε μόνο του πάνω στη γη) είναι σχεδόν ένας ύμνος στις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (Έρωτα, έρωτα, πάρε τον δρόμο σου για τη δουλειά). Ενώ το χορευτικό που ακολουθεί -σαν διαφήμιση εσωρούχων της Μινέρβα- είναι ωδή στο σοσιαλιστικό σουρεαλισμό.

Αφού είμαστε όμως σε ταινία του Δαλιανίδη -που στα γεράματα στήριξε ΔΗΜΑΡ- και όχι του Αϊζενστάιν, δεν υπάρχει βίαια επίλυση των αντιθέσεων αλλά επικράτηση της ειρηνικής συνύπαρξης, στο πολιτικό κλίμα της εποχής, που προσωποποιείται α. στο όνομα και τον ρόλο της πρωταγωνίστριας (Ειρήνη), καθώς γεφυρώνει το χάσμα και επιτυγχάνει τον ιστορικό συμβιβασμό των δύο πλευρών και β. στο “ειρήνη υμίν” που δίνει ως συμβουλή ο ιερέας του Αγ. Παντελεήμονα, γιατί τα ρεφορμιστικά φληναφήματα για κοινωνική ειρήνη και συνοχή -ή περί μη βίαιας επανάστασης- δεν μπορεί παρά να ακούγονται σαν κούφια κηρύγματα και προσευχές παπάδων.

Φέρτε μου Ειρήνη και πάρτε μου τα όλα.

Ο έρωτας -που παίρνει τον δρόμο του για τη δουλειά- είναι σαν επανάσταση. Αλλά εδώ γίνεται το όχημα για την εθνική συμφιλίωση, με την καρδιά να έχει διλήμματα του τύπου “αδερφός ή αίσθημα”, καθώς την απειλεί το μαχαίρι.

Μα αδερφός να μαχαιρώνει το αίσθημα;

Έτσι οδηγούμαστε σε ένα μάλλον γλυκανάλατο τέλος, παρά τη σκηνή που στήνει μαεστρικά ο Δαλιανίδης στο υπόγειο γκαράζ με τους προβολείς των αυτοκινήτων και το ζευγάρι να επιδίδεται σε ένα είδος battle-rap -χρόνια μπροστά από την εποχή του μας.

Στο ενδιάμεσο όμως, η ταινία μας αποζημιώνει με τα φοβερά σουξέ του Θανάση Μπίκου (που λίγα χρόνια έβγαλε δίσκο με ρεσιτάλ κιθάρας όπου συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας -παντού χωράει ένας, ακόμα και σε Φεστιβάλ), ωραίες ερμηνείες, καταπληκτικούς δεύτερους ρόλους σαν τον Καλαματιανό-Μακέδο, που αξίζει πολύ περισσότερα από το κυρίαρχο bodyshaming (ειρωνικά σχόλια για το βάρος) της εποχής και κάποιους ερασιτέχνες ηθοποιούς-χορευτές. Πραγματικές μορφές του κινήματος που δυστυχώς χάθηκαν τα επόμενα χρόνια (εδώ χάθηκε ο Μακέδος, τι να λέμε…), με εξαίρεση τον Μαρίνο, που τον συναντάμε ξανά ως κηπουρό στη σουρεάλ εισαγωγή της “Κλασικής Περίπτωσης Βλάβης” (κλασική περίπτωση βιντεοκασέτας με τον Τσάκωνα > Φτηνά Τσιγάρα + Τσίου μαζί).

Κερασάκι στην καλτ τούρτα, ο κονφερασιέ και η κριτική επιτροπή στο διαγωνισμό Break Dance (αυτή η ταινία τα έχει όλα) στη Disco Much More, που δίνει το πολύχρωμο φόντο για τους τίτλους αρχής.

Σε αυτήν εκπροσωπούνται αντιπροσωπευτικά όλες οι ευγενείς τάξεις του υποκόσμου (νταβατζήδες, κουνελάκια, ιδιοκτήτες οίκων ανοχής), όπου ο καλύτερος είναι ο δημοσιογράφος του σοφτ-πορνό περιοδικού “Φτιάξε με”, με βλέμμα ανώμαλου.

Μπορεί για κάποιους να είναι αφόρητη η εποχή, η αισθητική και οι ταινίες της, δύσκολα θα δει όμως αλλού τόσο καλά συμπυκνωμένο το κλίμα της, όπως στο Όταν οι Ρόδες Χορεύουν. Κι αυτό φτάνει από μόνο του ως επιχείρημα για την αξία της ταινίας. Και όσοι τότε γελούσαν ειρωνικά και τη θεωρούσαν φτηνή απομίμηση, σήμερα μπορεί να ρίχνουν νοσταλγικά δάκρυα μόλις ακούν κάποιες νότες από τα τραγούδια του Μπίκου…

Κι αν κάποιος διατηρεί αμφιβολίες για το πόσο επιδραστική ήταν η ταινία στις παλιότερες γενιές, ας σημειωθεί ότι μια σκηνή της κλείνει τον ύμνο που έγραψαν τα Ημισκούμπρια για τη δεκαετία με τις βάτες, την ατμόσφαιρα, τις ταινίες και τον ρομαντισμό της. Γουστάρω και λίγο Λαβ Στόρι

*Από αυτό το τραγούδι προέρχεται και το δίστιχο στον υπότιτλο…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: