“Η ευνοούμενη” του Γιώργου Λάνθιμου – Μια οπτική πανδαισία με ταξικές αιχμές

Θα περάσετε ευχάριστα δυο ώρες, θα ξαφνιαστείτε θετικά κάποιες στιγμές κι αν δεν ήσασταν φαν του Λάνθιμου, θα αναστενάξετε από ανακούφιση. Αν πάλι το ως τώρα ιδίωμα του σκηνοθέτη σας ιντρίγκαρε ακόμα και χωρίς να σας κερδίζει, χαμηλώστε τον πήχυ σας. 

Αν ανήκετε σε όσους δε θα έβλεπαν ταινία του Λάνθιμου ούτε επί πληρωμή, με την “Ευνοούμενη” πρέπει να το ξανασκεφτείτε. Μοιάζει παράδοξο, αλλά το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της ταινίας, είναι ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο μειονέκτημά της. Είναι δηλαδή σαφές ότι φτιάχτηκε για ν’ αρέσει στην Ακαδημία Κινηματογράφου που μοιράζει τα ψηλόλιγνα αγαλματίδια και κατ’ επέκταση και σε ένα κοινό, αν όχι μαζικό, τουλάχιστον σαφώς ευρύτερο από αυτό στο οποίο απευθύνεται συνήθως ο πρώην σκηνοθέτης βιντεοκλίπ του Ρουβά και του διαφημιστικού “πουτ δε κοτ ντάουν σλόλγι” (δεν το λέω υποτιμητικά, αλλά ως μέτρο για το από πού ξεκίνησε και πού έφτασε μέσα σε σχετικά λίγα χρόνια). Μπορεί βέβαια τα προγνωστικά για τις “μεγάλες κατηγορίες” των βραβείων να είναι συντριπτικά υπέρ του Κουαρόν και του ημιαυτοβιογραφικού ασπρόμαυρου δράματός του “Roma”, η προσπάθεια όμως ήταν φιλότιμη και ίσως τροχιοδεικτική βολή για το μέλλον.

Από την άλλη, χωρίς να είμαι ακριβώς οπαδός του “greek weird cinema”, το οποίο καθιέρωσε παγκοσμίως ο Λάνθιμος, δεν μπορώ να πω ότι δεν ένιωσα πως ο δημιουργός στη νέα του ταινία “πρόδωσε” ένα κομμάτι του εαυτού του. Ο σουρεαλισμός, η νοσηρότητα, οι κουκουρούκου διάλογοι, όλο αυτό το “ανώμαλο” τέλος πάντων που είσαι ψυχικά έτοιμος να αντιμετωπίσεις βλέποντας μια ταινία του Λάνθιμου, είτε απουσιάζει, είτε είναι δοσμένο σε πολύ χαμηλότερους τόνους (πχ στις σκηνές πυροβολισμού πουλιών τα οποία δε θα καταναλωθούν καν, τη σκηνή με την τέως υπηρέτρια και το κουνέλι). Μπορεί να υπάρχει μια σαφώς “διακειμενική” αναφορά σε αστακό στην ταινία, κατά τα άλλα όμως η μοναδική σχέση της “Ευνοούμενης” με την ομώνυμη του ζώου ταινία -αλλά και τα προηγούμενα έργα του – έγκειται στη διερεύνηση των παθών και των αδιεξόδων των ανθρώπινων σχέσεων. Οι οποίες ανθρώπινες σχέσεις εν προκειμένω επικεντρώνονται σε ένα ερωτικό τρίγωνο μεταξύ της βασίλισσας Άννας, της ερωμένης και άτυπης πρωθυπουργού της Σάρα, δούκισας του Μάρλμπορο και της νεοαφιχθείσας ξαδέρφης της Σάρα, Άμπιγκεηλ Χιλ, μιας λαίδης που ξέπεσε όταν την πούλησε ο πατέρας της στα χαρτά και τώρα έρχεται ως υπηρέτρια στο παλάτι, αποφασισμένη να κάνει κυριολεκτικά τα πάντα για να μην ξαναγυρίσει στο βούρκο από τον προήλθε. Το παιχνίδι έρωτα, ζήλειας, εξουσίας, υποταγής, ελέγχου και χειραγώγησης ξετυλίσσεται με γρήγορους ρυθμούς και φαρμακερές ατάκες, στο φόντο μιας Αγγλίας που πριν λίγα χρόνια, το 1688, έχει γνωρίσει την Ένδοξη Επανάσταση, που θεωρείται το τέλος της απόλυτης μοναρχίας στη χώρα και αρχή του βρετανικού κοινοβουλευτισμού, ο οποίος φυσικά δεν έχει σχέση σε εκείνη τη φάση με – ούτε καν αστική – δημοκρατία.

Ολίβια Κόλμαν

Ο Λάνθιμος κατά δήλωσή του δεν έκανε μια ιστορική ταινία, αναφέροντας πως κάποια τμήματα ισχύουν και άλλα όχι, ούτε έβαλε τους ηθοποιούς του να μελετήσουν τους ιστορικούς χαρακτήρες που θα υποδύονταν μελετώντας τόμους επί τόμων. Έτσι λοιπόν δεν έχει νόημα να σταθούμε σε ιστορικές ανακρίβειες και απλουστεύσεις του έργου, αλλά στη γενικότερη ατμόσφαιρα της εποχής, την οποία κατά τη γνώμη μου η “Ευνοούμενη” αποδίδει πολύ πιο πιστά από πιο ακριβείς στα γεγονότα κινηματογραφικές προσεγγίσεις, που παραπέμπουν όμως σε εγκυκλοπαιδική αποστείρωση ή διδακτισμό στα όρια σχολικής παράστασης. Τα ονόματα και οι βασικοί χαρακτήρες πάντως ήταν όλα υπαρκτά, και ο ανταγωνισμός της δούκισσας με την ξαδέρφη της για την εύνοια της βασίλισσας, όπως και η τελική του έκβαση επίσης. Αντικείμενο έριδας των ιστορικών είναι αν υπήρχε πράγματι και σεξουαλική διάσταση σε όλ’ αυτό, αλλά είπαμε και πάλι ότι εδώ δεν ενδιαφέρει η ακρίβεια των γεγονότων. Δεν έλειψαν εξάλλου κι όσοι κατηγόρησαν το Λάνθιμο ότι εισήγαγε το λεσβιακό τρίγωνο για σκανδαλοθηρικούς λόγους, αιτίαση κατά τη γνώμη μου έωλη διότι αφενός σιγά το σκάνδαλο, όταν τα τελευταία χρόνια έχουν γυριστεί ένα σωρό ταινίες με το θέμα, ενίοτε πολυβραβευμένες, αφετέρου διότι το ερωτικό στοιχείο απλά δίνει περισσότερο βάθος σε μια σύγκρουση που πάει πολύ πιο πέρα από μια αντιζηλία αντεραστών.

Ρέιτσελ Βάις

Υπάρχει επίσης ο πόλεμος. “Με τη Γαλλία”, μας λέει η ταινία, στην πραγματικότητα μια πολύ ευρύτερη ευρωπαϊκή σύγκρουση, που ονομάστηκε “Πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής” (1701 – 1714), σχετικά με την πλήρωση του ισπανικού θρόνου μετά την αδυναμία τεκνοποίησης του Καρόλου Β’, τελευταίου όπως αποδείχτηκε Αψβούργου μονάρχη της Ισπανίας. Οι λεπτομέρειες αυτής της πολυδαίδαλης σύγκρουσης καλώς δεν αναφέρονται, αναφέρεται όμως το βασικό: Ποιοι πληρώνουν τον πόλεμο (ο λαός μέσω της φορολογίας), ποια τάξη νιώθει να απειλείται (οι γαιοκτήμονες) από την άνοδο μιας άλλης, ποια ωφελείται περισσότερο από την παράταση της σύγκρουσης (οι αστοί). Κι αυτά μάλιστα λέγονται με τρόπο εντελώς άμεσο, στα όρια του ιστορικού υλισμού, παρότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποψιαζόμαστε το Λάνθιμο για μαρξιστικές συμπάθειες, προσωπικά δε, θεωρώ το στίγμα του τόσο στον “Κυνοδόντα”, όσο και στο “Θάνατο του Ιερού Ελαφιού” ξεκάθαρα αντιδραστικό. Όχι όμως και στην “Ευνοούμενη”, όπου το είναι καθορίζει τη συνείδηση από την αρχή μέχρι το τέλος. Η σήψη και η παρακμή της μοναρχίας και της αριστοκρατίας γίνονται ολοφάνερες στα πρόσωπα της ασθενικής και μάλλον διαταραγμένης ψυχικά βασίλισσας, αλλά και των ανόητων τρυφηλών διασκεδάσεων της αυλής, μέρος της οποίας διαχειρίζεται τις κρατικές υποθέσεις, την ουσία των οποίων η μονάρχης αγνοεί, αλλά χωρίς τη συγκατάθεση της οποίας δεν μπορούν να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις. Οι ταξικές διαφορές αναδεικνύονται ανάγλυφα, χωρίς τα λαϊκότερα στρώματα να εμφανίζονται εξιδανικευμένα και πατερναλιστικά. Έχουν εσωτερικεύσει όλη τη σκληρότητα και την απαξία με την οποία τους φέρονται οι ιεραρχικά ανώτεροί τους και τη διοχετεύουν ως σαδισμό σε όποιον με τη σειρά του τους φαίνεται πιο αδύναμος από εκείνους, βλ. τα καψώνια στην Άμπιγκεηλ όταν αρχίζει τη λάντζα ή την αντιμετώπισή της διασωθείσας δούκισας του Μάρλμπορο μετά την περιπέτειά της στο δάσος. Είναι ένας κόσμος που δε ζητάει την επανάσταση, αλλά την έχει ανάγκη, έστω κι αν αυτή γίνει δεκαετίες μετά στο έδαφος της θανάσιμης αντιπάλου της Αγγλίας.

Έμα Στόουν

Για τα τεχνικά κομμάτια δε θα μιλήσω γιατί δεν είμαι ειδική, ούτε έχω έστω και ερασιτεχνικές γνώσεις. Πρόκειται πάντως για χάρμα οφθαλμών και εναλλαγή μπαρόκ πινάκων με ανάλογη μουσική υπόκρουση που όμως δεν αποσπούν από την ίδια την ταινία. Οι ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστριών είναι απλά συγκλονιστικές, αν και ίσως η καλύτερη κατά την άποψή μου εν ζωή Βρετανίδα ηθοποιός Ολίβια Κόλμαν να πληρώσει το σκληρό ανταγωνισμό για το Όσκαρ α’ γυναικείου ρόλου. Η Ρέιτσελ Βάις είναι όπως πάντα σχεδόν έξοχη στο ρόλο της κυνικής μα και ειλικρινά ερωτευμένης δούκισας, κι η Έμα Στόουν αποδεικνύει πως ο ντόρος γύρω από το όνομά της τα τελευταία χρόνια δεν είναι τυχαίος. Εύφημος μνεία στον Nicholas Hoult ως Ρόμπερτ Χάρλεϊ, αρχηγό της αντιπολίτευσης και κράμα πολιτικού μακιαβελισμού και προσωπικής ρηχότητας. Είναι ο σημαντικότερος αντρικός ρόλος σε μια “γυναικοκρατούμενη” ταινία, και πολλά εχουν γραφτεί για το πόσο πιο δυνατοί παρουσιάζονται οι θηλυκοί χαρακτήρες, αν υπάρχει φεμινιστικό μήνυμα κλπ. Όπως το βλέπω εγώ, αυτό που αναδεικνύεται είναι πράγματι η πίστη στην ισότητα των φυλών, αλλά όχι μέσω κάποιας ωραιοποίησης των γυναικών ή “υποτίμησης” των αντρών. Άντρες και γυναίκες εμφανίζονται ικανοί για το καλύτερο και – κυρίως – για το χειρότερο, ως συνάρτηση της θέσης και των επιδιώξεων που αυτή υπαγορεύει όμως, και όχι, ή τουλάχιστον όχι κυρίως, λόγω του φύλου τους.

Nicholas Hoult

 

Με δυο λόγια, δείτε την. Θα περάσετε ευχάριστα δυο ώρες, θα ξαφνιαστείτε θετικά κάποιες στιγμές κι αν δεν ήσασταν φαν του Λάνθιμου, θα αναστενάξετε από ανακούφιση. Αν πάλι το ως τώρα ιδίωμα του σκηνοθέτη σας ιντρίγκαρε ακόμα και χωρίς να σας κερδίζει, χαμηλώστε τον πήχυ σας.

Είναι “μεγάλη” ταινία η ευνοούμενη; Μάλλον όχι, αλλά, then again που λέει κι η γιαγιά μου, μάλλον έχουμε χρόνια να δούμε πραγματικά μεγάλες -δηλαδή αξιομνημόνευτες σε βάθος χρόνου – ταινίες μεταξύ των υποψηφιοτήτων της Ακαδημίας – μία είναι η Ακαδημία -, ίσως από τον καιρό του Birdman. Το οποίο είναι μια θλιβερή διαπίστωση, που ξεφεύγει όμως από τα όρια της ταπεινής αυτής κριτικής.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: