“Full time” / Ερίκ Γκραβέλ – Όσο και να “φουλάρουμε”, η ζωή είναι αλλού…

Μετά τον Μπριζέ, τον Λόουτς, τους αδελφούς Νταρντέν, έρχεται και ο Ερίκ Γκραβέλ να μας υπενθυμίσει για μια ακόμη φορά ότι όλο το τρέξιμο σε ένα λάθος σύστημα είναι μάταιο, ότι ο άνθρωπος δεν γίνεται να ζει αποκομμένος από τον κοινωνικό του περίγυρο χωρίς ταξική συνείδηση, χωρίς ενεργή συμμετοχή στους αγώνες – Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους

«Οι πελάτες του ξενοδοχείου εμάς τις καμαριέρες μας θέλουν αόρατες», λέει η Ζουλί η κεντρική ηρωίδα της ταινίας, στη νέα καμαριέρα που έχει έρθει στο πεντάστερο ξενοδοχείο, που βρίσκεται στο κέντρο του Παρισιού και έχει αναλάβει την εκπαίδευσή της. Βέβαια, η ελίτ αυτής της κοινωνίας, η άρχουσα τάξη, δεν είναι μόνο που τις θέλει αόρατες, αφού αυτό που την ενδιαφέρει είναι να απολαμβάνει τις υπηρεσίες που εξασφαλίζει μέσω της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας αυτών των γυναικών, αλλά είναι και που έχει καταφέρει να τις μετατρέψει σε αόρατες με το μαγικό ραβδάκι που ακούει στο όνομα πλουτοκρατία. Μέσα στο πεντάστερο καμία οπτική επαφή δεν υπάρχει, ανάμεσα στους πελάτες και το προσωπικό καθαριότητας, που φροντίζει να εξαφανίζεται φυσικά όταν εμφανίζονται οι πρώτοι.

Αυτό όμως που η Ζουλί δεν έχει συνειδητοποιήσει παρόλο που το βιώνει στην καθημερινότητά της , είναι το ότι και η ίδια έχει εξαφανίσει τον εαυτό της από τους γύρω της. Εδώ το μαγικό ραβδί λέγεται εξαντλητικοί ρυθμοί εργασίας ή αλλιώς full time ωράριο εργασίας. Βλέπει ελάχιστα τα παιδιά της που σχεδόν όλη τη μέρα τους την περνούν με την ηλικιωμένη γειτόνισσα που τα φροντίζει, είναι απούσα από τον ίδιο της τον εαυτό, αφού οι προσωπικές της ανάγκες είναι βαθιά καταχωνιασμένες, είναι απούσα από τους κοινωνικούς αγώνες. Και είναι απούσα γιατί τρέχει διαρκώς για να προλάβει. Και μαζί της τρέχουμε και εμείς συναισθανόμενοι την αγωνία της να φτάσει εγκαίρως εκεί που πρέπει. Μόνο που μέσα σε αυτούς τους καταιγιστικούς ρυθμούς τρεξίματος χάνουμε τον ουσιαστικό προορισμό. Ή, για την ακρίβεια, όταν τον βρει εκείνη και μαζί της και εμείς, δεν ξέρουμε αν πρέπει να χαρούμε ή να λυπηθούμε γιατί τελικά δεν ξέρουμε αν μέσα σε όλον αυτό τον πανικό ήταν τελικά αυτός που η ίδια ήθελε να φτάσει.

Με φόντο τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις εκατομμυρίων εργαζομένων από όλους τους κλάδους, ανάμεσά τους και των κίτρινων γιλέκων στο κέντρο του Παρισιού, που προκαλούσαν παράλυση στη γαλλική πρωτεύουσα για μεγάλο χρονικό διάστημα, με μεγάλες ματαιώσεις δρομολογίων μετρό και λεωφορείων από και προς το κέντρο, η Ζουλί δίνει καθημερινά τον δικό της αγώνα δρόμου (κυριολεκτικά αγώνα δρόμου) για να βρίσκεται εγκαίρως στην εργασία της. Και την έχει μεγάλη ανάγκη αυτή την εργασία γιατί μεγαλώνει μόνη της τα δύο ανήλικα παιδιά της και γιατί ο πρώην σύζυγός της δεν είναι συνεπής στη διατροφή που οφείλει προς την οικογένειά του.

Υπομονετικά, ταυτόχρονα όμως και με έναν έντονο θυμό που υποβόσκει, αλλά φουντώνει όλο και πιο πολύ, η Ζουλί ανέχεται τις δυσκολίες της καθημερινότητάς της (κατοικεί σε ένα χωριό μακριά από το κέντρο γιατί δεν θέλει όπως λέει η ίδια τα παιδιά της να ζουν σε «κλουβιά» και εδώ τίθεται το ερώτημα: και είναι καλύτερα να μεγαλώνουν με τη μητέρα τους απούσα σχεδόν από τη ζωή τους; Αλλά ούτε και αυτό προλαβαίνει να σκεφτεί η Ζουλί). Αναγκάζεται λοιπόν να διανύει καθημερινά μια πολύ μεγάλη απόσταση με τα ΜΜΜ όταν και όποτε τα βρίσκει, αλλά ταυτόχρονα ελπίζει ότι θα βρει μια πολύ καλύτερη δουλειά με δεδομένο ότι έχει σπουδάσει οικονομικά και σαφώς επιθυμεί μια δουλειά που σχετίζεται με τις σπουδές της.

Ξημερώματα φεύγει η Ζουλί από το σπίτι της, με τη δύση του ηλίου επιστρέφει. Με αποτέλεσμα να μην έχει χρόνο να ασχοληθεί με τίποτα πέραν της εργασίας της και της διαδρομής της από και προς αυτήν. Κοινωνικά αποκομμένη από όλους και όλα, με μοναδική επαφή το ραδιόφωνο που την ενημερώνει για την κατάσταση που επικρατεί στο κέντρο εξαιτίας των απεργιών. «Κοιτάζω κυρίως πώς θα αποφύγω τις απεργίες και όχι πως θα συμμετέχω σε αυτές» λέει σε μία σκηνή της ταινίας σε έναν γείτονά της που τη ρωτά αν έχει σκεφτεί ποτέ να κατέβει και η ίδια σε απεργία. Αδιανόητη για τη Ζουλί η συμμετοχή της στα κοινωνικά δρώμενα. Πουθενά δεν μετέχει, με κανέναν δεν αλληλεπιδρά. Η μόνη της συνάντηση και επαφή είναι με τους εφιάλτες της που έρχονται να της υπενθυμίσουν, να την τσιγκλίσουν, να την ταρακουνήσουν μήπως και κάνει μία στάση σε αυτό το ανελέητο τρέξιμο και τις προσπάθειες  που καταβάλλει διαρκώς για να τα προλάβει όλα.

Μόνο που το σύστημα έχει φροντίσει να την προλαβαίνει, να βρίσκεται πάντα μπροστά από εκείνη και να της προσφέρει πάντα εκείνα τα μαξιλαράκια της ψευδαίσθησης, της υπεροχής που νομίζει ότι έχει κατακτήσει προκειμένου να δικαιολογήσει την απουσία της από τους πάντες και τα πάντα. Και να δικαιολογήσει πολλές φορές και το ότι χρησιμοποιεί τελικά τον περίγυρό της τους ανθρώπους – αυτούς που θεωρεί κατώτερους- γιατί πάντα πιστεύεις ότι υπάρχουν και πιο κάτω από εσένα τάξεις, “πατώματα” τα έλεγε ο Μπρεχτ – που έχουν τη διάθεση να την βοηθήσουν προκειμένου να ξεφύγει από όλο αυτό και να βρεθεί κάπου που νομίζει (αλλά μάλλον αυταπατάται) ότι θα είναι καλύτερα.

Τα εργασιακά καθεστώτα της σύγχρονης εποχής μας ή τα εργασιακά κάτεργα θα μπορούσαμε πλέον να πούμε, έχουν περιγραφεί έξοχα από πολλούς σκηνοθέτες, ανάμεσά τους (ο Στεφάν Μπριζέ στον «Νόμο της αγοράς» ο Κεν Λόουτς στο «Δυστυχώς Απουσιάζατε», οι αδελφοί Νταρντέν στο «Δύο ημέρες, μία νύχτα»). Και τώρα έρχεται και ο Ερίκ Γκραβέλ να προσθέσει τη δική του φωνή μέσα από την ηρωίδα του την εξαιρετική Λορ Καλαμί, να μας υπενθυμίσει για μια ακόμη φορά ότι όλο το σύστημα είναι λάθος, ότι όλο το τρέξιμο σε ένα λάθος σύστημα είναι μάταιο, ότι ο άνθρωπος δεν γίνεται να ζει αποκομμένος από τον κοινωνικό του περίγυρο χωρίς ταξική συνείδηση, χωρίς ενεργή συμμετοχή στους αγώνες, γιατί ζώντας έτσι, το μόνο που θα καταφέρνει θα είναι να «φουλάρει» με άχρηστο υλικό τον χρόνο του, αποκομμένος από το προϊόν της εργασίας του. Η ζωή του όμως θα παραμένει άδεια. Κενή. Η πραγματική θα βρίσκεται πάντα κάπου αλλού…

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: