Μακρόνησος – Γιώργος Φαρσακίδης: “Όσο ποτέ άλλοτε, νιώθεις τούτη την ώρα την έννοια Σύντροφος…”

Ο Γιώργος Φαρασκίδης πέρασε όρθιος 16,5 χρόνια της ζωής του σε φυλακές και εξορίες: Αη Στράτης, Μακρόνησος, ξανά Αη Στράτης και αργότερα, στα χρόνια της χούντας, Γυάρος και Λέρος. Εκεί η Τέχνη του, η αυτοδίδακτη και στρατευμένη, «δεν υπήρξε μια ευχάριστη ενασχόληση, αλλά ένα επιπλέον, αναντικατάστατο όπλο αγώνα, μια μαρτυρία»…

Μια μικρή αναφορά στη Μακρόνησο, με τα έργα και τα λόγια του Γιώργου Φαρσακίδη, όπως καταγράφονται στο ομώνυμο λεύκωμα του κομμουνιστή εικαστικού και λογοτέχνη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» δημοσιεύεται στο σημερινό Ριζοσπάστη, με αφορμή την εκδήλωση  της ΚΕ του ΚΚΕ, την Κυριακή, 6 Σεπτέμβρη, στο κολαστήριο της Μακρονήσου για τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου.

Ο Γ. Φαρασκίδης πέρασε όρθιος 16,5 χρόνια της ζωής του σε φυλακές και εξορίες: Αϊ – Στράτης, Μακρόνησος, ξανά Αϊ – Στράτης και αργότερα, στα χρόνια της χούντας, Γυάρος και Λέρος. Σε αυτούς τους τόπους έκανε τα τσακισμένα χέρια του «όπλα» του απροσκύνητου και αλύγιστου αγώνα. Εκεί η Τέχνη του, η αυτοδίδακτη και στρατευμένη, «δεν υπήρξε μια ευχάριστη ενασχόληση, αλλά ένα επιπλέον, αναντικατάστατο όπλο αγώνα, μια μαρτυρία»…

Για τον «Γολγοθά»

Βραχνάς τα μεγάφωνα στις κολόνες, μετράνε το χρόνο, την τιμή, τη ζωή σου: «Ακόμα δέκα λεπτά απομένουν. Σκεφτείτε! Η πραγματικότητα θα σας πείσει. Σας έπεισε. Η διέξοδος μία και μόνη, η εθνική οδός της μετανοίας».

Και τα χέρια τριγύρω, τ’ αμέτρητα χέρια. Ικετεύουν, φοβερίζουν, χτυπούν. Να σε «σώσουν!». «Ακόμα πέντε…». «Τρία λεπτά απομένουν ακόμα…». Τρία λεπτά! Ως την τρέλα, το θάνατο. Σκέψου και πάλι και ξανά και πάλι, όσο προφταίνεις, όσο αντέχεις, όσο μπορείς…

Για τον «Γολγοθά», από σχέδιο του 1949

Σ’ αυτή τη χώρα η λευτεριά πληρώνεται ακριβά. Κάποιος την ονομάτισε, τη φώναξε! Τον λιντσάρανε επί τόπου. Τον έσουραν κατά την πύλη και το κεφάλι του, σουρνάμενο πάνω στα βράχια, ματόβρεχτο, άμορφο, να το κλωτσάνε δεκάδες ποδάρια.

Η ανθρωπομάζα άφωνη, αγριεμένη, ανοίγει το πέρασμα, ένα και μόνο, για τη «Χαράδρα». Μπροστά πηγαίνουν οι αγγαρείες με τα φορεία… Ξοπίσω, με τα στειλιάρια στο χέρι, οι αλφαμίτες.

Κι ανάμεσά τους, μέσα απ’ τις χιλιάδες του κόσμου, κολλητοί, ώμο με ώμο, πορεύονται οι συνοδοιπόροι του «Γολογοθά». Τέτοιες στιγμές σφιχτοδένει την ομάδα ο φόβος. Μέγγενες σφίγγουν τα δάχτυλα, τα χέρια μπλεχτήκανε, γίνανε ένα. Και όσο ποτέ άλλοτε, νιώθεις τούτη την ώρα την έννοια Σύντροφος.

Καψόνι της δίψας: Το τελευταίο φλυτζανάκι

Πολλοί και πρωτότυποι οι τρόποι να βασανίζεις τον άνθρωπο. Κι απ’ τους χειρότερους σίγουρα είναι και το καψόνι της δίψας…

Αποβραδίς μας είχανε φέρει μπακαλιάρο και λάχανο. Την άλλη μέρα οι στάμνες δε φύγανε να γεμίσουν. Στη σκηνή μας μια στάμνα κι ένα λαγήνι μικρό για ρεζέρβα.

Καψόνι της δίψας: Το τελευταίο φλυτζανάκι, από σκίτσο του 1949

Δεύτερη μέρα! Για το καψόνι της πέτρας δε βγάλανε κανένα. Της στάμνας το νερό σώθηκε. Μετρήσαμε το λαγήνι, σαράντα τέσσερα και κάτι φλυτζανάκια μικρά – σαράντα δύο εμείς…

Τρίτη μέρα! Τα παραπέτα κατεβασμένα, όλη η σκηνή ξαπλωμένη, κακόκεφη. Αποφεύγουμε κάθε περίσσια κίνηση, ακόμα και την κουβέντα. Με το λαγήνι ξοφλήσαμε. Τρία φλυτζανάκια περίσσεψαν. Για τον Βαβάκο (σ.σ. είχε τρελαθεί). Οι αλφαμίτες λύκοι γυροφέρνουνε όλη μέρα απ’ έξω…

Τέταρτη μέρα! Τ’ αντίσκηνο πυρώνει στον ήλιο. Το σάλιο στέγνωσε, κόλλησε στο λαιμό. Το στόμα ξένο, σα να πρήστηκε και μια αίσθηση, μια γεύση αλλόκοτη. Ο Βαβάκος ήρεμος, ήπιε το τελευταίο του φλυτζανάκι. Αρπαχτικές οι ματιές διασταυρώνονται απ’ τις γωνιές λες και ρωτάνε: Να ‘χει από γνωστικό άραγε πιότερο την ανάγκη να πιει; Ντρέπεσαι με τη σκέψη… Κατά τις 11 ακούστηκε: Παιδιά πήρανε τις στάμνες. Στη μία, τις φέρανε… Ολες οι στάμνες γεμάτες θάλασσα. Ακόμα μια νύχτα…

Το μεσημέρι της πέμπτης μέρας! Τις ξαναφέρανε επιτέλους γεμάτες νερό. Το καψόνι είχε τελειώσει…

Το νότιο τμήμα στο Σύρμα στην τελευταία περίοδο. Στο βάθος οι σκηνές των γυναικών

Ομορφη η άνοιξη όπου κι αν είναι…

Το νότιο τμήμα στο Σύρμα στην τελευταία περίοδο. Στο βάθος οι σκηνές των γυναικών. (Σκίτσο 1950)

Τ’ αεράκι ζεστό φουσκώνει το στήθος και μια παράξενη γλυκιά ταραχή, κι ούτε ξέρεις… Το ξύπνημα της φύσης, η επιστροφή στη ζωή; Και θέλεις ακόμα πιότερο ακόμα, να παλέψεις, να ζήσεις. Οπως και να ‘ναι. Με το τσακισμένο κορμί και τα νεύρα σου, τα σακατεμένα πνεμόνια, τα αιματηρά και τα δέκατα που δε λένε να σταματήσουν.

Βραδιάζει. Τέτοια ώρα και οι γυναίκες μαζεμένες στα δικά τους συρματοπλέγματα, στην άκρη του κλωβού που κοιτάει κατά δω, πασχίζουν να ξεχωρίσουν τους δικούς τους. Το τραγούδι τους βάλσαμο μας το φέρνει τ’ αγέρι μες στη Χαράδρα, πότε αδύναμο, ξεψυχισμένο, πότε πιο δυνατό. Το μάθαν κι αυτές, πως αύριο όλο το Σύρμα, φεύγουμε για το Τέταρτο. Η τελευταία βραδιά μας, η αλησμόνητη. Θα μας πουν το στερνό τους τραγούδι, τ’ αποχαιρετιστήριο, όλο προσδοκία, λαχτάρα, υπόσχεση.

Ο Θέμος Κορνάρος, ο «κουμπάρος», την ώρα της κουβέντας

Οι καλύτερές μας ώρες οι βραδινές. Αυτοσχέδιο το κονσερβοκούτι – λυχνάρι αχνοφωτάει τ’ αντίσκηνο.

Τότες περιμαζεύεσαι, νιώθεις πιο πολύ να σμίγεις με τους άλλους.

Ο Θέμος Κορνάρος «ο κουμπάρος» την ώρα της κουβέντας, Σχέδιο του 1950

Είναι η ώρα για «αλφάδι» (έτσι είχαμε βαφτίσει στο Σύρμα, τις πολύωρες, μέχρι… οριζοντιώσεως αφηγήσεις). Από τα πιο γερά και ευχάριστα «αλφάδια» ο «κουμπάρος» ο Θέμος. Και η παρέα γύρω του πάντα η πιο μεγάλη. Κυλάνε τα λόγια του…

Ο άνθρωπος, κουμπάρε, μας λέει, είναι φτιαγμένος να ζει με τους άλλους τη χαρά και τον πόνο. Αλίμονο σ’ όποιον ξεκόψει και κλειστεί στο καβούκι του. Πριν την ώρα του θα ‘χει πεθάνει κι ας πιστεύει πως το ‘κανε για δικό του καλό.

Κυλάει ο χρόνος, ξεχνιέσαι, ξενοιάζεις, προσμένοντας τις κρίσιμες ώρες για «ντου», δέκα με δώδεκα.

Το σχέδιο αυτό, με τον Θέμο Κορνάρο στο κέντρο, το ‘χω κάνει εκ του φυσικού, σε μια από τις «πονηρές» ώρες που περιμέναμε τον ερχομό των βασανιστών…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: