83 χρόνια από τη γέννηση του Κώστα Λαχά

Η τελευταία δημόσια λογοτεχνική κατάθεσή του ήταν οι στίχοι για τρία τραγούδια στον δίσκο “Στου αιώνα την παράγκα” που μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος (τα τραγούδια ερμήνευσε ο Δημήτρης Μητροπάνος). Από εκεί και ο “Τυμβωρύχος”: «Στενεύουν τα περάσματα / κι οι φίλοι μου φαντάσματα / κι η πόλη μοιάζει γενικώς / τάφος οικογενειακός».

«Κάθε συνάντηση με τον Κώστα Λαχά μοιάζει με γενναία ανάληψη από μια μεγάλη τράπεζα ιδεών και συναισθημάτων, τόσο γενναία ανάληψη, που μετά μπορείς να κινείσαι εντελώς ελεύθερα, πηγαίνοντας παντού…».

Αυτά γράφαμε παλαιότερα για τον Κώστα Λαχά (Λαχανίδης το πραγματικό επώνυμό του), την άλλοτε εμβληματική παρουσία και νυν μεγάλη απουσία της Θεσσαλονίκης.

Μερικές μνήμες, λόγια του κι ένα βιογραφικό τού μεγάλου απόντα:

Μνήμη πρώτη

«Μου φτάνει που τα μικρά παιδιά, στα χρόνια του “Κοχλία”, με φώναζαν “ο κ. Κοχλίας”, μου φτάνει ότι και στα χρόνια του Βελλίδειου Πολιτιστικού Κέντρου, άλλα παιδιά με προσφωνούσαν “ο κ. Βελλίδειος”…». Είναι η ακροτελεύτια παράγραφος του αυτοβιογραφικού κειμένου που έγραψε και δημοσίευσε στο βιβλίο του «Πλους ονείρων – από τον Εχέδωρο στον Θερμαϊκό» ο εικαστικός και λογοτέχνης Κώστας Λαχάς. Βιβλίο που υπομονετικά διάβαζε στις αξέχαστες εκπομπές του στον ραδιοφωνικό σταθμό 9,58 της Ε.Ρ.Τ. 3. Και ανασύρουμε όσα γράφαμε στο αγαπημένο του/μας «Εξώστη» το 2004.

Ο προσωπικός βίος κι ένας ολόκληρος κόσμος πλάι σ’ αυτόν, σώζονται μέσα σε είκοσι και πλέον ραδιοφωνικούς περιπάτους του Κώστα Λαχά στον 9.58 fm. Ένας πλούσιος ραδιοφωνικός λόγος που έγινε βιβλίο, μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται η ζωή και το έργο του σεμνού, πολυαγαπημένου Κώστα Λαχά. Ζωγράφος, ποιητής, ηθοποιός, πεζογράφος, γκαλερίστας, δημοσιογράφος, ένας άνθρωπος που με σεμνότητα και ήθος υπηρετεί την τέχνη απ’ όλα τα μετερίζια της. Γαλήνιος και ανήσυχος ταυτόχρονα, στωικός και πολυσχιδής, μας ξετυλίγει το νόημα μιας ζωής άκρως ενδιαφέρουσας. Από το Κάτω Θεοδωράκι στο Κιλκίς και μέσω του Εχέδωρου στη Θεσσαλονίκη, μια διαδρομή εφτά δεκαετιών γεμάτη μνήμες μα και δράση. Η καλλιτεχνική γειτονιά της πόλης αποτυπώνεται ανάγλυφα στις σελίδες του βιβλίου, το οποίο κοσμούν φωτογραφίες απ’ όλο το μάκρος της διαδρομής του Κώστα Λαχά στην μακεδονική γη την οποία τίμησε με το έργο του. Ο μεστός, ακριβής και αφηγηματικός λόγος του δεσμεύει τον αναγνώστη, έτσι καθώς τον ξεναγεί στην πνευματική ζωή της πόλης, σ’ ένα κόσμο γόνιμης ανησυχίας και ακατάπαυστης δημιουργίας. «Σαν fixcarre του cinema φαντάζουν όλα» όπως έγραψε κι ο ίδιος, σαν ένα έργο που παίζεται στο κεφάλι των πνευματικών εργατών αυτού του απίστευτου αποστακτήριου ιδεών που λέγεται Θεσσαλονίκη. Κι όπως πάντα θα λέω, κάθε συνάντηση με τον Κώστα Λαχά μοιάζει με γενναία ανάληψη από μια μεγάλη τράπεζα ιδεών και συναισθημάτων, τόσο γενναία ανάληψη, που μετά μπορείς να κινείσαι εντελώς ελεύθερα, πηγαίνοντας παντού…

Μνήμη δεύτερη

Ένα από τα αγαπημένα στέκια του Κώστα Λαχά ήταν στην οδό Ολύμπου, πολύ κοντά στην Τάσκου Παπαγεωργίου όπου είχε το εργαστήριό του. Εκεί ανταμώναμε συχνά-πυκνά, εκείνος γεμάτος μπογιές στα ρούχα και πίνακες στα μάτια κι εμείς γεμάτοι σημειώσεις.

Έχει πολλά χρόνια που το στέκι μας μετακόμισε αλλού και έχασε τον «κύριο Κοχλία-Βελλίδειο», λίγο πριν κλείσει κι αυτό… Να τι γράφαμε πριν να συμβούν τα παραπάνω:

Συνηθίζαμε από παλιά να στήνουμε αυτοσχέδια γλέντια στα κρυμμένα καταφύγια της Θεσσαλονίκης (κάθε πόλη έχει τα δικά της, περισσότερα ή λιγότερα, καλύτερα ή λιγότερο καλύτερα). Η… ναυαγοσωστική αυτή πρωτοβουλία είναι παλιά, από τότε που ο μακαρίτης Κωστής Μοσκώφ καθιέρωσε αυτή την ψυχωφελή συνήθεια στο ασθμαίνον κέντρο της Θεσσαλονίκης, τα μεσημέρια. Τότε που σχεδίες ατόφιας χαράς κι ονείρων έπλεαν στο βυθό των πολυκατοικιών, ανακόπτοντας τους εξουθενωτικούς ρυθμούς του άστεως. Τα μεθυσμένα, αγχολυτικά μεσημέρια, λειτούργησαν ευεργετικά και διέσωσαν πολύ κόσμο από ανώφελα κυνηγητά περιττών χιμαιρών. Ένα από αυτά τα καταφύγια, χαμένο σε μια στοά της Θεσσαλονίκης, γνώρισε σπουδαίες στιγμές στην μακρά ιστορία του. Ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Νίκος Παπάζογλου, η Βούλα Σαββίδη, ο Νίκος Γεωργάκης, ο Ευγένιος Δερμιτάσογλου, ο Γιάννης Μήτσης, ο Λάκης Παπαδόπουλος (αυτός με τα αιωνίως ψηλά ρεβέρ) και τόσοι άλλοι τραγουδιστές πέρασαν –και περνούν- από τις καρέκλες του και σιγοτραγούδησαν χαμένοι μέσα σε αυτοσχέδιες παρέες. Όταν ανηφόριζε στη συμπρωτεύουσα ο Περικλής Κοροβέσης, απήγγειλε ποιήματα ή έγραφε –όπως όλοι- στο πάντα περιφερόμενο τετράδιο, το οποίο πριν λίγα χρόνια αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ο Σώτος Ζαχαριάδης φιλοτέχνησε πολλά έργα που κοσμούν τον χώρο, ο Κώστας Λαχάς, ο Θωμάς Κοροβίνης, η Μαρία Παπανικολάου, η Έλλη Γρίβα και τόσοι άλλοι μίλησαν, τραγούδησαν, έγραψαν, ζωγράφισαν, γέλασαν, έκλαψαν και μέθυσαν πάνω στις ξύλινες καρέκλες. Παντού φωτογραφίες και χαρτάκια με συνθήματα, σοφίες, λόγια του κρασιού, του ανήσυχου νου και της ψυχής.

Κάποιες από τις φορές που θα βρεθούμε στο αγαπημένο καταφύγιο για ν’ αποφύγουμε τις επιδρομές και τους βομβαρδισμούς της βαρβαρότητας, θα πέσουμε σε κάποιο αυτοσχέδιο γλέντι. Ή θα στήσουμε το δικό μας. Όπως πρόσφατα (σ.σ. πριν κάμποσα χρόνια που γράφτηκε το κείμενο), παρουσία του σπουδαίου λυράρη και καθηγητή του πανεπιστημίου Μακεδονίας, του Παντελή Παυλίδη μαζί με μια ομάδα μουσικών που συμμετείχε σε σεμινάρια για μουσικά όργανα στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Και σαν τέλειωσε, ήρθε και πλημμύρισε τον χώρο με μουσικές της Θράκης και της ανατολικής Ρωμυλίας, ταξιδεύοντας όσους έτυχε να βρεθούν εκεί, τσιμπολογώντας και κουτσοπίνοντας. Η Θράκη μας κυνηγάει παντού, οι πολιτισμοί απλώνονται σ’ ένα πανέμορφο μωσαϊκό, ένα πολύχρωμο patchwork φτιαγμένο από στοιχεία που η σύνθεσή τους προάγει κι ο διαχωρισμός τους αναστέλλει τον κόσμο και τον πολιτισμό του. Η παράδοση ζώσα, στήνει γέφυρες με τα χέρια ευαίσθητων μαστόρων που προτιμούν να πραγματώνουν το καθημερινό όνειρο, αντί να ξοδεύονται σε συντεταγμένες, ανιαρές «διοργανώσεις»…

Ένα βιογραφικό

Ο Κώστας Λαχανίδης γεννήθηκε στις 7 Μαΐου του 1936 στο Κάτω Θεοδωράκι του Κιλκίς από γονείς πρόσφυγες από τον Πόντο και από το 1960 ζούσε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη.

Τον Νοέμβριο του 1962 οργάνωσε την πρώτη του ατομική έκθεση στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης και δυο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε συλλογή πεζογραφημάτων με τον τίτλο “Πεδίον οσφρήσεως”. Ακολούθησε στα 1986 το πεζογράφημα “Μετοίκασμα, μεταίσθημα”, το 1994 τα πεζά “Ασκήσεις επι αμμοδόχου” (Κρατικό Βραβείο Διηγήματος), ενώ το 1998 κυκλοφόρησε από τον ραδιοφωνικό σταθμό “9.58” της Ε.Ρ.Τ. 3 ο “Πλους ονείρου – Από τον Εχέδωρο στον Θερμαϊκό” (αυτοβιογραφικό κείμενο από σειρά εκπομπών του).

Σπούδασε οικονομικά στο Α.Π.Θ., θέατρο (στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κούν – ερμήνευσε μάλιστα ρόλους στο θέατρο αλλά και σε ταινίες του πρόωρα χαμένου ποιητικού κινηματογραφιστή της Θεσσαλονίκης, του Τάκη Κανελλόπουλου). Εργάστηκε διαδοχικά στην “Τέχνη”, στη γραμματεία του Κ.Θ.Β.Ε., στη γραμματεία του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Επίσης, ως ιατρικός επισκέπτης φαρμακευτικής εταιρείας (την περίοδο της χούντας) και ως καλλιτεχνικός συντάκτης στις εφημερίδες “Μακεδονική Ώρα” και “Θεσσαλονίκη”. Από το 1972 ίδρυσε και διηύθυνε έως το 1986 τη γκαλερί “Κοχλίας”, την πρώτη επαγγελματικά οργανωμένη αίθουσα τέχνης στη Θεσσαλονίκη. Από το 1987 έως το 1995 ήταν διευθυντής του Βελλίδειου Πολιτιστικού Κέντρου. Κείμενά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά.

Κάποια λόγια του

Δεν είναι εύκολη πόλη η Θεσσαλονίκη. Όσο ανοιχτή φαίνεται, άλλο τόσο είναι και κλειστή. Και είναι ένα σύνδρομο από το οποίο πρέπει να βρει τον τρόπο να απελευθερωθεί αυτή η πόλη από τον ίδιο τον εαυτό της. Είναι ένα σύνδρομο το οποίο πρέπει να το αποδιώξει η Θεσσαλονίκη από πάνω της, κυρίως από μέσα της. Εννοώ, όχι μόνο όσα συμβαίνουν κυρίως στους καλλιτεχνικούς και τούς πνευματικούς χώρους, όπου ανθοφορεί έτσι κι αλλιώς μια σαρκοβόρα διάθεση. Αλλά και ένα έλλειμμα κοινωνικής αποδοχής υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους που ασχολούνται με την τέχνη και τα γράμματα σ’ αυτή την πόλη, ούτε και βρίσκουν τις καλύτερες και αμεσότερες, τις πιο αποτελεσματικές επικοινωνίες μεταξύ τους. Εκεί είναι που γίνεται χαμός. Μικροψυχίες, μικροχαρές και άφθονος φθόνος. Το κοινό τής πόλης, ο κόσμος της είναι ανοιχτός. Η πόλη έχει ανάγκη να βρει τα δικά της μέτρα, αναδεικνύοντας αυτό που δικαιωματικά της ανήκει χωρίς να γίνεται κακέκτυπο κανενός, μέσα στις δυνατότητές της και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της που πηγάζει από εντόπια νταμάρια, που είναι ταυτόχρονα και διεθνή. Τουλάχιστον Βαλκάνια είναι…

Η τελευταία δημόσια λογοτεχνική κατάθεσή του ήταν οι στίχοι για τρία τραγούδια στον δίσκο “Στου αιώνα την παράγκα” που μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος (τα τραγούδια ερμήνευσε ο Δημήτρης Μητροπάνος). Από εκεί και ο “Τυμβωρύχος“: «Στενεύουν τα περάσματα / κι οι φίλοι μου φαντάσματα / κι η πόλη μοιάζει γενικώς / τάφος οικογενειακός».

Θα τον βλέπουμε με τα μάτια της μνήμης, άλλοτε να χαμογελά συγκαταβατικά έτσι καθώς διηγείται τσουγκρίζοντας το ποτήρι, άλλοτε να κατεβαίνει τα σκαλιά του εργαστηρίου κι άλλοτε να χάνεται στα λυρικά τοπία του Τάκη Κανελλόπουλου με το καπέλο του.

Α, ναι: ποτέ δεν χαιρετούσε άψυχα. Το βροντούσε το «γεια χαρά», στο κάρφωνε στο πέτο…

Γεια χαρά Κώστα Λαχά.

Πηγή: IndeXanthi.gr

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: