Η τραμπάλα με τα σουβλάκια

Μπορεί είναι όμορφες και διασκεδαστικές οι συναυλίες, οι εκδηλώσεις, οι παραστάσεις αλλά το ζουμί βρίσκεται στους ανθρώπους που τα δημιουργούν όλα αυτά. Στην αγωνία τους να είναι όλα έτοιμα, στο μεράκι και τον ιδρώτα που χύνουν πριν τα φεστιβάλ.

Το πρώτο μου φεστιβάλ ήταν το τελευταίο της οργάνωσης που έγινε στην πανεπιστημιούπολη του Ζωγράφου. Πρωτοετής και χωρίς πρότερη επαφή με τον θεσμό. Θυμάμαι ότι στην “νεανική”, όπως λεγόταν τότε, σκηνή έπαιζαν οι Ενδελέχεια ενώ στον τίτλο του Φεστιβάλ είχε προστεθεί το όνομα του κόμματος πλάι σε εκείνο της ΚΝΕ προς τιμήν της συμπλήρωσης 90 χρόνων ζωής και δράσης του. 34ο Φεστιβάλ ΚΚΕ-ΚΝΕ. Σαν νεαρός φίλος της οργάνωσης και μετά από μία αναγνωριστική βόλτα, αγόρασα το πρώτο μου βιβλίο από τη Σύγχρονη Εποχή, που δεν ήταν ακριβώς βιβλίο αλλά ένα λεύκωμα αφιερωμένο στα 90χρονα του κόμματος που ήταν σε περίοπτη θέση στο βιβλιοπωλείο ένεκα των γενεθλίων και έμοιαζε καλή αγορά γνωριμίας (και πράγματι ήταν). Το σημαντικό όμως κομμάτι για μένα θα ερχόταν την επόμενη μέρα. 

Αρκετά πριν το φεστιβάλ οι σύντροφοι της ΚΝΕ μου είχαν μιλήσει, επισταμένως, για την εθελοντική και ανεξάντλητη δουλειά των μελών και των φίλων της οργάνωσης που χωρίς αυτή θα ήταν αδύνατη η δημιουργία της “κόκκινης πολιτείας” και η διεξαγωγή του φεστιβάλ. Συνεπώς συμφωνήσαμε (ή μάλλον πιο πολύ με πείσανε) ότι το δικό μου λιθαράκι θα ήταν να ψήσω σουβλάκια στη λαϊκή σκηνή την τελευταία μέρα του Φεστιβάλ.  

Έφτασα από νωρίς στο χώρο. Η μέρα ήταν βαριά συννεφιασμένη από νωρίς και γρήγορα ήρθε να επιβεβαιωθεί το χειρότερο αλλά το πιο πιθανό σενάριο. Βροχή. Και ανά διαστήματα καταρρακτώδης. Παρόλα αυτά ο κόσμος συνέρρεε στο χώρο λες και δεν συνέβαινε τίποτα. Λες και πήγαινε περίπατο στο πάρκο με ντάλα ήλιο. Ίσως αυτή η ακλόνητη πίστη στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό θα ανέτρεπε την καπιταλιστική κακοκαιρία και θα ξημέρωνε καλύτερες μέρες, ηλιόλουστες και φεστιβαλικές. Αφού γλυτώσαμε με μία ψιχάλα τις κεντρικές πολιτικές ομιλίες, η βροχή ξαναέκανε την εμφάνιση της. Όμως ο κόσμος κολλημένος εκεί. Προσπαθούσε να προστατευθεί όπως μπορούσε. Με  τις συναυλίες και τις άλλες εκδηλώσεις να έχουν παγώσει, περίμενε όπως ο οπαδός στην εξέδρα να βγει ο διαιτητής να τσεκάρει τον αγωνιστικό χώρο αν είναι κατάλληλος για παιχνίδι. Μετά λοιπόν από κάποια ώρα αναμονής το σύνθημα δόθηκε από τα μεγάφωνα. Θα πραγματοποιηθεί η εκδήλωση στην Διεθνούπουλη για τα 50 χρόνια από την κουβανική επανάσταση και θα ανοίξει η λαϊκή σκηνή.   

Πώς χτυπάει συναγερμός για φωτιά σε ένα πυροσβεστικό τμήμα και οι πυροσβέστες πετάγονται από τις θέσεις τους και πηδάνε από τον στύλο για να φύγουν γρήγορα; Ε κάπως έτσι οι σύντροφοι στην λαϊκή σκηνή προσπαθούν όσο πιο γρήγορα μπορούν να βάλουν τα πράγματα σε σειρά. Απλωμένες λαμαρίνες στο βρεγμένο έδαφος φωτιά στα κάρβουνα να προλάβουμε το πλήθος που θα κατέκλυζε τη λαϊκή σκηνή.  Εν ριπή οφθαλμού είχε ήδη δημιουργηθεί ουρά στο μπαρ με τον βρεγμένο κόσμο να προμηθεύεται μπύρες και κρασιά και να ρωτάει πότε θα είναι έτοιμα τα σουβλάκια (που εν τω μεταξύ δεν ήταν έτοιμα τα κάρβουνα). Με τα πολλά και αφού κουνάγαμε εφημερίδες και χαρτόκουτα σαν τρελοί για να αρπάξουνε γρήγορα τα κάρβουνα μπαίνουν τα πρώτα σουβλάκια στη φωτιά και οι πρώτες πενιές ακούγονται από τη λαϊκή εξέδρα… 

Η πρώτη σχάρα είναι έτοιμη και η συντρόφισσα γεμίζει το δίσκο της με σουβλάκια, φεύγω σφαίρα να πάρω καινούργια να γεμίσω τη ψησταριά μου, κρατάω καμιά 20αρια σουβλάκια στα χέρια και έτσι όπως περνάω ανάμεσα από τις ψησταριές η μπλούζα μου καρφώνεται πάνω σε μία σχάρα που εξείχε. Οπως προχωράω τραβάω και την σχάρα που ήταν γεμάτη σουβλάκια μαζί μου. Οι σύντροφοι που είδαν τη σχάρα να φεύγει μέσα από χέρια τους μου φώναξαν αμέσως. Κοκαλώνω. Γυρνάω πίσω το βλέμα και βλέπω μία σχάρα με σουβλάκια να στέκεται στο κενό μπαλατζάροντας επικίνδυνα, καρφωμένη από τη μία άκρη στην μπλούζα μου και από την άλλη στην ψησταριά. Σε αυτήν την επικίνδυνη τραμπάλα η αλήθεια είναι ότι χάσαμε δύο-τρία σουβλάκια. Ο σύντροφος μου λέει “μην κουνηθείς” και χωρίς να το πολυσκεφτεί πιάνει τη σχάρα για να ξεκαρφώσει και να τη γυρίσει στη θέση της. Eλα όμως που η σχάρα πρέπει να είχε φτάσει εκείνη την ώρα γύρω στους 200 βαθμούς φάρεναϊτΈτσι ο σύντροφος σε μία γρήγορη κίνηση αυτοθυσίας επανατοποθετεί τη σχάρα και αφήνοντας την κάτω βγάζει ένα κάπως απόκοσμο βογκητό και ένα καζαντζίδικο αααχ. Χωρίς πολλά-πολλά τρέχει και βουτάει το χέρι του στον πάγο με τις κοκα-κόλες. Ευτυχώς το έγκαυμα ήταν μόνο πρώτου βαθμού, οπότε εννοείται συνέχισε το ψήσιμο. Από εκείνη τη στιγμή δεν κουνήθηκα ξανά από τη θέση μου. Έβαλα το κεφάλι κάτω και έψηνα μέχρι τα αξημέρωτα.  

Κάπως έτσι θυμάμαι το πρώτο μου φεστιβάλ που ήταν αυτό που με έκανε να αγαπήσω το θεσμό. Είμαι χαρούμενος που έζησα την μετάβαση στο Πάρκο Τρίτση που ήταν μια απόφαση της ΚΝΕ που μεγάλωσε και ψήλωσε το Φεστιβάλ. 

Κάποιες μικρές τέτοιες ιστορίες κάνουν ξεχωριστά τα φεστιβάλ της ΚΝΕ στα μάτια μου διότι κακά τα ψέματα, μπορεί είναι όμορφες και διασκεδαστικές οι συναυλίες, οι εκδηλώσεις, οι παραστάσεις αλλά το ζουμί βρίσκεται στους ανθρώπους που τα δημιουργούν όλα αυτά. Στην αγωνία τους να είναι όλα έτοιμα, στο μεράκι και τον ιδρώτα που χύνουν πριν τα φεστιβάλ. Ακόμα και όταν σβήσουν τα φώτα με το υποδειγματικό μάζεμα των πάντων. Που αν πάει κάποιος την Κυριακή το απόγευμα στο Πάρκο Τρίτση και του πεις ότι τις προηγούμενες τρεις μέρες πέρασαν από το σημείο μερικές χιλιάδες κόσμου και έγιναν δεκάδες συναυλίες θα σε περάσει για τρελό. 

Η συμμετοχή στο χτίσιμο, όσο μικρή κι αν είναι, πολλαπλασιάζει την ικανοποίηση και τη χαρά βλέποντας την ατέλειωτη κοσμοσυρροή, την επιτυχία του Φεστιβάλ, το μποτιλιάρισμα στους δρόμους γύρω από το πάρκο, αλλά και την έκπληξη των ανθρώπων που έρχονται για πρώτη φορά και κοιτάνε με δέος αυτό που με μοναδικό όπλο την πίστη τους σε μια άλλη κοινωνία χτίζουν οι κομμουνιστές.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: