Επανάσταση κι αντεπανάσταση

Τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία σε μια επανάσταση πρέπει να καταφέρουν να πάρουν κεφάλι, διότι κάθε λιγότερο ριζοσπαστικό στοιχείο θα συμπορευθεί μέχρι ένα σημείο και ύστερα όχι απλά θα γίνει βαρίδι αλλά θα αντισταθεί κιόλας επιμένοντας σε πιο μετριοπαθείς στόχους.

Διάβαζα πριν από λίγο καιρό την 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, το είχα αγοράσει συμπτωματικά λίγο πριν το φέρει στην επικαιρότητα τη μέρα του debate η μεγάλη μαρξίστρια Μάρω Ζαχαρέα. Κράτησα αρκετές σημειώσεις διαβάζοντας το και θα με ενδιέφερε κάποια στιγμή να κάνω μια σύνοψη. Προς το παρόν θα περιοριστώ μονάχα σε κάποια σημεία του, ενώ στο τέλος θα παραθέσω κάποια αποσπάσματα από ένα άρθρο της Ρόζα Λούξεμπουργκ σχετικό με τη Οκτωβριανή επανάσταση, προκειμένου να γίνουν κάποιες συγκρίσεις.

Πριν προχωρήσω παρακάτω θα δώσω μια σύντομη περιγραφή, σε μια πρόταση, όσον αφορά στο τι πραγματεύεται το συγκεκριμένο «πόνημα» του Μαρξ. Στη 18η Μπρυμαίρ ο Μαρξ αναφέρεται και αναλύει την περίοδο από την Γαλλική επανάσταση του Φλεβάρη του 1848, που ανέτρεψε τον Λουδοβίκο Φίλιππο (και έφερε την Β’ Γαλλική Δημοκρατία), μέχρι το μοναρχικό πραξικόπημα στις 2 του Δεκέμβρη 1851 από τον Πρόεδρο Λουδοβίκο Βοναπάρτη, στα πλαίσια του οποίου αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας.

Το άρθρο ξεκινάει με την εξής δημοφιλή πρόταση:

«Ο Χέγκελ κάνει κάπου την παρατήρηση ότι όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα και πρόσωπα παρουσιάζονται, σαν να λέμε, δυο φορές. Ξέχασε όμως να προσθέσει: τη μια φορά σαν τραγωδία, την άλλη σαν φάρσα.»[1]

Και με αυτή τη ρήση αρχινά μια σύγκριση της Γαλλικής [αστικής] Επανάστασης του 1848, με την -μητέρα όλων των επαναστάσεων- την Γαλλική [αστική] Επανάσταση του 1789. Μεταξύ των δυο αυτών καθοριστικών επαναστάσεων ο Μαρξ εντοπίζει μια κρίσιμη ποιοτική διαφορά η οποία [ίσως και] να προσδιορίζει τον ξεχωριστό τους προσανατολισμό. Η διαφορά αυτή, για να το πούμε χοντρικά, οφείλεται κατά τον Μαρξ στο γεγονός ότι η αστική κοινωνία βρίσκονταν σε διαφορετική φάση το 1848, σε σχέση με αυτήν που βρίσκονταν το 1789. Πιο συγκεκριμένα, το 89, η αστική τάξη όντας προοδευτική έκανε το παν για να ξεθεμελιώσει την γαλλική αριστοκρατία και τα δικαιώματα της. Αντίθετα, το 48, έχοντας η αστική τάξη κυριαρχήσει τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική(δηλαδή έχοντας γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη), ο ρόλος της ήταν συντηρητικός, κάτι που αποτυπώθηκε στην επανάσταση του 48 και καθόρισε εξέλιξη και τον εκφυλισμό της.

Και με τα λόγια του συγγραφέα:

«Στις 2 του Δεκέμβρη, η επανάσταση του Φλεβάρη εξαφανίστηκε με την ταχυδακτυλουργία ενός απατεώνα (σ.σ.: εννοεί τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη), και εκείνο που φαίνεται ότι ανατράπηκε δεν ήταν πια η μοναρχία, μα οι φιλελεύθερες παραχωρήσεις που είχαν αποσπαστεί απ’ αυτήν ύστερα από εκατοντάχρονους αγώνες.»[2]

Προσοχή, όπως προκύπτει από το έργο, ο Μαρξ την υποχώρηση των δημοκρατικών θεσμών, που προηγήθηκε μέχρι να φτάσουμε στην παλινόρθωση, δεν την παραλληλίζει με ταυτόχρονη αποδυνάμωση της αστικής τάξης, αντίθετα, στους παράγοντες που έφεραν την υποχώρηση αυτή συμπεριλαμβάνει τους ισχυρούς κεφαλαιοκράτες της μεγάλης καπιταλιστικής γαιοκτησίας και του τραπεζικού κόσμου. Άλλωστε, ο καπιταλισμός δεν έχει μονογαμική σχέση με την αστική δημοκρατία, όταν χρειαστεί την απατά ερωτοτροπώντας με περισσότερο ή λιγότερο αυταρχικά πολιτικά συστήματα και δυνάστες, είτε αυτοί είναι αυτοκράτορες και βασιλιάδες(Βοναπάρτης), είτε δικτάτορες(Χίτλερ).

Ένας από τους κύριους σκοπούς της επανάστασης του 48 ήταν:

«Οι μέρες του Φλεβάρη επιδίωκαν αρχικά μια εκλογική μεταρρύθμιση, που θα πλάταινε τον κύκλο των πολιτικά προνομιούχων ανάμεσα στην ίδια την κατέχουσα τάξη και θα ανέτρεπε την αποκλειστική κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος»[3]

Δηλαδή βλέπουμε στοιχεία ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, μιας μερίδας της Γαλλικής αστικής τάξης ενάντια στην κυρίαρχη μερίδα του τραπεζικού κεφαλαίου. Σύμφωνα με τον Μαρξ, ολόκληρη η εθνοσυνέλευση που προέκυψε από την επανάσταση του Φλεβάρη (και οι τάξεις που βρίσκονταν πίσω από το κάθε κόμμα) εναντιώθηκε στο προλεταριάτο και κατέπνιξε τους αγώνες του, κατόπιν καταπιάστηκαν με τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς συμφερόντων. Παρατηρήθηκε λοιπόν το εξής φαινόμενο:

«Στην πρώτη γαλλική επανάσταση ύστερα από την κυριαρχία των συνταγματικών ακολούθησε η κυριαρχία των γιρονδίνων[4] και ύστερα από την κυριαρχία των γιρονδίνων η κυριαρχία των γιακωβίνων[5]. Καθένα από αυτά τα κόμματα στηρίζεται στο πιο προοδευτικό κόμμα. Μόλις το καθένα απ’ αυτά οδηγήσει την επανάσταση αρκετά μακριά, τόσο που να μην μπορεί να την ακολουθήσει παραπέρα, και ακόμα λιγότερο να μπορεί να προηγηθεί απ’ αυτήν, παραμερίζεται από τον τολμηρότερο σύμμαχο που βρίσκεται πίσω του και στέλνεται στη λαιμητόμο. Η επανάσταση κινείται έτσι σε ανοδική γραμμή.

Το αντίθετο συμβαίνει με την επανάσταση του 1848. Το προλεταριακό κόμμα εμφανίζεται σαν ένα εξάρτημα του μικροαστικού δημοκρατικού κόμματος. Το δεύτερο προδίνει και εγκαταλείπει το πρώτο στις 16 του Απρίλη, στις 15 του Μάη και στις μέρες του Ιούνη. Το δημοκρατικό κόμμα, με τη σειρά του, στηρίζεται στους ώμους των αστών δημοκρατών. Μόλις οι αστοί δημοκράτες[6] πίστεψαν πως στάθηκαν γερά στα πόδια του, ξεφορτώνονται τον ενοχλητικό συνάδελφο και στηρίζονται στους ώμους του κόμματος της τάξης[7]. Το κόμμα της τάξης μαζεύει τους ώμους του, αφήνει τους αστούς δημοκράτες να τουμπάρουν και στηρίζεται το ίδιο στους ώμους της ένοπλης δύναμης. Νομίζει ακόμα πως κάθεται απάνω στους ώμους της, όταν ένα ωραίο πρωί βλέπει ότι οι ώμοι αυτοί μετατράπηκαν σε λόγχες[8]. Κάθε κόμμα χτυπάει από πίσω το κόμμα που τείνει προς τα μπρος και ακουμπάει από μπρος στο κόμμα που τείνει από πίσω.»[9]
Επανάσταση κι αντεπανάσταση
Κατά σειρά, το γαλλικό προλεταριάτο χρησιμοποιήθηκε στην επανάσταση για την ανατροπή του Λουδοβίκου Φίλιππου. Όταν αυτός ανετράπη και το γαλλικό προλεταριάτο αποφάσισε να προωθήσει στους δρόμους τα δικά του αιτήματα, χτυπήθηκε από παντού και κανένας δεν έκανε τίποτα για να το βοηθήσει. Το δημοκρατικό κόμμα (οι «αριστεροί» ας πούμε με την σημερινή έννοια) επέμενε σε κοινοβουλευτικές αυταπάτες νομίζοντας ότι θα πετύχει κάτι σοβαρό με απλές καταγγελίες των ανομιών και πύρινους λόγους, δεν στήριξε τους προλετάριους, η πολιτοφυλακή που θα μπορούσε να τους υπερασπιστεί έμεινε ακίνητη. Ύστερα με τη σειρά του παραγκωνίστηκε από το κόμμα της τάξης σε συνεργασία με τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη, μάταιες οι φωνές και οι διαμαρτυρίες των εκπροσώπων του για τις «παρατυπίες» και τον «βολονταρισμό» των αντιπάλων του.

 Η χρήση της βίας από την εκτελεστική εξουσία, η απαξίωση του κοινοβουλίου όταν είχαν το πάνω χέρι σε αυτό οι εχθροί του(οι δημοκρατικοί) και οι συντηρητικές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, εξυπηρέτησαν ως ένα σημείο το κόμμα τις τάξης, μέχρι τη στιγμή που ήρθε ή ώρα να χρειαστεί και εκείνο προστασία. Ο Ναπολέοντας, με την συνδρομή και την ανοχή του κόμματος της τάξης,  που συμμάχησε με αυτόν για να ανταγωνιστεί τους «ορεινούς» (τους δημοκρατικούς δηλαδή), γκρέμισε κάθε θεσμό που θα μπορούσε να προστατεύσει και το ίδιο. Οι πολιτικοί εκπρόσωποι των μεγαλοκαπιταλιστών του χρήματος και της γης είχαν χάσει ακόμα και την στήριξη των μερίδων της τάξης που φαινομενικά εκπροσωπούσαν. Αφού και εκείνοι, πόνταραν στο άλογο του Βοναπάρτη, για την προώθηση των συμφερόντων τους με την άμεση βία, και όχι εκείνη την διαμεσολαβούμενη από το αστικό κοινοβούλιο και τους φιλελεύθερους θεσμούς.

Ας επιστρέψουμε όμως στην πρώτη Γαλλική Επανάσταση και ας δώσουμε μερικές πληροφορίες από μια άλλη πιο σύγχρονη πηγή. Εκεί φαίνεται ότι, ενώ στην αρχή η αντιπαράθεση ξεκίνησε από μια έριδα της αριστοκρατίας με τον βασιλιά, τα αιτήματα γίνονταν όλο και πιο ριζοσπαστικά με την «Τρίτη τάξη» (και κυρίως την μερίδα των αστών μέσα σε αυτή και την αστική διανόηση) να προωθεί τη δική της ατζέντα. Η αριστοκρατία αρχικά χρησιμοποίησε τους αστούς ως σύμμαχους ενάντια στο βασιλιά για να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα, όμως οι αστοί γύρισαν και τη χτύπησαν στο κεφάλι. Να σημειωθεί ότι εκτός από μια μεγάλη μερίδα της αριστοκρατίας, μεγάλη μερίδα του κλήρου, και κυρίως των κατώτερων κληρικών, εναντιώθηκε στον βασιλιά, έχοντας μια σειρά από λιγότερο ή περισσότερο ριζοσπαστικά αιτήματα. Ήταν φανερό πως η βασιλεία στη μη συνταγματική της μορφή έπνεε να λοίσθια, το διακύβευμα ήταν πια το πόσο ριζοσπαστικό επρόκειτο να είναι το σύστημα διακυβέρνησης που θα την διαδεχθεί. Αυτό ήταν κάτι που εξαρτιόταν από το ποια μερίδα των πρωτεργατών της επανάστασης επρόκειτο να επικρατήσει.

«Για την ακέραιη διατήρηση των «ελευθεριών» της, η αριστοκρατία είχε χρησιμοποιήσει χωρίς κανένα δισταγμό και βίαια μέσα. Τα δυο της κομμάτια είχαν ενωθεί[10] για να απαιτήσουν από το βασιλιά υποταγή και είχαν καλέσει την αστική τάξη σε βοήθεια, η οποία, έτσι, έπαιρνε τα επαναστατικά της μαθήματα. Όταν οι αριστοκράτες γίνονται υποστηρικτές γνήσιων θεμελιωδών ελευθεριών κάτω από μια συνταγματική κυβέρνηση, του δικαιώματος ψήφισης φόρων από τις Γενικές Τάξεις και της μεταβίβασης της τοπικής διοίκησης σε εκλεγμένες επαρχιακές συνελεύσεις, σίγουρα με όλους αυτούς τους θεσμούς δεν ήθελαν παρά να εγκαθιδρύσουν πάνω στα συντρίμμια της απολυταρχίας τη δική τους άμεση πολιτική εξουσία, ώστε να διατηρήσουν όσο το δυνατό ανέπαφα τα κοινωνικά τους προνόμια που απειλούνταν.[…]

Το ερώτημα ήταν αν η Τρίτη Τάξη θα έμενε ικανοποιημένη με τις ασήμαντες παραχωρήσεις, τις οποίες περιοριζόταν να της προσφέρει η μεγάλη πλειοψηφία της αριστοκρατίας. Θα παραμείνει η Συνέλευση των Γενικών Τάξεων ένας φεουδαρχικός θεσμός, ή θα προκύψει από τις εργασίες της ένα άλλο κοινωνικό σύστημα που θα ανταποκρίνεται καλύτερα στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες.

[…]Ένα «κόμμα πατριωτών» μπήκε επικεφαλής του αγώνα ενάντια στους προνομιούχους. Απαρτιζόταν από άνδρες που προέρχονταν από την αστική τάξη: νομικούς, συγγραφείς, εμπόρους, τραπεζίτες.[…]Η ισότητα των πολιτών μπροστά στο νόμο και το δημόσιο ταμείο, συνταγματικά κατοχυρωμένα θεμελιώδη πολιτικά δικαιώματα και μια «αντιπροσωπευτική» κυβέρνηση ήταν οι βασικές τους επιδιώξεις.

[…] Το ουσιώδες σημείο προς το οποίο κατευθυνόταν πρακτικά το κόμμα των πατριωτών ήταν ο διπλασιασμός του αριθμού των αντιπροσώπων της Τρίτης Τάξης. Λογικά αυτό θα είχε νόημα μόνο αν γινόταν ψηφοφορία κατά άτομο κι όχι πια κατά τάξεις (σ.σ.: αυτό επειδή τους αστούς τους εκπροσωπούσε μια τάξη, ενώ απέναντι της βρίσκονταν οι δυο νομοκατεστημένες τάξεις, ο κλήρος και οι ευγενείς…οπότε όσους εκπροσώπους και αν είχαν, το αποτέλεσμα θα ήταν πάντα 2-1). Έχοντας στο νου του να κερδίσει χρόνο και να εμφανιστεί διαλλακτικός, ο Νεκέρ[11] συγκάλεσε μια δεύτερη συνέλευση προκρίτων νομίζοντας ότι θα μπορέσει να τους πείσει να δεχθούν το διπλασιασμό του αριθμού των αντιπροσώπων της Τρίτης Τάξης. Αυτοί, αντίθετα, όπως έπρεπε στην πραγματικότητα να περιμένει κανείς, εκφράστηκαν υπέρ της διατήρησης του πατροπαράδοτου κανονισμού. Επιπλέον, στις 12 του Δεκέμβρη, οι πρίγκιπες υπέβαλαν στο βασιλιά με τη μορφή παράκλησης ένα πραγματικό μανιφέστο της αριστοκρατίας. «Ήδη έχει προταθεί η κατάργηση των φεουδαρχικών δικαιωμάτων. Θα μπορούσε η Μεγαλειότητα σας να αποφασίσει να θυσιάσει και να εξευτελίσει τους πιστούς σας, και από παλιά σεβαστούς ευγενείς;»

Η χονδροειδής μετωπική αντίσταση των ασύνετων προνομιούχων κατέληξε στο μεταξύ υπέρ των πατριωτών. Το παρλαμέντο του Παρισιού συμφώνησε τώρα με την άποψη τους και στις 5 του Δεκέμβρη συγκατατέθηκε σ’ ένα διπλασιασμό της Τρίτης Τάξης.»[12]

Αν κάτι παρατηρούμε μέχρι εδώ, είναι πως μια οποιαδήποτε γενικευμένη εξέγερση ή άλλου είδους σύγκρουση με κάποια κατεστημένη εξουσία, συγκεντρώνει στους κόλπους τις ομάδες με διαφορετικά συμφέροντα. Άλλων τα συμφέροντα είναι πιο ριζοσπαστικά, άλλων λιγότερο. Η κάθε οργανωμένη ομάδα (τάξη, κοινωνικό στρώμα, κ.α), στην περίπτωση μας οι ευγενείς, μπορεί να φτάσει τις διεκδικήσεις της ως εκείνο το σημείο που αρχίζουν να προσβάλλονται τα συμφέροντα της, όταν φτάσει εκεί γίνεται συντηρητική και αντιτίθεται σε περαιτέρω αλλαγές. Οι ευγενείς βέβαια σαν τάξη-όπως και κάθε τάξη- δεν ήταν ένας συμπαγής όγκος από απολύτως όμοια υποκείμενα, στο εσωτερικό της υπήρχαν αντικρουόμενα συμφέροντα, και μερίδες της καλόβλεπαν αρκετές από τις μεταρρυθμίσεις που ζητούσε η αστική τάξη.

Αν στην πρώτη Γαλλική Επανάσταση οι Ιακωβίνοι -δηλαδή οι περισσότερο ριζοσπαστικοί- δεν είχαν καταλάβει την εξουσία μετά από τέσσερα χρόνια πάλης, οι κατακτήσεις της επανάστασης δεν θα είχαν διατηρηθεί. Η προσπάθεια φυσικά μιας ομάδας όπως οι Ιακωβίνοι για επικράτηση, και για διατήρηση της εξουσίας τους, σημαίνει σύγκρουση και η σύγκρουση αυτή παράγει βια. Είναι όμως αφελείς ή κάνουν τους αφελείς όσοι βλέπουν αυτού του είδους τη βια ως τυφλή και ανεξήγητη βια, ως ένδειξη ότι η επανάσταση παραδόθηκε στο χάος. Η εναλλακτική στην επικράτηση των Ιακωβίνων, ήταν σύμφωνα με την Λούξεμπουργκ, η  παλινόρθωση του παλαιού καθεστώτος.

Αντίστοιχα φαινόμενα είχαμε και στην Ρωσική επανάσταση. Για τους πιο συντηρητικούς μεταρρυθμιστές και τους αστούς, μέσα στη Ρωσία αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, μέχρι ένα σημείο η επανάσταση ήταν καλή, όσο διαφαίνονταν δηλαδή ότι θα ακολουθήσει πορεία αστικού εκσυγχρονισμού.
Όμως όταν οι μπολσεβίκοι μπήκαν στο τιμόνι η επανάσταση δαιμονοποιήθηκε σε πολλούς «κύκλους» και πολεμήθηκε, όχι μόνο από τους δηλωμένους εχθρούς της, αλλά και από πρώην εξεγερμένους που δεν ήθελαν σοσιαλισμό αλλά αστικού τύπου κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Επανάσταση κι αντεπανάστασηΤώρα θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Λούξεμπουργκ «η Γαλλική Επανάσταση». Εκεί φαίνεται η αναλογία της Επανάστασης του 1789 με την Ρωσική του 17, όσον αφορά την κλιμάκωσή της. Ξεκινάει μαζικά, ενσωματώνοντας πολλά ετερόκλητα στοιχεία με κάποια κοινά συμφέροντα, και συνεχίζει κάθε φορά με την ανάληψη της πρωτοβουλίας από τους πιο ριζοσπαστικούς που αφήνουν πίσω τους υπόλοιπους για να καταλήξουμε τελικά στον Οκτώβρη.

«Η πρώτη περίοδος της Ρωσικής Επανάστασης, από την αρχή της το Μάρτιο μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση, αντιστοιχεί επακριβώς ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά της με την πορεία της ανάπτυξης τόσο της Μεγάλης Αγγλικής Επανάστασης όσο και της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης. Είναι η τυπική πορεία κάθε πρώτης γενικής αναμέτρησης των επαναστατικών δυνάμεων που γεννιούνται μέσα στη μήτρα της αστικής κοινωνίας.

Η ανάπτυξη της κινείται από φυσικού της σε ανοδική γραμμή: από μια μετριοπαθή αρχή σε όλο και μεγαλύτερη ριζοσπαστικοποίηση των στόχων της, και παράλληλα από έναν συνασπισμό τάξεων και κομμάτων στη μόνη κυριαρχία του ριζοσπαστικού κόμματος.[…]

Στην αρχή, τον Μάρτιο του 1917, οι «Καντέτοι», δηλαδή η φιλελεύθερη μπουρζουαζία ήταν επικεφαλής της επανάστασης. Το πρώτο γενικό ξεσήκωμα του επαναστατικού ρεύματος παρέσυρε τους πάντες.[…] Όλα τα αστικά κόμματα, ακόμα και εκείνο της εθνικιστικής δεξιάς, ξαφνικά σχημάτισαν μια φάλαγγα κατά της απολυταρχίας. Αυτή έπεσε με την πρώτη επίθεση χωρίς πάλη σχεδόν, σαν ένα άχρηστο όργανο που είχε πεθάνει και αρκεί να το αγγίξει κανείς για να πέσει.

[…] Έτσι, μετά τις πρώτες νίκες της επανάστασης, άρχισε την ίδια μέρα μια εσωτερική πάλη μέσα στους κόλπους της για τα δύο φλέγοντα ζητήματα –την ειρήνη και τη γη. Η φιλελεύθερη μπουρζουαζία άρχισε να εφαρμόζει την τακτική της κωλυσιεργίας και των υπεκφυγών. Η εργατική μάζα, ο στρατός, οι αγρότες, συνέχισαν την πορεία τους ακόμη πιο ορμητικά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με τα θέματα της ειρήνης και της γης συνδεόταν αναπόσπαστα και η μοίρα της πολιτικής δημοκρατίας. Οι αστικές τάξεις παρασύρθηκαν από το πρώτο θυελλώδες κύμα της επανάστασης και του επέτρεψαν να τις σύρει μέχρι το σημείο της δημοκρατικής κυβέρνησης. Τώρα άρχισαν να αναζητούν μια βάση στήριξης στα μετόπισθεν και να οργανώνουν σιωπηλά μια αντεπανάσταση. Η εκστρατεία των Κοζάκων του Καλέντιν[13] κατά του Πίτερσμπουργκ ήταν μια καθαρή έκφραση αυτής της τάσης. Αν η επίθεση είχε πετύχει τότε θα είχε σφραγιστεί η μοίρα όχι μόνο των ζητημάτων της ειρήνης και της γης, αλλά και της δημοκρατίας. Τα αναπόφευκτα αποτελέσματα θα ήταν η στρατιωτική δικτατορία, η τρομοκρατία σε βάρος του προλεταριάτου και η επιστροφή στη μοναρχία.

Από αυτό μπορούμε να κρίνουμε τον ουτοπικό και θεμελιακά αντιδραστικό χαρακτήρα των τακτικών που καθοδήγησαν τις πράξεις των Ρώσων «Καουτσκιανών» των Μενσεβίκων. Πωρωμένοι από τον εθισμό τους στον μύθο του αστικού χαρακτήρα της Ρωσικής Επανάστασης –βλέπετε, υποτίθεται ότι προς το παρόν η Ρωσία δεν είναι ώριμη για την κοινωνική επανάσταση![14] –προσκολλήθηκαν απεγνωσμένα σε ένα συνασπισμό με τους αστούς φιλελεύθερους.[…]

[…]η Ρωσική Επανάσταση απλώς επιβεβαίωσε το βασικό μάθημα κάθε μεγάλης επανάστασης, τον νόμο της ύπαρξης της, ο οποίος επιβάλλει: είτε η επανάσταση θα προχωρήσει με γρήγορο, θυελλώδη, αποφασιστικό ρυθμό, γκρεμίζοντας όλα τα εμπόδια με σιδερένια πυγμή και θέτοντας τους στόχους της ακόμη πιο μακριά, είτε πολύ γρήγορα θα αναγκαστεί να υποχωρήσει πίσω από την αδύναμη αφετηρία της και θα κατασταλεί από μια αντεπανάσταση. Δεν είναι ποτέ δυνατό για μια επανάσταση να παραμείνει ακίνητη, να κάνει σημειωτόν επιτόπου, να αρκεστεί στον πρώτο στόχο τον οποίο θα συμβεί να φτάσει. Και αυτός που προσπαθεί να εφαρμόσει στον τομέα της επαναστατικής τακτικής την απλοϊκή σοφία που προέρχεται από κοινοβουλευτικές μάχες ανάμεσα σε βατράχους και ποντικούς, απλώς δείχνει με αυτόν τον τρόπο ότι η ίδια η ψυχολογία και οι νόμοι της ύπαρξης της επανάστασης τού είναι ξένοι και ότι η ιστορική εμπειρία είναι για αυτόν ένα επτασφράγιστο βιβλίο.
Έτσι το κόμμα του Λένιν ήταν το μόνο στη Ρωσία που αντιλήφθηκε το αληθινό συμφέρον της επανάστασης σε εκείνη την πρώτη περίοδο. Ήταν το στοιχείο που ώθησε την επανάσταση μπροστά, και έτσι ήταν το μόνο κόμμα που πραγματικά εφάρμοσε μια σοσιαλιστική πολιτική.»[15]

Και ένα σχόλιο για το κλείσιμο. Αν είναι να μας μείνει ένα και μόνο πράγμα από όλο το κατεβατό, είναι πως τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία σε μια επανάσταση πρέπει να καταφέρουν να πάρουν κεφάλι, διότι κάθε λιγότερο ριζοσπαστικό στοιχείο θα συμπορευθεί μέχρι ένα σημείο και ύστερα όχι απλά θα γίνει βαρίδι αλλά θα αντισταθεί κιόλας επιμένοντας σε πιο μετριοπαθείς στόχους. Καθήκον και μονόδρομος για τους ριζοσπάστες αν θέλουν να επικρατήσουν οι ιδέες τους είναι η προετοιμασία για τη σύγκρουση, όταν έρθει η ώρα, με τους φορείς που εκφράζουν τις πιο συντηρητικές ιδέες και η διάλυση τους… Αυτό, για να μην προκόψουν κάποιοι, δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη την φυσική τους εξόντωση, αλλά κυρίως την πολιτική τους εξόντωση, τη διάσπαση τους, το να πάρεις μερίδα των υποστηρικτών τους με το μέρος σου πείθοντας τους για το δικό σου σκοπό και ταυτόχρονα ξεσκεπάζοντας τους πιο συντηρητικούς, κ.α.

Και για να μην ταξιδεύουμε πολύ μακρυά σε γεωγραφική απόσταση, ένα λαμπρό παράδειγμα στη χώρα μας είναι το ΕΑΜ. Το ΕΑΜ ήταν ένα μέτωπο που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα με την πρωτοβουλία και την καθοδήγηση σε μεγάλο βαθμό του ΚΚΕ, που είχε σκοπό να συσπειρώσει τους έλληνες ενάντια στον κατακτητή, αλλά και να προωθήσει μια σειρά από προοδευτικά αιτήματα που προεκτείνονταν και μετά το πέρας του πολέμου. Ως μέτωπο το ΕΑΜ δεν αποτελούνταν μόνο από κομμουνιστές και σίγουρα όχι μόνο από ΚΚΕδες. Ένα στοίχημα λοιπόν, το οποίο δεν κερδήθηκε, ήταν να κατάφερναν τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία του μετώπου να κατευθύνουν το μέτωπο αυτό σε μια πορεία σύγκρουσης και ανατροπής όχι μόνο με τον κατακτητή, αλλά και με την αστική τάξη, σε τέτοιο βαθμό, που να μην την αφήσουν να κυριαρχήσει μεταπολεμικά.

Το στοίχημα αυτό όπως είπαμε δεν κερδήθηκε και η εκπλήρωση της αποστολής του ΕΑΜ έμεινε μισή. Το αν θα μπορούσε τελικά να είχε κερδηθεί ολόκληρο το στοίχημα και το τι θα έπρεπε να είχε γίνει διαφορετικά για να είχε κερδηθεί μας εισάγουν σε μια μεγάλη και πολύ σημαντική κουβέντα για την οποία εγώ προσωπικά δεν έχω πλήρη και σαφή απάντηση. Αυτό που μπορώ να πω με ασφάλεια, είναι πως αν στην ελληνική ιστορία είχαμε κάποτε φτάσει πιο κοντά στο να γίνει η υπέρβαση προς το σοσιαλισμό,  η περίοδος της εποποιίας του ΕΑΜ προσφέρονταν όσο καμία άλλη.

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

[1] Καρλ Μαρξ, η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις σύγχρονη εποχή, Αθήνα 2012, σελ. 15.

[2] Στο ίδιο, σελ. 21.

[3] Στο ίδιο, σελ. 23.

[4]Μετριοπαθής πολιτική ομάδα της πρώτης Γαλλικής Επανάστασης.

[5]Ριζοσπαστική πτέρυγα της αστικής τάξης.

[6]Το δημοκρατικό κόμμα υποστηρίζονταν εκπρόσωπους της αστικής διανόησης, μικρότερους και μεσαίους καπιταλιστές, ιδεολόγους του αστικού φιλελευθερισμού, διάφορους σοσιαλίζοντες, και, ελλείψει καταλληλότερης επιλογής εκπροσωπούσε θεωρητικά και το προλεταριάτο.

[7]Το οποίο μας λέει ο Μαρξ αποτελούνταν από δυο κυρίαρχες ομάδες, τους κεφαλαιοκράτες του χρήματος(τραπεζίτες κλπ) και τους κεφαλαιοκράτες της γης.

[8] Εννοεί το πραξικόπημα του Βοναπάρτη.

[9] Ο.Π. Η 18η Μπρυμαίρ, σελ. 46.

[10] Εννοεί μάλλον την αριστοκρατία της τηβέννου-δηλαδή αυτούς που είχαν αγοράσει αριστοκρατικούς τίτλους, και την αριστοκρατία του ξίφους, δηλαδή τους εξ αίματος αριστοκράτες.

[11] Υπουργός οικονομικων, μετριοπαθής, που προσπαθούσε με κάποιες μεταρρυθμισεις να συμβιβάσει τις σχέσεις μεταξύ των διαμαρτυρόμενων και του βασιλιά.

[12]Βάλτερ Μαρκόφ, Αλμπέρ Σομπουά, 1789, η μεγάλη επανάσταση των Γάλλων, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Μτφ. Καίτη Μάρακα, Αθήνα 1990, σελ. 68-71.

[13] Αντιμπολσεβίκικη στρατιωτική ομάδα που αποτελούνταν από Κοζάκους.

[14]Αυτή η πεποίθηση στηρίζεται στο ότι ο Μαρξ είχε «προβλέψει» ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα ξεκινούσε από ώριμες καπιταλιστικά χώρες, επειδή οι συνθήκες μέσα σε αυτές τις χώρες ευνοούσαν την οργάνωση και την ριζοσπαστικοποίηση του προλεταριάτου. Δεν προλαβαίνουμε στο παρόν άρθρο να επεκταθούμε πάνω στο ζήτημα.

[15]ΡόζαΛούξεμπουργκ, Η ρωσική επανάσταση, εκδ. Αργοναύτης, μτφ. Γιώργος Μπαρουξής, σελ. 13-19.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: