Πολεμάμε το σύστημα, τα αντιδραστικά μέτρα και μεθόδους. Δεν είναι αήττητοι!

Άρθρο του Γιώργου Παλιούρα, Υποστράτηγου Αστυνομίας ε.α., Πτυχιούχου ΝΟΠΕ/ΕΚΠΑ και Σχολής Εθνικής Ασφάλειας

Τις τελευταίες μέρες, για μια ακόμη φορά, όπως έχει συμβεί άλλωστε πολλές φορές κατά το παρελθόν, αποκαλύφθηκε νέο σκάνδαλο υποκλοπών και παρακολουθήσεων.

Οι ευθύνες της κυβέρνησης και του Μητσοτάκη είναι μεγάλες και δεν ακυρώνονται με τις παραιτήσεις του γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού και του διοικητή της ΕΥΠ, στον οποίο άλλωστε λογοδοτούσαν άμεσα τα παραπάνω πρόσωπα, ούτε αναιρούν την αναγκαιότητα να ερευνηθούν σε βάθος οι καταγγελίες για τις παρακολουθήσεις.

Οι συνακροάσεις – παρακολουθήσεις δεν είναι άγνωστες στη ΝΔ, στον ΣΥΡΙΖΑ, στο ΠΑΣΟΚ. Πέφτουν από τα «σύννεφα» κάθε φορά που αποκαλύπτεται σκάνδαλο υποκλοπών και παρακολουθήσεων. Διαγκωνίζονται μάλιστα ότι δήθεν το μαχαίρι θα φθάσει στο κόκαλο. Τίποτε από όλα αυτά δεν γίνεται, αφού το ίδιο το σύστημα γίνεται πιο επιθετικό και επικίνδυνο για τον λαό, άρα και τα μέσα που χρησιμοποιεί σε βάρος του.

Είναι άλλωστε αυτοί που έχουν συνδιαμορφώσει και με την ψήφο τους σε Βουλή και Ευρωβουλή το σημερινό θεσμικό πλαίσιο για τις παρακολουθήσεις. Καθένας απ’ αυτούς έχει να επιδείξει ως κυβέρνηση αύξηση του αριθμού των «νόμιμων επισυνδέσεων», όπως αποδεικνύουν τα στατιστικά της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ).

Το ΚΚΕ θεωρεί ότι το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων δεν παραγράφεται ούτε ακυρώνεται με κάποιες συγγνώμες και μερικές κυβερνητικές παραιτήσεις, αφού φέρνει στην επιφάνεια ένα σκοτεινό περιβάλλον κι ένα διάτρητο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο επανειλημμένα έχει καταγγείλει.

Το ΚΚΕ συμφωνεί στη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για την παρακολούθηση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη και θα συμβάλει για την αποκάλυψη όλων των πτυχών της υπόθεσης. Θα ζητήσει, επίσης, να συμπεριληφθούν ως αντικείμενο της επιτροπής και οι υποθέσεις «συνακροάσεων» στην έδρα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, καθώς οι σχετικές καταγγελίες είναι εδώ και χρόνια ουσιαστικά αναπάντητες, παραμένοντας στα συρτάρια των αρχών που υποτίθεται μεριμνούν για την ασφάλεια και το απόρρητο των επικοινωνιών.

Φυσικά το ΚΚΕ δεν τρέφει αυταπάτες ότι μπορούν στο σημερινό σύστημα να εξαλειφθούν πρακτικές που συνδέονται με κρατικές υπηρεσίες, παρακρατικούς μηχανισμούς και με μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού για την αυστηροποίηση του πλαισίου δεν μας καθησυχάζουν, αφού δεν μπορούν να θίξουν τον πυρήνα του προβλήματος.

Είναι γεγονός πως η επικράτηση της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ενωση οδήγησε όλους τους λαούς του κόσμου σε έναν ιστορικό κατήφορο. Οι αστικές τάξεις, το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, με τους αρνητικούς συσχετισμούς που προέκυψαν για τους εργαζόμενους, επιδίωξαν την περαιτέρω θωράκιση της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής τους εξουσίας. Στην Ευρώπη αυτό σχηματοποιήθηκε μέσα από την αναβάθμιση της ως τότε διακρατικής ιμπεριαλιστικής ένωσης των μονοπωλίων σε Ευρωπαϊκή Ενωση των υπερεξουσιών (Συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας).

Στην τριακονταετή πορεία της λυκοσυμμαχίας της ΕΕ, αναδείχτηκε όλη η βαρβαρότητα και η σαπίλα του καπιταλισμού. Για να μπορέσει να διασφαλίσει τα κέρδη και την ανταγωνιστικότητά της, η ΕΕ λειτούργησε ως ενιαίος καταπιεστικός μηχανισμός σε βάρος των εργαζομένων όλων των κρατών – μελών. Ιδιαίτερα από την οικονομική κρίση του 2008 μέχρι σήμερα, οι λαοί της Ευρώπης βιώνουν βαθιά αντεργατικές, αντιδραστικές και αντιλαϊκές πολιτικές, είτε με τη μορφή των μνημονίων είτε με τη μορφή δημοσιονομικών συμφώνων, κανονισμών και συστάσεων. Η πανδημία του κορονοϊού – τα τελευταία χρόνια – αφενός επιτάχυνε τη νέα οικονομική κρίση και αφετέρου χρησιμοποιήθηκε από την ΕΕ για τη γενικευμένη κατεδάφιση των εργατικών δικαιωμάτων. Οι σφοδροί ανταγωνισμοί και οι διαμάχες των ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων, όπως ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, δημιουργούν πέρα από τη μαζική φτωχοποίηση, πολύπλευρους κινδύνους για τους λαούς.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αστική τάξη της χώρας μας συμμετέχει και υλοποιεί απαρέγκλιτα τις αποφάσεις και τις κατευθύνσεις της ΕΕ και των άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Οι ελληνικές κυβερνήσεις παρεμβαίνουν συστηματικά για την εξυπηρέτηση των στόχων του κεφαλαίου σε βάρος του λαού. Το χτύπημα των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, της οργάνωσης και λειτουργίας των σωματείων και του δικαιώματος της απεργίας, αποτελεί μια συνεχή επιθετική διαδικασία που συμπληρώνει τα αντεργατικά μέτρα, την ανεργία, τις «ελαστικές» εργασιακές σχέσεις, την απογύμνωση της Κοινωνικής Ασφάλισης και του κοινωνικού κράτους.

Παράλληλα, εξελίσσουν έναν τεράστιο μηχανισμό ελέγχου και καταπίεσης του λαού, όπως και οι ίδιες τον παρουσιάζουν με τη δημοσιοποίηση της λεγόμενης «Λευκής Βίβλου για την ασφάλεια τον 21ο αιώνα». Πρόκειται για τη δημιουργία νέων και για την ενίσχυση των υφιστάμενων κατασταλτικών μηχανισμών, αστυνομικών, στρατιωτικών και δικαστικών, τη διεύρυνση και διακρατική σύνδεση του φακελώματος με πρόσχημα την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, το χτύπημα των διαδηλώσεων και των αγώνων των εργαζομένων, την κατασυκοφάντηση της λαϊκής δράσης και έκφρασης που ενοχλεί την αστική εξουσία, την παραχάραξη της προσφοράς του Κομμουνιστικού Κινήματος στην πρόοδο του λαού, την απάνθρωπη αντιμετώπιση των προσφύγων και των μεταναστών. Τονίζεται πως η καταστολή δεν πρέπει να απομονώνεται ως φαινόμενο αλλά να εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης αντιδραστικής κυβερνητικής πολιτικής.

Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί για την κυβέρνηση και την αστική τάξη συνολικά, ένα επιπλέον πεδίο ανάπτυξης των κατασταλτικών σχεδιασμών. Αναβαθμίζεται – στο πλαίσιο της στρατηγικής ασφάλειας της ΕΕ – η ανταλλαγή πληροφοριών με τα όργανα και τα κράτη-μέλη, ελέγχεται εντονότερα το διαδίκτυο και διευρύνεται η συνεργασία της ΕΥΠ με τις αντίστοιχες υπηρεσίες και σε δίκτυα κυβερνοασφάλειας. Ενεργοποιούνται περισσότερο σε ζητήματα παρακολουθήσεων μέσω του διαδικτύου και των τηλεφωνικών υποκλοπών οι αστυνομικές υπηρεσίες, με τον συντονισμό της Europol. Η νομοθεσία που αφορά την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης τροποποιήθηκε με βάση Οδηγία της ΕΕ, σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση, ενώ διευρύνθηκαν ο χαρακτηρισμός της τρομοκρατίας και οι αντίστοιχες απαγορεύσεις με την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα. Το πρόσχημα της τρομοκρατίας χρησιμοποιεί η κυβέρνηση και για την αναβάθμιση της ανταλλαγής πληροφοριών με τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο του «Στρατηγικού Διαλόγου», προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί του ΝΑΤΟ στη χώρα μας. Ενοπλοι στρατιωτικοί, με βάση πρόσφατη κατάπτυστη απόφαση της κυβέρνησης, αναλαμβάνουν τη συνοδεία των αυτοκινητοπομπών που μεταφέρουν πολεμικό υλικό του ΝΑΤΟ, για να χτυπήσουν τον «εχθρό – λαό» που εκφράζει την αντίθεσή του στη μετατροπή της χώρας μας σε πολεμικό ορμητήριο.

Παρά τη συστηματοποίηση και τη διαρκή επιβολή αντιλαϊκών πολιτικών για τη θωράκιση του συστήματος, οι ελληνικές κυβερνήσεις, όπως και η ΕΕ, λειτουργούν με τη φοβία της συλλογικής λαϊκής δράσης. Το κάστρο του καπιταλισμού στοιχειώνει μπροστά στην ιδέα πως ο λαός μας καθώς και οι άλλοι λαοί μπορούν να δημιουργήσουν την προοπτική της ανατροπής. Ακόμη και στον σημερινό αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων για τον λαό, η αστική τάξη αντιλαμβάνεται πως το ποτάμι της Ιστορίας θα κυλήσει και πάλι μπροστά και η αστείρευτη λαϊκή δύναμη μπορεί να την ανατρέψει.

Αυτός είναι και ο λόγος που τα αστικά κόμματα, από τη ΝΔ στην κυβέρνηση, μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και τα μικρότερα κόμματα στην αντιπολίτευση, ομοφωνούν στην επίτευξη των στρατηγικών επιδιώξεων και των μεγάλων συμφερόντων της αστικής τάξης, στην εξασφάλιση της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Γνωρίζουν πως η αύξηση της λαϊκής δυσαρέσκειας για τις ασκούμενες βάρβαρες πολιτικές μπορεί, με τη συνειδητοποίηση της ανάγκης για μια άλλη οικοδόμηση της κοινωνίας, να οδηγήσει σε αμφισβήτηση της ίδιας της εξουσίας του συστήματος. Γι’ αυτό διαγκωνίζονται στην προβολή προτάσεων δήθεν φιλολαϊκών πολιτικών και στη λήψη κάποιων μέτρων για την αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας. Στόχος τους να διαφυλαχτεί το σύστημα, με κριτική των ασκούμενων κυβερνητικών πολιτικών και παρεμβάσεις του αστικού κράτους. Ομως, τα όποια μέτρα «πρόνοιας», όπως στην Ενέργεια και τα καύσιμα, θα κληθεί να τα πληρώσει στο μέλλον ο λαός, αφού στρατηγική επιδίωξη παραμένει η στήριξη της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Εξάλλου, η ακρίβεια μαστίζει τα εργατικά και λαϊκά εισοδήματα. Ο πραγματικός πληθωρισμός για την εργατική τάξη είναι πολύ υψηλότερος από αυτόν που ανακοινώνουν το κράτος και οι λεγόμενες ανεξάρτητες αρχές. Οι ελάχιστες παροχές προς τον λαό δεν συγκρίνονται με τα δισεκατομμύρια που δωρίζονται στους επιχειρηματικούς ομίλους. Συνεπώς, οι εργαζόμενοι, ως οι μοναδικοί παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου, δεν πρέπει να μπαίνουν στη λογική του συμβιβασμού και της ηττοπάθειας που τους ωθούν τα αστικά κόμματα, αλλά να διεκδικούν την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους.

Οσο περισσότερο ο λαός συνειδητοποιεί την κατάσταση αυτή, τόσο μεγαλύτερες ανοίγονται οι προοπτικές να την αντιπαλέψει. Πολεμάμε το σύστημα, τις αντεργατικές και αντιλαϊκές πολιτικές, τη φτώχεια και την εξαθλίωση του λαού, τα μέτρα και τις μεθόδους καταστολής, συνολικά. Με όπλο μας την ταξική αλληλεγγύη αντιστεκόμαστε και οργανώνουμε τη δική μας αντεπίθεση. Αρνούμαστε να υποταχθούμε στις κάλπικες υποσχέσεις των αστικών κομμάτων, στην προπαγάνδα των μέσων της αντίδρασης που εξωραΐζουν την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Πολεμάμε για να μην περνούν τα κυβερνητικά μέτρα που στραγγαλίζουν τις δράσεις του λαϊκού κινήματος. Δεν βάζουμε τη δράση μας στην αναμονή για καλύτερες μέρες. Πολεμάμε ενάντια στην αποχαύνωση των αστικών ΜΜΕ και αναδεικνύουμε τη βαρβαρότητα και τη σαπίλα του καπιταλισμού. Αξιοποιούμε τη συλλογική εμπειρία του λαϊκού κινήματος και δίνουμε τη μάχη ενάντια στις πολιτικές της κυβέρνησης, της ΕΕ, ενάντια στο σύστημα.

Τα μέτρα ενάντια στους εργαζόμενους, στη νεολαία, στις γυναίκες, στους συνταξιούχους πρέπει να βρίσκουν τη συλλογική αντίδραση του λαού. Κάθε αγώνας, είτε αφορά τους εργάτες της ΛΑΡΚΟ είτε τους φοιτητές που αντιπαλεύουν το πανεπιστήμιο – επιχείρηση είτε τους συνταξιούχους του ΕΦΚΑ που διεκδικούν τις συντάξεις τους, πρέπει να βρίσκει την καθολική συμπαράσταση όλου του λαού. Το ίδιο επιβάλλεται για τους αγωνιστές που αντιμετωπίζουν την κρατική καταστολή στις διαδηλώσεις και τις απεργίες, τους φαντάρους που βροντοφωνάζουν το περήφανο «όχι στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους», τους φοιτητές που φράζουν με τα κορμιά τους τις πύλες των σχολών τους για να μην περάσουν οι χαφιέδες και οι δυνάμεις καταστολής. Καθένας πρέπει να μη νιώθει και να μην είναι μόνος στον αγώνα ενάντια στην υποταγή στο σύστημα. Η παραίτηση και η μοιρολατρία δεν είναι ο δρόμος του λαού, ούτε ο φόβος και η τρομοκρατία που χειρίζεται το αστικό κράτος μπορούν να τον κάμψουν.

Ο λαός έχει την εμπειρία και μπορεί να αντιπαλέψει τα αντιδραστικά μέτρα. Μπορεί να δημιουργήσει την πλατιά κοινωνική συμμαχία που θα δυναμώσει την πάλη για την ικανοποίηση των δικών του αναγκών. Να οργανώσει ακόμη περισσότερο τους αγώνες του, διεκδικώντας τα δικαιώματά του. Μπορεί να βάλει φραγμό στις επιδιώξεις των καπιταλιστών, της κυβέρνησης και των κομμάτων που τους υπηρετούν, να βάλει σήμερα το δικό του δυναμικό αποτύπωμα ενάντια στην ακρίβεια και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Εχει τις αστείρευτες δυνάμεις να κάνει κουρελόχαρτα τους αντιδραστικούς νόμους, να ευτελίσει με τη δράση του τα μέτρα και τις μεθόδους των μηχανισμών του κράτους. Μπορεί ο ίδιος να σώσει τη ζωή του και να διεκδικήσει τον κοινωνικό πλούτο που παράγει, αξιοποιώντας την Ιστορία και τις παραδόσεις του. Να βγει στην αντεπίθεση και να βαδίσει στον δρόμο που έχει χαραχτεί για το μέλλον όλων των λαών του κόσμου. Τον σοσιαλισμό, που αναδεικνύεται επίκαιρος και αναγκαίος στον 21ο αιώνα. Ο καπιταλισμός δεν είναι αήττητος. Η δύναμη των λαών θα τον συντρίψει!

 

Το άρθρο αναδημοσιεύεται αναδημοσιεύεται από τη στήλη «Για τους Ένστολους», του «Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου», 12 – 14 Αυγούστου

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: