Ομορφαίνεις Φεστιβάλ μου την Αθήνα – Ημέρα 3η

Μια μέρα αλλιώτικη από τις άλλες, σε ένα Φεστιβάλ που δε μοιάζει με κανένα άλλο και μεγαλώνει επικίνδυνα για τους εχθρούς του

Γιατί πρέπει το Φεστιβάλ να κρατά μόνο τρεις μέρες; Γιατί να μην είναι πχ εννιαήμερο όπως το ’88; Γιατί να μην κρατάει ένα μήνα ή όλο τον χρόνο; Γιατί να νιώθεις την ίδια μελαγχολία με τότε που σου έλεγε η μαμά πως πρέπει να μαζέψεις τα παιχνίδια σου -τη μικρή πολιτεία που είχες στήσει με τα play-mobil- και να τα βάλεις στο καλάθι;

Και τώρα νιώθεις εσύ σαν πλέι-μομπίλ ακίνητο, στην ουρά για κάποια σκηνή, γιατί η Κόκκινη Πολιτεία, που άρχισε να μπαίνει από χτες στο καλάθι της, είναι γεμάτη και όλες οι αρτηρίες της φρακαρισμένες από άπειρο κόσμο. Άραγε έχει κάτι αυτή η Πολιτεία από την κοινωνία του μέλλοντος που θα φτιάξουμε; (Ναι σφοι, έχει, θυελλώδικα χειροκροτήματα). Και άραγε γίνεται το παιδί που παίζει με μια Πολιτεία στο δωμάτιο, πλαστουργός της νιας ζωής; Ή μήπως πρέπει να μάθει πως τίποτα δε μένει στατικό και ακίνητο στην ιστορία; Κι όμως κινείται, όπως είπε ο Γαλιλαίος, και το πολύ καλό βιβλίο της ΚετουΚκε, για μικρά και μεγαλύτερα παιδιά…

Αλλά Σάββατο Φεστιβάλ, στο Πάρκο Τρίτση, η μετακίνηση είναι κάπως σχετική έννοια και κάθε μετάβαση δύσκολη σαν επανάσταση. Όλες οι σκηνές είναι ασφυκτικά γεμάτες, σαν ξέχειλα ποτήρια, και οι πιστοί του Βασίλη το ποτάμι που ξεχείλισε το ποτήρι, το μπουκάλι και τη σκάφη κάθε προσδοκίας. Και άσε τα δεξιά τρολ να βγάζουν αφρούς, που τους έπιασε ξαφνικά πόνος για τον συνωστισμό και τα μέτρα (μα αυτά δεν είναι… ατομική ευθύνη;), γιατί τόσο κόσμο δεν μπορούν να μαζέψουν ούτε μοιράζοντας επιδόματα. Και αν ποτέ μαζευτεί ο δικός τους κόσμος, αρχίζουν τα δεν ξέρω και δεν είδα και καμώνονται τους ανήξερους, που δεν έχουν καμία σχέση μαζί τους.

Εμείς Μακεδονομάχοι; Ποτέ… Εμείς αντιεμβολιαστές; Α-πα-πα, αφού αριστερά ψηφίζουν...

Ναι, ναι. Τόσο αριστεροί, σαν τους φαιδρούς πια Active Member και αυτόν τον ανεκδιήγητο τύπο που έβγαλε Φετφά και θεωρεί πως είναι καλύτερα να είσαι εξαρτημένος από ουσίες παρά ράπερ στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ… Περαστικά να του πούμε, αν και δεν έχει βρεθεί φάρμακο για τέτοια ανίατα σύνδρομα.

Κι αν παίρναμε κι άλλο χώρο από το πάρκο, για να χωρέσουν κι άλλοι ή για να βάλουμε μια πέμπτη σκηνή, πχ προς την πλευρά των Αγίων Αναργύρων; Άραγε να είναι ακόμα εκεί τα συνθήματα για τον Μάνο;

Η τρίτη μέρα του Φεστιβάλ ήταν χιλιάδες χαρούμενα πρόσωπα που έλαμπαν κάτω από τη μάσκα, μια κόκκινη λάβα συναισθημάτων και η ευλογία που ζεις τέτοιες στιγμές και δεν ξέρεις να πεις ποια ήταν η καλύτερη.

Ζέσταμα με την -όπως πάντα 50λεπτη- ομιλία του ΓΓ, που ήταν διανθισμένη με ευθείες και έμμεσες αναφορές στον Μίκη, πολλούς στίχους από τα αθάνατα τραγούδια του, αλλά και έναν του Σφαλμάνη που έγινε το σύνθημα του καιρού της πανδημίας -και βασικά της δεκαετίας. Σιγά να μην κλαίμε την τύχη μας, γίναμε φωνές ενωμένες! Είχε επίσης αναφορά στον αγώνα των διανομέων της Efood, αλλά και στο μπλουζάκι της Τζούλιας Νόβα. Που αφενός κάνει ρίμα με την (Κ)ΟΒΑ -τυχαίο και αυτό;- αφετέρου όλοι ξέρουμε κατά βάθος πως αυτή φόρεσε πρώτη το μπλουζάκι του 47ου Φεστιβάλ -αλλά ας μείνει μεταξύ μας.

Στη λαϊκή σκηνή, αν δεν ήσουν εξαρχής, έφτανες μόνο αν έκοβες δρόμο μέσα από το δασάκι και καθόσουν μόνο αν είχες φέρει τη δική σου καρέκλα από αλλού, ακόμα και αν πήγαινες στις 2 τα μεσάνυχτα, που είχαν τελειώσει οι άλλες σκηνές. Ομολογώ πως είχαμε έτοιμο κείμενο για την… πολιτική Πέγκυ Ζήνα (που είπε ότι ήθελε και περίμενε χρόνια αυτή την πρόσκληση), για την περίπτωση που άρχιζαν σχετική επίθεση διάφορα τρολ, αλλά μάλλον τους ξέφυγε, οπότε το κρατάμε κάβα, πχ για του χρόνου που μπορεί να ξανάρθει.

Το λαϊκό προσκύνημα στην κεντρική σκηνή, για τον Μίκη και μετά για τον Βασίλη, ήταν λόγος για να αποκτήσεις αγοραφοβία και δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Τα τραπέζια έφταναν πίσω από τις ταβέρνες, κοντά στη λίμνη, οι καρέκλες έγιναν ένα με τον πάγκο της Σύγχρονης Εποχής και θα μπορούσαν να φτάσουν ως τους Αγίους Αναργύρους. Και όλο αυτό, όταν άρχισε να… σπάει ο κόσμος!

Ο Βασίλης έχει πάψει καιρό τώρα να είναι αιώνιος έφηβος, αλλά ρουφά το νέκταρ της νεότητας κάθε φορά που βλέπει τόσο κόσμο να τον λατρεύει -μέχρι και νέα μαλλιά έβγαλε από τη χαρά του. Και δε χρειάζεται να τραγουδά καν. Αρκεί να ανεβαίνει στη σκηνή σαν Ελ Σιντ, να παίρνει την κλασική στάση του Εσταυρωμένου, να λέει “δικό σας” και οι φωνές των πιστών να σκεπάζουν τα πάντα, ως και τις δίπλα σκηνές, γιατί “ζούμε για να σε ακούμε” κι ας μη βγαίνει πάντα η φωνή του όπως πριν. Και βασικά μετά από πολλά χρόνια, θα αποκαλυφθεί πως όλα τα Φεστιβάλ από την αρχή του θεσμού είναι στην πράξη ένα αφιέρωμα διάρκειας στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου -ακόμα και τις λίγες χρονιές που έλειπε.

Να ήταν άραγε αυτό το αποκορύφωμα της κορύφωσης ή μήπως η χιπ-χοπ συναυλία στη μαθητική σκηνή; Πολλοί είχαν προσμονή για τον Μιθριδάτη, που είπε μονορούφι το πολυσυζητημένο “Για να μην τα χρωστάω” -που είναι σαν θεατρικός μονόλογος με πράξεις-, τα παλιά των Ημισκούμπρια που τα τραγουδούσαν και παιδιά που δεν είχαν γεννηθεί τότε, ενώ το δίδυμο με τον Σέξπιρ επί σκηνής ήταν μια καλή ευκαιρία να διαλυθεί μια πλάνη χρόνων για το ποιος λέει πραγματικά το “δέκα λεπτά κήρυγμα” (όπως τότε που έπαιξαν σε τελικό η Αθλέτικ Μπιλμπάο και η Ατλέτικο Μαδρίτης, αλλά οι περισσότεροι πάλι λάθος τις λένε).

Αλλά η πιο μαζική συναυλία στη μαθητική σκηνή ήταν η αμέσως προηγούμενη, με τους κόκκινους ράπερ, για να φανεί τι είναι καλύτερο: να γίνεσαι ένα με τα παιδιά που παλεύουν ή ένα με το σύστημα και όσους δεν την παλεύουν χωρίς πρέζα και το όπιο του αντικομμουνισμού. Εκεί δηλαδή που τραγούδησε εκτός προγράμματος ως γκεστ κι ο Τοτέμ, γιατί το αίμα νερό δε γίνεται.

Στο φινάλε με τους Κοινούς Θνητούς, έγινε απλά πανζουρλισμός, με τους θεατές να ξεχνάνε μέτρα και σταθμά, να χοροπηδάνε σαν μια ενιαία μάζα και να σφίγγουν γροθιές, να κραδαίνουν τις καρέκλες, να (τις) πετάνε νοερά στον αέρα. Να παίζει το Όμως (είναι δύσκολος ο δρόμος και μαλάκας ο αστυνόμος…) και να τραντάζεσαι από τους σεισμούς που μέλλονται να έρθουν. Να βλέπεις από τη γέφυρα απέναντι το κλείσιμο με τον ύμνο “Του κόσμου οι λαοί” και να νιώθεις ένα ωστικό κύμα από όσους τραγουδούσαν, χοροπηδούσαν και γίνονταν ένα. Μια ματιά στα βίντεο που έχουν ανέβει σε stories στο Instagram και αλλού, θα σας πείσει…

Την ίδια στιγμή στη φοιτητική σκηνή, ο μουσικός Γραμμένος πάλευε με τον κωμικό που έχει μέσα του και τη συγκίνησή που χάριζε πχ στο τραγούδι για τον Ζακ. Ο Φοίβος έκανε το δικό του μικρό αφιέρωμα στον Μίκη (κι ας είναι παιδί του Χατζιδάκι) και έκλεινε την υβρεοπομπή του με τον Μπογ-νάνο στη θέση του κλασικού μαλάκα. Κι οι Υπεραστικοί έκαναν γκραν φινάλε αλλά κανονικά έπρεπε να μείνουν ως τις 4 η ώρα -ρε συ Παύλο τι λες τώρα;

Αλλά η καλύτερη στιγμή ήταν η μικρή “νοθεία” – διασκευή που έκανε ο Φοίβος σε αυτήν που περνάει δίνοντας ίσως την καλύτερη ατάκα της ημέρας και τίτλο στο κείμενο.

Σαλιγκάρια στη Σταδίου και τριφύλλια στη Σίνα
Ομορφαίνεις Φεστιβάλ μου την Αθήνα

(Αν και βασικά είπε κάτι σαν: αχ, να αλλάξεις Φεστιβάλ μου την Αθήνα.)

Και ναι, ήταν τέλειο Φεστιβάλ. Την επιτυχία του την βλέπεις από τους έντιμους τρίτους που δεν έχουν σχέση με το Κόμμα αλλά ήρθαν και ενθουσιάστηκαν, γιατί είδαν κάτι μεγάλο και ωραίο (για να δανειστούμε μια φράση του Μίκη) που ίσως να μην το περίμεναν. Αλλά κι η χολή των διαφόρων τρολ είναι ένα μέτρο για την επιτυχία του…

Το Φεστιβάλ δεν μπορεί να αλλάξει την εικονική πραγματικότητα των ΜΚΔ και των αμειβόμενων τρολ. Αλλά ναι, μπορεί να ομορφύνει την Αθήνα, να την αλλάξει λίγο και να φτιάξει γενιές που θα αλλάξουν μια μέρα όλο τον κόσμο.

Υγ: Αυτή που περνάει, αυτή που περνάει (για την Κομμουνιστική Νεολαία το λέει…)

Υγ 2: Η υπέροχη φωτό από τη χτεσινή μέρα είναι του φωτορεπόρτερ Γιάννη Κέμμου.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: