Φακέλωμα με εμπλοκή αστυνομίας – εφορίας προωθεί η κυβέρνηση με αφορμή τη “διαφάνεια” στα οικονομικά των κομμάτων

Επί της ουσίας, μέσω του αντιδραστικού αυτού μέτρου για τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων, το αστικό πολιτικό σύστημα επιχειρεί να τσακίσει κάθε πολιτική φωνή εναντίωσης στο σύστημα.

Με πρόσχημα, αφενός «την άμεση πληροφόρηση κάθε πολίτη», αφετέρου «τη λογοδοσία, τη διαφάνεια στην πολιτική και στο δημόσιο βίο», προχωράει αποφασιστικά, επί των ημερών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, η εφαρμογή του αντιδραστικού νόμου για τα οικονομικά των κομμάτων. Ο νόμος αυτός ήρθε να εναρμονίσει τη χώρα μας με τις αντιδραστικές κατευθύνσεις της ΕΕ, προετοιμαζόταν εδώ και καιρό και αποτελεί ένα ακόμη όπλο στη φαρέτρα του αστικού κράτους για την παρεμπόδιση της δράσης του εργατικού – λαϊκού κινήματος.

Σοβαρή και επικίνδυνη πτυχή αυτού του νόμου, η οποία πρέπει να κατανοηθεί, αποτελεί η πλευρά που καθορίζει το πλαίσιο και τους όρους της οικονομικής ενίσχυσης των κομμάτων από τα μέλη και τους φίλους τους. Ορίζει δήθεν στο όνομα της αντιμετώπισης της διαφθοράς και της διαπλοκής, την ονομαστικοποίηση της ενίσχυσης ενός κόμματος, από μέλη και οπαδούς του. Προβλέπει ότι η έκδοση κουπονιών θα γίνεται μόνο εφόσον αυτά είναι αριθμημένα και θεωρημένα από την Επιτροπή Ελέγχου (Ειδική Υπηρεσία Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής). Σε αυτά κάνει υποχρεωτική την αναγραφή του ονοματεπώνυμου και του ΑΦΜ ή του Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας του ενισχυτή. Μάλιστα, για την περίπτωση που τα κόμματα δεν συμμορφώνονται με τη διάταξη αυτή ο νόμος προβλέπει ως κύρωση πρόστιμο σε ποσό που φτάνει μέχρι το 50% της τακτικής χρηματοδότής τους.

Πρόσχημα η αντιμετώπιση της διαφθοράς και της διαπλοκής

Από πού κι ως πού όμως αυτό το μέτρο χτυπά τη διαφθορά;

Εξετάζοντας τα παραπάνω δεδομένα, δεν θα ήταν καθόλου άστοχο να πούμε ότι η σύνδεση των αστικών κομμάτων με επιχειρηματίες γίνεται πλέον ίσως και πιο «νόμιμη», μιας και ανοίγει την πόρτα και για έναν καπιταλιστή, ως φυσικό πρόσωπο, απροκάλυπτα, αφού το δηλώσει, να στηρίξει οικονομικά ένα πολιτικό κόμμα. Αν ψάξουμε λίγο πιο μακριά από τη χώρα μας, στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ, θα δούμε ότι, υπάρχει αυστηρό σύστημα ελέγχου και επομένως είναι φανερό ποιο μονοπώλιο ενισχύει ποιο κόμμα. Η διαφάνειά τους φτάνει έως το σημείο η διασύνδεση κομμάτων και επιχειρήσεων να αποτυπώνεται κατάφωρα ακόμα και σε σενάρια τηλεοπτικών σειρών (!) Σε καμία περίπτωση όμως το γεγονός αυτό δεν αποτέλεσε τρόπο καταπολέμησης της διαφθορά στις ΗΠΑ.

Αλλά και στη χώρα μας ακόμα, έχουμε περιστατικά που κάτω από το τραπέζι μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι χρηματοδοτούσαν πολιτικά κόμματα. Δεν πέρασε καιρός από τη δήλωση του Θ. Τσουκάτου, μέλους της Επιτροπής Οικονομικής Εξόρμησης του ΠΑΣΟΚ την επίμαχη περίοδο 1999, όταν ερωτηθείς σχετικά με την προέλευση πακτωλού χρημάτων στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ είπε στην απολογία του: «…Ολα αυτά δεν είναι χρήματα φτωχών και απλών πολιτών», «ανέλαβα μόνος μου την ευθύνη για την οικονομική ενίσχυση του ΠAΣOΚ από τη Siemens, παρ’ όλο που δεν ήμουν μόνος στην Επιτροπή Οικονομικής Εξόρμησης».

Γίνεται, επομένως, φανερό ότι το να δηλωθούν τα στοιχεία ενός χρηματοδότη κόμματος, ακόμα και πολύ μεγάλου, από μόνο του δεν μπορεί να είναι αρκετό, όταν μάλιστα δεν αποκαλύπτεται ο σκοπός, το αντάλλαγμα, ποιο συμφέρον του θα εξυπηρετηθεί.

Στην πραγματικότητα, αποτελεί ξέπλυμα και αθώωση του ίδιου του συστήματος το να προσπαθούν να μας πείσουν ότι η διαφθορά, η διαπλοκή μπορεί να χτυπηθούν με ένα τέτοιο μέτρο. Επί της ουσίας, σκεπάζουν τις αιτίες που γεννούν αυτά τα φαινόμενα, ενώ αφήνουν στο απυρόβλητο τη μήτρα τους, τον καπιταλισμό. Δεν είναι καινούργια ανακάλυψη ότι η συνδιαλλαγή των αστικών κομμάτων με το κεφάλαιο υπάρχει και είναι μάλιστα επιβεβαιωμένη, στο πέρασμα των χρόνων, από την ίδια την πραγματικότητα και στην Ελλάδα (π.χ. σκάνδαλο «Siemens», «Novartis»).

Το σημερινό αστικό κράτος είναι το κράτος των μονοπωλίων, των επιχειρηματικών ομίλων, αυτά υπηρετεί, από αυτά είναι εξαρτημένο και επομένως με αυτά είναι διαπλεκόμενο (κρατικό χρήμα σε επιχειρηματίες, ενισχύσεις σε τράπεζες, φοροαπαλλαγές στο μεγάλο κεφάλαιο κ.ά.). Το γεγονός αυτό αποτελεί μία αναπόδραστη αλήθεια η οποία έρχεται στην επιφάνεια, συχνά χωρίς να αποτελεί επιδίωξη του συστήματος, εκδηλώνεται σε πολλές πτυχές της κοινωνικής ζωής και δείχνει ότι το καπιταλιστικό σύστημα είναι ιστορικά ξεπερασμένο.

Είναι αστείο να προσπαθούν τώρα να μας πείσουν ότι οι δρόμοι του μαύρου χρήματος θα φωτιστούν και άρα θα αλλάξουν ο τρόπος και η ουσία της λειτουργίας του καπιταλισμού. Υπάρχει σύμφυση του κράτους με το κεφάλαιο και τα αστικά κόμματα πολιτεύονται ακριβώς για να υπηρετήσουν τα συμφέροντά του, σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Νομοθετούν υπέρ των καπιταλιστών και δέχονται τα ανταλλάγματα γι αυτή τους την υπηρεσία. Στο βαθμό που τους επιτρέπεται, αυτή είναι μια αλήθεια που θέλουν να συσκοτίσουν και να εμφανιστεί το κράτος ως εκφραστής των συμφερόντων της κοινωνίας συνολικά. Ακριβώς, όμως, επειδή πρόκειται για σύστημα ξεπερασμένο και αντιδραστικό, δεν καταφέρνει πάντα να αποκρύψει τα αδιέξοδά του. Σε αυτήν τη βάση κλιμακώνεται και σήμερα η αντιλαϊκή επέλαση σε βάρος των εργατικών – λαϊκών δικαιωμάτων, η οποία καθόλου δεν θίγεται από επιφανειακές και επικοινωνιακές κορόνες περί «διαφάνειας».

Προωθείται το γενικευμένο φακέλωμα λαϊκών ανθρώπων

Αναλύοντας αυτήν τη ρύθμιση, υπάρχει και μία άλλη επικίνδυνη και αντιδραστική πλευρά. Με την ίδια πρόφαση, στο όνομα της διαφάνειας, προωθείται στην πραγματικότητα το γενικευμένο φακέλωμα λαϊκών ανθρώπων. Ο νόμος, χαρακτηρίζοντας ως ιδιωτική χρηματοδότηση τις συνδρομές μελών και γενικά την οικονομική ενίσχυση προς τα κόμματα, επιβάλλει στα κόμματα να παραδίνουν στους αντιδραστικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους (αστυνομία κ.ά.) τα πλήρη στοιχεία των ανθρώπων που τα ενισχύουν, ονοματεπώνυμο, ΑΦΜ, ΑΔΤ.

Μα μπορεί η διαπλοκή να προκύψει από κουπόνια ενίσχυσης του ενός, των πέντε, των δεκαπέντε, των είκοσι ευρώ, ποσά με τα οποία ενισχύουν από το υστέρημά τους οι εργαζόμενοι και το ΚΚΕ; Είναι τουλάχιστον προκλητική η στάση όλων των προηγούμενων αλλά και της σημερινής κυβέρνησης, που, προκειμένου να αποπροσανατολίσουν το λαϊκό κίνημα, επιδιώκουν να συνδέσουν τη συζήτηση για την καταπολέμηση της διαφθοράς με τις αντιδραστικές αλλαγές στον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων και στη χρηματοδότησή τους. Προσπαθούν «να βγάλουν στον αφρό» το σύστημά τους και καταλήγουν να χρεώσουν τη διαφθορά στο γεγονός ότι δεν είναι ονομαστικοποιημένα τα κουπόνια της οικονομικής ενίσχυσης των κομμάτων από τα μέλη και οπαδούς τους.

Επί της ουσίας, μέσω του αντιδραστικού αυτού μέτρου για τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων, το αστικό πολιτικό σύστημα επιχειρεί να τσακίσει κάθε πολιτική φωνή εναντίωσης στο σύστημα. Αντικειμενικά, αυτός ο στόχος στρέφεται πρωτίστως ενάντια στο ΚΚΕ, το οποίο στρατηγικά αντιπαλεύει την πολιτική του κεφαλαίου και μάχεται για να ανατρέψει ο λαός τους καπιταλιστές από την εξουσία.

Τα κουπόνια της οικονομικής εξόρμησης, της μόνιμης οικονομικής ενίσχυσης του ΚΚΕ, δεν έχουν καμία σχέση με τα «κουπόνια» των κομμάτων της πλουτοκρατίας. Η οικονομική ενίσχυση στο ΚΚΕ δεν είναι δυνατόν να κρύβει συναλλαγές κάτω από το τραπέζι.

Οσοι ενισχύουν το ΚΚΕ είναι στην πλειοψηφία τους δεμένοι μαζί του με ταξικό – πολιτικό συμφέρον, που είναι έξω από τα όρια και ενάντια στο σάπιο καπιταλιστικό σύστημα. Η επιδίωξη όσων ενισχύουν το ΚΚΕ είναι να δυναμώσει, προκειμένου να διεξάγει αποτελεσματικά τον αγώνα για τα δικαιώματα των εργατικών – λαϊκών στρωμάτων, την πάλη ενάντια στον καπιταλισμό. Ας μην ψάχνει, επομένως, το αστικό κράτος τη διαπλοκή στο ΚΚΕ, οι δρόμοι του μαύρου χρήματος και της διαφθοράς εξ ορισμού δεν μπορούν να διασταυρωθούν μαζί του, καθώς είναι το μόνο κόμμα που, από τη δημιουργία του, αντιπαλεύει τη ρίζα τους, τον καπιταλισμό.

Για το Κόμμα μας, η δουλειά με το κουπόνι δεν είναι μόνο θέμα οικονομικής δουλειάς, είναι ενταγμένη στην πολιτική του δράση. Το ΚΚΕ θέλει να ενισχύεται από συνδρομές και εισφορές των μελών και των φίλων του, από τον ίδιο το λαό.

Η ονομαστικοποίηση των κουπονιών είναι οπισθοδρομική, συνεπάγεται ωμή παρέμβαση στις σχέσεις του Κόμματος με τα μέλη και τους οπαδούς του, καθώς οδηγεί στη δημιουργία ονομαστικού καταλόγου της δύναμης ενός κόμματος, ο οποίος θα βρίσκεται στη διάθεση των μηχανισμών του αστικού κράτους και των υπηρεσιών του, θυμίζοντάς μας πρακτικές άλλων περιόδων. Προκαλεί ερωτήματα το για ποιο σκοπό θα φυλάσσονται αυτά τα στοιχεία. Πώς θα γίνεται η ταυτοποίηση; Μήπως αξιοποιώντας, ενδεχομένως, στοιχεία και άλλων υπηρεσιών, όπως εφορία και αστυνομία; Σίγουρα ναι, αφού ζητείται ΑΦΜ και ΑΔΤ. Μας λένε δηλαδή ότι κάθε αστυνομικό τμήμα αλλά και οι ναζί – φασίστες αστυνομικοί και πράκτορες των ντόπιων και ξένων που δρουν στο Σώμα της Αστυνομίας θα είναι σε θέση να ξέρουν και θα έχουν λίστα με το ποια είναι τα μέλη του ΚΚΕ στην κάθε γειτονιά.

Ολα αυτά με ακρίβεια οδηγούν στη δημιουργία προφίλ ατόμων που ανάμεσα στα άλλα θα περιέχουν τις πολιτικές τους προτιμήσεις. Η ονομαστικοποίηση με τους όρους που θέτει ο νόμος, οπωσδήποτε, συνιστά πολύ σοβαρή παρέμβαση του κράτους στο δικαίωμα του ατόμου για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, μια αρχή που σέβεται μέχρι και το αστικό Σύνταγμα, η ευρωπαϊκή και διεθνής νομοθεσία.

Ας μας πει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που εμφανίζεται ως φλογερός υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, από πού κι ως πού δεν συνιστά παραβίαση η καταγραφή ονομάτων ανθρώπων που ενισχύουν ένα πολιτικό κόμμα από το υστέρημά τους σε λίστα και άρα η καταγραφή και των πολιτικών τους προτιμήσεων; Πόσο συνάδει με τη δημοκρατική κοινωνία που ευαγγελίζονται το να μην μπορεί ένας άνθρωπος, εφόσον το επιθυμεί, να διατηρήσει την ανωνυμία του και να αρνηθεί στο αστικό κράτος να συλλέγει στοιχεία, για το ποιανού κόμματος είναι μέλος ή οπαδός και επομένως ποιο κόμμα ενισχύει οικονομικά;

Είναι τουλάχιστον υποκριτικό το κράτος των επιχειρηματιών, των εργοδοτών, του κεφαλαίου να ισχυρίζεται ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να του εμπιστευτούν τέτοιου είδους προσωπικά τους στοιχεία. Αλλωστε, δεν είναι μακριά το παράδειγμα της Βέροιας όπου, έχοντας προφανώς τις πλάτες των μηχανισμών του αστικού κράτους και της σημερινής κυβέρνησης, ομάδες εργοδοτών «ανέβαζαν» στα social media τα ονόματα εργαζομένων που διεκδίκησαν τα δικαιώματά τους, ώστε να μην προσληφθούν από άλλες επιχειρήσεις.

Πώς μπορεί ένας εργαζόμενος να νιώθει σήμερα ασφαλής να εκφράσει την πολιτική του προτίμηση στο ΚΚΕ, να αναπτύξει αγωνιστική δράση, να απεργήσει; Οταν την ίδια στιγμή έχουμε πλήθος περιστατικών εργαζομένων, που χάρη στο νομικό οπλοστάσιο που οι αστικές κυβερνήσεις η μία μετά την άλλη έχουν δώσει απλόχερα στους εργοδότες, απολύονται επειδή απεργούν, επειδή διεκδικούν δικαιώματα.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η ονομαστικοποίηση δεν μπορεί παρά να βάζει εμπόδια στην οικονομική ενίσχυση του Κόμματος και ανοίγει επικίνδυνο δρόμο για παρέμβαση και σε άλλους φορείς του κινήματος, Σωματεία, Συλλόγους.

Ξεκάθαρη η θέση του ΚΚΕ

Για όλα αυτά, το ΚΚΕ έχει ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι είναι αντίθετο με αυτά που καθορίζει ο αντιδραστικός νόμος. Δεν πρόκειται να δώσει στους μηχανισμούς του αστικού κράτους τα ονόματα των μελών του, που καταβάλλουν τη συνδρομή τους, ή τα ονόματα ανθρώπων του μόχθου που επιλέγουν να το ενισχύσουν οικονομικά.

Αυτή η στάση του δεν αποτελεί συγκάλυψη διαπλοκής, όπως θα πουν πολλοί λασπολόγοι. Αντίθετα, αποτελεί τη μόνη καθαρή στάση επαγρύπνησης και θωράκισης των λαϊκών στρωμάτων απέναντι στο αστικό σύστημα, το οποίο παίρνει όλα τα μέτρα για να ποινικοποιήσει, να καταστείλει την πολιτική δραστηριότητα εκείνων που αντιστέκονται και αντιπαλεύουν την κυρίαρχη πολιτική. Αλλωστε, σε χαλεπούς καιρούς όταν το Κόμμα μας ήταν παράνομο, μέλη του, υποστηρικτές του και απλοί αγωνιστές, τα ονόματα των οποίων έφταναν στα χέρια του αστικού κράτους, διώκονταν επειδή υποστήριζαν και ενίσχυαν οικονομικά το ΚΚΕ:

«Υπό του Εκτάκτου Στρατοδικείου Πειραιώς κατεδικάσθησον εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών οι Παναγιώτης Μόχορης, Αντώνιος Καλαμπόκης και Κυριάκος Παπατζίκος, διότι επώλουν κομμουνιστικά ένσημα (εννοείται κουπόνια) προς ενίσχυσιν των συμμοριτών» … «Ενώπιον του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αθηνών ήρχισεν η δίκη των Ν. Δρόσου, Χαρ. Ρήγα, Κ. Μόρφη… Α. Βαρελά, ήτοι ενήργουν κατασκοπείαν εις βάρος της Αστυνομικής Υποδιευθύνσεως της Τροχαίας Κινήσεως, διένεμον προκηρύξεις, διενήργουν εράνους υπέρ του ΚΚΕ μεταξύ των εισπρακτόρων και οδηγών των αυτοκινήτων κ.λπ.».

Το Κόμμα μας στον οικονομικό τομέα έχει τελείως διαφορετική αντίληψη και πρακτική από αυτή της αστικής τάξης. Εχει εσωτερικό έλεγχο προβλεπόμενο στο Καταστατικό του, ο οποίος είναι πολύ αυστηρός. Επιπλέον, όπως πολλάκις έχουμε τονίσει ελέγχεται από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους για τα οικονομικά του. Οποιος, επίσης, επιθυμεί να δημοσιοποιεί τα στοιχεία του στον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ μπορεί να το κάνει. Είναι άλλο αυτό και άλλο ο αντιδραστικός νόμος, που απαιτεί από τα κόμματα να παραδίδουν λίστες μελών και οπαδών που τα ενισχύουν.

Αν οι υπηρέτες του πολιτικού συστήματος ενδιαφέρονταν στοιχειωδώς να αποθαρρύνουν τη συνδιαλλαγή του κεφαλαίου με κόμματα και κυβερνήσεις τους θα δέχονταν τις προτάσεις που επανειλημμένως έχει καταθέσει το ΚΚΕ για ονομαστικοποίηση των μετοχών των ανωνύμων εταιρειών μέχρι φυσικού προσώπου, για κατάργηση του τραπεζικού απορρήτου, ώστε να ξέρει ο λαός ποιος κατέχει τον πλούτο και ποιον χρηματοδοτεί.

Μπροστά στο τόσο αντιδραστικά οχυρωμένο αστικό πολιτικό σύστημα, το ΚΚΕ έχει καθήκον απέναντι στην τάξη του να μην υποκύψει στις πιέσεις, να την υπερασπιστεί. Η αντιλαϊκή πολιτική των αστικών κομμάτων δεν εξαρτάται ούτε καθορίζεται από το αν πραγματοποιεί συναλλαγές κάτω απ’ το τραπέζι, ούτε βέβαια μπορεί να ανατραπεί επειδή θα δημοσιευτούν οι πηγές των εσόδων τους. Πρόκειται ακριβώς για στρατηγική τους επιλογή ως κόμματα που υπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου και γι’ αυτό βρίσκονται απέναντι στο λαϊκό κίνημα.

Εξετάζοντας από κάθε πλευρά αυτόν το νόμο γίνεται ξεκάθαρο ότι είναι αντιδραστικός και επικίνδυνος και ότι πρέπει να καταργηθεί. Να λάβουμε υπόψη, άλλωστε, ότι στη χώρα μας για πολλές δεκαετίες έχει διαμορφωθεί εθιμικά μια μακρά πρακτική οικονομικής ενίσχυσης των πολιτικών κομμάτων, αλλά και άλλων μαζικών φορέων με μικρά ποσά. Η ανώνυμη χρηματοδότηση με το κουπόνι είναι μέρος της «παράδοσης και της κουλτούρας» του ίδιου του ελληνικού λαού, ένα γεγονός που έως κάποιο βαθμό σεβόταν και λάμβανε υπόψη του ο προγενέστερος νόμος για τα οικονομικά των κομμάτων και που καταργεί ο τωρινός.

Κανένα μέλος της αρμόδιας Επιτροπής Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης (ειδική Επιτροπή της Βουλής) δεν πρέπει να ανεχτεί να ανοίξει ο δρόμος για το φακέλωμα του λαού. Ο νόμος αυτός πρέπει να καταργηθεί.

 

Σταυρούλα ΜΠΟΥΤΑ
Δικηγόρος
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: