Επικίνδυνος ο εφησυχασμός και η εμπλοκή της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς

Αποσπάσματα από το άρθρο του Γιώργου Μαρίνου: «Οι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, η επίδρασή τους στην περιοχή μας και η στρατηγική των αστικών τάξεων Ελλάδας – Τουρκίας».

Αποσπάσματα από το άρθρο του Γιώργου Μαρίνου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στην ΚΟΜΕΠ τ. 2/2020 (Μάρτης – Απρίλης), με τίτλο «Οι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, η επίδρασή τους στην περιοχή μας και η στρατηγική των αστικών τάξεων Ελλάδας – Τουρκίας»

Η στρατηγική της τουρκικής αστικής τάξης

(…) Η Τουρκία είναι καπιταλιστικό κράτος με 80 εκατομμύρια κατοίκους και Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν περίπου 750 δισ. δολ. Διαθέτει ισχυρά μονοπώλια, είναι μέλος του club των μεγαλύτερων είκοσι οικονομιών (G20), έχει εκτεταμένες ισχυρές οικονομικές σχέσεις με ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, με δεκάδες κράτη, εξάγει εμπορεύματα και κεφάλαια. Είναι μέλος του ΝΑΤΟ, η δεύτερη δύναμη σε αριθμό στρατευμένων, και φιλοξενεί από χρόνια ΝΑΤΟικές στρατιωτικές βάσεις που έχουν εκπληρώσει στο παρελθόν σημαντικό ρόλο κατά της Σοβιετικής Ενωσης, ενώ σήμερα είναι ενταγμένες στον σύγχρονο επιθετικό ΝΑΤΟικό σχεδιασμό.

Παρά την αναστολή της διαδικασίας ένταξης στην ΕΕ, οι αμοιβαίες σχέσεις είναι προωθημένες. Η Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας για το Προσφυγικό οδηγεί στον εγκλωβισμό προσφύγων στα νησιά του Αιγαίου. Το προσφυγικό πρόβλημα χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση Ερντογάν ως μοχλός γεωστρατηγικών επιδιώξεων και παζαριών.

Με αυτήν τη δύναμη η αστική τάξη της Τουρκίας διεκδικεί ακόμα υψηλότερη θέση στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Υλοποιεί στρατηγική με την οποία διεκδικεί επέκταση του χώρου δράσης των τουρκικών μονοπωλίων, ιδιαίτερα στον τομέα της Ενέργειας. Εκτός της κατοχής στη Βόρεια Κύπρο και σε εδάφη της Συρίας, διαθέτει υποδομή και στρατιωτικές δυνάμεις στη Λιβύη, βάσεις στο Ιράκ, στο Κατάρ, στη Σομαλία, στην Αλβανία. Διατηρεί την εμπόλεμη κατάσταση με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK).

Η Τουρκία διατηρεί την κατοχή του 37% του εδάφους της Κύπρου (Βόρεια Κύπρος) για 46 χρόνια και επιβάλλει «ντε φάκτο» διχοτόμηση του νησιού αξιοποιώντας τη λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», το ψευδοκράτος, που ανακηρύχτηκε το 1983. (…) Το κατεχόμενο τμήμα χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης για διχοτομική λύση στο Κυπριακό, αλλά και για διεκδικήσεις που παραβιάζουν την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και την Υφαλοκρηπίδα, κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου. (…)

Ο χάρτης με τις τουρκικές διεκδικήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο με βάση το ανυπόστατο τουρκολιβυκό σύμφωνο

Η πρακτική των τετελεσμένων που ακολουθείται είναι μελετημένη. Στηρίζεται στη στρατιωτική απειλή και οι σχεδιασμένες κάθε φορά κινήσεις για έρευνα και γεωτρήσεις ανοίγουν το δρόμο σε νέες παραβιάσεις της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982. Οι γεωτρήσεις (…) δεν αφορούν μόνο την κατοχύρωση της παρουσίας των γεωτρύπανων, αλλά υπηρετούν την αναζήτηση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, καθιστώντας πιο σύνθετη και επικίνδυνη την κατάσταση.

Οι εξελίξεις αυτές ενισχύουν την ήδη εκφρασμένη επιδίωξη των Αμερικανών και των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών για τη συνεκμετάλλευση της περιοχής με τη συμμετοχή της Τουρκίας.

Στο κέντρο των τουρκικών κινήσεων βρίσκεται ο στόχος της γεωστρατηγικής αναβάθμισης και της επέκτασης του «ζωτικού χώρου», της αλλαγής των συνόρων και του ελέγχου μεγάλου τμήματος του Αιγαίου, ως μέρος ενός γενικότερου σχεδίου που κωδικοποιημένα περιέχει τα εξής στοιχεία:

Αναθεώρηση της Συνθήκης της Λοζάνης, που έχει καθορίσει από το 1923 τα σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας, τη συνοριακή γραμμή στην ευρύτερη περιοχή. Αμφισβήτηση της Συμφωνίας των Παρισίων του 1947, με την οποία πέρασαν στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα.

Στο έδαφος αυτό, γεννήθηκε το δόγμα των «Γκρίζων Ζωνών», η αμφισβήτηση νησιών και βραχονησίδων που έχουν δοθεί στην Ελλάδα με τις παραπάνω διεθνείς Συμφωνίες και Συνθήκες.

Ιδιαίτερα επικίνδυνες είναι οι συστηματικές και πολύχρονες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου, πολύ περισσότερο οι υπερπτήσεις από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη. Τα στοιχεία καταγράφουν χιλιάδες παραβιάσεις κάθε χρόνο, που διαμορφώνουν όρους για τραγικό ατύχημα.

Η (…) παραβίαση της Υφαλοκρηπίδας, κατά τους υπολογισμούς του ελληνικού κράτους, από το ερευνητικό πλοίο «Oruc Reis» το Φλεβάρη του 2020, παρότι ήταν οριακή και υποβαθμίστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ, έδειξε σε μικρογραφία πώς μπορεί να διαμορφωθούν οι όροι για ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την πρόκληση θερμού επεισοδίου.

Το τουρκικό δόγμα των «Γκρίζων Ζωνών» εμπλουτίστηκε παραπέρα και συνδέεται με τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή και τις στοχεύσεις της αστικής τάξης, αγκαλιάζει πιο σφιχτά την Ανατολική Μεσόγειο, τη Βόρεια Αφρική, τη Μαύρη Θάλασσα, και αποδίδεται σήμερα με το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας».

Δύο σημαντικά γεγονότα στις 13 και 27 Νοέμβρη 2019 τεκμηριώνουν αυτήν τη θέση.

Στις 13 Νοέμβρη ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στον ΟΗΕ, Φ. Σινιρλίογλου, κατέθεσε στα Ηνωμένα Εθνη συντεταγμένες που εκφράζουν διεκδικήσεις δυτικά του 28ου Μεσημβρινού, στο χώρο της Ρόδου και προς τις ανατολικές ακτές της Κρήτης, διεκδικώντας θαλάσσιες περιοχές που δεν ανήκουν στην Τουρκία, με στόχο να περιοριστούν η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και η Κύπρος στα χωρικά ύδατα.

Επί της ουσίας η τουρκική κυβέρνηση διεκδικεί ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδα δυτικά του 28ου Μεσημβρινού μέχρι τη Λιβύη, με την οποία επιχειρεί αυθαίρετα να οριοθετήσει ΑΟΖ, ακυρώνοντας τα δικαιώματα της Κρήτης και των Δωδεκανήσων, επιδιώκοντας να θέσει εμπόδια σε ενδεχόμενη οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Αιγύπτου.

Αυτός είναι ο στόχος της γνωστής συμφωνίας του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν με τον δοτό πρωθυπουργό της κυβέρνησης «Εθνικής Συμφωνίας» της Λιβύης, Σάρατζ, που καταγράφεται στο μνημόνιο κατανόησης το οποίο υπογράφηκε στις 27 Νοέμβρη 2019.

Οι κινήσεις αυτές δημιουργούν τετελεσμένα, η συμφωνία έχει καταγραφεί στον ΟΗΕ παρά τις κυβερνητικές μεγαλοστομίες και πιθανώς να ακολουθήσουν έρευνες και γεωτρήσεις στην περιοχή της Κρήτης και του Καστελόριζου, δημιουργώντας προϋποθέσεις για νέες εντάσεις. (…)

Η στρατηγική της ελληνικής αστικής τάξης

Η ελληνική αστική τάξη έχει τις δικές της επιδιώξεις, που καθορίζονται από το στόχο της γεωστρατηγικής αναβάθμισης που συνδέεται με:

  • –Την καπιταλιστική ανάπτυξη, την αύξηση της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων, την ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.
  • –Την επέκταση των ελληνικών οικονομικών ομίλων στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική και σε άλλες περιοχές.
  • –Τη μετατροπή της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο διαμέσου της συμμετοχής σε ενεργειακούς αγωγούς (Δια-αδριατικός αγωγός – ΤΑΡ, «East Med», σταθμός υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Αλεξανδρούπολη), αλλά και της αναζήτησης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στα οικόπεδα που έχουν οριοθετηθεί στην Κρήτη και το Ιόνιο Πέλαγος.
  • –Την αξιοποίηση της γεωγραφικής θέσης της χώρας για τη συμμετοχή στα ευρωπαϊκά και διεθνή δίκτυα μεταφορών και διαμετακόμισης.
  • –Την ενίσχυση του ρόλου της ναυτιλίας.

Οι αστικές τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας επιζητούν τη συνεργασία για σημαντικό αριθμό οικονομικών και άλλων δραστηριοτήτων, με κριτήριο το «αμοιβαίο» – καπιταλιστικό – όφελος και την κερδοφορία τους, και αυτός ο στόχος καταγράφεται στις συμφωνίες του «Ανωτάτου Συμβουλίου Ελλάδας – Τουρκίας», που δημιουργήθηκε το 2010 (…).

Η πλευρά αυτή δεν μπορεί να ακυρώσει την αντικειμενική βάση, τα αντιτιθέμενα οικονομικά συμφέροντα που προκαλούν τον ανταγωνισμό.

Η ελληνική αστική τάξη, πρακτικά, με τις δικές της δυνάμεις δεν διεκδικεί – προς το παρόν – εδάφη άλλων κρατών. Παρεμβάσεις εθνικιστικών κύκλων, που μιλούν για «αλύτρωτες πατρίδες» κοιτάζοντας κυρίως προς τα Βαλκάνια, είναι περιθωριακές.

Η «Μεγάλη Ιδέα» της αστικής τάξης σήμερα είναι η καπιταλιστική ανάπτυξη και η μεγαλύτερη πρόσδεση στα ευρύτερα σχέδια που καθορίζουν οι αναπτυγμένες σχέσεις με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Το στοιχείο αυτό καθορίζει την επιθετικότητα της ελληνικής αστικής τάξης στις διεθνείς σχέσεις, αλλά παράλληλα αυτό είναι που περιέχει και το στοιχείο των συμβιβασμών, που καλείται ενιαία να διαχειριστεί το πολιτικό προσωπικό, τα αστικά κόμματα.

Η επιθετικότητα της ελληνικής αστικής τάξης και των κομμάτων που υπηρετούν τα συμφέροντά της κλιμακώνεται διαμέσου της συμμετοχής στα σχέδια των ΗΠΑ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Σ’ αυτό εντάσσεται ο «Στρατηγικός Διάλογος» Ελλάδας – ΗΠΑ, που ανέπτυξε ιδιαίτερα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ από το 2017 (…) Αυτόν το σχεδιασμό συνέχισε η κυβέρνηση της ΝΔ, ολοκληρώνοντας τη συμφωνία του ΣΥΡΙΖΑ με τους Αμερικανούς. (…)

Στην πράξη, βαθαίνει η εμπλοκή της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και έχουν διαμορφωθεί ήδη τεράστιοι κίνδυνοι για το λαό μας. Τόσο η Ρωσία όσο και το Ιράν, με συγκεκριμένες δηλώσεις, προειδοποιούν ότι, σε περίπτωση που μπει σε κίνδυνο η ασφάλειά τους από αμερικανικές βάσεις, θα τις χτυπήσουν με πυραύλους, βάζοντας στο στόχαστρο την Ελλάδα.

Εκτός από την παρουσία των αμερικανοΝΑΤΟικών βάσεων, η επιθετικότητα της ελληνικής αστικής τάξης εκδηλώνεται (και) με την αποστολή ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων σε ιμπεριαλιστικές αποστολές στο εξωτερικό.

Ηδη έχει καταγραφεί συμμετοχή σε 12 αποστολές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και η εμπλοκή κλιμακώνεται, αποκτά πιο επικίνδυνες διαστάσεις. (…)

Η πρόσδεση της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ και η ενδυνάμωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ αποτελούν στρατηγική επιλογή όλων των αστικών κομμάτων, βασικό στοιχείο της στρατηγικής σύμπλευσης. (…) Συνεπώς, η «εθνική στρατηγική» που προβάλλουν τα κόμματα του κεφαλαίου συνίσταται στην υποστήριξη και προώθηση της γεωστρατηγικής θέσης των ελληνικών μονοπωλίων και την εξάπλωση της δράσης τους, το βάθεμα της ενσωμάτωσης της χώρας στους μηχανισμούς και τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και των ΗΠΑ, την εμπλοκή στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και πολέμους. Εδώ ακουμπά η ιδεολογική αιχμή περί «εθνικής ομοψυχίας», η οποία χρησιμοποιείται για τη χειραγώγηση και τον αφοπλισμό λαϊκών δυνάμεων, για τη νομιμοποίηση των επιδιώξεων της αστικής τάξης, που διεκδικεί μερίδιο από τη λεία των επιθέσεων του ευρωατλαντισμού κατά των λαών.

Αστικές πολιτικές στο χειρισμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων

Οι αστικές κυβερνήσεις και κόμματα κατά κανόνα προσπαθούν να υποβαθμίσουν τους πραγματικούς κινδύνους που προκαλούν οι εντάσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καλλιεργούν τον εφησυχασμό και την ψεύτικη προσδοκία της παρέμβασης του αμερικανοΝΑΤΟικού παράγοντα και της ΕΕ.

Ο εφησυχασμός δεν έχει αντικειμενική βάση, διαψεύδεται από τα γεγονότα, την ίδια την ιστορία των θερμών επεισοδίων και των κρίσεων στο Αιγαίο. (…) Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ χρησιμοποιούν τη μέθοδο της λαθροχειρίας. Ωραιοποιούν αποφάσεις της ΕΕ και δηλώσεις Αμερικανών επιτελών, με ειδική φροντίδα στην αξιοποίηση δηλώσεων του Τραμπ ή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Πομπέο που αναφέρονται, π.χ., στο αυτονόητο της τήρησης του διεθνούς δικαίου, αλλά στοχευμένα προτρέπουν την ελληνική κυβέρνηση – και διαχρονικά τις ελληνικές κυβερνήσεις – να «τα βρούνε» με την Τουρκία, θέτοντας κάθε φορά με τον τρόπο τους το ζήτημα της συνεκμετάλλευσης.

(…) Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ καταβάλλουν συστηματικές προσπάθειες να κερδηθεί η Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο, δίνοντας ανταλλάγματα στα οποία περιλαμβάνεται και η στήριξη των διεκδικήσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Ο σύμβουλος Ασφαλείας του Τραμπ, Ο’ Μπράιεν, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 19.1.2020, δήλωσε ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες ενθαρρύνουν την Ελλάδα να διαχειριστεί τις σχέσεις της με την Αγκυρα με τρόπο που δε θα πλήξει τη σημαντική συμμαχία μας, το ΝΑΤΟ», ενώ σε κάθε του τοποθέτηση ο γγ της λυκοσυμμαχίας Στόλτενμπεργκ εκθειάζει το σημαντικό ρόλο της Τουρκίας. (…)

Αυτό που κρίνει είναι οι στοχεύσεις του αμερικανικού κράτους και με το ίδιο κριτήριο πρέπει να αντιμετωπίζονται οι σχέσεις της ΕΕ με την Τουρκία που διατηρεί οικονομικές συμφωνίες πλέον των 250 δισ. ευρώ, και τα γερμανικά μονοπώλια επενδύουν κεφάλαια στη γειτονική χώρα και πωλούν στρατιωτικό εξοπλισμό δισ. ευρώ.

Την ίδια στιγμή, ο γαλλικός ιμπεριαλισμός προσπαθεί να διευρύνει τις βάσεις του, προωθεί τα συμφέροντα του ενεργειακού κολοσσού «Total» που έχει ανοίξει μεγάλες δουλειές στην ευρύτερη περιοχή, επιδιώκει την αναβάθμιση του στρατιωτικού ρόλου της ΕΕ και την ενδυνάμωση της αυτονομίας της έναντι του ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών με τα αμερικανικά μονοπώλια. (…)

Η τουρκική προκλητικότητα πατάει επίσης στο γεγονός πως η ευρωατλαντική συμμαχία δεν αναγνωρίζει εθνικά σύνορα στο Αιγαίο και το αντιμετωπίζει ως χώρο προώθησης των σχεδιασμών της, ως αγκυροβόλιο διατήρησης και κίνησης δυνάμεων έναντι του ρωσικού στόλου. (…)

Οι ελληνικές κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τις διαπραγματεύσεις με τις τουρκικές κυβερνήσεις για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Ασφαλώς, η σταθερή επικοινωνία μεταξύ των δύο κρατών, οι συνομιλίες για καυτά προβλήματα, η προσπάθεια αποσόβησης κρίσεων κ.ά. είναι αναγκαία πρακτική. Ομως η αποτελεσματικότητα των ΜΟΕ όχι μόνο δεν έχει επιβεβαιωθεί, αλλά σε πολλές περιπτώσεις αποδείχθηκε ότι τις σχετικές συζητήσεις ακολούθησε όξυνση της έντασης, τόσο π.χ. στα Ιμια όσο και στη συνέχεια, ενώ το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης των ΜΟΕ για την προώθηση της λογικής της συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο είναι ανοιχτό.

Για τη συνεκμετάλλευση

Στις μέρες μας πλασάρεται μεθοδικά η θέση περί εξεύρεσης συναινετικής λύσης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Η λύση αυτή αντιστοιχεί στα συμφέροντα των ενεργειακών ευρωπαϊκών και αμερικανικών μονοπωλίων και στους σχεδιασμούς για απρόσκοπτη έρευνα και εκμετάλλευση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.

Η λογική της συνεκμετάλλευσης έχει τη δική της ιστορία. Η Συμφωνία Σημίτη – Ντεμιρέλ στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη το 1997, μετά από την κρίση των Ιμίων και ως στοιχείο της αμερικανικής παρέμβασης, άνοιξε το δρόμο, με όχημα τα περί «ζωτικών συμφερόντων της Τουρκίας στο Αιγαίο». Και αυτό συνεχίστηκε στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999, όπου εξετάστηκαν η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας, και στις σχετικές αποφάσεις καταγράφηκαν τα περί «ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο», πέραν αυτής για την Υφαλοκρηπίδα. Αυτό το υλικό επανέρχεται και αξιοποιείται σήμερα, δίνοντας ώθηση στις αναζητήσεις της κυβέρνησης της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ.

Συνεκμετάλλευση όμως σημαίνει μοιρασιά χωρίς αρχές, παζάρι, του οποίου οι συνέπειες θα επιστρέψουν ως «μπούμερανγκ» κατά του λαού μας και των άλλων λαών. Τέτοιου είδους ρυθμίσεις δεν λύνουν τα προβλήματα των τουρκικών αμφισβητήσεων για τα σύνορα, ούτε μπορούν να φέρουν δίκαιη λύση για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Αντίθετα, περιπλέκουν τα προβλήματα, τα εμπλέκουν σε πιο διευρυμένο πλαίσιο ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων και ανταγωνισμών, μέσα στο οποίο οι αντιθέσεις της αστικής τάξης της Ελλάδας και της Τουρκίας θα εκδηλωθούν με μεγαλύτερη σφοδρότητα.

Το δίλημμα συνεκμετάλλευση – συμβιβασμός ή κλιμάκωση της έντασης, ακόμη και πόλεμος, είναι αβάσιμο και ψεύτικο, είναι μέσο εκβιασμού του λαού, και η αποκάλυψή του από το ΚΚΕ έχει μεγάλη σημασία. Γιατί η συνεκμετάλλευση θα γεννήσει όρους νέων εντάσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε θερμά επεισόδια ή σε γενικότερη σύγκρουση, όπως και ένα θερμό επεισόδιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για αμερικανική διαμεσολάβηση και συνεκμετάλλευση. Ο φαύλος αυτός κύκλος σημαδεύει την αστική πολιτική και δείχνει τα αδιέξοδά της. (…)

Για το θέμα των διεκδικήσεων

Το τελευταίο διάστημα παρουσιάζεται ως νέα μια παλιά ανάγνωση της κατάστασης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και προβάλλεται μια προσέγγιση που επιχειρεί να ερμηνεύσει τις εξελίξεις μέσα από τον γενικό τίτλο «Διεκδικήσεις του ελληνικού και του τουρκικού κράτους», η οποία οδηγεί αντικειμενικά στη δικαιολόγηση της τουρκικής επιθετικότητας και ενισχύει τη λογική της συνεκμετάλλευσης.

Ασφαλώς, οι Διεθνείς Συνθήκες και Συμβάσεις μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα εκφράζουν το συσχετισμό δύναμης της περιόδου που υπογράφηκαν, εμπεριέχουν αντιθέσεις ή και αμφισβητούμενα σημεία που δεν ξεπερνιούνται με την υπογραφή. Ομως, σε κάθε περίπτωση, η παραβίαση διεθνών συνθηκών που καθορίζουν τα σύνορα είναι γεγονός που οδηγεί σε επικίνδυνες εξελίξεις.

Στη βάση αυτή, η ουσιαστική εξέταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η χρησιμοποίηση της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας αναγκαστικά βασίζονται στη Συνθήκη της Λοζάνης και τη Συνθήκη των Παρισίων, που καθορίζουν τις συνοριακές γραμμές ανάμεσα στα δύο κράτη.

Το Αιγαίο και η Μεσόγειος, ιδίως η Ανατολική Μεσόγειος, που ανήκουν στην κατηγορία των κλειστών – ημίκλειστων θαλασσών, έχουν τις δικές τους ιδιαιτερότητες και δυσκολίες στην οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, αλλά υπάρχει μια σταθερά. Τα καθορισμένα από δεκαετίες σύνορα που αποτελούν τη βάση των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου, της Υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.

Πρώτο, το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λοζάνης προβλέπει την κυριαρχία της Ελλάδας «επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ιμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων (Μαυρυών), ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας…» και προσθέτει πως «εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν».

Σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λοζάνης, «η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων, τουτέστι της Αστυπαλαίας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου».

Με την Ιταλοτουρκική Συμφωνία του Γενάρη του 1932 και το συμπληρωματικό Πρωτόκολλο της 28.12.1932, οριοθετήθηκαν τα θαλάσσια σύνορα των δύο χωρών μεταξύ Μικρασιατικής Ακτής και Δωδεκανησιακού Συμπλέγματος. Ενώ στη συνέχεια, στο άρθρο 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (10.12.1947) προβλέπεται ότι «η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου (…)».

Δεύτερο, ο ελληνικός εναέριος χώρος καθορίστηκε το 1931 στα 10 ν.μ. μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και τα ελληνικά χωρικά ύδατα στη συνέχεια το 1936 καθορίστηκαν στα 6 ν.μ. σε αναντιστοιχία με τον εναέριο χώρο, και αυτό τουλάχιστον με την ανοχή του τουρκικού κράτους. Από τότε πέρασαν 90 χρόνια. Το εθιμικό δίκαιο που επικράτησε μέσα σ’ αυτές τις δεκαετίες έχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά και κάθε απόπειρα αντιστοίχισης μεταξύ χωρικών υδάτων και εναέριου χώρου θα ήταν υπόθεση προηγούμενων δεκαετιών, γιατί, μετά από το 1982 που συμφωνήθηκε η Διεθνής Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, τα χωρικά ύδατα καθορίστηκαν μέχρι τα 12 ν.μ., και αυτό καθιστά σήμερα άκαιρη τη συζήτηση ανάμεσα στη διαφορά μεταξύ των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου.

Τρίτο, η Διεθνής Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας δίνει τη δυνατότητα καθορισμού και οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ μέχρι τα 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης. Αναφέρει επίσης πως τα νησιά που έχουν οικονομική ζωή δικαιούνται θαλάσσιες ζώνες. Η μέση απόσταση, η μέση γραμμή μπορεί να δώσει διέξοδο γιατί είναι συγκεκριμένο κριτήριο, ενώ η αναζήτηση λύσης με το κριτήριο της «ευθυδικίας», της «ορθής κρίσης» και των «ειδικών περιστατικών» εμπεριέχει τον κίνδυνο υποκειμενικών ερμηνειών. Τα ζητήματα που αφορούν την ασφαλή διέλευση των πλοίων θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν διαμέσου λογικών διευθετήσεων, σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Γεγονός είναι ότι η καθυστέρηση των ελληνικών κυβερνήσεων στην ανακήρυξη και οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών έχει περιπλέξει την κατάσταση και αντανακλά την επίδραση των παρεμβάσεων του αμερικανοΝΑΤΟικού παράγοντα που ενθαρρύνει την τουρκική επιχειρηματολογία. Η Τουρκία κινείται στη λογική των «δύο μέτρων και σταθμών» και, όπως είναι γνωστό, στη Μαύρη Θάλασσα σε συμφωνία με τη Σοβιετική Ενωση και άλλες χώρες της περιοχής καθόρισε τα χωρικά ύδατα στα 12 ν.μ., και αυτό ισχύει και για τη Μεσόγειο.

Συνολικά, το ΚΚΕ μελετάει σταθερά τις εξελίξεις και αντιμετωπίζει με μεγάλη ευθύνη την άσκηση του δικαιώματος στην επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., όσο και το θέμα της ανακήρυξης και οριοθέτησης των άλλων θαλάσσιων ζωνών, με κριτήριο την αποφυγή εντάσεων και επικίνδυνων επιπλοκών.

Τέταρτο: Η αποστρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης έχει εκλείψει με τη Συνθήκη του Μοντρέ του 1936, που άλλαξε τους όρους της Συνθήκης της Λοζάνης, και αυτό έγινε αποδεκτό από την τουρκική κυβέρνηση. (…) Στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί και αφορούν την εδαφική ακεραιότητα, δεν υπάρχει αντικείμενο συζήτησης για την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών, ούτε με πολιτικούς ούτε με νομικούς όρους.

Ο ρόλος του Δικαστηρίου της Χάγης

Η λογική της συνεκμετάλλευσης επιχειρείται να προωθηθεί μέσα από την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ), επιλογή που παρά τις αντιφάσεις κατακτά έδαφος στις αναζητήσεις της κυβέρνησης της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΙΝΑΛ και του οπορτουνιστικού ρεύματος. (…)

Οι προτάσεις για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προβάλλονται σαν «πανάκεια» και αποσιωπούνται πραγματικά στοιχεία. Η Τουρκία, όπως και δεκάδες χώρες, δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Χάγης και η αναφορά στο «συνυποσχετικό» ως βάση για την εξεύρεση λύσης γεννά πολλά ερωτήματα. Τι θα περιέχει το «συνυποσχετικό», δηλαδή η συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών; Τώρα δεν είναι μόνο η οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, είναι η οριοθέτηση της ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο όπου εμπλέκονται και άλλα κράτη, είναι οι τουρκικές θέσεις για τις «Γκρίζες Ζώνες» και τη διεκδίκηση ελληνικών νησιών, και αυτά μπορεί να τα θέσει στο τραπέζι η τουρκική πλευρά (…) η οποία δεν χρησιμοποιεί τις διεκδικήσεις της ως αντιπερισπασμό, ως κίνηση τακτικής, όπως λέγεται, αλλά ως μέρος ενός σχεδίου επιβολής των διεκδικήσεών της.

Η πείρα των διαπραγματεύσεων Καραμανλή – Ντεμιρέλ τον Μάη του 1975 για την προσφυγή στη Χάγη είναι χρήσιμη. Ετοιμάστηκε «συνυποσχετικό», αλλά η ηγεσία της γειτονικής χώρας υπαναχώρησε και έθεσε από τότε το ζήτημα της συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου.

Η μονομερής προσφυγή της Ελλάδας στο Δικαστήριο της Χάγης μετά από την κρίση που προκάλεσε η έξοδος του τουρκικού ερευνητικού πλοίου «Σισμίκ Ι» στο Αιγαίο το 1976 δεν είχε αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε το αίτημα των προσωρινών μέτρων για την αναστολή των ερευνών του «Σισμίκ Ι» και η τελική απόφαση του 1978 απέρριψε το αίτημα της Ελλάδας για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας, με το αιτιολογικό της αναρμοδιότητας. Ακολούθησαν νέες διαπραγματεύσεις με χειρότερους όρους, οι οποίες οδήγησαν στο «Πρακτικό της Βέρνης», που χαρακτηρίζεται από νέες υποχωρήσεις και αμφισβήτηση περιοχών που αφορούν μέρος της ελληνικής Υφαλοκρηπίδας.

Το Δικαστήριο της Χάγης εκπληρώνει το δικό του ρόλο στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και αντικειμενικά δεν μπορεί να απαλλαγεί από γεωστρατηγικές επιδιώξεις. Αλλωστε, αυτό το δικαστήριο τον Ιούλη του 2010 γνωμοδότησε ότι η Διακήρυξη Ανεξαρτησίας του Κοσόβου «δεν παραβιάζει το διεθνές δίκαιο», αναγνωρίζοντας την ανεξαρτησία του προτεκτοράτου του Κοσόβου και νομιμοποιώντας τα αποτελέσματα του αμερικανοΝΑΤΟικού πολέμου στη Γιουγκοσλαβία.

Πηγή: Ριζοσπάστης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: