Δεν είμαι χουντικός αλλά πριν το ’67 κοιμόμασταν με τα παράθυρα ανοιχτά – Ύμνος στο μετεμφυλιακό κράτος του χωροφύλακα στην Καθημερινή

Είναι μόλις ένα βήμα μακριά από το λογικό άλμα ότι τη χούντα την έκαναν αριστεροί, κομμουνιστές και τρομοκράτες, για να δυσφημήσουν το “πατρίς, θρησκεία, οικογένεια” και να βγουν ενισχυμένοι, στην ωραιότερη θεωρία συνωμοσίας που έγινε ποτέ. 

Η 21η Απρίλη είναι η μέρα που μεταξύ άλλων, τα κοινωνικά δίκτυα θα πλημμυρίσουν με ντροπαλούς και μη νοσταλγούς των συνταγματαρχών, που αναπολούν τα “μηδενικά χρέη”, “την ανάπτυξη” και την “ασφάλεια” του γύψου της χούντας. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που δε θέλουν να “στιγματιστούν” με τη ρετσινιά του χουντικού, παρότι έχουν ακριβώς τις ίδιες απόψεις στο υπόλοιπο 99% των θεμάτων με τους θαυμαστές του Παττακού και του Μακαρέζου. Όπως ο αρθρογράφος της Καθημερινής Ανδρέας Δρυμιώτης, ο οποίος επαναφέρει, με τη σύμφωνη γνώμη της εφημερίδας προφανώς, ένα προ διετίας κείμενο με τίτλο “Ακόμα πληρώνουμε την 21η Απριλίου”, ελαφρώς επικαιροποιημένο με τις απαραίτητες προσθήκες για τον κορονοϊό. Σε αυτό παρελαύνουν όλες οι ιερεμιάδες ενός μέσου ακροδεξιού καφενόβιου για “ιδεολογική ηγεμονίας της αριστεράς” (που απλά περιγράφεται με άλλα λόγια) και ουσιαστικά επανέρχεται από το παράθυρο η σκουριασμένη θεωρία των δύο άκρων, από τη μια οι “άφρονες αξιωματικοί” που θα έλεγε κι ο Καραμανλής ο πρεσβύτερος, κι από την άλλοι η αποσάθρωση που επέφερε η “απενεχοποίηση της Αριστεράς”.

Τετράγωνη σκέψη και ορθολογικοί συλλογισμοί. Η χούντα μας έφερε κομμουνισμό, σοσιαλμανία επί Καραμανλή, τρομοκρατία, απαξίωση του στρατού και της αστυνομίας, που είναι οι στυλοβάτες του έθνους. Αν είχε καταφέρει να πατάξει τον κομμουνισμό, να το συζητούσαμε, η διαφωνία μαζί της δεν είναι ιδεολογική, αλλά εμπειρική, από τη σκοπιά του αποτελέσματος. Αξίζει να επισημάνουμε την οξυδερκή διαπίστωση του αρθρογράφου ότι σήμερα είμαστε η “μοναδική χώρα της ΕΕ που αντιμετωπίζει πρόβλημα εσωτερικής τρομοκρατίας”. Προφανώς δεν έχει ακουστά τίποτε για τρομοκρατικές ρατσιστικές επιθέσεις σε μια σειρά χώρες, η για εξάρθρωση νεοναζιστικών οργανώσεων με συνδέσεις σε στρατό και αστυνομία, ιδίως στη Γερμανία. Ίσως βέβαια την τρομοκρατία να μην μπορεί να τη διακρίνει από το δεξί του μάτι, δεν είναι ο μόνος ιστορικά άλλωστε που πάσχει από επιλεκτική ιδεολογική τύφλωση.

Είναι μόλις ένα βήμα μακριά από το λογικό άλμα ότι τη χούντα την έκαναν αριστεροί, κομμουνιστές και τρομοκράτες, για να δυσφημήσουν το “πατρίς, θρησκεία, οικογένεια” και να βγουν ενισχυμένοι, στην ωραιότερη θεωρία συνωμοσίας που έγινε ποτέ.

Με το ίδιο αήττητο σκεπτικό, αφού ο καπιταλισμός, η φτώχεια, οι ακραίες ανισότητες και η κοινωνική αδικία είναι που δίνει δύναμη και επιχειρήματα σε όσους προσπαθούν να αλλάξουν τον κόσμο, μπορεί και ο αρθρογράφος να παλέψει ενάντια σε αυτό το σύστημα που εκ του αποτελέσματος ενισχύει τους κομμουνιστές και άλλα ανατρεπτικά στοιχεία, για να επικρατήσει (η εργατική) τάξη και ασφάλεια (για όλο τον εργαζόμενο λαό).

Μεγάλο πρόβλημα έχει ο αρθρογράφος και με το σύνθημα”ψωμί-παιδεία-ελευθερία”, αντιπροτείνοντας μια επικαιροποιημένη μορφή του “πατρίς-θρησκεία-οικογένεια” και νοσταλγώντας – ντροπαλά – την εποχή που κούρευαν και διαπόμπευαν τους τεντι-μπόηδες. Ενώ τώρα τους αφήνουν στα Πανεπιστήμια να κάνουν ό,τι θέλουν, χωρίς να παρεμβαίνει στρατός και αστυνομία, για αυτό και απαξιώθηκαν τα πτυχία τους -μην αρχίσετε πάλι θεωρίες συνωμοσίας για ανεργία, καπιταλισμό και άλλα τέτοια.

Σε ορισμένα σημεία, το επικολυρικό ύφος σχεδόν μας γεμίζει συγκίνηση: “Οσοι από εμάς θυμούνται την Αθήνα πριν από το 1967, νοσταλγούμε την εποχή που γυρίζαμε ανέμελοι τα ξημερώματα, χωρίς να φοβόμαστε απολύτως τίποτα. Ξένοι επισκέπτες στη χώρα μας, θαύμαζαν την ηρεμία που απολάμβαναν στην Ελλάδα. Οι δρόμοι ήταν φωτισμένοι από τις βιτρίνες των καταστημάτων που σήμερα παραμένουν ερμητικά κλειστές για τον φόβο των βανδαλισμών.” Kι οι δρόμοι μύριζαν γιασεμί θα προσθέταμε εμείς. Εννοείται πως οι ομοϊδεάτες του Δρυμιώτη μπορούσαν να γυρνάν ανέμελοι το χάραμα, βέβαιοι ότι ο μόνος που ίσως συναντούσαν θα ήταν ο γαλατάς. Δυστυχώς όμως “η Αστυνομία, σαν όργανο της χούντας έγινε μισητή”, από εκεί που ο κόσμος έβλεπε χωροφύλακες μετά τον εμφύλιο και χειροκροτούσε, όπως θα έλεγαν κι οι Χρυσοχοΐδηδες της εποχής.

Πολύ βαρέως φέρει επίσης το γεγονός πως εξαιτίας σε αυτά τα ιδεολογικά κατάλοιπα ο στρατός μας δεν έχει κατέβει στους δρόμους ενάντια στον κορονοϊό, γιατί φυσικά τα τανκς έχουν διαπιστωμένες αντιϊκές ιδιότητες.

Προς θεού όμως, δε θέλει στρατοκρατικά καθεστώτα ο άνθρωπος. Μια σύγχρονη Θάτσερ οραματίζεται, που να τολμά να τα βάλει με “πανίσχυρα συνδικάτα” (βάστα Μάργκαρετ).

Εντέλει το μήνυμα που προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς, είναι ότι οι χουντικοί τα θαλασσώσανε από υπερβάλλοντα ζήλο στη σωστή κατεύθυνση. Κι αν δε βλέπεται το βαθιά φιλελεύθερο σκεπτικό πίσω από αυτή την ιδέα προφανώς είστε αμετανόητοι οπαδοί τις τρομοκρατίας και του λαϊκισμού.

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: