Τζάνι Ροντάρι – “Το δάκρυ ενός πεινασμένου παιδιού ζυγίζει περισσότερο από όλο τον κόσμο”

Η καθολική εκκλησία τον αφόρισε ως “διαβολικό πρώην χριστιανό” επειδή ήταν κομμουνιστής, εκατομμύρια παιδικές και όχι μόνο καρδιές συνεχίζουν να συγκινούνται από τα μηνύματά του ενάντια στη φτώχεια, την κοινωνική αδικία και τον πόλεμο.

“H πραγματικότητα μπορεί να μπει από την κυρίως είσοδο ή να γλιστρήσει από το παράθυρο, που έχει πολύ περισσότερη πλάκα”. Ένα τέτοιο παράθυρο ήταν η πένα του Τζάνι Ροντάρι, του κομμουνιστή συγγραφέα που απέδειξε για άλλη μια φορά πως η παιδική λογοτεχνία, όχι απλά δεν είναι “απλοϊκή” ή “κατώτερη” της ενήλικης, αλλά στην πραγματικότητα απαιτητικότερη, αφού ζητά από το δημιουργό της να μιλήσει για τα δυσκολότερα πράγματα με τον πιο απλό τρόπο.

Μέσα από έναν “σουρρεαλιστικό” τρόπο γραφής, όχι με την έννοια του λογοτεχνικού ρεύματος, αλλά της υπέρβασης της πραγματικότητας, ο Ροντάρι ταξίδεψε και συνεχίζει ακόμα να ταξιδεύει εκατομμύρια ψυχές όσων είναι και αισθάνονται παιδιά. 40 χρόνια μετά τον πρόωρο χαμό του, εξακολουθεί να μας διδάσκει τη “Γραμματική της Φαντασίας”, να μας αφηγείται “Παραμύθια από το τηλέφωνο”και να ενσταλάζει την αποστροφή στην αδικία μέσα από τους αγώνες του “Κρεμμυδάκη” και της παρέας του κατά του “πρίγκηπα Λεμόνη”. Τα γλωσσικά παιχνίδια του δεν ήταν απλά για να περνάει η ώρα, αλλά μηχανισμοί δημιουργικότητας με στόχο τη ριζική και συλλογική κοινωνική αλλαγή. Στα έργο του αναμειγνύονται η χαρά με την πίστη στον άνθρωπο και τη δυνατότητά του να χτίσει έναν νέο κόσμο στο πλευρό των άλλων ανθρώπων.

Ο Τζάνι Ροντάρι γεννήθηκε στις 23 Οκτώβρη 1920 στην Ομένια του Πιεμόντε στη βόρεια Ιταλία, από πατέρα φούρναρη και μητέρα πωλήτρια. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1929, ο ίδιος και ο αδερφός του Τσέζαρε μετακόμισαν στο χωριό της μητέρας του στη Λομβαρδία. Στα 11 του χρόνια, η μητέρα του τον έγραψε σε καθολικό θεολογικό σεμινάριο για να γίνει παπάς, μόλις τρία χρόνια αργότερα, βλέποντας πως ο Τζάνι ασφυκτιούσε στο ιερατικό περιβάλλον, τον άφησε να γραφτεί σε λύκειο με επίκεντρο τις ανθρωπιστικές σπουδές. Εκείνα τα χρόνια ο Ροντάρι μάθαινε βιολί, παίζοντας μάλιστα με άλλους δυο φίλους του ερασιτεχνικά σε ταβέρνες και υπαίθριους χώρους, ενάντια στην επιθυμία της μητέρας του.

Στα 17 του χρόνια πήρε δίπλωμα δασκάλου κι εργάστηκε αρχικά ως οικοδιδάσκαλος μιας οικογένειας Εβραίων που είχαν φύγει από τη ναζιστική Γερμανία, καθώς στην Ιταλία, το φασιστικό καθεστώς δεν είχε ανοιχτά αντισημιτικό χαρακτήρα ως το 1938, όταν και υιοθέτησε νομοθεσία στα πρότυπα των ναζί συμμάχων του. Το 1939 ο Ροντάρι γράφτηκε στο τμήμα γλωσσών του καθολικού πανεπιστημίου του Μιλάνου, χωρίς να πάρει πτυχίο και συνέχισε να διδάσκει σε διάφορες πόλεις.

Λόγω της εύθραυστης υγείας του απαλλάχτηκε από την υποχρέωση να πολεμήσει στο στρατό και διορίστηκε σε δημόσιο σχολείο στο Ουμπόλντο της Λομβαρδίας. Κλήθηκε να υπηρετήσει σε νοσοκομείο από το φασιστικό καθεστώς της “Δημοκρατίας του Σαλό”, που δημιούργησε ο Μουσολίνι μετά την ιταλική συνθηκολόγηση το 1943. Ξεκίνησε τις επαφές του με τις δυνάμεις των παρτιζάνων στην περιοχή και έγινε μέλος του ΚΚ Ιταλίας την Πρωτομαγιά του 1944.

Μετά την απελευθέρωση της Ιταλίας από τους ναζί τον Απρίλη του 1945 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος, αναλαμβάνοντας και διευθυντικές θέσεις σε τοπικά έντυπα του ΚΚΙ και το 1947, ανέλαβε την παιδική στήλη “Η Κυριακή των μικρών” στην “Ουνιτά” το κεντρικό όργανο του κόμματος.

Το 1951, μετά δημοσίευση του πρώτου παιδαγωγικού του βιβλίου, με τίτλο “Το εγχειρίδιο των πιονέρων”, ο Ροντάρι αφορίστηκε από την Καθολική Εκκλησία, με το χαρακτηρισμό του “πρώην σπουδαστή σεμιναρίου χριστιανού που έγινε διαβολικός”, ενώ σε κάποιες εκκλησίες κάηκαν δημόσια τα βιβλία του στο προαύλιο. Η φήμη του τον οδήγησε σε συνεργασίες με τη RAI και το ΒΒC, με τη δημοσιογραφική του καριέρα σε συνδυασμό με τα προβλήματα υγείας του να μην του αφήνουν κατά διαστήματα χρόνο για τη συγγραφή των βιβλίων του, τα οποία γίνονταν ολοένα και πιο αγαπητά, όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά και σε όλο τον κόσμο, καθώς μεταφράζονταν σε πολλές γλώσσες. Το αποκορύφωμα της διεθνούς αναγνώρισης ήρθε το 1970 με την απονομή του βραβείου Άντερσεν, του “νόμπελ” της παιδικής λογοτεχνίας.

Ιδιαίτερα αγαπητά ήταν τα βιβλία του στη Σοβιετική Ένωση και όλο το σοσιαλιστικό κόσμο, όπου διδάσκονταν στα σχολεία, αλλά και αποτελούσαν βάση για κινούμενα σχέδια. Ο ίδιος ταξίδεψε πολλές φορές στην ΕΣΣΔ από το 1952 έως και λίγο πριν το θάνατό του, ενώ τη δεκαετία του ’70 επισκέφθηκε τη Βουλγαρία και την Κίνα. Εργάστηκε επίσης για τη δημιουργία ενός “αντιφασιστικού, κοσμικού και δημοκρατικού σχολείου” μέσα από τη δραστηριοποίησή του σε οργανώσεις γονέων. Επισκεπτόταν πολύ συχνά σχολεία σε όλη την Ιταλία, για να μιλήσει με τα παιδιά, τους γονείς και τους δασκάλους.

Παρότι η υγεία του ήταν πάντα ευαίσθητη, ο θάνατός του από καρδιακή ανεπάρκεια μετά από επέμβαση στο πόδι στις 14 Απρίλη 1980 χτύπησε σαν κεραυνός την Ιταλία και εκατομμύρια θαυμαστές και αναγνώστες κάθε ηλικίας σε όλο τον κόσμο. Σήμερα υπάρχουν εκατοντάδες σχολεία, βιβλιοθήκες και πάρκα αφιερωμένα σε εκείνον και το έργο του, με σημαντικότερο το “Πάρκο Ροντάρι” στη γενέτειρά του.

Mε αφορμή τα 40 χρόνια από το θάνατο του συγγραφέα, ο Μάρκο Ρίτσο από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας έκανε μια ανάρτηση υπενθυμίζοντας μια από τις πιο διάσημες ρήσεις του Ροντάρι:

“Είναι δύσκολο να κάνουμε τα δύσκολα πράγματα: να μιλήσουμε στον κουφό, να δείξουμε το τριαντάφυλλο στον τυφλό. Παιδιά, μάθετε να κάνετε τα δύσκολα πράγματα, να δίνεται ένα χέρι στον τυφλό, να τραγουδάτε για τον κουφό, να ελευθερώσετε τους σκλάβους που νομίζουν πως είναι ελεύθεροι”.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: