Το τέλος του Άρη

Το Κόμμα σ’ έχει φυλαγμένο
κι η φάλαγγα καθώς βαδίζει
του Δημοκρατικού Στρατού σφυρίζει
ένα σκοπό για Σένα λυπημένο

Ένας αναγνώστης μας έστειλε το παρακάτω σπονδυλωτό ποίημα, επιθυμώντας να διατηρήσει την ανωνυμία του. Τον ευχαριστούμε θερμά και το δημοσιεύουμε με χαρά και με την προτροπή να το διαβάστε ως το τέλος. Καλή ανάγνωση.

<<Το τέλος του Άρη >>

Πρόσωπα: Λαός, Παναγιά, Αητόπουλο, Αφηγητής 1ος, Αφηγητής 2ος, Αφηγητής 3ος

ΛΑΟΣ:

Καμάρωνέ μας Παναγιά

κι εσείς βουνά και κάμποι

τον Άρη έχουμ’ αρχηγό

κι ολούθε ο ήλιος λάμπει

Κείνος χτυπά τους άπιστους

τους γιους μας αρματώνει

γύρω περνάει απ’ τα χωριά

τις κόρες στεφανώνει

Βροντάν οι μαυροσκούφηδες

ξαπλώνουν τους προδότες

κι ασπρίζουνε τις εκκλησιές

και σπέρνουν τα χωράφια

(…)

ΠΑΝΑΓΙΑ:

Καμάρωνε κι εσύ λαέ

και φύλαγε τον Άρη

ως να σημάνει λευτεριά

χάρος μη τονε πάρει

Να σέρνει πρώτος το χορό

και να κρατάει τους δρόμους

και να δικάζει την κλεψιά

γιοφύρια να γκρεμίζει

ΛΑΟΣ

Καμάρωνε το λάβαρο

που λεύτερ’ ανεμίζει

καμάρωνε και το φτωχό

την τύχη του π’ορίζει

και ευχήσου τ’ ανταρτόπουλα

στις μάνες που γυρίζουν

στα βάγια να λαφροπατούν

να παντρευτούν με γλέντια

ποιος για το νόμο θα φυλάει

και ποιος θα τον ορίζει

κανείς να μην κακοπερνάει

κανείς και να μην κλέβει

ΠΑΝΑΓΙΑ:

Τα καμαρώνω κι εύχομαι

λαέ τραγουδισμένε

αλλά δε βλέπω καθαρά

τα σύγνεφα ‘μποδίζουν

Σαν να τα βλέπω τα παιδιά

στις μάνες που γυρίζουν

κι άλλοι στην πλάτη λάβαρα

μαυριά τους ανεμίζουν

Σαν τ’ ακούω τα φωναχτά

τα γλέντια που σκορπίζουν

κι αντίς για βάγια αγκάθινα

στεφάνια βλέπω πλέκουν

ΛΑΟΣ:

Ευχήσου ευχήσου Παναγιά

κι όρκο βαρύ έχουν πάρει

και που τον ετιμήσανε

τον έχουνε καμάρι

Ευχήσου ευχήσου Παναγιά

κι έχουνε σκοτωμένους

σε κάθε βράχο και πλαγιά

λεβέντες αφημένους

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:

Δάκρυσ’ η μαύρη λύγισε

και καταπλακωμένη

από το μοιρολόγι της

καθώς βαριανασαίνει:

ΠΑΝΑΓΙΑ:

Βλέπω σπαρμένους στις πλαγιές

στους κάμπους φυτρωμένους

σαν τα περβόλια τους σταυρούς

λουλούδια στολισμένους

ΛΑΟΣ:

-Γιατί δακρύζεις Παναγιά

που ‘σαι ψηλά και βλέπεις

τώρα που φτάνει η λευτεριά

και η λαοκρατία;

Σε πιάνει το παράπονο

που μπήκανε στο χώμα

σωρός λεβεντ’αμούστακοι

για να λευτερωθούμε;

ΠΑΝΑΓΙΑ:

Βλέπω αχ καινούργια βάσανα

μαντάτα πικραμένα

θρηνώ για τα ζωνάρια σας

που τά ‘χετε αδειασμένα

Βλέπω καράβι νά ‘ρχεται

χρυσάφι φορτωμένο

μαχαίρι του προστάτη σας

κι είναι μασκαρεμένο

Βλέπω τους λύκους βιαστικά

ν’ αλλάζουν την προβιά τους

όπλ’απ’το προσκεφάλι σας

τα πήραν για δικά τους

ΛΑΟΣ

Έννοια σου γεια σου Παναγιά

κι επέρασαν τα πάθη

κι αδειάσαν τα ζωνάρια μας

ως να μην είν’ αγκάθι

τώρα που μείναμ’ Έλληνες

και λούφαξαν οι ξένοι

θερίζουμ’ σπέρνουμε μαζί

κι είμαστ’ αδελφωμένοι

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:

Δάκρυσε μαυροδάκρυσε

συννέφιασ’ εβουβάθει

και μάτωσαν τα χείλη της

και στη σιωπή εχάθη

ΛΑΟΣ

Έννοια σου γεια σου Παναγιά

και την ευχή σου κάνε

νά ‘ναι γλυκιά ναν’ αλαφρή

κι όλα καλά να πάνε

κι ευχήσου δυο και τρεις φορές

ο Άρης να βαστάει

να’ ναι γερό το Κόμμα του

και να μας οδηγάει

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Τράνταξ’ ωςκαι δεν άντεξε

και σκίστηκ’ η καρδιά της

κι ακούσανε το σκίσιμο

κι αρχίσαν και σωπαίνουν

Κι ως έγινε πλατιά σιωπή

κι ο στοχασμός γυρνούσε

‘να αητόπουλο της φώναξε

καθώς το λαχταρούσε

ΑΗΤΟΠΟΥΛΟ

Πες την αλήθεια μάνα μας

πες τη! Και ξύπνησε μας

μας τύφλωσεν ως η σουπιά

του κοντυλιού η μελάνη;

ΠΑΝΑΓΙΑ:

Ένας τραβάει για την πηγή

κι άλλος για μεσημέρι

κοιμάται κάτω από συκιά

κι άφησε το λημέρι

Άλλος λαβώθηκε προχτές

κι ακόμα ξαποσταίνει

κι άλλος σκυφτός ξερακιανός

τρεις μέρες ξεμακραίνει

Άλλον ψηλά σε μια κορφή

τον έχουνε θαμμένο

κι άλλον να κλαίει στο σπίτι του

κι άλλονε πεινασμένο

ΛΑΟΣ:

Ωχ Παναγιά μας μάνα μας

μητέρα κι αδερφή μας

τώρα βαρούνε σήμαντρα

και της χαράς καμπάνες

κι εσύ με το παράπονο

σαστίζεις τα παιδιά σου

που ψείριαζαν στα ξέφωτα

και πλάγιαζαν στα κρύα;

ΑΗΤΟΠΟΥΛΟ

Άσ’τη, κι εσύ συνέχισε,

μανούλα μας και πες μας

που τώρα ο Άρης κάθεται

σα σκόρπισε τ’ασκέρι;

ΠΑΝΑΓΙΑ:

Άλλον τη νύχτα πιάσανε

κι αφού τονέ ρημάξαν

στο δρόμο τον κρεμάσανε

κι όλο το βιος του αρπάξαν

Άλλος βουβός κι η σκέψη του

θυμάται το τουφέκι

τα φισεκλίκια τ’άλογο

πο’ χει παραδομένα

ΑΗΤΟΠΟΥΛΟ:

Μαύρη κατάρα ριζικό

κι ως πότε δεν θα φέξει

πόσο σκοτάδι σκοτεινό

η ζήση μας ν’ αντέξει;

ΠΑΝΑΓΙΑ

Άλλος τηράει τ’αδέρφια του

που τά χουνε ξεχώσει

οι ΜπουρανταδοΣούρληδες

γερμαν’αγγλοθρεμμένοι

Κι άλλος τηράει τη σφαίρα του

τη γλυκοφυλαγμένη

που δεν τους την παρέδωσε

να του τηνε σβουρίξουν

ΛΑΟΣ:

Κι αν είναι μάνα όπως τα λες

τί ‘ναι τώρα να γένει;

Μεις που γυρνούσαμ’ νικητές

φτάσαμε νικημένοι;

ΠΑΝΑΓΙΑ

Τρεχάτε και σας πιάσανε

και ματαρματωθείτε

και σπάζουν τα παράθυρα

τις νύχτες απ’ τα σπίτια

χτυπάνε κι ατιμάζουνε

και κλέβουν και κρεμάνε

πατριώτες φυλακίζουνε

κι αντάρτες κυνηγάνε

ΑΗΤΟΠΟΥΛΟ

Όπως τα ζα μας μάντρωσαν

κι αν είν’ όπως τα βλέπεις

ωχ και μας ζαχαρώσανε

προτού μας πετσοκόψουν

ΛΑΟΣ

Σύρε του Άρη να τα πεις

να ματαρματωθούμε

και να τον ανταμώσουμε

και στο κλαρί να βγούμε

ως να τους κανονίσουμε

και να λογαριαστούμε

δεν μας λυγίσαν οι άξονες

θα φοβηθούμε τούτους;

ΠΑΝΑΓΙΑ

Τους μαύρους βλέπω ψιθυρούν

Τον έχουν κυκλωμένο

τις σπάθες ακονίζουνε

και τονε βλαστημούνε

Χίλιοι αυτοί κι Ένας αυτός

και τρέμουν και φοβούνται

σκοπό σφυρίζει γελαστός

χίλιοι τον καταριούνται

Με μαύρα μάτια τους κοιτά

τους ανεμίζει βόλια

στείλετε να Τον πάρουνε

απ’των σκυλιών τα δόντια

Πούθε ξανάγινε μωρέ

μια ώρα πριν τη νίκη

στρατός Τον Καπετάνιο του

ν’ απαρατάει μονάχο;

ΑΗΤΟΠΟΥΛΟ:

Πούθεν απαρνηθήκανε

σ’ όλη τη Γης οι ανθρώποι

τον ήλιο και τον ουρανό

πού’ ναι ψηλά και στέκουν;

(…)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Μόνος στητός τους πάλευε

τα βόλια του στερεύαν

και πάλι δεν κοντεύανε

γιατ’ είχε το μαχαίρι

μα ένας πλάι απ’ τα στενά

στην πλάτη τον λαβώνει

κι Αυτός φωνάζει του ΕΛΑΣ

κι αντιλαλάει ο Φάγγος:

Σείστηκε η πλάση κι η θανή

κι αρπάζει την κραυγή Του

και τη σκορπάει ο άνεμος

καταμεσής κι ολούθε

Κι ήχησε τότες προσταγή

που τη βοή σκορπούσε

ετίναξ’ όλες τις σκιές

και τις καρδιές τρυπούσε

Και νοιώσαν τ’ ανταρτόπουλα

τον αρχηγό να κράζει

τ’ αντάρτικό του να καλεί

κι αντάρτες να προστάζει

σαν αστραπή τους έκαψε

σαν αρχαγγέλου λάμψη

και ζωντανοί σαστίσανε

ως να τους είχαν θάψει

ΛΑΟΣ:

-Βάσταγε μαύρη Παναγιά

κι εσείς βουνά και κάμποι

βάστα κι εσύ πικραρχηγέ

κι έρχεται κι ο στρατός σου

Βάστα και φτάνουνε αητοί

αντάρτικο λεβέντες

πού χουνε μακριά σπαθιά

λεπίδια ασημωμένα

Βάστα κινούν κι οι σύντροφοι

και διαλαλούν συγχώρια

μπαρούτια σέλες φέρνουνε

που τά’χαν φυλαγμένα

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 3ος:

Τάχα πώς δεν το νοιώθουνε

πως είσαι κυπαρίσι;

Τό’ χουνε πάλι στο κλαρί

να βγουν αποφασίσει

Βάστα λιγάκι βάσταγε

κι έρχονται καπετάνιε

κυκλώνει η φάλαγγα κορφές

γαϊδάροι ξεφυσάνε

κι όσοι σ’απαρνηθήκανε

πάλι θ’ ακολουθήσουν

τα ‘κονοστάσια των σπιτιών

για Σε θε να λαμπίσουν

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:

Βαρούν οι μαύροι και γελούν

κι είναι γονατισμένος

Ξαναπροστάζει του ΕΛΑΣ

βροντοσεισιέτ’ ο Φάγγος

ΑΗΤΟΠΟΥΛΟ:

Ωχ και πως απαρνήθηκε

το ρέμα την πηγή του

ωχ και πως άφησε το φως

να σκοτεινιάσ’ ο ήλιος;

ΛΑΟΣ:

Ωχ και πώς σε χωρίσανε

πατέρα απ’ τα παιδιά σου

συ που τα πήρες στο κλαρί

να λαβωθούν σιμά σου;

*** (Μικρή Παύση) ***

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2ος:

Κι απόμεινε μονάχος του

πικρός και κυκλωμένος

είπαν πως λάβωσε πολλούς

κι ας ήταν λαβωμένος

Είπαν πως ένας άγγελος

κατέβει και τον πήρε

γράψαν ότ’ είναι ζωντανός

και καρτεράει την ώρα

Ακόμα σκύβουν στα χωριά

τις νύχτες στο χορτάρι

κι ακούνε που καλπάζουνε

τ’ αντάρτικα του Άρη

Παιδιά κινάν’ αποβραδίς

σταυρώνουνε δισάκια

τ’ αφήνουν στα περάσματα

να μην πεινάσ’ Εκείνος

Κι ωσάν η βάβω η λευτεριά

πλέκει το νυφικό της

ράβει σιγά και κάποτε

λιγάκι το ξηλώνει

γιατί καθώς το λέει σιγά,

σαν τη ρωτάν: <<ζυγώνει,

ζυγώνει ο Άρης κι έρχεται

κι αύριο με στεφανώνει>>

Και βουβοκλαίν’ οι ζωντανοί

κι αν κάνουν πως ξεχνάνε

κινάν οι μαυροσκούφηδες

και σήμαντρα βαράνε

Κλαίνε βουβά κι οι σύντροφοι

σβουρίζουν οι θαμμένοι

ποιος να τ’ αντέξει τί σημαίνει

ποιος να να το πει -και τί να πει-

που τώρα δεν αλλάζει

Άρης μονάχος να σφυρά

την ακριβή σαν βγάζει

σφαίρα σιγά και την κρατά

Κι ως τη σκουπίζει, χαιρετά:

όρκους π’αντήχησαν χιλιάδες

πέρα τους κάμπους τα βουνά

όσους να θέλαν δέκα Ελλάδες

(..Μεγαλύτερη Παύση, εμφάνιση της φωτογραφίας…)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 3ος

Σ’ έχει το Κόμμα φυλαγμένο

γιατί λοιπόν Άρη αρχηγέ

νά ‘χεις στο βλέμμα φυτεμένο

τέτοιο βαθύ παράπονο θλιμμένο.

Όχι, δε σου χρειάζεται μιλιά

-όποιος το νοιώθει τον τρυπά-

σ’ όποιον το νοιώθει πάλλεται

ακέραιος κι αναλλοίωτος

ο σπαραγμός του Ιούνη:

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ

Τρέμουν ως πέρα οι ουρανοί

Κόσμος τον Κόσμο χάνει

Άρης τ’ αντάρτικα καλεί

κι αντάρτης δεν εφάνει

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 3ος

Το Κόμμα σ’ έχει φυλαγμένο

κι η φάλαγγα καθώς βαδίζει

του Δημοκρατικού Στρατού σφυρίζει

ένα σκοπό για Σένα λυπημένο

Το Κόμμα σ’έχει φυλαγμένο

κι από το σπλάχνο του βγαλμένο

δίπλα σε τόσους Ήρωες

παιδιά της ίδιας μάνας

ΤΕΛΟΣ

(Ρυθμός κλέφτικος παραδοσιακός της Ρούμελης – όλοι μαζί τραγουδούν και χορεύουν)

Του Λέων η μάνα χαίρεται

φουσκώνει του Τζαβέλα

Γιατ’ έχουν γιους οπλαρχηγούς

και γιους καπετανέους

Λέων κρατάει τ’ Ρούμελη

Τζαβέλας τ’ Θεσσαλία

κι Άρης κρατάει τον ουρανό

μην πέσουν οι αγγέλοι

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: