Βλ. Μαγιακόφσκι – Η φωνή του, αντί να σβήνει με το χρόνο, δυναμώνει

«Κόντρα» του στάθηκαν εκείνοι που τον μίσησαν, γιατί μισούσαν την ίδια την Επανάσταση, που ο Μαγιακόφσκι της έδινε ρυθμό και παλμό. Όλοι εκείνοι έφυγαν, ξεχάστηκαν, σα να μην έζησαν ποτέ. Μα ο ποιητής έμεινε να δίνει όλη τη δύναμη του στίχου του στην εργατική τάξη που επιτίθεται…

Βλ. Μαγιακόφσκι - Η φωνή του, αντί να σβήνει με το χρόνο, δυναμώνει

Πάνω από μισός αιώνας έχει κυλήσει από το θάνατο του ποιητή. Μα η φωνή του, αντί να σβήνει με το χρόνο, δυναμώνει. Γίνεται πιο ζεστή. Ηχεί πιο οικεία. Κι όλο κερδίζει η εκπληκτική πρόβλεψή του για το μέλλον.

Το όνομα του Μαγιακόφσκι ένα από τα πιο ψηλά ορόσημα στην ποίηση του κόσμου. Τα βιβλία του μεταφρασμένα διαβάζονται όπου γης. Η ζωή, η προσωπικότητά του, το έργο του — αντικείμενα έρευνας για πολλούς ειδικούς. Κι η τέχνη του, αυτός ο καινούργιος λόγος στην ποίηση που είπε ο Μαγιακόφσκι, ασκεί πάντα μια βαθιά επίδραση με τον επαναστατικό της δυναμισμό στο περιεχόμενο και τον επαναστατικό νεωτερισμό στη μορφή.

Αυτός έμεινε ο Μαγιακόφσκι στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο ποιητής που κατέβασε την ποίηση από τους σιντεφένιους πύργους και την έκανε εμβατήριο εφόδου της επανάστασης, κουβέντα με τα άμετρα πλήθη του λαού, με την ιστορία τους, την εποχή τους και την προοπτική τους. Ο ποιητής που έκανε την επικαιρότητα ποίηση και την ποίηση επικαιρότητα. Τέλος, ο ποιητής που αγαπήθηκε τόσο, μα και μισήθηκε με την ίδια σφοδρότητα.

Το όνομα του Μαγιακόφσκι έχει τη μεγαλύτερη συχνότητα αναφοράς στα φιλολογικά χρονικά του καιρού του. Κανένας άλλος συγκαιρινός του ποιητής δε συγκέντρωσε απάνω του τόσους προβολείς της κριτικής. Και είναι χαρακτηριστικό πως μέσα σε κείνη την ωκεάνια φιλολογία για το άτομό του και για το έργο του δε θα βρεις ούτε μια κρίση ουδέτερη, αδιάφορη. Μόνο «υπέρ» ή «κατά».

«Υπέρ» στάθηκαν εκείνοι οι κριτικοί που ήξεραν ν’ ακούν και να ερμηνεύουν σωστά τον ενθουσιασμό της λαϊκής μάζας όπου κι αν τη συναντούσε ο ποιητής: μέσα στα εργοστάσια και στις αγροτικές κολεκτίβες, μέσα στις αίθουσες των συγκεντρώσεων ή στους δρόμους και τις πλατείες των λαϊκών παρελάσεων. Εκείνη η ανεξάντλητη λαϊκή μάζα στάθηκε στην πραγματικότητα και ο πιο θερμός δέκτης και ο πιο θερμός εκτιμητής της αξίας της τέχνης του Μαγιακόφσκι. Κι εκείνη τον αγάπησε και τον αποθέωσε, γιατί μέσα από την ποίηση του Μαγιακόφσκι μπόρεσε να δει καθαρά, ζωντανά, όχι μόνο το γκρέμισμα του παλιού κόσμου, μα και την ανάδυση του νέου, μέσα από την κοσμογονική φωτιά της πιο μεγάλης Επανάστασης όλων των εποχών.

«Κόντρα» του στάθηκαν εκείνοι που τον μίσησαν, γιατί μισούσαν την ίδια την Επανάσταση, που ο Μαγιακόφσκι της έδινε ρυθμό και παλμό. Όλοι εκείνοι έφυγαν, ξεχάστηκαν, σα να μην έζησαν ποτέ. Μα ο ποιητής έμεινε να δίνει όλη τη δύναμη του στίχου του στην εργατική τάξη που επιτίθεται…

Ο Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόφσκι γεννήθηκε στο χωριό Μπαγκντάτι της Γεωργίας το 1893. Το χωριό από το θάνατό του έχει πάρει τ’ όνομα του ποιητή: Μαγιακόφσκι. Ο πατέρας του ήταν δασικός υπάλληλος. Κι η οικογένειά του ζούσε την κλειστή ζωή της επαρχίας. Εκεί στο χωριό πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί τέλειωσε και το πρώτο σχολειό του, το δημοτικό.

Από το 1902 ζει στην πρωτεύουσα της επαρχίας του, στο Κουτάισι, σα μαθητής Γυμνασίου. Εκεί σε λίγο πήρε την πρώτη επαφή με τις επαναστατικές ιδέες του ρωσικού προλεταριάτου. Εκεί έζησε και τα πρώτα συνταρακτικά γεγονότα της ζωής του: τον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1904 και την επανάσταση του 1905, που το Κουτάισι στάθηκε ένα από τα κέντρα της. Στις επαναστατικές κινητοποιήσεις παίρνουν ενεργό μέρος κι οι μαθητές. Μαζί κι ο Μαγιακόφσκι.

Στις αρχές του 1906 πεθαίνει ο πατέρας του ποιητή. Βαρύ το πλήγμα για το σπίτι τους. «Πέθανε ο πατέρας», — θα γράψει ύστερα από χρόνια στην Αυτοβιογραφία του ο Μαγιακόφσκι. «Τρύπησε το δάχτυλό του. ( Έραβε κάτι χαρτιά.) Μόλυνση του αίματος… Τέρμα η ευτυχία. Μετά την κηδεία του πατέρα, μας έμειναν στην τσέπη 3 ρούβλια…»

Μετά το θάνατο του πατέρα, η οικογένειά τους, — η μάνα, οι δυο αδερφές, μεγαλύτερες απ’ τον ποιητή κι ο ίδιος, — μετακόμισαν στη Μόσχα. Ο Μαγιακόφσκι γράφτηκε στην τέταρτη τάξη του 5ου Γυμνασίου αρρένων της Μόσχας.

Στα τέλη του 1907 έγινε μέλος του Κόμματος των μπολσεβίκων. Κι άρχισε τη δράση του σαν προπαγανδιστής των νέων ιδεών. Στην Αυτοβιογραφία του θα γράψει: «Έδωσα εξετάσεις στην εμποροβιομηχανική αχτίδα. Πέτυχα. Έγινα προπαγανδιστής. Έκανα διαφώτιση στους φουρνάρηδες, στους τσαγκαράδες, στους τυπογράφους. Στη συνδιάσκεψη της πόλης με εκλέξανε στην επιτροπή Μόσχας. Με λέγαν “σύντροφο Κονσταντίν”. Στην Επιτροπή δεν πρόκανα να δουλέψω. Με πιάσαν.»

Αυτή ήταν η πρώτη σύλληψή του σ’ ένα παράνομο τυπογραφείο της κομματικής επιτροπής Μόσχας, το Μάρτη του 1908. Το 1909 ξαναπιάστηκε άλλες δυο φορές. Την τελευταία για τη συμμετοχή του στην οργάνωση της απόδρασης των γυναικών πολιτικών κρατουμένων από μια φυλακή της Μόσχας. Για κάμποσους μήνες κρατήθηκε στην απομόνωση της φυλακής Μπουτίρ. Και γλίτωσε την εξορία στη Σιβηρία επειδή ήταν ανήλικος.

Απ’ αυτή τη φυλακή αρχίζει και η ποιητική σταδιοδρομία του Μαγιακόφσκι. Ένα ολόκληρο τετράδιο με στίχους του κατάσχεσαν οι φύλακες τη στιγμή της αποφυλάκισής του (9 Γενάρη 1910). Ο ίδιος ο ποιητής εκτιμώντας στην Αυτοβιογραφία του την αξία εκείνων των στίχων του θα γράψει: «Ευχαριστώ τους φύλακες που μου πήραν το τετράδιο. Γιατί μπορεί και να τους τύπωνα εκείνους τους στίχους!»

Βγαίνοντας απ’ τη φυλακή μπήκε στη σχολή ζωγραφικής, γλυπτικής και αρχιτεκτονικής (Αύγουστος 1911). Εκεί γνωρίστηκε με τον ποιητή Μπουρλιούκ, που σπούδαζε κι αυτός στην ίδια σχολή και μέσω του Μπουρλιούκ και με άλλους φουτουριστές, όπως ο Χλέμπνικοφ, ο Κάμενσκι και άλλοι.

Ο δεσμός του με τους φουτουριστές ποιητές τον απομακρύνει σιγά-σιγά απ’ τη ζωγραφική και τον δένει όλο και πιο στενά με την ποίηση. Τα πρώτα του ποιήματα βγήκαν σε μια συλλογή των φουτουριστών το 1912.

Το 1914 ο Μαγιακόφσκι γνωρίζεται με τον Γκόρκι. Η συνάντησή τους έγινε κατά το Σεπτέμβρη. Ο Γκόρκι του μίλησε με θαυμασμό για την τέχνη του, μόνο που τη βρήκε κάπως κραυγαλέα. «Προσέξτε», του ’πε ο Γκόρκι. «Βγήκατε πρωί-πρωί κι αμέσως βάλατε τις φωνές. Θα σας φτάσουν οι δυνάμεις; Γιατί η μέρα είναι μεγάλη. Κι ο καιρός πολύς.»

Από το 1912 ως το 1917 ο Μαγιακόφσκι έγραψε την τραγωδία «Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι» (1913), τις ποιητικές συνθέσεις «Σύννεφο με παντελόνια» (1914), «Το φλάουτο των σπονδύλων» (1915), «Πόλεμος και ειρήνη» (1916), «Ο άνθρωπος» (1916-1917). Όλο αυτό το διάστημα έγραψε πολλά λυρικά και σατιρικά ποιήματα. Οι στίχοι του, μετά τη γνωριμία του με τον Γκόρκι, δεν τυπώνονται πια στα φουτουριστικά έντυπα και με τη συνδρομή των φίλων. Τώρα ο Γκόρκι τα δημοσιεύει στο περιοδικό του «Χρονικό» και στο εκδοτικό «Ιστίο» που διευθύνει ο ίδιος.

Είναι η εποχή που μαίνεται ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Κι αυτό το ιμπεριαλιστικό παιχνίδι με το αίμα και τη φωτιά, αυτό το φοβερό μακελειό των λαών, επαναστατεί τη συνείδηση του ποιητή. Τα έργα του εκείνης της περιόδου είναι διαποτισμένα από το αντιπολεμικό-αντιιμπεριαλιστικό πνεύμα του Μαγιακόφσκι. Είναι μια ασίγαστη διαμαρτυρία ενάντια στις δυνάμεις που συδαυλίζουν την πολεμική φωτιά, μια καταδίκη της αστικής κοινωνίας και μια επίκληση στη λαϊκή επανάσταση, που το πλησίασμά της το διαισθάνεται ο ποιητής.

Η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση τον βρήκε έτοιμο, σε θέση μάχης. Ο ίδιος σημειώνει στην Αυτοβιογραφία του: «Να δεχτώ ή να μη δεχτώ την Επανάσταση, ένα τέτοιο πρόβλημα δεν έμπαινε για μένα. Δικιά μου η Επανάσταση. Τράβηξα για το Σμόλνι.* Δούλεψα. Ό,τι να ’ταν.» Και η Επανάσταση ξάνοιξε για τον ποιητή ένα ανεξάντλητο πεδίο πνευματικής δράσης και αξιοποίησης όλων των δημιουργικών του δυνάμεων. Και πάνω απ’ όλα η Επανάσταση στάθηκε μεγάλο σχολειό για τον Μαγιακόφσκι, μια ανεξάντλητη πηγή επαναστατικής ενεργητικότητας και αγωνιστικού φρονηματισμού. Κάτω απ’ την πανίσχυρη επίδραση και την ακτινοβολία της επανάστασης αρχίζει ν’ αλλάζει αισθητά και η ιδεολογική τοποθέτηση του ποιητή, αλλά και οι αισθητικές του αντιλήψεις για την τέχνη. Κάποιες ιδέες του φουτουρισμού που αποτύπωναν τη σφραγίδα τους στο προεπαναστατικό έργο του Μαγιακόφσκι, αρχίζουν σιγά-σιγά να ατονούν και ο κοινωνικός προβληματισμός των ιδεών της Επανάστασης να τον κερδίζει.

Στην πρώτη επέτειο της Επανάστασης κι απ’ τη σκηνή του μουσικού θεάτρου της Πετρούπολης παρουσιάζεται το θεατρικό «Μυστήριο μπούφο» του Μαγιακόφσκι. Στην αφίσα του έργου αναφέρονταν και τα εξής: «Στις 7 και 8 του Νοέμβρη εμείς οι ποιητές, οι ζωγράφοι, οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί θα γιορτάσουμε την επέτειο της Επανάστασης με μια επαναστατική παράσταση. Θα παρουσιάσουμε το ‘‘Μυστήριο μπούφο”, μια ηρωική, επική και σατιρική αναπαράσταση της εποχής μας, έργο του Β. Μαγιακόφσκι.» Ο ίδιος ο Μαγιακόφσκι έπαιξε το ρόλο του Ανθρώπου με θαυμάσια επιτυχία.

Με την ξένη ιμπεριαλιστική επέμβαση και την έναρξη του εμφύλιου πολέμου (1919-1921) ο Μαγιακόφσκι δουλεύει στο ρωσικό τηλεγραφικό πρακτορείο (ΡΟΣΤΑ), όπου έφτιαχνε στίχους και σκίτσα για την πορεία των επιχειρήσεων και για άλλα προβλήματα της ζωής. Είναι μια μνημειακή δουλειά του Μαγιακόφσκι για τα «παράθυρα της σάτιρας». Τρεις χιλιάδες σκίτσα και ανάλογοι στίχοι! Μιλώντας στην Αυτοβιογραφία του για τη δουλειά στα «παράθυρα του ΡΟΣΤΑ», ο Μαγιακόφσκι θα επισημάνει ιδιαίτερα τρία στοιχεία: την τηλεγραφική ταχύτητα της δημιουργίας (σε μια ώρα μετά τη λήψη της είδησης το πανό με το σκίτσο και τους στίχους έπρεπε να κρέμεται απ’ το παράθυρο του ΡΟΣΤΑ), την τρομακτική έλλειψη υλικών και μέσων για τη δουλειά (για χρώματα χρησιμοποιούσε κάρβουνα της σόμπας, τριμμένο κεραμίδι και άλλα παρόμοια) και τρίτο τις εξουθενωτικές συνθήκες δημιουργίας (ελάχιστη τροφή, έλλειψη ανάπαυσης και ύπνου, έλλειψη θέρμανσης κλπ.).

Το 1920 ο Μαγιακόφσκι κυκλοφορεί την ποιητική σύνθεση «150.000.000», όπου υμνεί την πάλη του επαναστατημένου ρωσικού λαού ενάντια στην παγκόσμια αστική τάξη που προσωποποίησή της στο ποίημα ήταν ο τότε αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον.

Κορυφαίες δημιουργίες του Μαγιακόφσκι που θ’ ακολουθήσουν είναι η ποιητική σύνθεση «Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν», που γράφτηκε το 1924 κάτω απ’ τη συγκλονιστική συγκίνηση και οδύνη που προκάλεσε ο θάνατος του ηγέτη. Το έργο είναι ένας ύμνος στον «πιο ανθρώπινο άνθρωπο», στον ηγέτη που ενσάρκωσε την επανάσταση, στην τάξη που νίκησε, στο κόμμα της που στάθηκε ο νους κι η καρδιά της επανάστασης.

Στα δέκα χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση ο Μαγιακόφσκι κυκλοφορεί την ποιητική του σύνθεση «Καλά πάμε», όπου ανασκοπεί τον τραχύ και δύσκολο δρόμο που πέρασαν ο λαός και η νέα επαναστατική εξουσία για να βάλουν τις βάσεις του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο. Παράλληλα, με μια καταπληκτική ποιητική ενόραση, πλημμυρισμένη από πίστη και ενθουσιασμό, ο Μαγιακόφσκι χαράζει τις προοπτικές αυτής της ιστορικής πορείας στο μέλλον.

Τρίτο, κορυφαίο έργο του ποιητή είναι η ποιητική σύνθεσή του «Με όλη μου τη φωνή», όπου πια ο Μαγιακόφσκι μεγαλύνει με τον επικό λόγο του τα πρώτα βήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το σχέδιο του έργου άρχισε το 1929. Γράφτηκε σε πρώτη γραφή κι έμεινε ανολοκλήρωτη η δημιουργία του που τη σταμάτησε ο πρόωρος και αδόκητος θάνατος του ποιητή: 14 Απρίλη 1930…

Η δημιουργία του Μαγιακόφσκι έχει τεράστιες διαστάσεις.

Ποίηση, αισθητικό δοκίμιο, θέατρο, ανοιχτές συζητήσεις με το κοινό, — όλα αυτά συνθέτουν ένα τεράστιο σε έκταση και εξαιρετικό σε ποιότητα καλλιτεχνικό έργο. Ο ποιητής έφυγε απ’ τη ζωή ακριβώς απάνω στην πιο πλήρη δημιουργική καρποφορία του. Ο Μαγιακόφσκι κι η Επανάσταση αποτέλεσαν ένα αξεχώριστο δίδυμο. Η Επανάσταση του έδωσε την ψυχή και τον παλμό της. Κι ο ποιητής συνταίριασε στα μέτρα της το τραγούδι του γι’ αυτήν. Χαρακτηριστικό στοιχείο γι’ αυτή την αμοιβαία δημιουργική σύζευξη του ποιητή με την Επανάσταση είναι και ο ακόλουθος ισολογισμός: από το 1912 που πρωτοεμφανίστηκε ο Μαγιακόφσκι σαν ποιητής κι ως τις μέρες του Οκτώβρη του 1917 ο Μαγιακόφσκι έδοσε μόλις το 1/10 του συνολικού έργου του. Τα υπόλοιπα 9/10 που αποτελούν και το απόγειο της τέχνης του δημιουργήθηκαν κάτω από την άμεση επίδραση των βημάτων και την ακτινοβολία των ιδεών της μεγάλης προλεταριακής επανάστασης στη συνείδηση του ποιητή.

Ο Μαγιακόφσκι με το έργο του άνοιξε νέους ορίζοντες και στην ποίηση, και στο θέατρο, και στο δοκίμιο. Ο ρεαλισμός του εκπορεύεται από το πάθος να δώσει «όλη του την τέχνη σ’ όλο το λαό», από τη φλογερή φιλοδοξία να γράψει για τις λαϊκές μάζες, από την κυρίαρχη επίγνωση πως για να γίνει κανείς ποιητής του λαού, πρέπει ταυτόχρονα να’ ναι και υπηρέτης του λαού.

Ο Μαγιακόφσκι υπήρξε ένας από τους πρώτους απεσταλμένους όχι μόνο της νέας σοβιετικής λογοτεχνίας, αλλά και της νέας σοβιετικής κοινωνίας στον έξω κόσμο. Από το 1922 ως το 1929, εννιά φορές πέρασε τα σύνορα της χώρας του. Ταξίδεψε στη Γαλλία, στην Πολωνία, στη Γερμανία, στην Τσεχοσλοβακία, στην Ισπανία, στην Κούβα, στο Μεξικό, στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ταξιδεύοντας στην καπιταλιστική Δύση ο Μαγιακόφσκι παρατηρούσε τα πάντα με μια δίψα ξεχωριστή. Έβλεπε τις ξένες χώρες με προσοχή και με νηφαλιότητα, δίχως προκατάληψη. Έβλεπε τα περίσσια αγαθά σε ορισμένες απ’ αυτές τις χώρες κι έφερνε στη σκέψη του τη δική του χώρα που μόλις είχε λυτρωθεί από τη μάστιγα του λιμού της περιόδου του εμφύλιου και της καπιταλιστικής περικύκλωσης. Διαπίστωνε την τεχνολογική πρόοδο και την σύγκρινε με την καθυστέρηση της σοβιετικής χώρας που δεν είχε ακόμα καθαρίσει τις στάχτες και τα ερείπια της πολεμικής δοκιμασίας.

Ιδιαίτερα την Αμερική ο ποιητής την είδε με τα μάτια του ρεαλιστή. Στις πολυάριθμες συναντήσεις και τις ανοιχτές συζητήσεις του με το αμερικανικό κοινό, στις συνεντεύξεις του στον τύπο, ο Μαγιακόφσκι δεν ένιωθε καμιά δυσκολία να εκφράσει απερίφραστα την εκτίμησή του για το τεχνολογικό επίπεδο της χώρας αυτής. Μα η τεχνολογική πρόοδος δεν ήταν ικανή να θαμπώσει τον ποιητή, ώστε να μη μπορέσει να ανακαλύψει και την άλλη, την κάπως αθέατη πλευρά: τη χτυπητή καθυστέρηση των κοινωνικών σχέσεων στη χώρα του δολαρίου. Αυτή την ανακάλυψή του θα την επαναλάβει πολλές φορές στα γραφτά του. Και με μια καταπληκτική στη λιτότητά της επιγραμματικότητα. Όπως σε τούτο τον περίφημο στίχο του:

«Έκανα ένα σάλτο 7000 βέρστια μπροστά μα βρέθηκα 7 χρόνια πίσω.»

Ανοιχτά θα κάνει τη σύγκρισή του ο Μαγιακόφσκι: πως η ζωή του νεοϋορκέζου μικροαστού του 1925, από την άποψη του πολιτιστικού και του ηθικοπολιτικού επιπέδου της δεν ξεπερνάει το επίπεδο της ζωής της προεπαναστατικής ρωσικής επαρχίας. Ο ποιητής θα διαπιστώσει ότι το θεμέλιο του καπιταλισμού σε μια από τις μητροπόλεις του, όπως είναι η Αμερική, είναι στεριωμένο απάνω στο αίμα, στον ιδρώτα και στο ψέμα.

Από την καπιταλιστική Δύση, και πρώτα απ’ όλα από τις Ηνωμένες Πολιτείες ο Μαγιακόφσκι γύρισε μ’ ένα πλούτο από προσωπικές εντυπώσεις και με μια εμπειρία πολύτιμη που του δυνάμωνε την αυτοπεποίθηση και την πίστη σαν ιδεολόγο και σαν μαχητή.

«Ο Μαγιακόφσκι», έγραφε η εφημερίδα “Βετσέρναγια Μοσκβά” μετά το γυρισμό του ποιητή, «ανακάλυψε, όχι μονάχα την Αμερική, αλλά και κάτι νέες ιδιότητες που κρύβονταν μέσα του. Ο Μαγιακόφσκι γύρισε στη Μόσχα, όχι όπως ήταν. Οι εντυπώσεις του απ’ την Αμερική ξύπνησαν μέσα στον ποιητή τις ιδιότητες του κοινωνιολόγου, του οικονομολόγου και του πολιτικού. Ο Μαγιακόφσκι θέλει τώρα όχι μόνο να δείξει, αλλά και ν’ αποδείξει. Να πείσει, όχι μόνο με τα καλλιτεχνικά μέσα, αλλά και με γενικότερα θεωρητικά επιχειρήματα. Γι’ αυτό και η διάλεξή του “Η δική μου ανακάλυψη της Αμερικής” ήτανε τόσο πρωτότυπη. Ο Μαγιακόφσκι δεν είδε μονάχα πολλά, αλλά και τα κατάλαβε βαθιά. Αποχτώντας νέες ιδιότητες ο ποιητής, δεν έχασε τις παλιές του.»

Εδώ κι ενάμιση αιώνα πριν ο Μπελίνσκι έγραφε για τον Πούσκιν, ότι ο μεγάλος ποιητής «ανήκει σε κείνα τα φαινόμενα που μένουν πάντα ζωντανά και πάντα σε εξέλιξη και που δε σταματούν ποτέ στο σημείο που τους βρήκε ο θάνατος. Η κάθε εποχή σχηματίζει μια γνώμη γι’ αυτά τα φαινόμενα. Και όσο σωστά κι αν τα καταλαβαίνει, πάντοτε απομένει για την επόμενη εποχή να πει κάτι ακόμα πιο σωστό».

Πόσο πολύ ταιριάζουν αυτά τα λόγια και για το «φαινόμενο» Μαγιακόφσκι! Πενήντα εφτά χρόνια έχουν κυλήσει απ’ το θάνατό του. Κι όμως ο θάνατος δε στάθηκε ικανός να σβήσει τη φωνή του…

* Το κτίριο στην Πετρούπολη όπου είχε εγκατασταθεί η ΚΕ του μπολσεβίκικου κόμματος και το επιτελείο της Επανάστασης με επικεφαλής τον Λένιν.

Γενάρης 1987

Νίκος Παπανδρέου

Σαν σήμερα, στις 7 του Ιούλη 1893, γεννήθηκε ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Το παραπάνω κείμενο αποτελεί τον πρόλογο στην δεύτερη έκδοση του βιβλίου “Πώς ανακάλυψα την Αμερική – Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι” (εκδ. Σύγχρονη Εποχή), σε μετάφραση Νίκου Παπανδρέου.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: