«Την υπογραφήν της ως άνω δηλώσεως ηρνήθη επιμόνως…» – Αυτός ήταν ο κομμουνιστής ποιητής Φώτης Αγγουλές

Ο Φώτης Αγγουλές ποτέ δε διχοτόμησε την προσωπικότητά του σε ποιητή και άνθρωπο. Ήταν ο προλετάριος ποιητής, με τα ροζιασμένα χέρια και την τρυφερή καρδιά, που αγαπά με σιγουριά τη ζωή και τον κόσμο. Αντιμετωπίζει με ευθύνη και αδιαλλαξία τη βασανισμένη ζωή.

«Την υπογραφήν της ως άνω δηλώσεως ηρνήθη επιμόνως…» - Αυτός ήταν ο κομμουνιστής ποιητής Φώτης Αγγουλές

Τα ξημερώματα της 27 του Μάρτη 1964, βρέθηκε νεκρός στο κατάστρωμα του επιβατηγού πλοίου «Κολοκοτρώνης», ο προλετάριος ποιητής και αγωνιστής Φώτης Αγγουλές.

Από το περιοδικό «Θέματα Παιδείας» αντιγράφουμε το εξαιρετικό αφιέρωμα του Χιώτη δάσκαλου Γιώργη Η. Αμπαζή, που σκιαγραφεί την πολυτάραχη ζωή και αγωνιστική δράση του Χιώτη κομμουνιστή ποιητή «με τα ροζιασμένα χέρια και την τρυφερή καρδιά, που αγαπά με σιγουριά τη ζωή και τον κόσμο».

Ο Φώτης Αγγουλές γεννήθηκε το 1911 στην Κρήνη (Τσεσμέ) της Μικράς Ασίας απέναντι απ’ τη Χίο. Ο πατέρας του ήταν ψαρομανάβης και λεγόταν Σιδερής Χονδρουδάκης. Το “Αγγουλές” ήταν το παρατσούκλι του πατέρα του. Η μάνα του λέγονταν Γαρουφαλιά και είχε τρείς αδερφές, την Κυριακούλα, την Ευαγγελία και την Αγγέλα. ο Φώτης ήταν ο πιο μικρός αδερφός.

«Ο Φώτης ήταν ατίθασος, έξυπνος, στοχαστικός, μελαγχολικός, φυσιολάτρης και γλυκομίλητος μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο κι ένα φτωχολούλουδο στο χέρι. Λίγο “αλλοίθωρος”, μαυριδερός. Η άλλη θωριά του ήταν αποτράβηγμα απότομο της προσωπίδας με την οποία γεννήθηκε»[1].

Στον πρώτο διωγμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας (1914-1918) ο πατέρας του Σιδερής Χονδρουδάκης φόρτωσε μια νύχτα την οικογένειά του σε καΐκι και πέρασε απέναντι στη Χιό, για να τη σώσει από τη σφαγή. Τον πρώτο καιρό τούς στεγάσανε σε σχολεία, σε αποθήκες και χαλάσματα. τέλος τους εγκατέστησαν μέσα στο Κάστρο της πόλης, όπου στην αρχή διέμειναν όλοι οι πρόσφυγες. Το σπίτι του σώζεται μέχρι σήμερα.

Πήγε στο σχολείο του Κάστρου και φοίτησε μέχρι Β΄ Δημοτικού, ήταν όμως πολύ ζωηρός και ατίθασοςέτσι μια μέρα πήδηξε απ’ το παράθυρο της τάξης και δεν ματαγύρισε. Όπως αναφέρει στο ημερολόγιό του ο δάσκαλός του Χαψιάδης (Μην. Σεπτέμβρης 1918):

20 Σεπτέμβρη 1918: «Ο μικρός του Χονδρουτάκη επιμένει. Δεν εννοεί να περάσει καν έξω από το σχολείο. Η υπόθεσις με στενοχωρεί ιδιαιτέρως. Ο τρόπος με τον οποίο πέρυσι εγκατέλειψε το σχολείο ήταν απαράδεκτος, ακόμη και για παιδί γεωργού… Ο Φώτης είναι παιδί προικισμένο. Σπάνια συνάντησα τέτοιο μαθητή… Δηλώνει στους γονείς του: “Δεν θέλω άλλα γράμματα”… είναι όμως πολύ ανήσυχος. Κατά καιρούς, άφηνε τη συζήτηση, κρατούσε την ανάσα του και έμενε ασάλευτος, σαν να προσπαθούσε ν’ ακούσει κάτι. Οι γονείς μού εξήγησαν πως ήταν βρεφική συνήθεια. Ίσως από τους ανηλεείς βομβαρδισμούς του Τσεσμέ, που επεχείρησε ο Ιταλικός στόλος του 1912»[2].

Ο Φώτης, αν και του άρεσαν τα γράμματα και το διάβασμα, δεν ήθελε λοιπόν να συνεχίσει. Σ’ αυτό συνέβαλε η φτώχεια, η ανέχεια, οι στερήσεις κι οι ταλαιπωρίες που υφίσταντο όλοι οι πρόσφυγες, κι έτσι επέλεξε να ξυπνάει πολύ πριν από το πατέρα του και να τον ακολουθεί στην τράτα και στα ψάρια.

Ο πατέρας του ήταν στιχοπλόκος και ριμαδόρος και απ’ αυτόν κληρονόμησε την ποιητική φλέβα. Ο Φώτης έγινε περίφημος ριμαδόρος και αυτό φαίνεται από τη συλλογή του Ο Λαός της πατρίδας μου (1932). Η ρίμα ανθούσε στην Ιωνία (Τσεσμές, πρώτη πατρίδα του) αλλά και στη Χίο, για να εκφράσει τους πόνους, τις χαρές και τα πάθη του λαού, μα ακόμη και τους πόθους και τα γνωμικά του.

Ο Φώτης μ’ αυτή ύμνησε τη ζωή και την αγάπη με πάθος, αλλά και όλα τα έμψυχα όντα, μα πάνω απ’ όλα τον άνθρωπο κι ακόμα πιο πολύ τον οχτρό του.

Το Δεκέμβρη του 1923 σε επιστολή του ο Μητροπολίτης Χίου Ιωακείμ Στρουμπής σε αδελφικό φίλο του στο Παρίσι γράφει:

« …Μερικάς ημέρας μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου, έφεραν την αίτηση ενός εξαιρετικά προικισμένου νεαρού 13 ετών με την οποία ζητούσε να διανυκτερεύει στην βιβλιοθήκη Κορaή! Είναι ψαράς. Περνά την ημέραν του ανά τας οδούς διαλαλώντας ιχθείς μετά του πατρός του. Δεν παρακολουθεί το σχολείον. Εξεπλάγην, καλέ μου Στυλιανέ. Θαυμαστά τα έργα του Κυρίου ημών. Αλλά τέτοιο πράγμα! Τον εγνώρισα τον νεαρό. Ατίθασο παιδί. Κάπως αλαζόν, πλην όμως ευχάριστος. Επιπροσθέτως, συνηθίζει να απαντά με στίχους, τους οποίους σκαρώνει εκείνη τη στιγμή. Ίσως ευρισκόμεθα ενώπιον ενός νέου Σουρή. Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχήν του. Τελικώς επέτυχα την σχετική ρύθμιση. Ο Φώτης θα προσφέρει σπουδαίες υπηρεσίες. Αν και δεν είμαι βέβαιος σε ποιον τομέα. Η πατρίς ωστόσο έχει ανάγκη από την άσβεστη φλόγα των ψυχών όλων μας..».[3]

Στη βιβλιοθήκη Κοραή καταπιάστηκε με τα ειδύλλια του Θεόκριτου κι έκανε μια έμμετρη μεταφορά στη Νεοελληνική γλώσσα που άρεσε στον Κ. Παλαμά.

Ο Φώτης Αγγουλές; (φωτογραφία: Στέλιος Κασιμάτης)

Ξεκίνησε το 1928 μαθητευόμενος τυπογράφος στη Χιώτικη Δημοκρατική εφημερίδα Ελευθερία, όπου τον πήγε ο πατέρας του για να μάθει την τέχνη. Είναι τόσο προσεχτικός και τυπικός στη δουλειά του, που γι’ αυτό όλοι του ζητούν να κάνει τα τραβήγματα των διορθώσεων.

Το 1932 τυπώνει στην Ελευθερία επηρεασμένος από την εκτύπωση ενός βιβλίου για τα ήθη και τα έθιμα της Χίου το βιβλίο Ο λαός της πατρίδος μου και της Κάτω Παναγιάςμε αναφορά στα ήθη και τα έθιμα του Τσεσμέ.

Ο Φώτης εκδίδει μια δικιά του εφημερίδα τη “Μιχαλού” από τις 9/10/1932 μέχρι τις 15/01/1933 και εκδίδει δέκα φύλλα. Ακόμα ένα φύλλο χωρίς αριθμό σε μορφή τετραδίου τετρασέλιδο βγήκε στις 13/08/1935.

Τον Οχτώβρη του ’32 σε μια σάτιρά του για τη γιορτή της σημαίας στο Γυμνάσιο της Χίου με τίτλο “Από την εορτή του Γυμνασίου μας”, ο καθηγητής Στέλιος Βίος με το δικηγόρο του απαιτεί απ’ τον Αγγουλέ ν’ ανασκευάσει αυτά που έγραφε. Ο Αγγουλές το υποσχέθηκε και στο 5o φύλλο της Μιχαλούς έκαμε … έμμετρη διάψευση με τον τίτλο “Θεατρικά”. Στο ίδιο φύλλο έγραψε μια καυστική σάτιρα για τον καθηγητή των Γαλλικών Ιωσήφ Συρίγο. Τότε και οι δυο τον εμήνυσαν και καταδικάστηκε στην πρώτη του φυλάκιση. Έτσι πήρε μια γεύση φυλακής, μια εμπειρία, που τον έκαμε να μη φοβάται, μια και ήταν πιο… ασφαλής εκεί, αφού οι κλέφτες και οι φονιάδες, όχι μόνο δεν τον κακοβλέπανε, μα τον εθαύμαζαν κιόλα. Στη φυλακή βγάζει φύλλα της Μιχαλούς (Δεκέμβρης δώδεκα και έξι κι η Μιχαλού θα με παιδέψει, έτος 1900 και 32 ακόμα, δεν ανήκουμε σε κόμμα, Φώτης Αγγουλές)[4]

Ανταπόκριση από τη Χίο για την εφημερίδα Ο ΝΕΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (Χίος 19/10/33) αναφέρεται στο υστερόγραφο ότι ξετρύπωσε μια σατιρική εφημερίδα, που τα λέει σκληρά στους εφοπλιστές και τους αστούς, τη βγάζει ένας τυπογράφος της αστικής Ελευθερίας και της Μιχαλούς (δικό του δημιούργημα). Nα και η κρίση του συντρόφου για το νεαρό Φώτη:

«ο Αγγουλές είναι νέος και τα λέει στα ίσια, αλλά δεν έχει ταξική συνείδηση. Θέλει δουλειά να διαφωτιστεί. Είναι καλό στοιχείο, ίσως και ψηφοφόρος. Έδωσε κάμποσα για τους εξόριστους στην Αμοργό που τους κόψανε την πίστωση οι έμποροι και πεινάνε. Έχει μεγάλη επιρροή στους νέους με τον τρόπο και τα λόγια του, αλλά τα παίρνει όλα αψήφιστα και παρουσιάζεται καλλιτέχνης της παρακμής του αστισμού. Του γύρεψα να γράψει κάτι για το Μέτωπο και μου είπε πως δε γράφει και για τίποτα άλλο από τον περασμένο χρόνο! Τον ρώτησα αν έχει διαβάσει το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο” και μου απάντησε: “Του Μάρξ ή του Ενγκελς;”. Θα τον πάρω από δίπλα μέχρι τις εκλογές.»[5]

Στις 26 Μάη 1934 γράφει στην εφημερίδα Πρόοδος (Καθημερινή Πολιτική Εφημερίς) το χρονογράφημα “Ο πόλεμος”, όπου ουσιαστικά βάζει επί τάπητος την ανάγκη του λαού ν’ αντιπαλέψει τις συνέπειες των κακών που ‘ρχονται.[6]

Στις 4 Ιούλη 1934 στην Πρόοδο γράφει την “Μπαλάντα του πόνου” αφιερωμένο  στην πεθαμένη μητέρα του[7].

Το 1934 τυπώνει στο τυπογραφείο Ελευθερία την “Αμαβάσια” (σημαίνει σανσκριτικά την πρώτη μέρα μετά την πλήρη εξαφάνιση της σελήνης).

Το 1935  μαζί μ’ άλλους νέους προοδευτικούς λογοτέχνες φτιάχνουν λογοτεχνική παρέα που μαζεύεται στο πατάρι της ταβέρνας του Πιστόλα. Το 1936 αυτή η “μυστική” καλλιτεχνική παρέα προχωρά ένα βήμα ακόμα και εκδίδει το περιοδικό ΤΟ ΝΗΣΙ, ΜΗΝΙΑΙΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ & ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ. Το 1938 γίνεται διευθυντής στο Νησί.

Ο Φώτης εκδίδει μια δικιά του εφημερίδα την Αλήθεια – Χιακή ανεξάρτητος Εφημερίς, την οποία εκδίδει από την 1/05/1936 μέχρι τις 28/6/1936 με έξι φύλλα. Συνεργάστηκαν πολλοί λογοτέχνες. στο τεύχος 3 (17/5/1936) δημοσιεύτηκε το ποίημα του Γ. Ρίτσου “Μοιρολόϊ”.

Μαρτυρία Κωνσταντίνου Παπαϊωάννου, συνταξιούχου χωροφύλακα, καταγόμενου απ’ τον Τσεσμέ:

«Μια μέρα του Ιούνη του 1936 με φωνάζει ο διοικητής και μου λέει: “Πάνε πες στο πατριωτάκι σου, τον θέλω”. “Ποιο πατριωτάκι μου, κύριε διοικητά;”. “Το Φώτη το Χονδρουτάκη, τον Αγγουλέ”. “Τι έκανε κύριε διοικητά;”. “Είναι επικίνδυνος…Αυτός είναι κομμουνιστής”. “Κομμουνιστής δεν είναι, κύριε διοικητά, ξέρω ‘γω, καλό παιδί είναι….” [….] “ Πήγα. Του λέω: “Φώτη, σε θέλει ο διοικητής. Τι έκανες, ρε;”. “Διπλωματικό επεισόδιο, Κωσταντή”, μου λέει και  πάμε στο σταθμό».[8]

Είχε γράψει στην Ελευθερία κάτι για το Μουσολίνι, και με παρέμβαση του πρεσβευτή της Ιταλίας στις αρχές τον συλλάβανε και στις 20 του Ιούνη του ’36 τον πέρασαν από δικαστήριο. Τον δίκασαν τρεις μήνες και δέκα χιλιάδες δραχμές για παράβαση του τύπου. Ξεσηκώθηκε ο λαός του νησιού και στις 27 Ιούνη, αφού πλήρωσε το πρόστιμο, αποφυλακίστηκε.

Ένα σατιρικό ποίημα εναντίον του Μουσουλίνι λοιπόν το 1936, αρκούσε για να καταδικαστεί σε φυλάκιση μετά από μήνυση του ιταλού πρόξενου στη Χίο, για εξύβριση αρχικά αρχηγικού κράτους. Το 1937 (Ιούνης) μαζί με το Γιάννη Μουτάφη και άλλους προχωρά στην έκδοση ενός μηνιαίου φιλολογικού καλλιτεχνικού περιοδικού το Νησί, που έγραφαν σ’ αυτό ποιήματα, νουβέλες, διηγήματα, Χιώτες και μη πνευματικοί άνθρωποι μέχρι τον Οχτώβρη του 1939.

Το 1938 βγάζει δυο ποιητικές συλλογές ΜΕΝΕΞΕΔΕΣ και Κραυγές στον ήλιο. Με την κήρυξη του πολέμου βγάζει τα: Η Δίκη του Μουσουλίνι και Ο Μουσολίνι και ο Καρνάβαλος.

Στις 12 Δεκέμβρη του 1940 εκδίδει την εφημερίδα Χαραυγή, ευθυμοσατιρική εφημερίδα, μόνο ένα τεύχος, ένα τετρασέλιδο με ύλη σατιρική κατά του Μουσολίνι. Στην πρώτη σελίδα γράφει το τετράστιχο με τίτλο “Το τελευταίο χαίρε”.

Στις 4 το απόγευμα της 4ης Μάη 1941, μέρα Κυριακή, ο Δήμαρχος Χίου Ανδρέας Σβέρκος, ο Νομάρχης Θεμιστοκλής Αθανασιάδης, ο διοικητής του στρατοπέδου, αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Μπακογιάννης και ο λιμενάρχης Άγης Αστεριάδης και ο πλοηγούς Ιωάννης Νεαμονιτάκης παρέδωσαν στον επί κεφαλής του εκστρατευτικού σώματος Γκόταλντ Βίνγκλερ το νησί (από τα ενθυμήματα του τέως Δημάρχου Χίου, Ανδρέα Σβέρκου εν Αθήναις 1978).[9]

Το 1941 με βάση τη μαρτυρία του Ελευθερίου Τσαρμά, Βαρελοποιού, φεύγει μ’ ένα καΐκι ενός κομμουνιστή απ’ την Αγρελιά για τον Τσεσμέ. Υπήρξε ο παρακάτω διάλογος μεταξύ τους: «Τι διάτανο», λέω του Φώτη, «εδώ θα μείνουμε;». «Μπα», μου λέει, «πάμε κι εμείς». Ήβρε δυο χλαίνες, τις κουκωθήκαμε και παραστήσαμε τους στρατιώτες. Ήτουνε ένα καΐκι με έναν του Κ.Κ.Ε.. Λέει: «Πατριώτες, στην Αίγυπτο δίνουνε άλλη μάχη οι δικοί μας, θέτε;» «Θέμε», λέμε και μπαρκάραμε. Συλλαμβάνονται απ’ τους  Τούρκους και μεταφέρονται στη Σμύρνη. Ύστερα, τους βάζουν «σα τα ζα μέσα στα βαγόνια του τρένου και τους  μεταφέρουν στο Χαλέπι».

Ο Φώτης Αγγουλές μαζί με άλλους αγωνιστές πίσω από τα σίδερα της φυλακής

Ήταν τέτοια η ταλαιπωρία  και οι κακουχίες που υπέστησαν, που ο Φώτης φαίνεται σαν πεθαμένος . «Τι ‘σοι συ, άνθρωπος», του λένε, και τον παίρνουν για βοηθητικό στο στρατό.[10]

Ο Φώτης αποσπάται στο τυπογραφείο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, όπου εξέδιδαν ένα ψυχαγωγικό στρατιωτικό περιοδικό το ΕΛΛΑΣ.

Αρχές του 1942 μετατέθηκε στο κυβερνητικό γραφείο τύπου στο Κάιρο, όπου γνώρισε το Γ. Σεφέρη, που ήταν προϊστάμενός του.

Γράφει τις ποιητικές συλλογές κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μ. Ανατολή με πολιτικό προσανατολισμό: Οπτασίες στην έρημο (1943), Φλόγες του δάσους (1944), Εντελβάις (1944).

Εκεί γνωρίζει και παντρεύεται την Ελληνοαιγύπτια Έλλη Κυριαζή, δασκάλα των Γαλλικών, με καταγωγή από το Πήλιο. Διατηρούσε μπαρ, κάτι ανάμεσα σε λέσχη αγγλικού τύπου και ενεχυροδανειστήριο, στην οδό Σουλεϊμάν. Δεν είναι περίεργο που περιμάζεψε το Φώτη από τα ξενύχτια του. Η πολιτική επιθεώρησις της Αιγύπτου Έλλη δημοσιεύει ποιήματά του στο τεύχος του Φεβρουαρίου 1944.

Η δημιουργία της ΑΣΟ (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση) έκφραζε την αντίθεση των Δημοκρατικών στρατιωτών και των προσφύγων της Μέσης Ανατολής ενάντια στα υπολείμματα των φασιστών του Μεταξά και της αστικής ξενόδουλης κυβέρνησης του Καΐρου, διεκδικούσε την απομάκρυνση του βασιλιά, την αναγνώριση της Αντίστασης στην Ελλάδα και  το σχηματισμό κυβέρνησης, που θά ‘ χε και εκπροσώπους της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α.).

Ο Φώτης Αγγουλές συμμετέχει στο κίνημα του Απρίλη του 1944, όπου με την καθοδήγηση της ΑΣΟ οι αντιφασίστες στρατευμένοι της Μ. Ανατολής, μεταξύ των οποίων και πάρα πολλοί Χιώτες, εξεγέρθηκαν. Η ξενόδουλη κυβέρνηση του Καΐρου ανέθεσε την καταστολή της εξέγερσης, την εξόντωση της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης, στους Άγγλους ιμπεριαλιστές. Έλληνες καταδότες παρέδιδαν στους Βρετανούς τους αγωνιστές με τον εξής τρόπο. Μαρτυρία Ευσταθίου Λιάρου, συνταξιούχου αχθοφόρου Λιμένος Πειραιώς:

«Μας εβουτήξανε οι Εγγλέζοι κάμποσους και μας επηγαίνανε σ’ ένα παράπηγμα μεγάλο. Περνούσαμε κει μέσα σ’ ένα διάδρομο και πίσω από τις κουρτίνες στα πλάγια, ήταν χαφιέδες και μας εδίνανε. Αυτός είναι κουμάντο, αυτός της προσκόλλησης. Μας εχωρίζανε και μας εφορτώνανε στα φορτηγά»…[11]

Τους μεταφέρουν στο Πορτ Σάϊντ (λιμάνι) και μεταφέρεται μαζί με χιλιάδες άλλους πατριώτες αντιφασίστες αιχμαλώτους με το πλοίο – κάτεργο “Εριντάν”. Στο κάτεργο “ΕΡΙΝΤΑΝ”, που μεταφέρει αιχμαλώτους αντιφασίστες στρατιώτες πάνω στις λαμαρίνες του, ψηθήκανε, σαν κρέατα ωμά, τα κορμιά τους και στη μοναδική αντλία του καταστρώματος, βρέθηκαν στην ουρά, εκατοντάδες εκνευρισμένοι, θυμωμένοι σ’ έναν αγώνα ζωής και θανάτου, για μια σταγόνα νερό. Μια βδομάδα ζέστη, να κλαίνε από τη δίψα, διέσχισαν με το Εριντάν την Ερυθρά θάλασσα.

Τους ξεμπαρκάρουν στη Μασάουα (λιμάνι) και με αγγλικά καμιόνια τούς πάνε στα σύρματα του Ντεκαμερέ (στρατόπεδο συγκέντρωσης Ελλήνων στρατιωτών της Μ. Ανατολής) λίγο πιο έξω απ’ την Ασμάρα, περιοχή της Ερυθραίας (σ’ ένα βουνό με μεγάλο υψόμετρο).

Στο Ντεκαμερέ τούς κλείνουν εκατό – εκατό στους θαλάμους, το στρατόπεδο είχε συνολικά δώδεκα θαλάμους. Περνάνε τα βασανιστήρια της πείνας και της δίψας, αφού οι Εγγλέζοι ιμπεριαλιστές, για να τους κάνουν να υποκύψουν, τους «φκιάνανε ψωμί με άμμο», «πότε μας ταΐζανε σαπάκια», «πότε μας δίνανε αρμυρά».

Ο Φώτης, όντας μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος απ’ το 1943 (μαρτυρία των μελών του κόμματος και αντιφασιστών Μεσανατολιτών, “συρματένιων” συντρόφων, Διαμαντή Γεωργούλη και Νίκου Μπακοντούζη[12]). Παίρνει μέρος στις συνεδριάσεις του κομματικού πυρήνα του Ντεκαμερέ, συμμετέχει στη δημουργία σχολείου (υπάρχουν ντοκουμέντα βιβλίων Iστορίας, Φυσικής, Γεωγραφίας που παρέδωσε η Νομαρχιακή Επιτροπή Χίου στο αρχείο του ΚΚΕ από το προσωπικό αρχείο του συντρόφου Διαμαντή Γεωργούλη[13]). Συμμετέχει στην πραγματοποίηση μαθημάτων για την άνοδο του πολιτικού επιπέδου των συναγωνιστών. Γράφει δεκάδες ποιήματα αντιφασιστικά “Μπιρ Χακίμ”, “Στην Ιστορία”, “Ασμάρα”, “Μπάυρον”, “ERIDAN”. Τυπώνει προκηρύξεις και μικρά περιοδικά με πολιτικό, κοινωνικό και λογοτεχνικό περιεχόμενο.

Αρρωσταίνει και τον πάνε στο νοσοκομείο της Ασμάρας.

Στα σύρματα έμεινε μέχρι το Νοέμβρη του 1945, όπου τους απολύουν, παίρνει το απολυτήριο και τρεις λίρες Αγγλικές χάρτινες και μέσα σε δύσκολες συνθήκες με τα πόδια ή τα φορτηγά, κατορθώνουν να φτάσουν στο Κάιρο. Με πλοία μεταφέρονται στην Ελλάδα.

Στη Χίο μετά τα “Δεκεμβριανά” και τη συμφωνία της Βάρκιζας άρχισαν οι πρώτες διώξεις, συλλήψεις , η τρομοκρατία, οι επιθέσεις σε βάρος των ΕΑΜιτών και αντιστασιακών από χωροφύλακες και παρακρατικούς. Τέτοια φαινόμενα συναντάμε αρκετά στον τοπικό τύπο, στην εφημερίδα ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ, της Ν.Ε. Χίου του ΚΚΕ, που εκδιδόταν εκείνη την περίοδο.

Το Γενάρη του 1946 φτάνει στη Χίο και βρίσκεται χωρίς δουλειά. Η τρομοκρατία εντείνεται, οι απειλές και το κυνηγητό στους Μεσανατολίτες, καθημερινό φαινόμενο. Τα πρώτα θύματα, οι σύντροφοί του από τη Μ. Ανατολή, Μανώλης Μαυράκης και Γιάννης Πίττας, που στις 16 Γενάρη, πέφτουν νεκροί από τα βόλια των Χωροφυλάκων του μοίραρχου Παντελίδη, επειδή τραγουδούσαν αντιφασιστικά τραγούδια στην προσφυγογειτονιά του Βαρβασιού.

Ο Μητροπολίτης Ιωακείμ Στρουμπής που ήταν ήδη από το 1943 οργανωμένος στο ΕΑΜ, τους κήδεψε φωνάζοντας: «Κατάρα στους δολοφόνους»! Το συνοδικό δικαστήριο καταδίκασε τον Ιωακείμ σε έκπτωση και τη θέση του πήρε ο Παντελεήμων Φωστίνης (μαρτυρία Πέτρου Ζωσιμόπουλου, ζωγράφου). [14]

Έγγραφο της Διοικήσεως Χωροφυλακής Χίου, Γραφείον Δημόσιας Ασφαλείας, αριθμ. Πρωτοκόλλου 5062:

Εν Χίω της 10η Ιανουαρίου 1946

Προς το Γενικόν Επιτελείον Στρατού Γραφείον ΧΙ/Γ Αθήνας

 «Πληροφορίαι περί Φώτίου Χονδρουτάκη (Αγγουλέ)

 Πρώτον… Καθ’ ην εποχήν οργανώνεται συστηματικά το κομμουνιστικόν έγκλημα και ευρέθη εν μια νυχτί εις τα νύχια των Εαμοκομμουνιστών. Εδηλητηριάσθη ψυχικώς, διεστράφη πνευματικώς και επίστεψε εις τα ιδέας του κομμουνισμού. […].

Δεύτερον … Εις τον εν λόγω ασπασθέντα τας κομμουνιστικάς ιδέας, επεδείχθη η συνήθης δια τον εθνικόν τύπον δήλωσις, συνταχθείσα συμφώνωνς προς τα σχετικάς διαταγάς:

Ο κάτωθι υπογεγραμμένος Φώτης Αγγουλές του Αντωνίου δηλώ δημοσία ότι με τα αποτροπιασμού αποκηρύσσω το στυγερόν κατά της πατρίδος έγκλημα των Σλαυοκίνητων προδοτών, διαδηλών την πίστη μου προς την αιώνιαν Ελλάδαν και το ανυπέρβλητο μεγαλείον της φυλής μας και είμαι πρόθυμος, αγωνιζόμενος εις τον υπέροχον αγώνα του έθνους μας, να προσφέρω το αίμα μου δια να διατηρήσωμεν αμόλυντον τον Παρθενώνα. Πιστεύω εις τα ακατάλυτα ιδανικά του Ελληνισμού και εις τον δια την παγκόσμιον ελευθερίαν θείον αγώνα του, αναφωνών με όλη τη φλόγα της ελληνικής ψυχής: Ζήτω ο βασιλεύς!

Την υπογραφήν της ως άνω δηλώσεως ηρνήθη επιμόνως. Έκτοτε παρακολουθείται η δράσις του.

Ο Διοικητής της Διοικήσεως

Ντουβλάς Ελευθέριος

Ταγματάραχης [15]

Το 1947 στη διοίκηση του νησιού είναι ο νομάρχης Σβώκος, ο Μητροπολίτης Παντελεήμων Φωστίνης (εκπαραθυρώνοντας τον Ιωακείμ Στρουμπή, ΕΑΜίτη Μητροπολίτη με απόφαση της Ιεράς Συνόδου) και ο μοίραρχος Παντελίδης. οι οποίοι ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας την τελική σύγκρουση με τις  ΕΑΜογενείς δυνάμεις και τους αντιφασίστες Μεσανατολίτες, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο τρομοκρατίας  (συλλήψεις, εξορίες, εκτοπίσεις, ξυλοδαρμών, σπάσιμο γραφείων ΕΑΜ).

Ο Φώτης Αγγουλές υφίσταται όλες τις διώξεις, εξευτελισμούς, τραμπουκισμούς εις βάρος του ως κομμουνιστής, αν και βρισκόταν σε άσχημη κλονισμένη υγεία εξαιτίας των προβλημάτων από τη Μέση Ανατολή.

Το 1947 ο Δήμος Χίου τού παραχώρησε ένα μικρό παράπηγμα για καφενείο, προκειμένου να επιβιώσει: γρήγορα αυτό μετατράπηκε σε χώρο συνάντησης των καταφρονεμένων, το αντελήφθηκε η χωροφυλακή και άρχισαν οι επισκέψεις. Έτσι, στις 10/08/1947 το καφενείο παραδίδεται πάλι στο Δήμο και αηδιασμένος δημοσιεύει επιστολή διαμαρτυρίας στον ΠΡΩΤΟΠΟΡΟ, όργανο του ΕΑΜ, την επομένη (14/08/1947 αρ. φύλλου 533)[16].

Με την εφαρμογή του νόμου 509 που έθεσε το ΚΚΕ και τις ΕΑΜογενείς  Οργανώσεις εκτός νόμου και την υλοποίηση του δόγματος Τρούμαν, εντείνονται οι συλλήψεις, η τρομοκρατία, οι εκτοπίσεις ΕΑΜιτών αντιστασιακών γενικεύονται από τις αστυνομικές δυνάμεις και τους παρακρατικούς ταγματασφαλίτες.

Η Χίος –σε αντίθεση με τ’ άλλα δυο νησιά (Σάμο, Λέσβο) που είχαν οργανωμένη πολιτική, στρατιωτική καθοδήγηση, για να δημιουργήσουν το ΔΣΕ– είχε αδύνατο αντιστασιακό κίνημα και δυστυχώς υπαγμένο στο στρατηγείο Μέσης Ανατολής μέχρι το Μάη του ‘44 και με την τότε ηγεσία του Κόμματος να επιδιώκει στο πλαίσιο της γενικότερης κατεύθυνσής του τη συμφιλίωση με τις αστικές δυνάμεις, για να αποφευχθεί η αιματοχυσία στο νησί (άρθρα από ΠΡΩΤΟΠΟΡΟ και ΕΜΠΡΟΣ).[17]

Το Σεπτέμβρη του 1947  στο Βροντάδο της Χίου το Κόμμα πραγματοποίησε σύσκεψη με μέλη και στελέχη του, όπου αναλύθηκε η απόφαση της 3ης Ολομέλειας του Κόμματος, παρουσία του Χαράλαμπου Κανόνη, υπεύθυνου Περιφερειακής Οργάνωσης Αιγαίου του ΚΚΕ από τη Μυτιλήνη, του Πέτρου Ανδριώτη από την Ικαρία και σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες του Βασίλη Μπαρτζιώτα καθαιρέθηκε η μέχρι τότε ηγεσία της Ν.Ε. Χίου (Κουβάλας, Λοίζος, Γιακουμής)[18].

Την ηγεσία της Ν.Ε. ανέλαβαν οι: Μιχάλης Βορριάς γραμματέας Ν.Ε., Γιώργης Μαυράκης, υπεύθυνος της ομάδας ανταρτών του ΔΣΕ, του παράνομου μηχανισμού ο Δημήτρης Ευαγγελινός. καθοδήγηση μαζί τους ήταν ο Παντελής Πανέρης και Παντελής Πρίνιας, υπεύθυνος διαφώτισης και έκδοσης των εφημερίδων Πρωτοπόρος της Ν.Ε του ΕΑΜ και ΕΜΠΡΟΣ της Ν.Ε του ΚΚΕ ήταν ο Μιχάλης Βατάκης, φιλόλογος από το Θολοποτάμι, και ο Φώτης Αγγουλές με δημοσιογραφικές γνώσεις και τύπωσης εφημερίδων.

Στόχος του Κόμματος και του καθοδηγητή Χαράλαμπου Κανόνη ήταν η ανασυγκρότηση των κομματικών οργανώσεων, το στήσιμο του Δ.Σ.Ε. με αντάρτικες ομάδες και οπλισμό, η εξεύρεση εφεδρειών κάτω από δύσκολες συνθήκες και άγριες τρομοκρατικές επιθέσεις, που οδηγούσαν στον εμφύλιο με τις ευλογίες της μοναρχοφασιστικής κυβέρνησης και των ντόπιων υποταχτικών της.

Ο ένοπλος εμφύλιος στη Χίο ήταν σύντομος, κράτησε μόλις τέσσερις μήνες (Δεκέμβρης 1947–Μάρτης 1948), με συμπλοκές της αντάρτικης ομάδας στην Κυδιάντα, στην Αχλάδα, στην Παρπαριά, στο κτήμα Λυκιαρδόπουλου, μέχρι τη δολοφονία του Κανόνη στην Κλειδού- Βροντάδος στις 29/03/1948.

Τη νύχτα της 29ης Μάρτη 1948 ισχυρή αστυνομική δύναμη με επικεφαλής το Μοίραρχο Παντελίδη, περικύκλωσε το σπίτι του Ζαννή Αθηναίου στην περιοχή Παντελάκη του Βροντάδου.

Στη Φουντάνα (δεξαμενή συγκέντρωσης νερού τριών – τεσσάρων μέτρων) ενός ερημωμένου σπιτιού, η οποία βρισκόταν δίπλα στο σπίτι του Ζαννή Αθηναίου, οι Σωκράτης Σαριγιάννης, Σταμ. Παραδείσης και Σωτήρης Γλύκας είχαν σκάψει μια σήραγγα έξι – εφτά μέτρων, μέχρι την κουζίνα του σπιτιού του Ζαννή Αθηναίου, ώστε να χρησιμοποιηθεί σαν ασφαλής δίοδος με το σπίτι.

Εκεί, με τη συμβολή της οικογένειας Ζαννή Αθηναίου και τη βοήθεια της οργάνωσης, είχε μεταφερθεί κομμάτι – κομμάτι ένα μικρό χειροκίνητο τυπογραφείο και οι κάσες με τα στοιχεία του. Επί τέσσερις μήνες περίπου μέσα στη Φουντάνα, οι σύντροφοι Φώτης Αγγουλές και Μιχάλης Βατάκης, κάτω από άθλιες συνθήκες (ανήλιο, υγρασία και κρύο με αποτέλεσμα να τους προκληθούν σοβαρά προβλήματα υγείας, φυματίωση και πνευμονία) έβγαζαν τον παράνομο κομματικό τύπο, ΕΜΠΡΟΣ και ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ. Σ’ αυτό το σπίτι έμεινε επίσης ο Χαράλαμπος Κανόνης, καθώς και οι Βασίλης Μπαρτζιώτας και Κώστας Θέος, όταν πέρασαν από τη Χίο.

Οι χωροφύλακες Αντωνόπουλος και Τσουκαλοχωρίτης εισήλθαν για έρευνα στο σπίτι και ανακάλυψαν την κρύπτη που οδηγούσε στη σήραγγα και δι’ αυτής στη Φουντάνα. Έτσι συνελήφθησαν στη Φουντάνα οι Μιχάλης Βατάκης και Φώτης Αγγουλές.

Η σύλληψή τους έγινε, αφού εξαρθρώθηκε σιγά- σιγά σημαντικό κομμάτι του παράνομου μηχανισμού.[19]

Όταν τους συνέλαβαν, ο μοίραρχος Παντελίδης είπε στο Φώτη:

–Βλέπεις, Φώτη, ο κόσμος σε αποδοκιμάζει. Και με την παροιμιώδη ετοιμολογία του ο Φώτης του απάντησε :

–Φαντάσου χάλι που θα γινόντανε, αν εμείς σε κουβαλούσαμε εσένα.[20]

«Με το πλοίο “Σοφία Τόγια” και υπό ισχυράν αστυνομική δύναμις οι κατηγορούμενοι εις ένοπλον κομμουνιστικήν ανταρσίαν  εν νήσω μας μεταφέρονται εις Αθήνα, όπου πρόκειται δικασθώσι υπό του εκεί έκτακτου στρατοδικείου (27-04-1948 ΠΡΟΟΔΟΣ).» [21]

Οι 56 συλληφθέντες κομμουνιστές, μεταξύ των οποίων και ο Φώτης Αγγουλές, μεταφέρονται στα ξερονήσια Γιούρα (από τα Γιούρα μεταφέρθηκε πριν τη δίκη στο νοσοκομείο στη Σύρα, γιατί ήταν πολύ άρρωστος)[22] και Μακρόνησο και στη συνέχεια στις φυλακές Αβέρωφ. Στη Σύρα πήγε και τον είδε μια ηλικιωμένη και ψυχωμένη Αλληλεγγίτισσα, η κυρία Αντωνία, του συνοικισμού Ζωγράφου, που της είχε πεθάνει μια μοναχοκόρη αντάρτισσα, ο μοναχογιός της στη Μακρόνησο, αλλά η καρδιά της βουνό, και μας έφερε νέα του. [23]

Από τα πρακτικά του εκτάκτου στρατοδικείου λίγα λόγια:

«Την πρωίαν 29 Ιουλίου 1948 επί της οδού Σανταρόζα αίθουσα πρωτοδικείου Αθηνών ήρχισεν η δίκη των Χιωτών στασιαστών ενώπιον του έκτατου στρατοδικείου. δια του υπ’ αρ. 560/48 εγκλητήριον του επιτρόπου του εκτάκτου στρατοδικείου Αθηνών παραπέμπονται οι κάτωθι…» [24]

Στις 13-08-1948 η απόφαση του στρατοδικείου είναι 12 εις θάνατο, 21 ισόβια και ο Φώτης Αγγουλές 12 χρόνια. Κατά την ώρα της απόφασης, σύμφωνα με μαρτυρία του Διαμαντή Γεωργούλη[25], ο Φώτης απάγγειλε ποίημα για την Ελλάδα δηλώνοντας ότι δεν είναι προδότης. Οι τοπικές εφημερίδες (ΠΡΟΟΔΟΣ, 2-08-1948/16/08-1948, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 1-08-1948/16-08-1948και ΝΕΑ ΧΙΟΣ, 18/08/1948) γράφουν για τη δίκη-καταδίκη των κομμουνιστών.

«Στις 20-08-1948 στο συνήθη τόπο εκτελέσεων στο Γουδή, εκτελέσθηκαν οι Παντελής Γεωργούλης του Χρήστου, 32 χρονών, γεωργός απ’ τη Συκιάδα, ο Κώστας Ζερβός του Μιχαήλ, 25 χρονών, ναυτεργάτης απ’ τα Καρδάμυλα, ο Ιωάννης Τράτσης του Στεφάνου, 25 χρονών, υδραυλικός εκ Αγρελωπού Λαγκάδας, ο Ισίδωρος Πλακωτάρης του Δημητρίου, 27 χρονών, υποδηματεργάτης έγγαμος από το Κάμπο, ο Γεώργιος Τσουκαλάς του Χριστοφόρου, 26 χρονών, άνεργος από το Ριζάρι, ο Δημήτρης Ψιακής του Ιωάννη, 24 χρονών, μανάβης από το Σίφι Κοφινά, ο Μιχάλης Βατάκης του Πέτρου, 35 χρονών, φιλόλογος από το Θολοποταμίου, ο Κώστας  Καραμαϊλής του Προδρόμου, 22 χρονών, ναυτεργάτης εκ Οινουσσών, ο Κων/νος Ξύδας του Αντωνίου, 52 χρονών, κηπουρός από το Κάμπο, ο Γεώργιος Κωσταλος, του Ζωρζή, 27 χρονών χτίστης από τη Χίο, ο Μάρκος Τζιώτης του Δημητρίου, 26 χρονών, επιπλοποιός από το Βροντάδο και ο Νικόλαος Ξενάκης του Γεωργίου, 32 χρονών, ιερέας, έγγαμος από το Αυγνώμα.

Τα δυο αδέρφια Παντελής και Διαμαντής Γεωργούλης και Ιωάννης και Δημήτρης Τράτσης διάλεξαν ποιοι θα εκτελεσθούν και ποιοι θα ζήσουν. »

Ξεκινάει ο Γολγοθάς του Φώτη Αγγουλέ, αν και έγινε κινητοποίηση από διανοούμενους και καλλιτέχνες για τη σωτηρία του στη δίκη.

Το 1948 μεταφέρεται στις φυλακές του Ναυπλίουστην αναθεώρηση της δίκης  δεν πήγε ο φίλος δικηγόρος του που τον υποστήριζε.

Μεταφέρθηκε το καλοκαίρι του ’48 στα Βούρλα και στη συνέχεια στην Κόρινθο μαζί με το σύντροφο Γιώργη Σιδέρη. Με τους σεισμούς του ’53 βρέθηκε στην Κεφαλονιά. Μεταφέρθηκε, από το φόβο μη δραπετεύσουν οι κρατούμενοι, στις φυλακές Αλικαρνασσού στη Κρήτη.

Το 1954 βρίσκεται στις φυλακές Αλικαρνασσού της Κρήτης στο ίδιο κελί μ’ ένα Γιώργη απ’ τη Μάνη, το Νίκο απ’ τη Μυτιλήνη, τσοπάνη στο επάγγελμα, τετράκις εις θάνατο, και τον Ευστάθιο Λιάρο, αχθοφόρο απ’ τον Πειραιά.

Το 1954 επιστρέφει πάλι στην Κεφαλονιά συγκρατούμενος με το σύντροφο Γιώργη Σιδέρη (ο Γιώργης Σιδέρης χρεώνεται από την κομματική επιτροπή της φυλακής να συγκεντρώνει τα ποιήματα του Φώτη, γιατί έγραφε συνεχώς σε χαρτάκια και πακέτα τσιγάρων και τα πετούσε). Κάποια στιγμή ο Φώτης του φωνάζει: « Κοίτα, ρε κουτσέ, μη σου φύγει τίποτα!», προφορική μαρτυρία του συντρόφου Γιώργη Σιδέρη.

Την ίδια χρονιά μεταφέρεται στο νοσοκομείο Άγιος Παύλος για την εγχείρηση στομάχου. Τον ξαναγυρίζουν πάλι πίσω, βιώνει νέες κακουχίες και κατατρεγμούς, που κλονίζουν υπερβολικά την υγεία του.

Το 1955 μεταφέρεται στις φυλακές της Κέρκυρας, απ’ όπου αποφυλακίζεται το 1956, αφού είχε εκτίσει τα 2/3 της ποινής του – 8 χρόνια.

Γυρίζει στη Χίο σε άθλια οικονομική κατάσταση και με την υγεία του σε φθίνουσα πορεία. Οι αδελφές του τον βοήθησαν, όσο μπορούσαν.

Το 1957 μεταφέρεται στο νοσοκομείο με φυματίωση, όπου γιατρεύεται.

Το 1958 γυρίζει στη Χίο και δυσκολεύεται ν’ αναγνωρίσει τον τόπο και τον κόσμο. Συνεχίζεται το κυνηγητό από τη βασιλική χωροφυλακή Χίου. Οι χωροφύλακες στο κατόπιν του …. Δεν τον αφήνουν λεπτό μονάχο, τον ακολουθούν ακόμα και σε εξόδους του εκτός πόλης. Είναι χαραχτηριστική η φωτογραφία στο Νεχώρι, όπου, όπως έλεγε αστειευόμενος στους φίλους του: «Ο Φώτης και η προσωπική του φρουρά»[26]. Τον βοήθησαν φίλοι του και δούλεψε στο τυπογραφείο του Χιακού Λαού κι έβγαλε βιβλιάριο ΙΚΑ, για να έχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Η ασφάλεια, οι παρακρατικοί και οι τραμπούκοι της δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί. Στόχος τους: να υπογράψει δήλωση. Αυτός κάθε μέρα μπροστά τους ατάραχος, το στόμα του κλειστό, άφωνος. Ενδεικτικό της κατάστασής του το γεγονός ότι,  κι όταν ακόμη του ζητήθηκε να υπογράψει ένα χαρτί του ΙΚΑ, αρνήθηκε πιστεύοντας ότι τον παραπλανούσαν να υπογράψει δήλωση.

Πολύ τον στεναχωρούσε που ταλαιπωρούσε τις αδερφές, τους συγγενείς, τους γειτόνους, τους φίλους. Ίσα-ίσα καλημέριζε τη γειτονιά και τραβούσε για το λιμάνι. Προσπαθούσε να επιζήσει πότε πουλώντας ψάρια, που του δίναν φίλοι να μεταπουλήσει για χαρτζιλίκι, τούτο δε έπεφτε στο ρεφενέ για ρακί. Του άρεσε πάντα το πιοτό. Τελικά δεν είχε άλλη απόλαυση. Δεν ήταν και λίγες οι φορές που βρέθηκαν τραμπούκοι και φασίστες, που τον χτύπησαν, τον λοιδόρησαν, τον έβρισαν και τον περιφρονούσαν.[27]

Τότε το 1958 μάζεψε τα ποιήματα του που έλεγε σε παρέες φίλων και στα ταβερνάκια και τύπωσε την Πορεία μέσα στην νύχτα στο τυπογραφείο του Ζήσιμου.Επίσης έκδωσε στη Χίο το 1962 την ποιητική συλλογή Φουτζιγιάμα. (Πολύ αργότερα, το 1998, η Ν.Ε. Χίου βρήκε τα πρωτότυπα φύλλα που δεν είχαν δεθεί στο τυπογραφείο του Ζήσιμου και τα έδεσε με την ευγενική βοήθεια των τυπογράφων του Ζήσιμου.)

Το καλοκαίρι του 1963 έπαθε την αρρώστια των τυπογράφων, μολυβδίαση, και νοσηλεύτηκε σ’ ένα νοσοκομείο στα Μελίσσια. Αλλά και το μυαλό του είχε θολώσει πια. με τη φροντίδα της ΕΔΑ μπήκε σε μια ψυχιατρική κλινική στο Ελληνικό, όπου με τη φροντίδα του νοσηλευτικού προσωπικού και των αδελφάδων του άρχισε να συνέρχεται και να επικοινωνεί με τους γύρω του. Ήταν πολύ αρεστός, καλομίλητος και φιλικός.

Ξαναγυρίζει στη Χίο. Του είχαν βγάλει και μια σύνταξη μειωμένη των τυπογράφων.

Στο πλοίο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ στο διάδρομο της τουριστικής θέσης τη νύχτα  26 προς 27 Μάρτη του 1964 άφησε την τελευταία του πνοή φεύγοντας από Χίο προς Πειραιά.

Η νεκροψία έδειξε πνευμονικό οίδημα. Με φροντίδα της ΕΔΑ ταριχεύθηκε και στις 30 Μάρτη επέστρεψε συνοδεία συντρόφων και λογοτεχνών στη Χίο, όπου έγινε η κηδεία του στο νεκροταφείο της Παναγιάς της Λέτσαινας. Στη κηδεία του παρευρέθηκαν Ρίτσος, Θεοδωράκης, Γλέζος και πλήθος κόσμου καθώς και η φιλαρμονική του Δήμου.

Ο Φώτης Αγγουλές, δεν έκανε αυτόν τον αγώνα «από καθέδρας», ούτε παρίστανε τον οραματιζόμενο ποιητή. Μα σαν άλλος άνθρωπος, που μπορούσε να δει κάτι το σωστό και που πίστευε σ’ αυτό, έδινε το παράδειγμα της συνέπειας και της θυσίας. Βίωσε την προσφυγιά, ανεξίτηλη στη μνήμη του οι βομβαρδισμοί των ιμπεριαλιστών: το πέρασμα στη Χίο, τη διαμονή σε σχολεία, σε αποθήκες χαλάσματα….Η βιοπάλη: απ’ 7 – 8 χρονών κοντά στον ψαρά πατέρα του στην τράτα και στον Μπαλουχανά (ψαραγορά) και μετά στο τυπογραφείο της Ελευθερίας. Ο θάνατος της κ. Γαρυφαλιάς….Οι δεκαπέντε φυλακές που έζησε άρρωστος για μια δεκαετία, όπου πολλές φορές έφτασε μέχρι τον τάφο.Δέκα χρόνια φυλακή, με τόσες στερήσεις δεν αντέχονται, με ψεύτικα ιδανικά και υπολογισμούς.

Ο Φώτης Αγγουλές ποτέ δε διχοτόμησε την προσωπικότητά του σε ποιητή και άνθρωπο. Ήταν ο προλετάριος ποιητής, με τα ροζιασμένα χέρια και την τρυφερή καρδιά, που αγαπά με σιγουριά τη ζωή και τον κόσμο. Αντιμετωπίζει με ευθύνη και αδιαλλαξία τη βασανισμένη ζωή. Γι’ αυτό κι ένιωθε κοντά του, τους φίλους, τους συγγενείς, τους γειτόνους στους μαχαλάδες και τις ρούγες του νησιού. Τους παρατηρούσε μ’ ένα βλέμμα που ‘λεγε πολλά…

Η ασφάλεια πάλεψε να του αποσπάσει τη δήλωση. Αυτός ατάραχος …

Γι’ αυτό και οι συναγωνιστές του λένε ότι είχε επινοήσει ένα παιχνίδι με την Ασφάλεια. Ξεκινούσε απ’ το λιμάνι με τα πόδια, γύριζε στον Μπαλουχανά τα μανάβικα, τα καφενεία, τις γειτονιές για «να δει» γνωστούς και φίλους. Εκεί έπαιρνε χαρά και δύναμη. Να βρεθεί κοντά στ’ αγαπημένα του πρόσωπα και πράγματα.

Πίσω του ο χωροφύλακας…Λέγεται ότι κάποια φορά ένας απ’ αυτούς που ήταν άνθρωπος και προσπαθούσε απλά να επιβιώσει, κουρασμένος τον πλησίασε και του λέει: «Γιατί, ρε, Αγγουλέ, το κάνεις αυτό;» Και του απαντάει ο Φώτης: «Χρειάζεται καθαρό αέρα»!

Αυτός ήταν ο κομμουνιστής ποιητής Φώτης Αγγουλές.

Χίος, 19 Αυγούστου 2011
Γιώργος Αμπατζής


[1] Γιάννης Μουτάφης, Φώτης Αγγουλές. ο σατιρικός, λυρικός, ο αγωνιστής, Αθήνα 1985.

[2] Γιώργος Μπλάνας, Φώτης Αγγουλές, νυχτερινός τραγουδιστής, εκδ. Ηλέκτρα 2008, σελ. 13.

[3] Γιώργος Μπλάνας, Φώτης Αγγουλές, νυχτερινός τραγουδιστής, εκδ. Ηλέκτρα 2008, σελ. 18.

[4] Γιάννη Μουτάφη, Φώτης Αγγουλές. ο σατιρικός, λυρικός, ο αγωνιστής, Αθήνα 1985, σελ. 31-39.

[5] Γιώργος Μπλάνας, Φώτης Αγγουλές, νυχτερινός τραγουδιστής, εκδ. Ηλέκτρα 2008, σελ. 27-30.

[6] Η Πρόοδος, Καθημερινή Πολιτική Εφημερίς, 26 Μάη 1934, αριθμ. φύλλου 1879, σελ. 1.

[7] Η Πρόοδος, Καθημερινή Πολιτική Εφημερίς, 4 Ιούλη 1934, αρ. φύλλου 1910, σελ. 1.

[8] Γιώργος Μπλάνας, Φώτης Αγγουλές, νυχτερινός τραγουδιστής, εκδ. Ηλέκτρα 2008, σελ. 33-34.

[9] Γιώργος Μπλάνας, Φώτης Αγγουλές, νυχτερινός τραγουδιστής, εκδ. Ηλέκτρα 2008, σελ. 40-41.

[10] Γιώργος Μπλάνας, Φώτης Αγγουλές, νυχτερινός τραγουδιστής, εκδ. Ηλέκτρα 2008, σελ. 42.

[11] Γιώργος Μπλάνας, Φώτης Αγγουλές, νυχτερινός τραγουδιστής, εκδ. Ηλέκτρα 2008, σελ. 54.

[12] Διαμαντής Γεωργούλης, Νίκος Μπακοντούζης, προσωπικές μαρτυρίες.

[13] Διαμαντής Γεωργούλης, Βετεράνος του ΚΚΕ, προσωπικό αρχείο.

[14] Γιώργος Μπλάνας, Φώτης Αγγουλές, νυχτερινός τραγουδιστής, εκδ. Ηλέκτρα 2008, σελ. 71.

[15] Γιώργος Μπλάνας, Φώτης Αγγουλές, νυχτερινός τραγουδιστής, εκδ. Ηλέκτρα 2008, σελ. 69-70.

[16] Εφημερίδα Πρωτοπόρος, έκδοση Νομαρχιακής Επιτροπής Χίου του ΕΑΜ, φύλλο 553.

[17] Εφημερίδα Πρωτοπόρος, έκδοση Νομαρχιακής Επιτροπής Χίου του ΕΑΜ.

Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, έκδοση της Νομαρχιακής Επιτροπής Χίου του ΚΚΕ.

[18] Μαρτυρία Διαμαντή Γεωργούλη, στελέχους του Κόμματος.

[19] Εφημερίδα Αλήθεια, 3 Απρίλη 1998, φύλλο 1952, έτος 12ο“Αφιέρωμα στα 50 χρόνια από τον Εμφύλιο στη Χίο”, Γιάννης Αμπαζής.

[20] Μαρτυρία του Μεσανατολίτη Γιάννη Συρβίτη.

[21] Πρόοδος, 27-04-1948.

[22] Μαρτυρία Γιώργη Σιδέρη, Φώτης Αγγουλές, Μοχλός 1992, σελ. 252.

[23] Μαρτυρία Γιώργη Σιδέρη, Φώτης Αγγουλές, Μοχλός 1992, σελ. 252.

[24] Εφημερίδα Ελευθερία, φύλλο2-08-1948.

[25] Προφορική μαρτυρία Διαμαντή Γεωργούλη, στελέχους του Κόμματος.

[26] Μαρτυρία συναγωνιστή του Γιάννη Συρβίτη.

[27] Μαρτυρία συναγωνιστή του Γιάννη Συρβίτη.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: