Ο Δεσμώτης Φώτης Αγγουλές

Στο πολύχρονο ταξίδι του στις Φυλακές και τα Κάτεργα της Ελλάδας, ο Φώτης Αγγουλές συγκρούστηκε με την εκμεταλλευτική κοινωνία και πάντα κονταροχτυπήθηκε και ποτέ δε σταμάτησε να δημιουργεί, να αισιοδοξεί, για τη νίκη, για το ξεσκλάβωμα του Ανθρώπου.

Ξημέρωνε  30 Μάρτη 1948, από βραδύς είχε φύγει από τη γιάφκα του τυπογραφείου  ο Χαράλαμπος  Κανόνης, (μέλος της Περιφερειακής Επιτροπής Αιγαίου του ΚΚΕ) σε κακή  κατάσταση και τούτος, αφού τον ταλάνιζαν χίλιες δυο αρρώστιες από τις στερήσεις και το κυνηγητό, μεταφέρθηκε από τους συντρόφους σ’ άλλη γιάφκα, για να τον περιποιηθούν οι δικοί μας. 

Τυλίχτηκαν σε μια κουβέρτα  και έγειραν  να πάρουν έναν  ύπνο, μέχρι να τους καλέσει ο γείτονας, που κάθε πρωινό τους έδινε σινιάλο, κτυπώντας το σφυρί στο αμόνι του, ότι μια νέα ημέρα ξημέρωνε.

Αξημέρωτα, ακούστηκε από το βάθος της σήραγγας, που οδηγούσε στη Φουντάνα, η άγρια φωνή του μοίραρχου Παντελίδη, το παράνομο  τυπογραφείο του ΔΣΕ Χίου είχε αποκαλυφθεί, ο  Μιχάλης Βαττάκης, φιλόλογος – δημοσιογράφος απ’ το Θολό ποτάμι και ο Φώτης Αγγουλές,  τυπογράφος, απ’ το Φρούριο  κλήθηκαν  να παραδοθούν…  Κατάστρεψαν τα  απαραίτητα… 

Το χειροκίνητο τυπογραφείο και οι έξι κάσες  με τα  τυπογραφικά στοιχεία κατασχέθηκαν απ’ τη Χωροφυλακή, ως αποδεικτικό υλικό στο Στρατοδικείο. 1

Οι αντάρτες  τυπογράφοι του ΔΣΕ πήραν το δρόμο μαζί με άλλους 59 συναγωνιστές τους «την Κυριακή των Βαΐων 25 Απριλίου 1948,  με το πλοίο «Σοφία  Τόγια» υπό ισχυράν συνοδείαν, ως συμμετέχοντες  ενεργώς είς την ένοπλον  κομμουνιστικήν ανταρσίαν  εν τη νήσω μας. Ούτοι μεταφέρονται  εις Αθήνας  όπου πρόκειται  να δικασθώσιν  υπό του εκεί  Εκτάκτου Στρατοδικείου.» 2     

Ένας δρόμος μακρύς και δύσκολος ξεκινούσε…

Πρώτος σταθμός όπου μεταφέρονται οι Χιώτες κομμουνιστές, το Μάη του 1948,  το Μεταγωγών Αθηνών και  οι φυλακές  Βούρλων. Καθημερινά  οι συλληφθέντες αντάρτες οδηγούνται  για ανάκριση  στη Στρατιωτική Διοίκηση Πρωτευούσης, που στηριγμένοι στις αναφορές της Διοίκησης Χωροφυλακής Χίου, τους   παραπέμπει  στο Βασιλικό Επίτροπο του Έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών, στις 26-6-1948,  «γιατί προέκυψαν ενδείξεις, όπως στηριχθή  δημόσια επ’ ακροατηρίω κατηγορία  επί ταις κάτωθι πράξεις: Καθ’ απάντων των κατηγορουμένων  επί παραβάσει  των άρθρων 1 και 2  του Γ’ Ψηφίσματος , με αρχηγούς τους Β. Μπαρτζιώτα, Χ. Κανόνη και Π. Αντριώτη και τα άρθρα 57 και 109 του Κ.Π.Ν3

Οι υπόδικοι  αγωνιστές τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο, μέχρι την έναρξη της Δίκης, μεταφέρονται  στα ξερονήσια της Μακρονήσου και των Γιούρων. Ο  Φώτης Αγγουλές μεταφέρεται  στη Μακρόνησο.

Στις  29 Ιούλη του 1948  στις 12 το μεσημέρι ξεκινά στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών η Δίκη των ανταρτών του ΔΣΕ, στο νησί, με πρόεδρο τον αντισυνταγματάρχη Κυρκιλή Θ.  και στρατοδίκες  τους ταγματάρχες Δελαγραμμάτικα Μ. και Γκέκα Β.  και τους λοχαγούς Μπάμπαλη Κ. και Κοκοζύρη  Κ.  και Βασιλικό Επίτροπο το Στασινόπουλο. 

Το κατηγορητήριο βαρύ, που τους χαρακτηρίζει «ξενοκίνητους, προδότες και αιμοσταγείς», με στόχευση να ορθώσει ένα τείχος ανάμεσα στο λαό και τους  επιθυμώντας: «Να αποσπάσωσιν ένα μέρος έκ του όλου της επικρατείας και να ευκολύνωσι  τα προς τούτο τα τείνοντα σχέδια συνόμωσαν , διέγειραν στάσιν, κατήρτισαν  ενόπλους ομάδας  και έλαβον μετοχήν  είς τοιαύτας προδοτικάς ενώσεις…» 4 

Οι μάρτυρες κατηγορίας, ο νομάρχης Αντ. Σβώκος, ο μοίραρχος Παντελίδης, ο υπομοίραρχος της ασφάλειας Αλ. Ζορμπάς  κ.α. βυσσοδομούν  και προαναγγέλλουν- έχοντας τη στήριξη της παρακρατικής Εθνικής Οργάνωσης Χίου (Ε.Ο.Χ.) και του Μητροπολίτη Χίου Παντελεήμονα Φωστίνης- τις καταδικαστικές αποφάσεις. 

Η απόφαση του Στρατοδικείου βγήκε στις 14 Αυγούστου 1948 στις 4 τα ξημερώματα και έστελνε  13 αγωνιστές  κομμουνιστές στο εκτελεστικό απόσπασμα και την πλειοψηφία των υπολοίπων σε βαριές ποινές, με πολυετή φυλάκιση, ανάμεσα τους και ο Φώτης Αγγουλές ή Χονδρουδάκης, σε πρόσκαιρα δεσμά 12 ετών.  Οι μελλοθάνατοι και οι καταδικασθέντες οδηγούνται στις φυλακές Αβέρωφ  για την εκτέλεση των ποινών. Οι 12 κομμουνιστές  ανάμεσα τους και ο Μιχάλης Βαττάκης, εκτελέστηκαν στις 20 Αυγούστου 1948, στις 5. 45 π.μ,  στο Γουδί, όπισθεν του νοσοκομείου Σωτηρία. Ο παπά Νικόλας Ξενάκης εκτελέστηκε στις 6 Σεπτέμβρη 1948,  την  5ην πρωινή, στο Γουδί,  αφού η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας πήρε απόφαση αποσχηματισμού  του. 5 

Ο Φώτης Αγγουλές ή Χονδρουδάκης μαζί με  τους συγκρατούμενούς του παραμένει στις φυλακές Αβέρωφ από τον Αύγουστο μέχρι το Νοέμβρη του 1948 και  βιώνει την καθημερινή βία του αστικού συστήματος απέναντι στους ανθρώπους του λαού. 6   

Ο Φώτης, με τα  «μάτια»  της συνείδησής του αφουγκράστηκε κάθε στιγμή του αγώνα,  αφού ήταν   συνταξιδιώτης  του κάθε φυλακισμένου, γιατί  βίωνε  λεπτό προς λεπτό την προσπάθεια που κατέβαλε αυτός,  για να αρθεί στο ύψιστο στοιχείο του Ανθρωπισμού και της θυσίας.   

Κάθε βράδυ, σ’ όλες τις Φυλακές – Κάτεργα που πέρασε  εκείνα τα ματωμένα – πέτρινα χρόνια δέθηκε,  αγκαλιάστηκε, μοιράστηκε  το γύρω πόνο, που ξεχείλιζε από το κάθε κελί, το κάθε καγκελόφραχτο παραθυράκι, την κάθε πόρτα.  Ακούμπαγε τις ανοιχτές πληγές  του κορμιού και της ψυχής  του κάθε συναγωνιστή, σαν αδελφός, σα μάνα και αλάφρυνε τη δύσκολη στιγμή. 

Ταξίδευε νοερά μαζί τους, όταν έγερναν στα ράντζα τους  εκείνα τα σκληρά βράδια που ο θάνατος γυρόφερνε στο διάδρομο και χτυπούσε μία πόρτα- δύο πόρτες  κι όλο και κάποιοι  έφευγαν μαζί του, για να μην ματαγυρίσουν. Το βαρύ κλειδί  στριφογυρνά στην κλειδαριά… κάποιους θα πάρουν πάλι απόψε για εκτέλεση… Οι μελλοθάνατοι πιάνουν τα μικρά παραθυράκια των κελιών τους  και ετοιμάζονται να δώσουν τη μάχη, στο προσκλητήριο του θανάτου.

Στο διάδρομο ακούγονται τα βαριά βήματα των χωροφυλάκων, περνούν τα κελιά το ένα μετά το άλλο. Σταματούν  κι ανοίγουνε ένα…  Δεν λένε ποιόν θα πάρουν… τα δευτερόλεπτα περνάνε σαν χρόνος. Μία βουβή ησυχία, σαν απειλή. Δε μιλάνε για να επιτείνουν το μαρτύριο των αγωνιστών, που βγήκαν να προϋπαντήσουν το θάνατο! 

Εκείνοι ρωτούν: «Γιατί δε μιλάτε; Ποιόν θέλετε;»

Τελικά λένε ένα όνομα…κείνος ορθώνει το ανάστημα, αποχαιρετά τους συγκρατούμενούς του, διαβαίνει την πόρτα και ετοιμάζεται να πετάξει στην αιωνιότητα. Στα  παράθυρα κάθε κελιού τα μάτια των συντρόφων του, τον  ακολουθούν, του δείχνουν σεβασμό και αγάπη! 

Γειά σας, αδέλφια!  Βροντοφωνάζει.  Οι φωνές των συγκρατούμενων τον ακολουθούν, πάλουν την καρδιά του, δημιουργούν ηρωικό παλμό. 

Η κουστωδία των χωροφυλάκων ανοίγει κι άλλο κελί  και πάλι  απλώνεται  η παράξενη νεκρική σιγή, που την σπάει  η βροντερή – σταθερή φωνή του αγωνιστή «Γειά σας αδέλφια» και συγκλονίζει  τον αέρα της μουχλιασμένης φυλακής. 

Ανοίγουν κι άλλο κελί. Κι άλλο… Κι άλλο…

Ο Χάρος απόψε, σα να  ικανοποίησε τις άγριες  ορέξεις του.

Οι μελλοθάνατοι οδηγούνται στο κελί της  απομόνωσης. 

Η βραδιά  είναι βαριά και όλοι ξαγρυπνούν  συμπαραστεκόμενοι  σ’ αυτούς που σέρνουν πρώτοι το χορό.

Προτού καλά -καλά φέξει, απ’ το κελί της απομόνωσης ακούγεται μια στεντόρεια φωνή, που διαπερνά τη σιγαλιά της ησυχίας της ατμόσφαιρας, κάποιος απ’ τους μελλοθάνατους απαγγέλει  τον «Οδηγητή»:  «Δεν είμαι γω σπορά της τύχης…»

Όταν τελειώνει  παίρνει κι  άλλος το λόγο με νέα απαγγελία κι άλλος… κι άλλος  κι έτσι η νύχτα κλείνει τον κύκλο της.

Ένα καμιόνι  σταματά στον αύλειο χώρο της φυλακής, το κλειδί του κελιού στριφογυρίζει απ’ το σκληρό χέρι της κυρίαρχης  αστικής τάξης, ένας- ένας  οι αγωνιστές  σέρνουν το χορό της νιάς ζωής και ο Φώτης,  τους αποχαιρετά με το μοναδικό του τρόπο, την ποίηση. 

                                Μόνο η ψυχή σου

Χρόνια και χρόνια η φυλακή, σε παίδεψε σα στρίγγλα.
Αφ’ το χλωμό σου πρόσωπο  το γέλιο έχει σβηστεί,
μόνο η ψυχή σου ξάγρυπνη κι ολόρθη σε μια βίγλα.
Δε λέει να κουραστή.
Γιόμισε νύχτα το κελί αφ’ το μικρό φεγγίτη
κι εσύ, ούτε το κατάλαβες.  Πού νάχης ξεχαστεί;
Ποιες σε τραβούνε  ξωτικές, παράξενε εραστή;
Σαν τι να οραματίζεσαι μαρτυρικέ προφήτη;  7

Το καμιόνι τρέχει στους έρημους δρόμους της πόλης, με μοναδικούς θεατές τους προλετάριους, που τραβούν  για τη φάμπρικα  και που σκύβουν ευλαβικά,  μ’ ένα δάκρυ να κυλάει στο ρυτιδιασμένο τους πρόσωπο.

Η  πολιτική κατάσταση κρίσιμη, ο εμφύλιος πόλεμος μαίνεται απ’ άκρη σε άκρη της Ελλάδας,  οι κυβερνήσεις διαδέχονται η μια την άλλη, οι αναγκαστικοί νόμοι σφίγγουν τη μέγγενη στη ζωή του λαού και οι έγκλειστοι στις Φυλακές και τις Εξορίες τραβούν στο Γολγοθά τους.

Στο πολύχρονο ταξίδι του ο Φώτης Αγγουλές στις Φυλακές και τα Κάτεργα της Ελλάδας συγκρούστηκε με την εκμεταλλευτική κοινωνία  και πάντα  κονταροχτυπήθηκε και ποτέ  δε  σταμάτησε  να δημιουργεί, να αισιοδοξεί, για τη νίκη, για το ξεσκλάβωμα του Ανθρώπου.

Μετά τις Φυλακές Αβέρωφ «τράβηξε» για τα Ιόνια νησιά την Κεφαλλονιά το Δεκέμβρη του 1948 και έμεινε μέχρι τον Οκτώβρη του 1949.

Το Λαϊκό κόμμα, με πρωθυπουργό τον Κ. Τσαλδάρη, καθώς  και η  κυβέρνηση του συνασπισμού των Φιλελευθέρων, Λαϊκών  και άλλων μικρότερων κομμάτων  του και της Δεξιάς,  στη συνέχεια, με πρωθυπουργό το Θεμιστοκλή Σοφούλη  σκληραίνουν τη στάση τους απέναντι στους  εξόριστους και φυλακισμένους δημιουργώντας  σύγχρονα «Νταχάου»,  με απάνθρωπες μεθόδους βίας και τσακίσματος της ανθρώπινης αντοχής, με στόχο τον εξανδραποδισμό των συνειδήσεων τους και την  υπογραφή της Δήλωσης Μετάνοιας! 

Ο Φώτης το Νοέμβρη του 1949 μεταφέρεται στα Γιούρα στο «νησί του διαβόλου» και μένει μέχρι τις 5 Μάρτη του 1950, στο στρατόπεδο – στην εξορία αυτή συμπυκνώθηκε ό,τι πιο εγκληματικό  πραγματοποίησε ο Χιτλερικός Φασισμός και η αγγλοαμερικανική σύγχρονη βαρβαρότητα. Τα Γιούρα  αποτέλεσαν την πλήρη απομόνωση  των Δεσμωτών  και την  παράδοσή τους  στη θηριωδία  των δημίων τους, που εφάρμοσαν τις  πιο βάρβαρες μεθόδους, που σακάτεψαν, γέμισαν αρρώστιες, δολοφόνησαν  Ανθρώπους, που  η μόνη τους έγνοια ήταν να χτίσουν μια λεύτερη Ελλάδα. 

Η κατάσταση που βίωσε και ο Φώτης Αγγουλές αποτυπώνεται  στο σημείωμα των Δεσμωτών  στα Γιούρα στον πρόλογο του  όπου γράφουν: «…4 χιλιάδες σημειώματα δώσανε οι  κρατούμενοι  στο Γενικό Επιθεωρητή  Φυλακών Τριανταφυλλίδη  , όταν ήρθε  τον Απρίλη  του 1950( μόλις είχε φύγει ο Φ.Α.) στα Γιούρα.(…)  Σπαράζει η καρδιά σου μελετώντας  τα σημειώματα τούτα. Τόση Φρίκη  συγκεντρωμένη, ποτέ δε μπορούσες να το φανταστείς. Τόση τραγικότητα! Βλέπεις  χυμένα δάκρυα πάνω στο χαρτί, που διαβάζεις. Βλέπεις ιδρώτα να ’χει λούσει το χαρτί(…) Σ’ άλλα  φαίνονται ακόμα  και αίματα…» 8

Ο Φώτης μεταφέρθηκε απ’ τα Γιούρα  στις 6 Μάρτη 1950 στο νοσοκομείο της Σύρας, μιας  και ήταν βαριά άρρωστος, από τα βασανιστήρια, τις κακουχίες και την ολοήμερη εργασία, το περίφημο «κουβάλημα της πέτρας». Οι γιατροί πάλεψαν να τον σώσουν, αφού πάθαινε συχνές στομαχικές κρίσεις. Στη Σύρα παρέμεινε μέχρι τον Οκτώβρη του 1950. 9

Η κατάστασή του  όμως επιβαρύνθηκε σοβαρά και μεταφέρθηκε στον Πειραιά, στις Φυλακές Βούρλων, όπου τον  πήγαν  στο νοσοκομείο και παρέμεινε από το Νοέμβρη του ’50 μέχρι το Μάη του 1951.

Η επόμενη φυλακή ήταν στην Κόρινθο απ’ τον Ιούνη του 1951  μέχρι τον Γενάρη του 1953.

Και τον Φώτη  να αφουγκράζεται τη ζωή των Δεσμωτών και να την αποδίδει, με το ποίημά του: 

                                                       ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ

Τα κυπαρίσσια της φυλακής, μας  στοιχειώνουν.
Φυλαχτείτε απ’ τον ίσκιο τους.
Τα ακούμε τις νύχτες ν’ ανεμοδέρνονται  και να κλαίνε:
«Δέντρα  δεν είμαστε πια. Στα κλαδιά μας

Σταυρώσανε την Αλήθεια.
Στον ίσκιο μας βασανίσανε την  Αγάπη
Και κόψαν της Καλοσύνης τα χέρια.
Μια θλίψη πικραίνει τις ρίζες μας.
Σε τούτον τον ουρανό δεν υπάρχουνε άστρα.
Κάτι κίτρινες φλόγες  σαν από θειάφι μονάχα,
κάτι ύποπτα βλέμματα σαν πυρωμένα καρφιά
κι οι ατελείωτες νύχτες…
Εδώ η ζωή κι η ποινή, είναι ένα.
Κάθε μερόνυχτο που ξοφλάς αφ’ την καταδίκη σου,
Το αφαιράς από τη ζωή σου».
Έ, κυπαρίσσια, μην κλαίτε.
Όλοι  έχουνε από δυο διπλωμένα φτερά
και κανείς δε γυαλίζει τις χειροπέδες του.
Τα λιμάνια τους είναι σίγουρα,
Κοιτάξτε τους κυματοθραύστες,
Που τραγουδάνε απάνω τους οι φουρτούνες.
Κυπαρίσσια, μην κλαίτε… 10.

Στις Φυλακές των  Βούρλων το Φλεβάρη του 1953.

Και μετά στις Φυλακές της  Ακροναυπλίας τους μήνες Μάρτη – Απρίλη και Μάη του 1953.

Στη Φυλακή ο Φώτης (θυμάται ο συν εξόριστός του Γιώργος Σιδέρης) καταπιάστηκε: «να φτιάξει τεχνητές παπαρούνες από σύρματα και φλός. Έφτιαξε κάτι καινούργιο  στην τεχνική των τεχνητών λουλουδιών. Όταν τελείωσε ένα μπουκέτο, κάθισε στο στριποδένιο κρεβάτι του, με τα φτωχά στρωσίδια και κοίταξε στο παράθυρο  τις παπαρούνες του…»  Και έτσι που τις βλέπει ρίχνει τους στίχους του ποιήματος του:

                                                          ΠΑΠΑΡΟΎΝΕΣ 

Ένα μπουκέτο παπαρούνες,
φτιαγμένες από σύρματα και φλος,
αναστατώνουν την ψυχή μου.
Ο λογισμός ξαστέρωσε ο θόλος
κι έπεσε φως μεσ’ στο κελί μου.

                         …….

Ένα μπουκέτο πυρκαγιές,
ένα μπουκέτο χείλη,
ένα μπουκέτο ροδαμνιές,
σε τροπικό ένα δείλι.

                       ……

Μα πούνε η αγάπη;
Πνίγηκε στο μίσος και το ψέμα
και στο κελί μου φτάνουνε σπαρακτικές κραυγές
 κι οι παπαρούνες έγιναν ένα μπουκέτο από πληγές
και στάζουν αίμα…  11 

Τον Ιούνη του 1953  μεταφέρεται και πάλι στην Κεφαλλονιά όμως τον βρίσκει ο μεγάλος σεισμός  τον Ιούλη, που το νησί σείεται  συθέμελα και η φυλακή γκρεμίζεται… έτσι τους μεταφέρουν στις φυλακές της Αλικαρνασσού  Ηρακλείου από τις 18 Αυγούστου του 1953 μέχρι της 10 Νοέμβρη του 1953. 

Φυλακές Αβέρωφ στις 11  Νοέμβρη του 1953 και από κει μετά από μέρες – τραγικές και δύσκολες- πείστηκε η Διοίκηση των Φυλακών Αβέρωφ να μεταφερθεί στο νοσοκομείο  Άγιος Παύλος, για εγχείρηση στομάχου, αφού έκανε συνεχώς εμετούς, αδυνατώντας να δεχτεί οποιαδήποτε τροφή.

Η  πίστη του για  τη ζωή, καθώς και η αμέριστη στήριξη και αγάπη από τους συντρόφους και την οικογένειά του, και  από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, τον έκανε να παλέψει, για πολλούς μήνες, με την αρρώστια του και να συνέλθει, για να συνεχίσει το οδοιπορικό του στις φυλακές της χώρας.

Επόμενος σταθμός του η Κέρκυρα   στα τέλη του 1954         

      Ώρα καλή…

Ώρα καλή συνταξιδιώτες , ώρα σας καλή,
που φεύγετε αφ’ την άβυσσο  και για τον ήλιο πάτε,
την αλυσίδα μου κρατώ , μη σέρνεται και κρουταλεί,
ν’ ακούσω το τραγούδι σας, καθώς περνάτε.

                                     ……….

Βάλτε ρυθμό στο βήμα  σας και στο τραγούδι σας θυμό,
ξυπόλητοι περάσαμε  της δυστυχίας τον ποταμό
κι ήταν το ρέμα δυνατό και θυμωμένη η  Λάμια
κι είχε ριγμένα στο βυθό, κοπανισμένα τζάμια. 

                               ………

Ώρα καλή συνταξιδιώτες , ώρα σας καλή,
κεντώ στο μισοσκόταδο έναν ήλιο για κονκάρδα
την αλυσίδα μου κρατώ, μη σέρνεται και κρουταλεί,
απόψε που σταυρώνεται,   σαν το Χριστό  η Ελλάδα.

   Φυλακές Κέρκυρας, Απρίλης 1955. 12

Ο Φώτης  με  τα καιρικά στοιχεία της μέρας «χτίζει» το δράμα των εγκλείστων του μισαλλόδοξου καθεστώτος και υποδέχεται την Πρωτοχρονιά στις Φυλακές της Κέρκυρας.

                        ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1956

Κι εφέτος η Πρωτοχρονιά στη Φυλακή με βρίσκει
κι άδειο κανίσκι είν’ η καρδιά και μαύροι γύρω μου οι ίσκιοι.
Κι έτσι καθώς σε σκέφτομαι Χαρά που μού’ χεις λείψει,
μου σιγοτραγουδά η βροχή του σύννεφου η θλίψη. 13

Με το αποφυλακιστήριο στο χέρι τρέχει στα γραφεία της ΕΔΑ στην Αθήνα και σε λίγες μέρες παίρνει το πλοίο «Σοφία Τόγια» και φτάνει στο νησί του, τη Χίο. 

Η αποφυλάκισή του,  δεν φέρνει την πολυπόθητη  ειρήνη στην ψυχή του, αφού  είχε να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα υγείας και να συνεχίσει να παλεύει την αστική εξουσία, που  έδωσε την εντολή – σε καθημερινή βάση – να   συνεχίζεται  η παρακολούθηση, οι  διώξεις, τα εμπόδια να δουλέψει και  η κοινωνική  απομόνωση, αφού ο οποιοσδήποτε που τον καλημέριζε υφίστατο τον αστυνομικό έλεγχο.   

Όμως ο Φώτης Αγγουλές, βήμα το βήμα περπάτησε τους ίδιους δρόμους του Κάστρου, του Μπαλουχανά και ρίζωσε στις καρδιές των μεροκαματιάρηδων και των λιμενεργατών  όταν συναντιόνταν μαζί τους, μέσα στα ταβερνάκια της Πτωχειάς προκυμαίας και ανέβηκε το Δρόμο της  Αιωνιότητας. 

Το Αποφυλακιστήριο του Φώτη Αγγουλέ από τις Φυλακές της Κέρκυρας στις 23 Φλεβάρη 1957. 14

 

1.Εφημερίδα «Ελευθερία» α.φ.2090,31-3-1948,σελ.2.

2.Εφημερίδα «Ελευθερία» α.φ.2103,27-4-1948,σελ.2.

3-4.Αρχείο Στρατιωτικής  Διοίκησης της Πρωτευούσης, α.π. 1105/48,Ε.Υ. 700, 26/6/48, σελ.1,2,3,

5.Απόφαση 210/48 Έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών.

6.Γενικά Αρχεία  του Κράτους Αθηνών,  Βιβλίο Καταδίκων Φυλακών Αβέρωφ, α/α 517. 

7.ΦΩΤΗ ΑΓΟΥΛΕ, Πορεία μέσα  στη νύχτα. Τυπώθηκε στα τυπογραφεία της εφημερίδας» Χιακός Λαός»  τον Ιούλη του 1958,  σελ.64.

8.ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΑΠ’ ΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑ, Από τη ζωή των δεσμωτών αγωνιστών, κείμενα Ελλήνων λογοτεχνών, έκδ. «Λαϊκού Αγώνα» , Βουδαπέστη 1963, σελ. 35-36.

9.Αναμνήσεις Μιχάλη  Σιφναίου,  Καμίνια-  Σύρος, συν εξόριστος στη Μακρόνησο. 

10.ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ «  ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ» , ΜΕΛΕΤΗ, 5η έκδοση, ΜΟΧΛΟΣ 1992,σελ.159-160.

11.Ομοίως,σελ.161-162.

12.Ομοίως, σελ.  158.  —— ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΑΠ’ ΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑ, Από τη ζωή των δεσμωτών αγωνιστών, κείμενα Ελλήνων λογοτεχνών, έκδ. «Λαϊκού Αγώνα» , Βουδαπέστη 1963, σελ.101. 

13.ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ «  ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ» , ΜΕΛΕΤΗ, 5η έκδοση, ΜΟΧΛΟΣ 1992,σελ. 153.

14.Αρχείο Τριαντάφυλλου Μυλωνά, Χίος. Τον οποίο ευχαριστώ για τις ιστορικές τεκμηριώσεις του όσον αφορά την πορεία του Φώτη Αγγουλέ στις Φυλακές και τις Εξορίες.

                                                                                                                    Χίος  22 Μάρτη 2022

                                                                                                                       Γιώργης Η. Αμπαζής

                                                                                                                          Δάσκαλος

Κεντρική φωτογραφία: Ο Φώτης Αγγουλές πίσω από τα σίδερα φυλακής

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: