Κώστας Βάρναλης – Άφησε άσβεστο πίσω του το φως που πάντα καίει… (ΒΙΝΤΕΟ-ΦΩΤΟ)

Ο Βάρναλης έκανε το έργο του εμβατήριο μάχης και εφόδου. Στόχος του να βγάλει τον λαό από την αδράνεια και την παθητικότητα, να αφυπνίσει την εργατική τάξη και να τη βοηθήσει να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της ως τάξης που αυτή πρέπει να πάρει την εξουσία.

«Είμαστε μεις οι Μοίρες του εαυτού μας.
Βρήκαμε μόνοι την αλήθεια
όξω μας και βαθιά μας,
που μας δείχνει τον άγιο μας σκοπό,
σκοπό για μας εδώ στη Γη.
Ιδανικό, Συφέριο, Δίκιο
το Δίκιο της Δουλειάς και της Ζωής
ενάντια στην Κλοπή,
το δίκιο των Πολλών και των Αγνών
ενάντια στους ολίγους Δυνατούς,
τους Άνεργους και τους Φονιάδες»(«Το Φως που καίει», 1922)

Σήμερα συμπληρώνονται 47 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου κομμουνιστή ποιητή Κώστα Βάρναλη, του δημιουργού ο οποίος με την Τέχνη του υπηρέτησε εκείνη την Τέχνη που «δεν γελιέται ούτε γελάει, δεν στολίζει, μα ξεγυμνώνει».

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Κώστας Βάρναλης είναι ο ιδρυτής της επαναστατικής Τέχνης στη χώρα μας. Είναι ο πρώτος από τον κύκλο των ριζοσπαστικοποιημένων λογοτεχνών του καιρού του, επηρεασμένος σαφώς από την Οκτωβριανή Επανάσταση, που μετουσίωσε την κομμουνιστική ιδεολογία σε ποιητικό λόγο και ο πρώτος που προσπάθησε να επεξεργαστεί θέματα της αισθητικής και της κριτικής από μαρξιστική σκοπιά.

Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στις 26 Φλεβάρη 1883 στον Πύργο (Μπουργκάς). Το 1898 τελειώνει το Ελληνικό Σχολείο και συνεχίζει την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης. Το 1902 έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει φιλολογία και εκεί παίρνει μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα ως υποστηρικτής της Δημοτικής. Το 1904 δημοσιεύονται ποιήματά του στα περιοδικά «Νουμάς» και «Ακρίτας», ενώ το 1905 εκδίδεται η ποιητική του συλλογή «Κηρήθρες».

1912, στο Κράσι της Κρήτης. Κώστας Βάρναλης, Χαρίλαος Στεφανίδης, Νίκος Καζαντζάκης, Γαλάτεια Καζαντζάκη

Το 1908 παίρνει το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και ξεκινάει να εργάζεται στην εκπαίδευση. Εργάζεται για χρόνια ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Για βιοποριστικούς λόγους εργάζεται και ως δημοσιογράφος, ενώ από το 1910 ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση. Από το 1908 έως το 1918 δημοσιεύονται ποιήματά του σε πολλά περιοδικά.

Ο Κ. Βάρναλης, δάσκαλος της Γ’ Τάξης Ελληνικών στα Μέγαρα, το 1911

Το 1919 πηγαίνει στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολουθεί μαθήματα Φιλοσοφίας, Φιλολογίας και Κοινωνιολογίας. Από εκεί, τον Αύγουστο στέλνει και δημοσιεύεται στο περιοδικό «Μαύρος Γάτος» το ποίημά του «Προσκυνητής», ως «πρώτο άσμα» που υπόσχεται συνέχεια. Αυτή τη συνέχεια θα τη ματαιώσει, όταν υιοθετεί τις επαναστατικές ιδέες του Μαρξισμού, που τον διαμορφώνουν, όπως ο ίδιος λέει, σε αντιιδεαλιστή.

Παρίσι, 1923. Ο Κώστας Βάρναλης μαζί με τον Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα και τον Στρατή Ελευθεριάδη (Τεριάντ)

Το καλοκαίρι του 1921, στην Αίγινα, γράφει «Το φως που καίει», το οποίο εκδίδεται το 1922 στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας.

Το 1922 δημοσιεύει τους «Μοιραίους» στο περιοδικό της ΟΚΝΕ, «Νεολαία» και το ποίημα «Λευτεριά» στο περιοδικό «Μούσα». Το 1923 ξεκινάει η εθελοντική συνεργασία του με τον «Ριζοσπάστη». Με νέα υποτροφία ξαναφεύγει στο Παρίσι. Το 1924 επιστρέφει και διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία του Δημήτρη Γληνού.

Το 1925 εκδίδει τη μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική». Ενώ εργάζεται στην Παιδαγωγική Ακαδημία, τιμωρείται στις 23 Φλεβάρη με εξάμηνη παύση για προσβολή της Παναγίας και της πατρίδας στα έργα του «Το φως που καίει» και «Ο λαός των μουνούχων». Οι συγκεκριμένοι στίχοι του αποτέλεσαν την αφορμή για το ξέσπασμα των «Μαρασλειακών». Για τη συμμετοχή του στα «Μαρασλειακά», μετά τη λήξη της παύσης του, τιμωρείται με δυσμενή μετάθεση στα Χανιά. Επειδή δεν αποδέχεται τη μετάθεση, απολύεται οριστικά. Φεύγει για τρίτη φορά στο Παρίσι, απ’ όπου στέλνει ανταποκρίσεις στην εφημερίδα «Πρόοδος».

Το 1927 εκδίδεται η ποιητική σύνθεση «Σκλάβοι Πολιορκημένοι». Παράλληλα, συνεργάζεται, με θεωρητικά κείμενα, στο περιοδικό «Αναγέννηση» του Δ. Γληνού. Το 1928 ξεκινάει να γράφει λήμματα στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του «Πυρσού». Το 1929 παντρεύεται την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου.

Στις 3/6/1929 διαμαρτύρεται με κείμενο δημοσιευμένο στον «Ριζοσπάστη» για την εφαρμογή του Ιδιώνυμου στους φοιτητές.

Στις 13/12/1930 υπογράφει έκκληση διανοούμενων για τη σωτηρία των κομμουνιστών φαντάρων στο Καλπάκι.

Το 1932 εκδίδεται η «Αληθινή απολογία του Σωκράτη». Την ίδια χρονιά, μαζί με 29 ακόμα διανοούμενους, υπογράφει το Αντιπολεμικό Μανιφέστο.

Το 1933 επανεκδίδεται το «Φως που καίει» με ουσιαστικές βελτιώσεις.

Το 1934, ο Κώστας Βάρναλης ταξιδεύει στη Μόσχα, όπου μαζί με τον Δημήτρη Γληνό λαμβάνει μέρος στο Α’ Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων (17 Αυγούστου – 1 Σεπτέμβρη). Ο Βάρναλης μένει στην πόλη περίπου ένα μήνα, ζητώντας να επισκεφτεί πολλά μέρη, πέρα από τις εργασίες και τις εκδηλώσεις στο πλαίσιο του Συνεδρίου (στα άρθρα του αυτό αναφέρεται και ως Φεστιβάλ). Τα άρθρα που περιγράφουν τις εντυπώσεις του, δημοσιεύονται στα τέλη Σεπτέμβρη – αρχές Νοέμβρη στην εφημερίδα «Ελεύθερος Άνθρωπος» με τον γενικό τίτλο «Τι είδα εις την χώραν των Σοβιέτ».

Μόσχα, 1934. Ο Κ. Βάρναλης με τον Δ. Γληνό και τον Θ. Κανονίδη, στο Α’ Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων

Με τα έργα του «Φως που καίει», «Σκλάβοι πολιορκημένοι», «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη», «Ελεύθερος κόσμος», «Οργή Λαού», ο Βάρναλης γίνεται ο ποιητικός οργανωτής των διαθέσεων της εργατικής τάξης για «την κοινωνική της χειραφέτηση». «Προσπαθούμε να αισθητοποιήσουμε το “αύριο” του κόσμου. Κι αυτό το “αύριο”, με το να μην είναι ουτοπία μα ιστορική αναγκαιότητα, αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή της έμπνευσής μας και τη μεγαλύτερη ζωντάνια και δύναμη της τέχνης μας…».

Έκανε το έργο του εμβατήριο μάχης και εφόδου. Μακριά από αυτόν ότι σκοπός της Τέχνης είναι να μας εφησυχάζει, να μας κάνει απλά και μόνο να ξεχνιόμαστε. Ο Βάρναλης με το έργο του, με τη σατιρική και διεισδυτική του ματιά θέλει να συνειδητοποιεί ο ίδιος ο λαός την ανάγκη της αλλαγής, η ποίησή του να γίνει κίνητρο πράξης.

Στόχος του να βγάλει τον λαό από την αδράνεια και την παθητικότητα, να αφυπνίσει την εργατική τάξη και να τη βοηθήσει να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της ως τάξης που αυτή πρέπει να πάρει την εξουσία. «Αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς», γράφει στην «Μπαλάντα του Κυρ Μέντιου».

Το καράβι που μετέφερε εξόριστους στον Άη Στράτη. Στην κάτω σειρά, με τον μπερέ ο Δ. Γληνός και με την τραγιάσκα ο Κ. Βάρναλης

Γι’ αυτόν το λόγο, άλλωστε, με την ποίησή του δεν «χαϊδεύει», δεν εξιδανικεύει. Στο στόχαστρό του μπαίνει η μοιρολατρία, η «σκλάβα σκέψη», που τους την πλάσανε «οι δυνατοί». Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι «Μοιραίοι». Ούτε «δίνει λέξες παρηγόρια».

Σε όλο του το έργο ο βραβευμένος με το Βραβείο Λένιν ποιητής καταδεικνύει ότι οι αξίες των αστών έχουν παλιώσει και η εργατική τάξη είναι η μόνη προοδευτική κοινωνική δύναμη. Την καλεί για τη δική της έφοδο στους ουρανούς.

1959. Ο Κώστας Βάρναλης, στη Μόσχα, κατά την απονομή του «Βραβείου Λένιν για την Ειρήνη»

«Τη λεφτεριά δεν τη ζητάν με παρακάλια, τήνε παίρνουν,
με τα δικά τους χέρια, μοναχοί.
Αν δεν υπάρχει όξω από σένα, ούτε και μέσα στην ψυχή σου
έργο δικό της θα την βρεις.
Από τους λίγους, που την έχουν, πάρ΄ τη να τήνε δώσεις σ’ όλους,
μ’ όλους μαζί να τη χαρείς…
Της Ιστορίας το Νόμο ακλούθα πρώτος φωτεινά, δεν έχεις
Μοίρα δικιά σου για οδηγό.
Από τη Βία δε σε λυτρώνουν παρακάλια, καλοσύνη
και το ξετύλιμα τ’ αργό…».

902.gr

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: