Θέση και αντίθεση στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου

Για τον Γιάννη Ρίτσο η ζωή μας στον κόσμο είναι ένα έργο, όχι θεατρικό, είναι έργο ζωής, γεμάτο δράση για την επανάσταση και την αλλαγή. Η συμμετοχή μας σε αυτό το έργο ζωής είναι αναγκαία. Η τέχνη για τον Ρίτσο δεν διαφέρει από τη ζωή, αλλά μέσα από τη θέση – αντίθεση, είναι η εντατικοποίηση της ζωής για την αλλαγή της.

Του Γιώργου Ηρακλέους

Ο Γιάννης Ρίτσος πρωτοεμφανίζεται στη νεοελληνική ποίηση το 1935 με το “Τραγούδι της αδελφής μου”, όπου θρηνεί το οριστικό σάλεμα του νου της αδελφής του. Με τη δήλωση του κορυφαίου και εξάρχοντα της τότε νεοελληνικής ποίησης, Κωστή Παλαμά: «Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις», γνωρίζει την αποδοχή και την υπέρτατη έγκριση. Αργότερα (1936) με ένα άλλο επαναστατικό και βαθιά λυρικό ποίημα, τον “Επιτάφιο”, γίνεται πανελλαδικά γνωστός ανάμεσα στην εργατική τάξη, που πενθεί και οργίζεται για τον νεκρό καπνεργάτη Τάσο Τούση απ’ το Ασβεστοχώρι, διαδηλωτή της πρωτομαγιάς του 1936 στη Θεσσαλονίκη, που δολοφονήθηκε από την αστυνομία. 

Ο όρος “διαλεκτική” συναντιέται και στο παρελθόν α) σαν μέθοδος ερωταποκρίσεων στο Σωκράτη, που με τους διαλόγους του ορίζει μαζί με τον συνομιλητή του έννοιες σε μια πορεία από τον ατελή στον ολοκληρωμένο ορισμό τους β) στους σοφιστές σαν λόγος και αντίλογος (δισσοί λόγοι), σαν λεκτική θέση και αντίθεση απόψεων γ) στον Ηράκλειτο με την έννοια των συγκρούσεων. Κατά τη γνώμη του όλα γίνονται με τις συγκρούσεις και με τη σύνθεση των αντιθέτων στη φύση και στη ζωή. Τα αντίθετα δένονται με μια κρυφή διαλεκτική αρμονία. «Τα πάντα κατ’  έριν γίγνεται», «η ανηφόρα και η κατηφόρα ο ίδιος δρόμος είναι» γράφει ο “σκοτεινός” κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη φιλόσοφος από την Έφεσσο δ) στον Έγελο είναι η πορεία του πνεύματος στην τελειότητα μέσα από τη θέση αντίθεση σύνθεση της ιδέας που καθορίζει την ιστορία ε) ο Μαρξ αντιστρέφει στο επίπεδο της ύλης τη διαλεκτική του Εγέλου, της κίνησης δηλαδή, της άρνησης στην προηγούμενη υπόσταση και της εξέλιξης της ύλης, αλλά και στο επίπεδο της ιστορίας με μοχλό της την ταξική πάλη, η οποία οδηγεί στα ιστορικά, κοινωνικά και οικονομικά στάδια της ανθρωπότητας. 

Το μαρξιστικό διαλεκτικό σχήμα θέση – αντίθεση – σύνθεση εμφανίζεται ήδη από τις αναφορές και τους χειρισμούς του στο ελεγειακό εγκώμιο του Επιταφίου. Η μάννα είναι η εργατική τάξη, η αντίθεση στην εξουσία, τη βία και την καταστολή της αστικής που σκοτώνει τα παιδιά της εργατιάς και γιαυτό, η μάννα, αφού θυμάται και θρηνεί, καλεί τους εργάτες σε νέους αγώνες ταξικής ρήξης: «Γλυκέ μου εσύ δεν πέθανες, μέσα στις φλέβες μου είσαι / Γυιέ μου στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε». Το ποίημα κινείται διαλεκτικά στο σύνολό του από το θρήνο και τη σταύρωση (επιτάφιος του νεκρού Τάσου θρήνος) στην ανάσταση της εργατικής τάξης μέχρι την επανάσταση (αντίθεση).

Η διαλεκτική πορεία θέση – αντίθεση – σύνθεση κινείται στο έργο του Ρίτσου τόσο στο επίπεδο του ιστορικού χρόνου, όσο και στο πεδίο της ύλης (διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός). Πέρα από τον Επιτάφιο στο ίδιο σχήμα κινείται και η “Ρωμιοσύνη”, όπου το ελληνικό τοπίο (πέτρες, δέντρα, ορφανές ελιές) δένεται διαλεκτικά με τους αγωνιστές της αντίστασης. Και η ίδια η αντίσταση, στην οποία συμμετέχει και το ελληνικό τοπίο, είναι η αντίθεση στη θέση της υποταγής των ανθρώπων στο στον καπιταλισμό, το φασισμό και τους ξένους κατακτητές. Στο τέλος, «η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα», δηλαδή η εξέλιξη της κοινωνίας, του ανθρώπου, της ζωής με νόημα έρχεται σαν σύνθεση και προϊόν των ασίγαστων αγώνων που δικαιώνονται. 

Στον “Αφανισμό της Μήλος” πάλι, ο Ρίτσος καταγγέλλει τους κτηνώδεις ιμπεριαλιστές Αθηναίους, που δεν αφήνουν «ούτε λίθο πάνω στο λίθο», στο μικρό νησί της Μήλου, που θέλει να αποχωρήσει από την απάνθρωπη και τυραννική συμμαχία τους. Εδώ, ο αγώνας μπορεί να είναι καταδικασμένος, ωστόσο επιβάλλεται πάνω από όλα και προβάλλεται η επαναστατική ηθική του δίκιου του αδυνάτου που προτιμά το θάνατο από την υποτέλεια και την υποταγή στο δυνατό και άδικο.

Παντού στις ποιητικές τοιχογραφίες του Ρίτσου, πέρα από τους αγωνιστές της Αλβανίας, τους ανάπηρους, τους αθώους Αθηναίους, που πεθαίνουν από την πείνα, την αντίσταση, παντού στο πολύχρωμο και πολύβουο φόντο του, βρίσκονται οι εργάτες, που ανοίγουν έναν καινούργιο δρόμο για όλους. Μια σκάλα ενώνει για τον Ρίτσο το χειμώνα (βαρβαρότητα) με την άνοιξη (το σοσιαλισμό). Η σκάλα όμως αυτή δεν υπάρχει, δε λειτουργεί όσο «κρατάμε τα χέρια μας δεμένα και τα στόματα μπουκωμένα με σιωπή», γράφει ο Ρίτσος και προσθέτει «το υλικό που δίνω για να χτιστεί η σκάλα, ασήμαντο ίσως, είναι το τραγούδι, η ποίηση για την εργατική τάξη» (βλ. “Η τελευταία προ ανθρώπου εκατονταετία”). Εδώ καταδικάζεται η αδράνεια, η παθητικότητα των λαϊκών στρωμάτων και των πνευματικών ανθρώπων που αρνούνται τη συμμετοχή στους ταξικούς επαναστατικούς αγώνες και διστάζουν, όχι πάντοτε όμως.

Ο Ρίτσος της εξορίας

Εξακολουθεί να ανιστορεί σαν αντίθεση τα πάθη των εξόριστων συντρόφων του. Στην εξορία η φωνή του ωριμάζει με το “Τρακτέρ” και τις “Πυραμίδες”, την “Καντάτα για το Μακρονήσι” και άλλα. Το 1952 που επιστρέφει, γράφει την “Ανυπότακτη πολιτεία” και την “Ειρήνη”. Στην ανυπότακτη πολιτεία της Αθήνας, του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, με τους αγώνες «από δω ως τον ήλιο», υπάρχει πια ένας νέος ύπουλος εχθρός, που αλώνει συνειδήσεις για να αποτρέψει την αντίθεση στο σύστημα, ο πολιτισμικός ιμπεριαλισμός που μόνο ο Ρίτσος διορατικά βλέπει και αποδίδει σημασία στη δύναμή του να αλλοτριώνει και να αιχμαλωτίζει συνειδήσεις μέσα από την ψεύτικη μικροαστική ευζωία. «Πολιτεία μου, πολιτεία μου, οι επιγραφές σου δεν είναι πια ελληνικές, αμερικάνικες είναι». Είναι οι τρόποι ζωής, δυτικόφερτοι και οι παραισθητικές ρεκλάμες παραπλάνησης, ένα ακόμη όπλο στα χέρια του καπιταλισμού για τη χειραγώγηση των μαζών.

Στην “Ειρήνη” που την αφιερώνει στον Κώστα Βάρναλη, ορίζει ενυλωμένα το περιεχόμενό της στις απλές χαρές της καθημερινότητας: «Ειρήνη είναι η μυρωδιά του φαγητού το βράδυ» (φαγητό). «Τότε που το χτύπημα στην πόρτα σημαίνει φίλος» (σύντροφος ελευθερία). «Ένα ποτήρι ζεστό γάλα κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει» (υλικές και πνευματικές ανάγκες μόρφωση).

Ακόμα και στα αντιπολεμικά του ποιήματα π.χ. “Γράμματα από το μέτωπο”, ο Ρίτσος δεν είναι πασιφιστής, καλεί τους Έλληνες, Τούρκους, Βούλγαρους που δεν είναι εχθροί, αλλά έχουν τα ίδια ταξικά συμφέροντα, να στρέψουν τα όπλα στους τυράννους της αστικής τάξης, που τους εξαθλιώνει: «Ψέμματα λένε μάννα μου οι παπάδες, οι δάσκαλοι, το ράδιο, οι φυλλάδες / πως εχθροί μας είναι οι Τούρκοι κι οι Βουλγάροι, έτσι δε λένε μάννα στα χωριά; / κι εγώ τους νόμιζα άγριους σα θεριά / εμπρός λοιπόν ας ενωθούμε απέναντι σ’ αυτούς που μας σκοτώνουν για τη δική τους δόξα και μας κυβερνάν».

Η “Τέταρτη διάσταση” και ο επίλογος

Η “Τέταρτη διάσταση” αποτελεί την τελειότητα στην αισθητική αλλά και ιδεολογική έκφραση της κοσμοθεωρίας του Ρίτσου, τον διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό. Γιαυτό και επιχειρήθηκε από αστούς κριτικούς και ερμηνευτές να θεωρηθεί έργο τέλειο, που περιγράφει τη μοναξιά, τη φθορά του χρόνου και την υπαρξιακή αγωνία του ποιητή, μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και την μετέπειτα αποτυχία των θέσεών του στις οποίες δήθεν πίστευε. Επιχειρείται ο αποχρωματισμός του ποιητή από την κομμουνιστική του ταυτότητα και υπόσταση, ανέντιμα και αντιεπιστημονικά. Ό,τι είναι επικίνδυνο για την εξουσία, οι υπηρέτες της το παραχαράσσουν και το ενσωματώνουν στις κάλπικες καπιταλιστικές αξίες, θέσεις και επιβραβεύσεις.

Στη “Σονάτα υπό το σεληνόφως”, η γυναίκα με τα μαύρα είναι η διαλυμένη, παρακμασμένη αστική τάξη μες στο αραχνιασμένο ετοιμόρροπο νεκρό σπίτι της (οικοδόμημα θέση), από την άλλη ο βουβός νέος είναι η εργατική τάξη που ξυπνάει (αντίθεση), για να έρθει τελικά (η σύνθεση): η πολιτεία της εργατιάς με τα ροζιασμένα δάχτυλα, η πολιτεία του τίμιου ιδρώτα και της πραγματικής ανθρωπιάς (ιστορικός υλισμός). «Η πολιτεία του μεροκάματου, η πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της και μας αντέχει όλους στη ράχη της με τις μικρότητές μας, τις κακίες και τις έχθρες μας».

Στην “Τέταρτη διάσταση” ο Φιλοκτήτης δε παραδίνει τα νικηφόρα όπλα του στους Αχαιούς ιμπεριαλιστές, αρνείται πεισματικά (αντίθεση) και θα ήθελε να τα χρησιμοποιήσουν οι στρατιώτες, απλοί υπηρέτες κι εργάτες ενάντια σε Τρώες και Έλληνες κατακτητές-βασιλιάδες του πλούτου (αντίθεση) για να αλλάζουν τον κόσμο (σύνθεση). Ο Νεοπτόλεμος, που ήρθε να του τα ζητήσει, τελικά μετανιώνει και ζητάει την παρουσία του στην Τροία για να ανακαλύψουν τη ρυτιδιασμένη-γερασμένη Ελένη, κρυμμένη στα πέπλα της (οι κούφιοι στόχοι των πολέμων γερνούν). Έτσι, ο Νεοπτόλεμος και ο Φιλοκτήτης θα φτάσουν στην ουσία της ζωής, στον άνθρωπο του μέλλοντος. «Γι’ αυτή την ώρα, τουλάχιστον, μείνε κοντά μας, αυτό που μας χρειάζεται περισσότερο ακόμη κι από τα όπλα σου, είναι αυτά που πιστεύεις. Έλα· σε χρειαζόμαστε προπάντων μετά τη νίκη για τη νίκη».

Η Ισμήνη σε μιαν άλλη σύνθεση της “Τέταρτης διάστασης” προσπαθεί να γίνει η αντίθεση της Αντιγόνης, την κατηγορεί για υπερτροφικό εγωκεντρισμό, αδιαλλαξία, την αποκαλεί ανέραστη, που τη ζηλεύει για την ομορφιά της και που ό,τι κάνει, το κάνει από ματαιοδοξία και επιθυμία να κρύψει την ασχήμια και το άρρωστο “εγώ” της μέσα σε αγωνιστικές πράξεις: «Ποτέ σου δεν άφησες τον Αίμονα να σου αγγίξει το χέρι, ω αδελφή μου, ρύθμιζες τα πάντα με ένα πρέπει ή δεν πρέπει, πρόδρομος εκείνης της μελλοντικής θρησκείας όπου χώρισε τον κόσμο στα δυο (στον εδώ και τον πέρα), / που χώρισε το ανθρώπινο σώμα στα δυο, πετώντας το από τη μέση και κάτω. / Αν είχες ζήσει θα σε είχαν μισήσει για την πονηρή και ιταμή γενναιότητά σου. Γιατί το φόβο όλης της ζωής σου τον αντίστρεψες σε ηρωισμό και σε μιαν ευτελή αθανασία, αιώνια φοβισμένη τρομαγμένη από τη ζωή, πετρωμένη και αντιπαθητική, ντυμένη στα μαύρα. / Ο Αίμων πια φοράει το δικό μου φόρεμα και είναι μόνο δικός μου». 

Η φαντασία αντιστροφής του μύθου λειτουργεί και πάλι διαλεκτικά, γιατί εναντιώνεται στα πρέπει και τα καθωσπρέπει του συστήματος. Η Ισμήνη γίνεται αντίθεση από θέση στο μύθο, αν και ίσως, όσα λέει, κάποιους τους απωθούν. Έχουμε έτσι, ένα ποιητικό τέχνασμα διαλεκτικής αντιστροφής. Ο Γιάννης Ρίτσος συχνά αντιστρέφει τους μυθικούς κύκλους της ελληνικής μυθολογίας και τους χειρίζεται διαλεκτικά σαν αντίθεση στη θέση τους.

Επίλογος

«Λοιπόν αδελφοί μου, δεν χρειάζονται περσότερα, καταλαβαινόμαστε τώρα». Για τον Γιάννη Ρίτσο η ζωή μας στον κόσμο είναι ένα έργο, όχι θεατρικό, είναι έργο ζωής, γεμάτο δράση για την επανάσταση και την αλλαγή. Η συμμετοχή μας σε αυτό το έργο ζωής είναι αναγκαία. Η τέχνη για τον Ρίτσο δεν διαφέρει από τη ζωή, αλλά μέσα από τη θέση αντίθεση, είναι η εντατικοποίηση της ζωής για την αλλαγή της. Κατά την άποψή του ποιητή, η τέχνη και η ζωή είναι μία σύνθεση αντιθέτων, αλλά ούτε η τέχνη ούτε η ζωή μπορούν να ανθίσουν, αν οι υλικές-φυσικές δυνάμεις που οδηγούν στη σύνθεση παρεμποδίζονται από τη θέση ή την εμμονή στο επαναστατικό αλάθητο, το δόγμα, την έλλειψη συνείδησης και οράματος (βλ. ομιλία του ποιητή στη Θεσσαλονίκη, μετά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα, το 1986). Η τέχνη είναι αντίθεση της ζωής γιατί, άλλοτε την εξιδανικεύει, άλλοτε την παρουσιάζει με υπερβολές ή επικρίσεις. Γι’ αυτό δεν μπορεί να υποκαταστήσει ή να ανατρέψει μια ζωή ολοζώντανη, όπως γράφει και συνομολογεί και ο Audin, «να γίνει η τέχνη δεν μπορεί της κοινωνίας η μαμή».  

Τέλος, σύνθεση είναι η πραγμάτωση της ουσίας της ζωής μετά τη διαφωνία, που δημιουργικά ενώνεται με τη θέση. Σύνθεση είναι η ίδια η πραγματικότητα της ζωής σε εξέλιξη, που τραβάει την ανηφόρα και όχι μόνο με σημαίες και ταμπούρλα. 

Γιώργος Ηρακλέους
φιλόλογος

Βιβλιογραφία

Στέφανος Διαλησμάς, Εισαγωγή στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Επικαιρότητα, 1981.

Γιώργος Ηρακλέους, “Ερμηνείες και παρερμηνείες για την Τέταρτη διάσταση”, Αφιέρωμα στο περιοδικό Θέματα Παιδείας, τεύχ. 37-38/Άνοιξη- Καλοκαίρι 2009 και στο Γιάννης Ρίτσος: πάντα παρών στο κάλεσμα της εποχής: Επιστημονικό Συνέδριο, 21-22.11.2009, διοργάνωση ΚΕ του ΚΚΕ, Σύγχρονη Εποχή, 2011.

Γιώργος Ηρακλέους, “Ο ‘αποχρωματισμός’ του Γ. Ρίτσου στη σχολική λογοτεχνία” Αφιέρωμα “100 χρόνια Γιάννης Ρίτσος”, Ριζοσπάστης, ένθετο “7 Μέρες μαζί”, 3.5.2009. 

Σόνια Ιλίνσκαγια, Ο ποιητής και πολίτης Γιάννης Ρίτσος, Κέδρος, 1985. 

Κώστας Μπαλάσκας, Νεοελληνική ποίηση, Κείμενα-Ερμηνεία-Θεωρία, Επικαιρότητα, 1980.

Συλλογικό, Γιάννης Ρίτσος, μελέτες για το έργο του, Διογένης, 1975, σελ. 244.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: