«Στο υπόγειο» του Αργύρη Χιόνη υπάρχει ένα φως

Χιόνι σεντόνι άχραντο, ριγμένο ανέμελα πάνω στα στήθη, τους γοφούς και τους μηρούς της γης που παριστάνει τη νεκρή ενώ κοιμάται, κοιμάται και κυοφορεί εκρήξεις αρωμάτων και χρωμάτων και χυμών – χιόνι αραχνοΰφαντο σεντόνι που μ’ ένα τίποτε, με μιαν αχτίδα ήλιου σκίζεται κι αποκαλύπτει το καινούργιο θαύμα.

«Στο υπόγειο» του Αργύρη Χιόνη υπάρχει ένα φως

Ανέβηκα στο πιο ψηλό σημείο του σπιτιού μου, στην ταράτσα, για να ξεσκάσω λίγο από την κλεισούρα του υπογείου, να δω τ’ αστέρια, αλλά ήταν τόσο μακρινά που ένιωσα ότι βρισκόμουνα ξανά στο υπόγειο. Ναι, η ταράτσα μου ήταν το υπόγειο του ουρανού.

(…)

ΔΥΣΚΟΛΗ Η ΖΩΗ, κήπος που για να θάλλει θέλει αδιάκοπη φροντίδα: σκάλισμα και βοτάνισμα και πότισμα και ψέκασμα… Και με αμφίβολο, βεβαίως, αποτέλεσμα, αφού το λάθος το παραμικρό, μια ξαφνική αλλαγή στις καιρικές συνθήκες, ένας απρόσμενος εχθρός, ένα αόρατο παράσιτο, μπορούν να ακυρώσουν κάθε σου προσπάθεια και άκαρποι να μείνουνε οι κόποι σου.

Δύσκολη η ζωή κι απλούστατος ο θάνατος, αυτή η έρημος που τίποτε από σένα δεν ζητά, που περιμένει απλώς να την διανύσεις.

(…)

ΧΤΥΠΑΕΙ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ, χτυπάει και ξαναχτυπάει· δεν το σηκώνω, όχι, δεν πρόκειται να το σηκώσω-ποιος ξέρει τι καινούργιες συμφορές θα μου αναγγείλει; Πέθανε αυτός, πέθαν’ εκείνος, ο τάδε βηματίζει με βηματοδότη, ο δείνα δεν μπορεί το σπίτι του να βρει κι ο Ερυθρός Σταυρός τον ψάχνει. Είναι η γενιά μου που αρχίζει να θολώνει και να σβήνει. Έτσι που πάει το πράγμα, θα μάθω, σύντομα, και το δικό μου θάνατο από τηλεφώνου.

Χτυπάει το τηλέφωνο, χτυπάει και ξαναχτυπάει-δεν το σηκώνω, όχι· θα το βγάλω από την πρίζα, θα βγω από τον κατάλογο του ΟΤΕ· δεν πρόκειται να παραμείνω εγώ συνδρομητής θανάτων.

(…)

ΕΧΕΤΕ ΔΕΙ ΠΟΤΕ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟ ΑΕΤΟ σε κήπο ζωολογικό; Δείχνει ακόμη πιο γελοίος κι από κότα. Παραπατά, τρεκλίζει, κωλοκάθεται σα μεθυσμένος, και τα τεράστια φτερά του σέρνονται στις λάσπες σαν κουρελιασμένη ρεντινγκότα ξεπεσμένου ευγενούς. Το διαπεραστικό του βλέμμα που, από ύψη δυσθεώρητα, εντόπιζε τη λεία του στη γη, σκοντάφτει τώρα, πρεσβυωπικό, λίγα μονάχα εκατοστά από τα μάτια του, πάνω στο βρομισμένο χώμα. Και το ράμφος του (α, το φοβερό εκείνο ράμφος!) δεν σπαράζει πια σπαρταριστά θηράματα, τσιμπολογάει μόνο σάπιους κατιμάδες που του πετά με περιφρόνηση ο φύλακας, εν’ ανθρωπάκι που ποτέ δεν ονειρεύτηκε τα ύψη παρά μόνο ως εφιάλτη, που δεν μπορεί ν’ ανέβει ούτε δυο σκαλιά χωρίς να ζαλιστεί.

(…)

ΠΛΑΝΙΕΜΑΙ Σ’ ΕΝΑΝ ΕΡΗΜΟ, ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ ΚΗΠΟ. Ξερά κοτσάνια από τη γη προβάλλουν εκεί που, κάποτε, φυτρώνανε γαρίφαλα, ροδιές και ρόδα.

Παραίτηση παντού και παρακμή και θλίψη, θλίψη ανείπωτη, και, ξαφνικά, μια έκρηξη χαράς· ένα υπέροχο, αυθύπαρκτο, σκληρό, γενναίο γαϊδουράγκαθο που δε μοσκοβολά, δεν καλοπιάνει ούτε καλοπιάνεται, αλλ’ είν’ απλώς εκεί και λάμπει, λάμπει με τα χρυσεπικίνδυνα άστρα του, μέσα στον γκρίζο κήπο.

Μισώ τα επίθετα και ιδίως τα κοσμητικά, αλλά, πιστέψτε με, είναι αδύνατον να μην επαναλάβω ότι πρόκειται για ένα υπέροχο, αυθύπαρκτο, σκληρό, γενναίο γαϊδουράγκαθο, γιατί είναι πράγματι αυτό: ένα υπέροχο, αυθύπαρκτο, σκληρό, γενναίο γαϊδουράγκαθο που θάλλει μες στο θάνατο και πέρα απ’ αυτόν.

(…)

ΧΙΟΝΙ ΣΕΝΤΟΝΙ ΑΧΡΑΝΤΟ, ριγμένο ανέμελα πάνω στα στήθη, τους γοφούς και τους μηρούς της γης που παριστάνει τη νεκρή ενώ κοιμάται, κοιμάται και κυοφορεί εκρήξεις αρωμάτων και χρωμάτων και χυμών- χιόνι αραχνοΰφαντο σεντόνι που μ’ ένα τίποτε, με μιαν αχτίδα ήλιου σκίζεται κι αποκαλύπτει το καινούργιο θαύμα. (…)

Αποσπάσματα από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη «Στο υπόγειο» (εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2004).

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: