Νίκος Καρούζος – Ο ποιητής της μοναχικής στράτευσης

Ο Νίκος Καρούζος έγραφε σε ένα στίχο του πως “η μοναξιά δεν είναι απομόνωση, μα αντίθετα διαφεντεύει τη συλλογικότητα”, για αυτό κι επιλέγουμε να τον αποκαλέσουμε “ποιητή της μοναχικής στράτευσης”.

Ο Νίκος Καρούζος έγραφε σε ένα στίχο του πως “η μοναξιά δεν είναι απομόνωση, μα αντίθετα διαφεντεύει τη συλλογικότητα”, για αυτό κι επιλέγουμε να τον αποκαλέσουμε “ποιητή της μοναχικής στράτευσης”.

Γεννήθηκε σαν σήμερα στο Ναύπλιο, το 1926. Ο πατέρας του ήταν αντιστασιακός, ενταγμένος στο ΕΑΜ, ενώ και ο ίδιος ολοκληρώνοντας τις γυμνασιακές του σπουδές έγινε μέλος της ΕΠΟΝ, γλίτωσε τη σύλληψη και την εκτέλεση από τους Χίτες, γνώρισε όμως από νεαρή ηλικία το δρόμο της εξορίας στην Ικαρία και τη Μακρόνησο, για να απαλλαχτεί τελικά από τη στρατιωτική του θητεία για λόγους υγείας, χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Συνελήφθη μία ακόμα φορά στα χρόνια της χούντας, εξαιτίας των δηλώσεων που είχε κάνει εις βάρος του Παττακού.

Έστειλε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό της ΕΠΟΝ “Νέα Γενιά” κι είχε πλούσιο έργο ως το τέλος της ζωής του, μολονότι για ένα διάστημα αναγκαζόταν να προχωρήσει σε αυτοέκδοση της ποίησής του, χωρίς να βρίσκει εκδοτικό οίκο. Βραβεύτηκε με Κρατικά Βραβεία Ποίησης και Λογοτεχνίας, ενώ εργάστηκε στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, κάνοντας λογοτεχνικές εκπομπές.

Το 1989 διαγνώστηκε με την επάρατο νόσο και το Σεπτέμβρη του επόμενου χρόνου, άφησε την τελευταία του πνοή στο Νοσοκομείο Υγεία, αφήνοντας πίσω του ως παρακαταθήκη πλούσιο έργο. Κι όπως σημειώνει η Σοφία Αδαμίδου, υπάρχει μαζί μας, γιατί εκείθε, πέρα από την ολόφωτη σιωπή της αιωνιότητας, μας θυμίζει ότι «σε μια κραυγή της νύχτας όλοι συνυπάρχουμε κι ανασαίνουμε τρόμο».

Νίκος Καρούζος – ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

Ωραίος απ’ τη θύελλα της βιομηχανίας
αεροπόρος των ηλιόλουστων ημερών
μεγάλο δάκρυ
που κατεβαίνει ως τα χείλη
για να καίει τις αθάνατες Μαρίες
ο Βλαντιμίρ.
Ίσως έπρεπε πριν απ’ την ένδοξη ταφή
να φωτίζεται με προβολείς ο νεκρός του.
Ίσως αξίζει να τον βλέπουμε σαν καταρράκτη
ανάμεσα στην ορμή τ’ ουρανού και στα δάση.
Ίσως έπρεπε να διευθύνει κοσμοδρόμια.
Πάντως
μ’ αρέσει που έπιασε την παλιά Ρωσία απ’ τα μαλλιά
και την έστειλε στο διάβολο
θρυμματίζοντας μια κιθάρα στο κεφάλι της.
Μ’ αρέσει που δεν θα πεθάνει ποτέ
γιατί δεν ξεχώρισε τη συμφορά και την ποίηση.
Μ’ αρέσει που στάθηκε στο ύψος του ο Βλαντιμίρι
Αυτός είναι που έδινε στον Κουτούζωφ
τη μυστηριώδη δύναμη.
Αυτός είναι που σκύλιαζε πραγματικά
για το μέλλον. Αυτός
έλαμπε στην κατάλευκη ορμή του Ουλιάνωφ.
Απ’ την άγνωστη χαραυγή μας, απ’ τα σπήλαια,
έτσι δείχνουν τα πράγματα.
Η ζωή θα πρέπει να προχωρήσει μαζί του
ολάκερη καθώς τη χάρισε στην καρδιά των δικαίων.
Η ζωή θα χρειαστεί πάλι και πάλι τους χαρταετούς.
Απ’ το βαρύ του φέρετρο πετάγονταν
πυροτεχνήματα ψηλά στη νύχτα
κι απ’ τη βαθιά ειρήνη της σιωπής του
έβγαινε ο καπνός της μέσα μάχης. Ας είναι λοιπόν…
Ας είναι κι ο Βλαντιμίρ ένα σύμβολο
ανοιχτό στην ευτυχία.
Δεν ξέρω, βέβαια, τι είναι ευτυχία.
Γνωρίζω όμως τον αγώνα για δαύτη.
Δεν ξέρω τι κρύβει ο έρωτας. Γνωρίζω μονάχα
πώς είναι οι εξήντα τέσσερες άνεμοι.
Γνωρίζω πως είναι όλες οι ανατολές του ήλιου –
τέτοια τύχη
τέτοια τύχη!

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 146, Φεβρ. 1967)

Πέντε Ποιήματα μέσ᾿ το σκοτάδι.

(το πρώτο ποίημα)

Γυρίζει μόνος
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός
έλληνας.
Πάντα ο δρόμος μέσ’ στα μάτια του
κ’ η λάμψη απ’ τη φωτιά
που καταλύει
τη νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στα χέρια του κλαδί από ελιά
γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά
αισθάνεται
πως όλα χάθηκαν.
Μην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Μην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες.
Άνθη της λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου
στεφάνωσέ τον Άνοιξη
τον κλώθει ο θάνατος.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: