Πάμπλο Νερούδα: Είκοσι Ερωτικά Ποιήματα κι ένα Τραγούδι Απελπισμένο

Ένα μικρό βιβλίο νεανικών ποιημάτων έχει ξεπεράσει πολλά φημισμένα μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Και φυσικό είναι να προσπαθούν οι κριτικοί να εξηγήσουν το φαινόμενο της τεράστιας αυτής επιτυχίας.

Πάμπλο Νερούδα: Είκοσι Ερωτικά Ποιήματα κι ένα Τραγούδι Απελπισμένο

Τα Είκοσι Ερωτικά Ποιήματα κι ένα Τραγούδι Απελπισμένο, η δεύτερη συλλογή του Νερούδα εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1924, από τις εκδόσεις Νασιμέντο της Χιλής. Κάποια από τα ποιήματα δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά πριν την έκδοση του βιβλίου.

Ο τίτλος στην αρχή ήταν άλλος: Ποιήματα μιας Γυναίκας κι Ενός Άνδρα, αρχικά. Αργότερα Δώδεκα Ερωτικά Ποιήματα κι ένα Τραγούδι Απελπισμένο.

Πάμπλο Νερούδα: Είκοσι Ερωτικά Ποιήματα κι ένα Τραγούδι ΑπελπισμένοΗ έκδοση δεν ήταν εύκολη με δεδομένη την οικονομική ένδεια του ποιητή. Ο Νερούδα μνημονεύει τη βοήθεια που του πρόσφερε ο πεζογράφος και δραματουργός Εδουάρδο Μπάρριος, όταν τον συνάντησε στον Κάρλος Χεόρχε Νασιμιέντο, τον εκδότη του βιβλίου, ο οποίος του είπε αναγνωρίζοντας ότι το έργο είναι εκδόσιμο: πολύ καλά θα δημοσιεύσουμε το εργάκι σου.

Η κριτική δεν το εγκωμίασε αμέσως και ανεπιφύλακτα. Κάποιοι βρήκαν αρκετά ρητορικό και εγκεφαλικό τον τρόπο που εκφράζεται ο πόνος και η απελπισία στα ποιήματα. Ο Νερούδα  έφτασε να αρθρογραφήσει για να υπερασπίσει το έργο. Επιθέσεις δέχτηκε ακόμα και για το ποίημα 16, την παράφραση του Ρ. Ταγκόρ.

Μόνο μετά από οκτώ χρόνια, το 1932, επανεκδόθηκε, παίρνοντας την οριστική μορφή του. Και τα χρόνια αυτά είναι τα πιο δύσκολα στη ζωή του ποιητή, που μετά την έκδοση και από το 1927 ζει την ζωή του σχεδόν εξόριστος ως πρόξενος σε χώρες της Άπω Ανατολής.

Από την έκδοση του 1932 και μετά το βιβλίο γνώρισε αμέτρητες ανατυπώσεις και το 1961 δημοσιεύτηκε το εκατομμυριοστό του αντίτυπο. Λίγο πριν το θάνατο του ποιητή, το 1973, τα αντίτυπα είχαν φτάσει το διπλάσιο αριθμό. Περίπτωση μοναδική για τη λυρική ποίηση του ισπανόφωνου κόσμου, ίσως και όλου του κόσμου. Ένα μικρό βιβλίο νεανικών ποιημάτων έχει ξεπεράσει πολλά φημισμένα  μυθιστορήματα και συλλογές  διηγημάτων. Και φυσικό είναι να προσπαθούν οι κριτικοί να εξηγήσουν το φαινόμενο της τεράστιας αυτής επιτυχίας.

Πάμπλο Νερούδα: Είκοσι Ερωτικά Ποιήματα κι ένα Τραγούδι ΑπελπισμένοΚάποιοι αποδίδουν την επιτυχία στο γεγονός ότι το βιβλίο αποτελεί έκφραση των κοινών αισθημάτων της λατινοαμερικανικής νεολαίας. Άλλοι πιστεύουν ότι οφείλεται στον αισθησιασμό που εκφράζουν τα ποιήματα. Άλλοι επισημαίνουν πλευρές όπως η αγωνία στην έκφραση των ερωτικών αισθημάτων και ο συσχετισμός της γυναίκας με την ύλη και τη φύση. Η συλλογή όπως ήταν φυσικό έγινε αντικείμενο πολλαπλών αναγνώσεων, πολλές φορές ανταγωνιστικών και αντιτιθέμενων μεταξύ τους.

Δίνοντας το λόγο στον ίδιο τον ποιητή ας δούμε την απάντησή του για την πιο συχνή ερώτηση των αναγνωστών: «Πάντα με ρωτούν ποια είναι η γυναίκα  των Είκοσι Ποιημάτων, ερώτηση δύσκολη ν’ απαντηθεί. Οι δύο ή τρεις που συμπλέκονται σ’ αυτή την μελαγχολική και παθιασμένη ποίηση, αντιστοιχούν, θα λέγαμε στη Μαρισόλ και στη Μαρισόμπρα (Μαρία του ήλιου και Μαρία της σκιάς). Η Μαρισόλ είναι το ειδύλλιο της μαγικής επαρχίας με απέραντους νυχτερινούς αστερισμούς και σκοτεινά μάτια όπως ο υγρός ουρανός του Τεμούκο. Αυτή απεικονίζεται με τη χαρά και τη ζωηρή ομορφιά της σε όλες σχεδόν τις σελίδες, περιστοιχισμένη  από τα νερά του λιμανιού και από την ημισέληνο πάνω στα βουνά. Η Μαρισόμπρα είναι η φοιτήτρια της πρωτεύουσας. Μπερέ γκρι, μάτια απαλότατα, η σταθερή οσμή από αγιόκλημα του περιπλανώμενου φοιτητικού έρωτα, η φυσική γαλήνη των συναντήσεων πάθους στις γωνιές της μεγαλούπολης».

Πάμπλο Νερούδα: Είκοσι Ερωτικά Ποιήματα κι ένα Τραγούδι Απελπισμένο

Σήμερα γνωρίζουμε πως η εμπνεύστρια μεγάλου μέρους του βιβλίου είναι η Αλμπερτίνα Ασόκαρ, συμμαθήτρια του Νερούδα και αδελφή του φίλου του καθηγητή και συγγραφέα Ρουμπέν Ασοκάρ. Ένας ατελέσφορος έρωτας, για να επιτείνει το μυθικό στοιχείο γύρω από τη συλλογή.. (από τα Επιλεγόμενα της ελληνικής έκδοσης).

***

Το πρωινό είναι γεμάτο θύελλα
μες στην καρδιά του θέρους.

Σαν μαντήλια λευκά του χωρισμού ταξιδεύουν τα σύννεφα,
ο άνεμος τα σπρώχνει με τα ταξιδιάρικά του χέρια.

Αναρίθμητη καρδιά του ανέμου
πάλλοντας πάνω στη σιωπή μας την ερωτευμένη.

Βουΐζοντας μέσα στα δέντρα, ορχηστρικός και θείος,
σαν μια γλώσσα γεμάτη πολέμους και άσματα.

Άνεμος που φέρνει με γοργή κλοπή τη φυλλωσιά
και ξεστρατίζει τα παλλόμενα των πουλιών βέλη.

Άνεμος που τη σπάει σε κύμα με δίχως αφρό
σε ουσία δίχως βάρος, και σε φωτιές επικλινείς.

Θραύεται και συντρίβεται ο όγκος των φιλιών της
νικημένος στην πόρτα του ανέμου του θέρους.

***

Σε θυμάμαι όπως ήσουν το τελευταίο φθινόπωρο.
Ήσουνα το μπερέ το γκρι και η ήσυχη καρδιά.
Στα μάτια σου παλεύανε του δειλινού οι φλόγες.
Και τα φύλλα πέφτανε στο νερό της ψυχής σου.

Στα χέρια μου πιασμένη σαν το αναρριχητικό,
συλλαμβάνουν τα φύλλα την αργή φωνή σου κι ήσυχη.
Πυρά της έκπληξης όπου η δίψα μου καιγόταν.
Γλυκέ γαλάζιε υάκινθε πλεγμένε στην ψυχή μου.

Νιώθω να ταξιδεύουνε τα μάτια σου απ’ το μακρινό φθινόπωρο:
γκρίζο μπερέ, φωνή πουλιού, καρδιά σπιτίσια
όπου αποδημούσαν τα βαθιά τα θέλω μου
κι έπεφταν τα χαρούμενα φιλιά μου σαν τη θράκα.

Απ’ το καράβι ο ουρανός. Ο κάμπος απ’ τους λόφους.
Η θύμησή σου είν’ από φως, καπνό και ήσυχη λιμνούλα!
Πιο πέρα από τα μάτια σου καιγόντουσαν τα δειλινά.
Φύλλα ξερά του φθινοπώρου στριφογύριζαν στην ψυχή σου.

***

Για την καρδιά μου αρκεί το στήθος σου,
για την ελευθερία σου τα φτερά μου.
Από το στόμα μου θα φτάσει ως τον ουρανό
αυτό που ήταν κοιμισμένο στην ψυχή σου.

Σε σένα βρίσκεται η συγκίνηση της κάθε μέρας.
Φτάνεις σαν τη δροσιά στους κάλυκες.
Υπέσκαπτες με την απουσία σου τον ορίζοντα.
Αιώνια σε φυγή όπως το κύμα.

Είπα πως τραγούδαγες στον άνεμο
όπως τα πεύκα κι όπως τα κατάρτια.
Όπως αυτά είσαι ψηλή και λιγομίλητη.
Και θλίβεσαι σαν το ταξίδι.

Φιλική σαν παλιό μονοπάτι.
Σε κατοικούνε ήχοι και φωνές νοσταλγικές.
Εγώ τα ξύπνησα και κάποτε μεταναστεύουν
τα πουλιά που κοιμούνται στην ψυχή σου.

***

Ω σάρκα, σάρκα μου, γυναίκα που αγάπησα και έχασα,
σε σένα αυτή την ώρα την υγρή κάνω έκκληση και τραγουδάω.

Σαν το ποτήρι φιλοξένησες απέραντη την τρυφερότητα,
κι η λησμονιά η απέραντη κομμάτια σ’ έκανε σαν το ποτήρι.

Ήταν η μαύρη, μαύρη μοναξιά των νήσων,
κι εκεί, γυναίκα του έρωτα, μ’ αγκάλιασαν τα χέρια σου.

Ήταν η δίψα και η πείνα, κι εσύ ήσουν ο καρπός.
Ήταν ο πόνος και τα ερείπια, κι εσύ ήσουν το θαύμα.

Αχ γυναίκα, κι ούτε ξέρω πώς μπόρεσες να με κρατήσεις
στη χώρα της ψυχής σου, και στων χεριών σου το σταυρό!

Ο πόθος μου για σένα ο πλέον τρομερός και πιο βραχύς,
ο πιο στροβιλιστός και μεθυσμένος, ο πιο έντονος και πιο σφοδρός.

Νεκροταφείο φιλιών, ακόμη έχουν φωτιά οι τάφοι σου,
ακόμα καίνε τα τσαμπιά τα ραμφισμένα από πουλιά.

Ω το δαγκωμένο στόμα, ω τα φιλημένα μέλη,
ω τα πεινασμένα δόντια, ω τα σώματα πλεγμένα.

Ω τρελή συνουσία από ελπίδα και προσπάθεια
που πάνω της δεθήκαμε κι απελπιστήκαμε.

Κι η τρυφερότητα, ανάλαφρη σαν το νερό και σαν το αλεύρι.
Κι η λέξη αρχινισμένη μόλις απ’ τα χείλη.

***

Αυτή ήταν η μοίρα μου και σ’ αυτήν ταξιδεύω τη λαχτάρα μου,
και σ’ αυτήν έπεσε η λαχτάρα μου, όλα σε σένα ήταν ναυάγιο!
Ω σεντίνα σκουπιδιών, σε σένα έπεφταν όλα,
ποιος πόνος και δεν έστιψες, ποια κύματα και δεν σε πνίξαν.

Από πτώση σε πτώση ακόμα φούντωνες και τραγουδούσες
όρθια σαν τον ναυτικό στην πλώρη ενός πλοίου.

Άνθισες ακόμα σε τραγούδια, έσπασες ακόμα σε χειμάρρους.
Ω σεντίνα σκουπιδιών, πηγάδι ανοιχτό κι ολόπικρο.

Χλωμέ τυφλέ μου δύτη, σφενδονίτη κακότυχε,
ανιχνευτή χαμένε, όλα σε σένα ήταν ναυάγιο!

Ώρα να φεύγουμε, η σκληρή και κρύα ώρα
που η νύχτα συγκρατεί απ’ όλο το ωράριο.

Η θορυβώδης ζώνη της θαλάσσης περισφίγγει την ακή.
Ξεπροβάλλουν κρύα αστέρια, μεταναστεύουνε μαύρα πουλιά.

Παρατημένος σαν τα μουράγια την αυγή.
Μόνο η τρέμουσα σκιά συστρέφεται στα χέρια μου.

Αχ πιο πέρα απ’ όλα. Αχ πιο πέρα απ’ όλα.

Ώρα να φεύγουμε. Αχ παρατημένος!

 

Πάμπλο Νερούδα, Είκοσι Ερωτικά Ποιήματα και Ένα Τραγούδι Απελπισμένο. Προμετωπίδα Άννα – Μαρία Σκλαβούνου. Μετάφραση Βασίλης Λαλιώτης. εκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα 2003

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: