Ωδή στη Βοιωτική γη

“Κι εκεί που οι νύχτες υμνωδούν για την αιωνιότητα,  ανάβουν ξανά οι ρωμαλέοι στίχοι των αρχαίων ποιητών 
για να λιτανέψουν τ’ αστέρια και τα φεγγάρια στους αχανείς ορίζοντες…”

Ωδή στη Βοιωτική γη

Γη των στεναγμών, της θλίψης  και της ατέρμονης σιωπής,

Γη των τρομαγμένων φεγγαριών και των μαυροντυμένων μανάδων που αγρυπνούνε και προσεύχονται κάθε μεσονύχτι στα σκοτεινά σοκάκια του μαρτυρικού Διστόμου,

Γη των έναστρων νυχτών και των ολοφώτεινων διαστημάτων…

 

Στη φλούδα σου καίει ακοίμητη η ιερή φωτιά κι ο καπνός ευωδιάζει μέντα και πικροδάφνη, 

για να εμψυχωθεί ο εμβριθής νους και να σκορπίσει αδίσταχτα στους πέντε ανέμους την ομίχλη, τον πόνο, τα δάκρυα και τη μοναξιά…

Γη των ποταμιών με τις λυγερές ιτιές που  θρηνούνε απαρηγόρητες πάνω  από τα κρυσταλλένια τα νερά,

Γη των αμπελιών, της ελιάς και του ταξιδευτή ήλιου που μετράει ακούραστα στους σιωπηλούς αιώνες το μόχθο του λαού, τα βάσανα  και την αντρειοσύνη…

Γη  των καλαμποκιών  και των χρυσοφόρων φύλλων, γη των μουσών, του Τροφωνίου μάντη και της ιέρειας,

που αφυπνίζουν κάθε αυγή στο εχέμυθο χώμα τις ωδές, το χορό, τους ύμνους και τους παμπάλαιους χρησμούς…

Γη του πεύκου και του θυμαριού που αποθησαυρίζεις ολημερίς την αίγλη των ασημένιων αχτίδων  του ήλιου και το νέκταρ της αθανασίας,

Γη των ανέμων που αλυχτούν αναπάντεχα εγείροντας στα δαντελωτά  ακρογιάλια τα επικά τραγούδια, τα ευφρόσυνα ταξίδια,  τον οίστρο και τα γλαυκά, ερωτικά κύματα…

 

Στη νοσταλγία του καιρού μας που πισωγυρίζει, μέλλει να ακουστεί ξανά ο λόγος του Πλούταρχου στην αρχαία ορχήστρα της Χαιρώνειας κι ο Ησίοδος θα απαγγείλει τις ωδές του στου κοίλου τα πέτρινα σκαλιά, 

την ανατρεπτική στιγμή που ο Μακεδόνας βασιλιάς θα θεμελιώσει τo πέτρινο λιοντάρι της ενότητας  και της αλληλεγγύης πάνω σε τούτο το αδυσώπητο και το ηλιοκαμένο χώμα…

 

Και πάντα,  

πάνω στους  τύμβους των ηρώων θα δακρύζουν τα πανάρχαια όνειρα, τις δίσεχτες ώρες που  τα ροζιασμένα χέρια των ξωμάχων και των προλετάριων θα γίνουν βόλια και γυμνά σπαθιά, 

για να υπερασπίσουν το άβατο και το άδυτο, τον ιερό τόπο που ύμνησαν και δόξασαν  οι γενάρχες  και οι πρόγονοι, οι φιλόσοφοι,  οι τραγωδοί, οι ρήτορες και οι ποιητές …

Για να αποκαλύψουν τ’ αστέρια στους ορίζοντες μιαν άλλη υπερκόσμια αλήθεια, 

για να μάθουν επιτέλους οι σκλάβοι πώς και γιατί να πολεμούν, 

για να κατανοήσουν οι κοινοί θνητοί τα αμαρτήματα και την τύψη, 

για να μετρήσουν οι άνθρωποι στο φως, το κόστος και το αίμα των ναυαγισμένων  ονείρων τους…

 

Τούτες τις διχασμένες ώρες, σε τούτο τον ακατοίκητο χρόνο, 

μια κόρη ντυμένη στα λευκά σαλπίζει ξανά στις ερειπωμένες πολιτείες,  σφίγγοντας δυνατά πάνω στους  ανθισμένους κόρφους της ένα κόκκινο γαρίφαλο.

Πέρα μακριά, στις λοφοπλαγιές  που πλέουνε στη λάμψη, ανηφορίζουν τα σφριγηλά και τα εύρωστα λιοστάσια 

κι ακόμα μακρύτερα, τα φρεσκοσκαμμένα χωράφια καρτερούν υπομονετικά  μια εύχυμη, θαλερή και γαλήνια άνοιξη για να απελευθερώσουν τη μαγική δύναμη του φύτρου.

 

Κι εκεί που οι νύχτες υμνωδούν για την αιωνιότητα,  ανάβουν ξανά οι ρωμαλέοι στίχοι των αρχαίων ποιητών 

για να λιτανέψουν τ’ αστέρια και τα φεγγάρια στους αχανείς ορίζοντες, 

για να  διασφαλίσουν οι θνητές υπάρξεις μιαν άλλη επικαιρότητα, 

για να μεταλλάξουν και να μετασχηματίσουν το μόχθο, τον ιδρώτα και το ξοδεμένο αίμα σε εκτυφλωτικό νύχτιο φως, 

σε καταλυτικό μήνυμα και σε ελπιδοφόρο όραμα, 

για μιαν αδιατάραχτη και αδιάλειπτη  ελευθερία, ισότητα, ειρήνη και αθανασία,…

 

     *Από την ποιητική συλλογή: “Το χώμα και το αίμα”

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: