Μαγιακόφσκι: «Σύννεφο με παντελόνια» (Απόδοση Γιάννης Ρίτσος)

«Εμείς,/ καθένας από μάς,/ κρατάμε μέσα στη γροθιά μας/ τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος…» – Αποσπάσματα από τον πρόλογο του Γιάννη Ρίτσου στην έκδοση «Μαγιακόβσκη – Ποιήματα» και το ποίημα  «Σύννεφο με παντελόνια» σε απόδοση του ίδιου.

Μαγιακόφσκι: «Σύννεφο με παντελόνια» (Απόδοση Γιάννης Ρίτσος)

Με αφορμή την επέτειο θανάτου του Βλαντιμίρι Μαγιακόφσκι (αυτοκτόνησε σαν σήμερα, στις 14 του Απρίλη 1930), αποσπάσματα από τον πρόλογο του Γιάννη Ρίτσου στην έκδοση «Μαγιακόβσκη – Ποιήματα» (Κέδρος, 13η, ) και το ποίημα  «Σύννεφο με παντελόνια» σε απόδοση του ίδιου.

Όπως σημειώνει ο Ρίτσος, «Τα ποιήματα «Σύγνεφο με παντελόνια», (…) έγιναν όχι απλώς επί τη βάσει των κατά λέξη μεταφράσεων, που, με άκρα προθυμία και ευγένεια μου ετοίμασε ο Άρης Αλεξάνδρου, αλλά με τη συνεχή βοήθειά του, τον επίμονο έλεγχο και τη συνεργασία του. Χωρίς αυτή την πολύτιμη συνεργασία, θάταν αδύνατο να παρουσιαστούν αυτά τα ποιήματα. (…)».

(…) Χωρίς αμφιβολία, οι κοντόθωροι κριτικοί, οι έστω και καλοπροαίρετοι, που δεν διδάχτηκαν διόλου απ’ τις ζημίες που επέφερε στην τέχνη ο δογματισμός, η τυποποιημένη θετικολατρεία, ο εμφατικός ψευτο-ηρωισμός, θα κατηγορήσουν και τη σύγχρονη ποίηση, όπως άλλοτε τον Μαγιακόβσκη, για «σκοτεινή», «δυσνόητη», «μη λαϊκή», «παρακμιακή» κ.τ.λ. Όμως κι αυτή με τη σειρά της θα μείνει σαν η πιο ευγενική και η πιο διαυγής εικόνα της αγωνίας και του αγώνα του ανθρώπου, για μεγαλύτερη ανθρωπιά και ουσιαστικότερη ελευθερία. Ας διδαχτούμε όλοι, και προ πάντων οι παλιοί αρνητές του, που σήμερα υποκλίνονται μπροστά του, απ’ το έργο, τη ζωή και το θάνατο του Μαγιακόβσκη, για να μην επαναληφθούν τα σφάλματα, που έγιναν απέναντι της πρωτοπόρας τέχνης του, και για τη σύγχρονη τέχνη, κι ας μην τον χρησιμοποιήσουμε ούτε αυτόν ακόμη σαν ένα τελειωμένο αισθητικό δόγμα που θα εμποδίσει τις αναζητήσεις των νέων μορφών, που αντιστοιχούν στον προβληματισμό της εποχής μας και που μόνον αυτός ο προβληματισμός μπορεί απ’ τα μέσα να υπαγορεύσει και να θεσπίσει.

Απ’ αυτό το πρίσμα οφείλουμε να κοιτάξουμε τον Μαγιακόβσκη, αν θέλουμε νάμαστε δίκαιοι απέναντί του και απέναντί μας, απέναντι της ιστορίας και της τέχνης. Έτσι θα επιτύχουμε ίσως να ανακαλύψουμε και τη σημασία του έργου του για την εποχή του και την εποχή μας και να τον τοποθετήσουμε με κάποια ακρίβεια πέρα απ’ την υπερβολή του θαυμασμού, που υποκαθιστά την αξία της τέχνης με τις ιδέες που περικλείει το έργο, ταυτίζοντας ανεξέλεγκτα το ιδεολογικό περιεχόμενο με την αισθητική του σημασία –  που σ’ αυτή την περίπτωση είναι μια καθαρή συναισθηματική αντίδραση μπροστά στα περιληπτικά συνθήματα, που αυτά καθαυτά , όσο σημαντικά και δίκαια, καμιά σχέση δεν έχουν ακόμη με την τέχνη, αν δεν πραγματωθούν έντεχνα, σε αναλογία με την προσωπική συγκίνηση του καλλιτέχνη. Ο Μαγιακόβσκη, (κ’ επέμεινα πολύ σ’ αυτό ) ανακάλυψε πραγματικά αυτή την αναλογία για την εποχή του και τη δικαίωσε με το έργο του, διδάσκοντας τους νεότερους ποιητές να αναζητήσουν τη δική τους αναλογία με την εποχή τους, διδάσκοντας και τους κριτικούς να κρίνουν την ποίηση πάνω σ’ αυτή τη βάση, την κάθε φορά νέα και αιώνια.

Η εξαίσια, ασύγκριτη, μοναδική φωνή του Μαγιακόβσκη, φτασμένη, όπως όλα σ’ αυτόν, σε μιαν ανεπανάληπτη ακρότητα, δεν προσαρμόζεται πιά στα χείλη των σημερινών ποιητών. Ακόμη, φαίνεται σαν κάτι αδιανόητο στις μέρες μας η ποιητική του μέθοδος, εκείνες οι «ρεζέρβες» του, που προσθέτονταν στο ποίημα χωρίς να βγαίνουν μέσα απ’ το ποίημα, μες απ’ την αποκλειστικά δική του αναγκαιότητα. Κι όμως στον Μαγιακόβσκη, αυτές οι πολύτιμες «ρεζέρβες» δεν προσθέτονταν απλώς, αλλά αφομοιώνονταν απ’ το ποίημα, το φώτιζαν με έντονους προβολείς, συντελούσαν στην ανάπτυξή του (όπως και οι ρίμες του) επιβάλλοντας, στην τάση της σύνδεσής τους, απρόοπτους συνειρμούς που προωθούσαν και πλούτιζαν το ποίημα, το ανακάλυπταν σχεδόν, και το δημιουργούσαν μέσα στην κίνηση του δικού του μηχανισμού. Ας θυμηθούμε από πού ξεκίνησε και πώς γράφτηκε το «Σύγνεφο με παντελόνια ». Κ’ η μέθοδος αυτή, φτασμένη στην πλήρη της ακρότητα και τελειότητα, μένει ανεπανάληπτη και ανεφάρμοστη στην τέχνη τού καιρού μας. Όμως, απ’ άλλο δρόμο, μες απ’ το δράμα του, μες απ’ τον αγώνα του, μες απ’ την ανθρώπινη διάθεσή του να μεταμορφώσει με την τέχνη του τα πάντα σε φως, θα συναντιέται πάντα μ’ όλους τους αιώνες.(…)

ΣΥΓΝΕΦΟ ΜΕ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ

ΤΕΤΡΑΠΤΥΧΟ
(Αποσπάσματα)

Σ’ εσένα Λιλή

Πρόλογος

Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξυγκόθρεφτος λακές
σ’ ένα ντιβάνι λυγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου
φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.

Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχειά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω,
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.

Εσείς οι αβροί!..
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.

Όμως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ’ το σαλόνι,
εσάς την άψογον υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κ’ εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα – ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες τού οδηγού μαγειρικής.

Θέλετε —
θάμαι ακέριος όλο κρέας, λυσσασμένος,
— κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός —
θέλετε —
θάμαι η άχραντη ευγένεια
— όχι άντρας πιά, μα σύγνεφο με παντελόνια.

******************************

Ι

Νομίζετε ίσως πως παραμιλάει ο πυρετός;
Έγινε.
Έγινε στην Οντέσσα.
«Θάρθω στίς τέσσερις», είπε η Μαρία.

Οχτώ
Εννέα
Δέκα

Να και το βράδι
έφυγε απ’ το παράθυρο
μες στ’ ανατρίχιασμα της νύχτας
κατσουφιασμένο
δεκεμβριανό.

Πίσω απ’ την ξεχαρβαλωμένη πλάτη
χλιμιντράν χαχανίζουν τα πολύφωτα.

******************************

Και να τεράστιος
καμπουριάζω στο παράθυρο
λυώνοντας με το κούτελο το τζάμι.

******************************

Ακόμα, ακόμα,
με το πρόσωπο ζουληγμένο
πάνω στο βλογιοκομμένο πρόσωπο της βροχής,
περιμένω
πιτσιλισμένος απ’ τον κεραυνό
των παφλασμών της πολιτείας.

Το μεσονύχτι
σειώντας το γυμνό μαχαίρι του,
έφτασε,
τον έσφαξε.
Πετάχτε τον.

Έπεσε κ’ η δωδέκατη ώρα
σάμπως κεφάλι εκτελεσμένου απ’ το ικρίωμα.

******************************

Άξαφνα
οι πόρτες τρίζουν
σα να χτυπάνε από το κρύο τα δόντια της εισόδου.

Μπήκες εσύ,
απότομα σαν ένα «πάρ’ το»
βασανίζοντας το σεβρό του γαντιού σου
κ’ είπες:
«Ξέρετε
— παντρεύομαι».
Τι να γίνει, παντρευτείτε.
Δεν πειράζει.
Θα κάνω κουράγιο.
Βλέπετε — τι ήρεμος που είμαι!
Σαν το σφυγμό
ενός νεκρού.

******************************

Πάλι ερωτευμένος θα ριχτώ στο γλεντοκόπι,
πυρπολώντας το τόξο των φρυδιών μου.
Τι να γίνει;
Και σ’ ένα σπίτι καμένο
ζούνε καμιά φορά άστεγοι αλήτες.

******************************

Αλό, αλό!
Ποιος εκεί;

A εσύ μητέρα,
Μητέρα,
ο γιός σας είναι εξαίσια άρρωστος.
Μητέρα!
Πάσχει από πυρκαϊά καρδιάς.
Πέστε στις αδελφές, τη Λιούντα και την Όλια,
δεν έχει πια πού ν’ απαγγιάσει.
Κάθε λέξη,
ακόμα κ’ ένα αστείο
που φτύνει απ’ το καψαλιασμένο στόμα του,
πετάγεται όξω σαν πόρνη γδυτή
απόνα μπορντέλο πούπιασε φωτιά.

******************************

Στο πρόσωπο που ακόμα καίγεται,
απ’ τη σκισμάδα των χειλιών,
ένα μικρό – μικρό φιλί απανθρακωμένο
προβαίνει να ριχτεί στο δρόμο.
Μητέρα.
Δε μπορώ να τραγουδήσω.
Στο παρεκκλήσι της καρδιάς μου
τα ψαλτήρια καίγονται.

******************************

Στερνή κραυγή —
κάνε τουλάχιστον εσύ,
μες απ’ τη φλόγα που σε καίει,
ν’ αντιλαλήσει ο στεναγμός σου
στους αιώνες!

ΙΙ

Δοξάστε με.
Δεν είμαι ταίρι εγώ των ισχυρών.
Εγώ επάνω σ’ όλα που έχουν γίνει
βάζω «μηδέν».

******************************

Ετούτοι
τσαγκρουνώντας ρίμες στο βιολί τους,
βράζουν έρωτες κι αηδόνια
για να βγάλουν δυό δάχτυλα ζουμί.
Ενώ ο δρόμος
δίχως γλώσσα κουλουριάζεται.
Δεν έχει με τι να φωνάξει.
Δεν έχει με τι να μιλήσει.

******************************

Ό δρόμος
στριμώχνει σιωπηλά τα βάσανά του.
Η φωνή του
σαν κόκκαλο ψαριού στο λαρύγγι του.

Η πολιτεία αμπάρωσε το δρόμο με σκοτάδι.

Και στο στόμα
σαπίζουν τα μικρά πτώματα
των πεθαμένων λέξεων,
και δυο μονάχα ζουν
χοντραίνοντας,
«τσογλάνι»,
και μια άλλη ακόμα,
θαρρώ:
«ψωμί».

Οι ποιητές
που μούλιασαν στα κλάματα και στ’ αναφυλλητά
λακήσαν απ’ το δρόμο
τινάζοντας ακατάδεχτα τα τσουλούφια τους.
«Πώς με δυο τέτοιες λέξεις
να τραγουδήσεις
την δεσποινίδα
και τον έρωτα
και το τριανταφυλλάκι με τις δροσοσταλίδες;»

Και πίσω από τους ποιητές
τρέχουν τα πλήθη του δρόμου:
Φοιτητές,
πόρνες,
εργολάβοι.

******************************

Ακούστε!
Κάνει το κήρυγμά του
με βογγητά κι ουρλιάγματα
ο σύγχρονος φωνακλάς Ζαρατούστρας.

Εμείς
με πρόσωπο σαν αγουροξυπνημένο σεντόνι,
με χείλια κρεμασμένα σαν πολύφωτα,

Εμείς
οι κατάδικοι της πολιτείας των λεπρών,
όπου η βρώμα κι ο χρυσός γαγγραίνιασαν τη λέπρα,

Εμείς,
είμαστε πιο καθάριοι κι απ’ το κρούσταλλο της Βενετιάς
που το ξεπλύνανε μαζί κ’ οι θάλασσες κι ο ήλιος.
Στα παλιά μας παπούτσια κι αν δε βρίσκονται
στους Όμηρους και στους Οβίδιους
άνθρωποι σαν και μάς,
βλογιοκομμένοι απ’ την καπνιά.

Εμείς,
καθένας από μάς,
κρατάμε μέσα στη γροθιά μας
τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος.

******************************

Εγώ που η σύγχρονη γενιά μού γέλασε κατάμουτρα,
διακρίνω αυτόν που φτάνει μες απ’ τις οροσειρές του χρόνου,
διακρίνω αυτόν που κανένας δε βλέπει.

Εκεί που τ’ ανθρώπινο βλέμμα τσακίζεται ανήμπορο,
βλέπω να καταφθάνει
των πεινασμένων στρατηλάτης,
φορώντας το ακάνθινο στεφάνι της επανάστασης
το 1916.

Κι ανάμεσό σας είμαι εγώ
ο Πρόδρομός του,
κ’ είμαι όπου βρίσκεται κι ο πόνος, πάντοτε παντού.
Πάνω σε κάθε μια σταλαματιά τού νέφους των δακρύων
έχω σταυρωθεί.

Τίποτα πιά δεν είναι για συγγνώμη.

Κι όταν
τον ερχομό του διαλαλώντας
ανταριασμένοι
θα βγείτε να δεχτείτε τον Σωτήρα,
εγώ για σας
θα ξερριζώσω την καρδιά μου
θα την ποδοπατήσω
κ’ έτσι μεγαλωμένη
και καταματωμένη
θα σάς τη δώσω για σημαία.

ΙΙΙ

Σήμερα πρέπει
με τη βαρειά
ν’ αποτυπώνεσαι στο καύκαλο του κόσμου.
Εσείς που μοναχά μιάν έγνοιαν έχετε:
«είναι τάχα ο χορός μου κομψός;»
κοιτάχτε πώς διασκεδάζω
εγώ —
ο χαρτοκλέφτης κι ο ρουφιάνος της πλατείας.

Από σάς
που χρόνια τώρα παπαριάζετε στον έρωτα
εγώ θα χωρίσω τα τσανάκια μου
τον ήλιο βάζοντας μονύελο
στ’ ορθάνοιχτό μου μάτι.
Μ’ απίθανο ρούχο ντυμένος
θα βαδίσω στη γης
και μπροστά μου δεμένον μ’ αλυσσίδα
θα κρατάω σα σκυλί τον Ναπολέοντα.

******************************

Έι, σεις που σουλατσέρνετε,
βγάλτε τα χέρια από τις τσέπες.
Πάρτε μαχαίρι, πέτρα, μπόμπα,
κι αν είν’ κανείς σας δίχως χέρια
ναρθεί να χτυπηθεί με κουτουλιές.

******************************

Στον ουρανό, σα Μαρσεγιέζα κόκκινη,
σφαδάζει ψοφώντας η δύση.
Όλα πια είναι μια τρέλλα.

******************************

Μαρία, Μαρία, Μαρία.
Άσε με νάμπω Μαρία,
Δε μπορώ έξω στους δρόμους.
Μαρία το βλέπεις —
που ανάμεσα στα δόντια μου κρατάω
— πάλι —
το μπαγιάτικο ψωμάκι
απ’ το χτεσινό σου χάδι.

Μαρία. Άνοιξε. Πονάω.

Βλέπεις —
μες στα μάτια μου μπήχτηκαν
οι καρφίτσες των γυναικείων καπέλων.

Μαρία,
Φοβάμαι μην ξεχάσω τ’ όνομά σου,
όπως φοβάται μην ξεχάσει ο ποιητής
μια λέξη που γεννήθηκε
στις ωδίνες της νύχτας
μια λέξη μεγάλη σαν το Θεό.

Δε θέλεις Μαρία; Δε θέλεις;

Λοιπόν θα ξαναπάρω πάλι
σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου
ποτισμένη με δάκρυ
για να την κουβαλήσω
σαν το σκυλί που κουβαλάει
στην τρύπα του
το πόδι του πού τούκοψε το τραίνο.

Χίλιες φορές θα στροβιλίσει ο ήλιος
σε χορό τη γης,
όπως η Ηρωδιάδα
την κεφαλή τού Βαπτιστή.
Κι όταν τα χρόνια μου
τα χορέψει ως το τέλος,
μ’ εκατομμύρια στάλες αίμα
θάχουν στρωθεί τα χνάρια μου στο δρόμο
ως το κατώφλι του Πατέρα.

Παραμερίστε.
Δε θα μού φράξετε το δρόμο.

Κοιτάχτε —
αποκεφάλισαν ξανά τ’ αστέρια —
ματωμένος ουρανός σα σφαγείο.
Έι, εσύ! Ουρανέ!
Βγάλ’ το καπέλο σου.
Εγώ περνάω.

Ησυχία!
Κοιμάται η οικουμένη
ακουμπώντας το τεράστιο αυτί της
πάνω στο χέρι της το ολόστικτο
απ’ τα τσιμπούρια των άστρων.

1915-1916

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: