Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Τα παιδιά που πεθαίνουν» του Λάνγκστον Χιουζ

“…Ίσως, τώρα, δεν θα υπάρξει μνημείο για σας
Παρά μονάχα μέσα στις καρδιές μας
Ίσως τα σώματά σας να χαθούν σε κάποιον βάλτο
Ή σε φυλακισμένο μνήμα ή στου κεραμέα τον κάμπο
Ή στα ποτάμια όπου πνιγήκατε όπως ο Leibknecht…”

Από τις πλέον αντιπροσωπευτικές φυσιογνωμίες και εμπνευσμένους ποιητές των αφροαμερικανών, ο Λάνγκστον Χιουζ (James Mercer Langston Hughes) γεννήθηκε την 1η του Φλεβάρη 1902 και έφυγε από τη ζωή στις 22 του Μάη 1967.

Από τα μαθητικά του χρόνια βίωσε το ρατσιστικό μίσος που επέφερε το καθεστώς των  φυλετικών διακρίσεων στις ΗΠΑ, γεγονός που καθόρισε τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.

Το 1937 ο Λάνγκστον Χιουζ συνέγραψε μαζί με τον Στρατή Τσίρκα τον «Όρκο των ποιητών προς το Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα», που διάβασε στο «Β΄ Διεθνές και Παγκόσμιο Συνέδριο Συγγραφέων για την υπεράσπιση της κουλτούρας ενάντια στον πόλεμο και στον φασισμό», στο Παρίσι, ο Γάλλος κομμουνιστής ποιητής Λουί Αραγκόν.

«Ο Νέγρος μιλάει για ποτάμια» είναι ο τίτλος ενός από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματά του. Ποιητικές συλλογές του Λάνγκστον Χιουζ: «Βαριεστημένα μπλουζ» (1926), «Όμορφα ρούχα για τον Εβραίο» (1927), «Αξιαγάπητος θάνατος» (1931), «Ο φύλακας του ονείρου» (1932), «Ένα καινούργιο τραγούδι» (1938), «Ο Σαίξπηρ στο Χάρλεμ» (1942), «Αγροί θαυμάτων» (1947), «Εισιτήριο μιας διαδρομής» (1949), «Ο πάνθηρας και το μαστίγιο» (1967).

Το 1938 ο Λάνγκστον Χιουζ έγραψε το ποίημα «Τα παιδιά που πεθαίνουν», παίρνοντας αφορμή τα λιντσαρίσματα των μαύρων την εποχή των λεγόμενων «Νόμων Τζιμ Κρόου» (Jim Crow Laws), οι οποίοι επέβαλλαν τον διαχωρισμό των μαύρων και των λευκών σε όλους τους δημόσιους χώρους.

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Τα παιδιά που πεθαίνουν» του Λάνγκστον Χιουζ

Λάνγκστον Χιουζ

Το ποίημα παρατίθεται στο ιστολόγιο του Αντώνη Κ. Πετρίδη (το πρωτότυπο και μεταφρασμένο από τον ίδιο), στο οποίο διαβάζουμε ότι «ο Angelo Herndon (1913-1997) στον οποίο ο Χιουζ κάνει αναφορά υπήρξε Αφροαμερικάνος συνδικαλιστής, που αγωνίστηκε για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των μαύρων αλλά και άλλων μειονοτήτων και γενικά των εργατών στον Βαθύ Νότο».

Στο ποίημα γίνεται επίσης αναφορά στον “Leibknecht”, που δεν είναι άλλος από τον Γερμαμό κομμουνιστή ηγέτη Καρλ Λίμπκνεχτ, σύντροφο της Ρόζας Λούξεμπουργκ.

Τα παιδιά που πεθαίνουν

Μαύρα και λευκά,
Γιατί παιδιά σίγουρα θα πεθαίνουν.
Οι γέροι και οι πλούσιοι θα ζήσουνε για λίγο ακόμη,
ως συνήθως,
τρώγοντας αίμα και χρυσό,
αφήνοντας παιδιά να πεθαίνουν.

Παιδιά θα πεθαίνουνε στους βάλτους του Μισισσιπή
Οργανώνοντας κολίγες
Παιδιά θα πεθαίνουνε στους δρόμους του Σικάγο
Οργανώνοντας εργάτες
Παιδιά θα πεθαίνουνε στους πορτοκαλεώνες της Καλιφόρνια
Λέγοντας σ᾽ άλλους να ενώσουνε δυνάμεις
Λευκούς και Φιλιππίνους,
Νέγρους και Μεξικανούς.
Κάθε λογής παιδιά θε να πεθαίνουν
Που δεν πιστεύουνε στο ψέμα, στα λαδώματα και στον συμβιβασμό
Και σε μιαν άθλια ειρήνη.

Ως φυσικόν, σοφοί και μορφωμένοι
αυτοί που γράφουνε τα κείμενα τα ωραία στις φυλλάδες
Κι οι κύριοι με το Dr. μπρος στα ονόματά τους,
Λευκοί και μαύροι,
Που κάνουν έρευνες και γράφουνε βιβλία,
Θα συνεχίσουνε να υφαίνουν λέξεις, για να πνίξουν τα παιδιά που πεθαίνουν
Και τα διεφθαρμένα δικαστήρια
Κι οι μιζαδόροι μπάτσοι
Κι οι αιμοβόροι στρατηγοί
και οι φιλάργυροι ιεροκήρυκες
Όλοι θ᾽ ασκώνουνε τα χέρια τους ενάντια στα παιδιά που πεθαίνουν
Χτυπώντας τα με νόμους και με ρόπαλα, με ξιφολόγχες και με σφαίρες
Για να τρομάξουν τον λαό —
Γιατί τα παιδιά που πεθαίνουν μοιάζουνε σαν το σίδερο στο αίμα του λαού —
Κι οι γέροι και οι πλούσιοι δεν θέλουν o λαός
Να πάρουν γεύση από το σίδερο των παιδιών που πεθαίνουν,
Δεν θέλουν ο λαός να πάρουν πρέφα ποια είναι η δύναμή τους,
Να πιστεύουν έναν Angelo Herndon, ή έστω να ενώσουνε δυνάμεις

Ακούστε, παιδιά που πεθαίνετε —
Ίσως, τώρα, δεν θα υπάρξει μνημείο για σας
Παρά μονάχα μέσα στις καρδιές μας
Ίσως τα σώματά σας να χαθούν σε κάποιον βάλτο
Ή σε φυλακισμένο μνήμα ή στου κεραμέα τον κάμπο
Ή στα ποτάμια όπου πνιγήκατε όπως ο Leibknecht

Μα η μέρα θα ᾽ρθει —
Είστε οι ίδιοι βέβαιοι ότι θα ᾽ρθει —
Όταν τα πόδια των μαζών σε μια πορεία μεγάλη
Θα υψώσουν για χατίρι σας μνημείο ολοζώντανο αγάπης
Και γέλιου, και χαράς
Και μαύρα χέρια κι άσπρα χέρια σ᾽ ένα θα ενωθούν,
Θα υψώσουνε μια ωδή που θ᾽ ακουμπά τον ουρανό —
Ωδή για τη ζωή που θριαμβεύει
Χάρη στα παιδιά που πεθαίνουν.

(Μετάφραση: Αντώνης Κ. Πετρίδης)

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: