Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Στον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο» του Γιάννη Ρίτσου

Σαν σήμερα, στις 19 του Μάη 2008, έφυγε από τη ζωή ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, πολυγραφότατος πεζογράφος,  από τους κορυφαίους της μεταπολεμικής γενιάς, μελετητής και μεταφραστής της Ρωσικής Λογοτεχνίας.

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Στον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο» του Γιάννη Ρίτσου

Σαν σήμερα, στις 19 του Μάη 2008, έφυγε από τη ζωή ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, πολυγραφότατος πεζογράφος,  από τους κορυφαίους της μεταπολεμικής γενιάς, μελετητής και μεταφραστής της Ρωσικής Λογοτεχνίας.

Ο Μ. Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στην Αμαλιάδα, στις 26 του Μάη 1924.  Δεκαοχτάχρονος (1942) εντάχθηκε στο ΕΑΜ Νέων, μετά στην ΕΠΟΝ και αργότερα στο ΚΚΕ. Φοιτητής της Νομικής Σχολής Αθηνών αφοσιώνεται στον απελευθερωτικό αγώνα και εγκαταλείπει τις σπουδές του, τις οποίες θα συνεχίσει μετά την απελευθέρωση. Το 1947, φοιτητής επί πτυχίω, στρατεύεται αναγκαστικά, αλλά λιποτακτεί. Εντάσσεται στο ΔΣΕ και το 1948 περνά ως μαχητής στο Αρχηγείο Ηπείρου, στου οποίου την εφημερίδα «Καθημερινά Νέα», έστελνε χρονογραφήματα για τις μάχες, υπό το ψευδώνυμο «Σφυρής».

Τραυματίζεται βαριά σε μια σκληρή μάχη και στέλνεται σε νοσοκομείο στην Αλβανία. Επιστρέφει στο Αρχηγείο Ηπείρου, αλλά λόγω αναπηρίας ασχολείται αποκλειστικά με τα «Καθημερινά Νέα» σαν πολεμικός ανταποκριτής όλων των τμημάτων του ΓΑ Ηπείρου. Παράλληλα δημοσιεύει και αγωνιστικού περιεχομένου πεζογραφικά κείμενα και ποιήματα σε έντυπα του ΔΣΕ («Εξόρμηση» κ.α.).

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Στον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο» του Γιάννη Ρίτσου

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

Με την υποχώρηση του ΔΣΕ, το 1949 περνά στην αναγκαστική προσφυγιά. Εγκαθίσταται στο Βουκουρέστι (όπου ασχολήθηκε με το εκδοτικό του ΚΚΕ «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις») και από το 1956 στη Μόσχα, από όπου επαναπατρίστηκε (1975). Το 1953 καταδικάστηκε από το στρατοδικείο Ιωαννίνων τρις εις θάνατον.

Σπούδασε τη Ρωσική Λογοτεχνία στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μόσχας. Το 1957 γνώρισε τη δευτεροετή φοιτήτρια Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ, Σόνια Ιλίνσκαγια (σήμερα ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών), με την οποία παντρεύτηκε (1959) και απέκτησε τη μοναχοκόρη του Όλγα Αλεξανδροπούλου.

Για το έργο του μπορείτε να διαβάσετε στον Ριζοσπάστη, πατώντας σε αυτόν τον σύνδεσμο, απ’ όπου πήραμε και τα βιογραφικά στοιχεία του.

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Στον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο» του Γιάννη Ρίτσου

Γιάννης Ρίτσος

Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου περιλαμβάνεται στην 3η έκδοση (1988) του τόμου «Συντροφικά τραγούδια» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή). Το αντιγράψαμε από το ιστολόγιο Μποτίλια στον Άνεμο.

Στον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο

Μήτσο, το μακρινό, λυπημένο σου βλέμμα
πόσο κοντά μάς φέρνει πράγματα, τοπία, ανθρώπους,
μιαν εκκλησία, μια σκάλα, ένα σκυλί, δυο περιστέρια, ένα ποτάμι,
σπίτια καμένα που καπνίζουν ακόμη γύρω στην Αμαλιάδα,
ένα ψωμί κριθαρένιο, αφημένο στην πέτρα, ‒δεν πρόφτασε να το δαγκώ­σει ο αντάρτης‒
παλιά βιβλία μοναστηρίσια, νέες καμπάνες, ‒πόσο κοντά μας.

Το πολυδύναμο ταλέντο σου τι σιωπηλά ορυχεία έχει ανασκάψει
με το ρωμέικο, αδιάφθορο ξινάρι σου· τι κάρβουνο, τι ασήμι,
τι αχάραγο διαμάντι και χρυσάφι· και τι ασβέστη, σε δύσκολα χρόνια,
από βαθιά ασβεστοκάμινε έχεις ανεβάσει
να βάψεις πάλλευκη την πρόσοψη της νύχτας.

Α, τι δύσκολα χρόνια που ζήσαμε, Μήτσο,
βομβαρδισμένα τα καλύβια μας, πυρπολημένες οι ελιές μας,
άνθρωποι, αρνιά, γελάδες, άλογα να λιώνουν σκοτωμένα σε βουνά και σε χαράδρες,
βυζαντινά σταυρωμένα λυκόφωτα, ‒καημός στον καημό‒ καημένη Ρωμιοσύνη ‒δύσκολα χρόνια,
να περπατάμε ανάμεσα σε σκοτωμένους,
να κουβεντιάζουμε με σκοτωμένους,
να δίνουμε τον όρκο μας στους σκοτωμένους,
να δίνουμε όρκο στη ζωή πάλι και πάλι στο όνομα των σκοτωμένων αδελφών μας.

Από διωγμό σε διωγμό, από θάνατο σε θάνατο,
άνεμοι και ντουφεκισμοί· κι εσύ τα πρώτα παιδικά γραφτά σου να τα κρύβεις στο χώμα
έτσι που θάβαν οι παλιοί καπεταναίοι τα γιαταγάνια τους στο αχούρι·
κι ούτε που να προφτάσεις, Μήτσο, να χαρεί η ματιά σου
μια πεταλούδα που τρεμίζει αχνοκοιτώντας στο νερό τις δυο χρυσόστικτες κουρτίνες τών φτερών της.

Άνεμοι ξένοι, Μήτσο, σε κυνήγησαν μακριά απ’ την άγια ετούτη γη μας
κι έφυγες παίρνοντας μαζί σου μυστική συνοδεία
δυο γριές ελιές, ένα πλατάνι και το απαραίτητο, βέβαια, κυπαρίσσι,
τον ίσκιο μιας ορθόστηθης κολώνας στο χωράφι με τα κίτρινα αγκάθια
και την ανάσα μιας ελληνικής σημαίας στο μέτωπο του σκοτωμένου Ελασίτη.

Άνεμοι ξένοι, Μήτσο, σ’ έδιωξαν απ’ την πατρίδα,
μα εσύ, με την πατρίδα μέσα στην καρδιά σου, σπούδαζες τον κόσμο
από παράθυρο σε δρόμο, από βιβλίο σε βιβλίο,
από άνθρωπο σε άνθρωπο· ‒πώς πλάταινε η αδελφοσύνη.
Όμορφη συντροφιά, ‒ρωμιός εσύ, με τον Τολστόι, τον Ντοστογέφσκι,
τον Τσέχωφ, τον Γκόρκι και τον Σόλοχωφ. Ίδιος αγέρας
ανέμιζε τις χαίτες των άλογων, τις γενειάδες των σοφών και τα μαλλιά σου.

Κι η Σόνια, η Σόνια μας, που μοιραστήκατε, όπως λες, ψωμί και βιβλίο,
που μοιραστήκατε στα ποιήματα τη μέσα θέα του κόσμου,
η Σόνια πάντα πλάι σου, μαζί να κοιτάτε
τις γαλανές οροσειρές της μουσικής περίχυτες απ’ τη σελήνη του Τσαϊκόφσκι,
ή απ’ τ’ αστερόφως του Προκόφιεβ, ή απ’ τ’ αστραπόβροντα του Σοστακόβιτς,
κι έτσι να φέγγουν τα διπλά χαρτιά σας μέσα σ’ όλες τις νύχτες την καινούργια εμπιστοσύνη.

Καλώς μας ήρθες πάλι, Μήτσο, στην πατρίδα
φέρνοντας τον παλιό σου μπόγο, πολύ μεγαλύτερον τώρα,
όλόγιομον απ’ τον καημό της προσφυγιάς 30 χρόνων,
βαρύ απ’ τη γνώση της σιωπής, της καρτερίας και του ασώπαστου αγώνα,
πλούσιο απ’ τα δώρα της Μεγάλης Χώρας που σε στέγασε στα πικρότερα χρόνια της Ελλάδας.

Καλώς μας ήρθες πάλι, Μήτσο, με τ’ ωχρό χαμόγελο σου που ροδίζει,
με το βαθύ σου βλέμμα που ποτέ δεν πισωδρόμησε μπροστά στη μοίρα,
με το βαθύ σου βλέμμα πού όλο πιο βαθαίνει σκάβοντας το σκότος του καιρού μας
για ν’ αναβλύσει η κρήνη του φωτός, ν’ αναγνωρίσει ο άνθρωπος τον άν­θρωπο μες στην ειρήνη
και να πυργώσουν τα βιβλία σου ‒τόμος πάνω στον τόμο‒
μαζί με τα βιβλία των συντρόφων όπου γης, ‒να πυργώσουν
την πανανθρώπινην ελπίδα μας, την πανανθρώπινη σκέψη και πράξη.

ΑΘΗΝΑ, Κάλαμος, 24.XII.81-3.1.82

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: